Με βάση τις τελευταίες εξελίξεις στο Κυπριακό και την πολυμερή συνάντηση γι’ αυτό στις 12 Γενάρη το «Ξ» μίλησε με τη συντρόφισσα Αθηνά Καρυάτη, εκπρόσωπο της ΝΕΔΑ, αδελφής οργάνωσης του «Ξ» στην Κύπρο.
Αθηνά σ’ όλη τη διάρκεια του 2016 υπήρχε μια υπέρμετρη αισιοδοξία ότι το Κυπριακό πήγαινε για λύση. Τώρα η εικόνα φαίνεται να αλλάζει. Τι ακριβώς συμβαίνει;
Από την εκλογή του Ακιντζί, του Τουρκοκύπριου προέδρου πριν ενάμισι χρόνο περίπου, μέχρι και τον Νοέμβρη του 2016 υπήρχε μια γενικευμένη αισιοδοξία ότι οι συνομιλίες έχουν φτάσει σε ένα πολύ καλό στάδιο κι έτσι προέκυψαν οι συναντήσεις του περασμένου Νοεμβρίου στην Ελβετία.
Η εικόνα άλλαξε στα τέλη του Νοέμβρη και στο αδιέξοδο που βρέθηκαν στη δεύτερη συνάντηση στο Μόν Πελεράν (Ελβετία).
Τα Ηνωμένα Έθνη (ΗΕ) πήραν την πρωτοβουλία, καλώντας τους ηγέτες σε γεύμα, την 1η του Δεκέμβρη, οπότε και κανονίστηκε το τωρινό ραντεβού, 9 με 11 Γενάρη συνομιλίες μεταξύ των ηγετών και 12 Γενάρη συνάντηση και με τις εγγυήτριες δυνάμεις για συζήτηση των εγγυήσεων.
Από την 1η του Δεκέμβρη ως σήμερα έχουν γίνει πάρα πολλές παρασκηνιακές συζητήσεις. Στην Κύπρο προβάλλανε την εικόνα ότι όλη η διεθνής κοινότητα συμμετέχει και έχει τα μάτια στραμμένα στη συνάντηση αυτή. Όμως αυτό δεν φαίνεται να είναι η πραγματικότητα. Ακόμη και οι εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία) δεν θα εκπροσωπηθούν σε επίπεδο αρχηγού κράτους, αλλά με τους υπουργούς εξωτερικών το πιο πιθανό, ενώ τα ΗΕ άρχισαν να μιλούν για μια διαδικασία με ανοιχτό τέλος – ότι δηλαδή σε αυτή την συνάντηση μπορεί για ακόμη μια φορά να μην κλείσει τίποτα και να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις… και βλέπουμε.
Υπάρχει γνώση για το πού είναι οι διαφορές και αν κάπου υπάρχει συμφωνία;
Οι πληροφορίες που διαρρέουν καθώς και οι διασκέψεις τύπου που έχουν κάνει οι Αναστασιάδης και Ακιντζί, έδιναν την εντύπωση πως είχαν φτάσει σε ένα καλό σημείο συγκλίσεων σε όλα τα κεφάλαια του Κυπριακού.
Από το προηγούμενο Μον Πελεράν είχαν αρχίσει να συζητούν για το εδαφικό και τον αριθμό των προσφύγων που θα επιστρέψουν, που είναι ένα κεφάλαιο που δεν έχει ξανασυζητηθεί από το 2004 και μετά.
Όμως η πραγματικότητα είναι πως ο κυπριακός λαός, είτε οι Ελληνοκύπριοι είτε οι Τουρκοκύπριοι δεν έχουν καμία γνώση του τι πραγματικά συζητιέται, και ποιες είναι οι λεπτομέρειες των όποιων συμφωνιών. Αυτά είναι τα απαράδεκτα της «διπλωματίας» στον καπιταλισμό, που ασφαλώς μας βρίσκουν κάθετα αντίθετους.
Που βρίσκεται το βασικό πρόβλημα που εμποδίζει μια λύση;
Αυτό που κύρια εμποδίζει την λύση εδώ και 42 χρόνια είναι τα συγκρουόμενα συμφέροντα των αρχουσών τάξεων, ελληνοκυπριακής, τουρκοκυπριακής, Ελληνικής, Τουρκικής, σε συνδυασμό βέβαια με τα διεθνή συμφέροντα.
Η Ελληνοκυπριακή και η Τουρκοκυπριακή άρχουσα τάξη είναι διχασμένες στο αν θέλουν να στηρίξουν την επανένωση.
Αυτό που πάνω από όλα διακυβεύεται δεν είναι κάποιοι λιγότεροι ή κάποιοι περισσότεροι πρόσφυγες ή εδάφη, αλλά το ποιος θα έχει το πάνω χέρι σε μια μελλοντική, δυνητικά, συμφωνία (όπως και να ονομαστεί αυτή).
Αν δηλαδή η Ελληνοκυπριακή πλευρά (το Ελληνοκυπριακό κεφάλαιο δηλαδή) θα μπορεί να ελέγχει ή ότι το τι γίνεται στο Βορρά ή αν ο Βορράς θα είναι «αυτονομημένος» και σε πόσο βαθμό, στα πλαίσια ενός «ομοσπονδιακού κράτους».
Η Ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη επιθυμεί διακαώς τον έλεγχο του Βορρά, διαφορετικά δεν έχει λόγους να επιδιώκει την «επανένωση» – προτιμά μια λύση διχοτόμησης.
Από τη μεριά της η Τουρκοκυπριακή άρχουσα τάξη δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί να τεθεί υπό την ηγεμονία της Ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης – ξέρει πως σ’ αυτή την περίπτωση έχει υπογράψει την «θανατική» της καταδίκη.
Σ’ αυτό τον ανταγωνισμό ασφαλώς εμπλέκονται και οι «μητέρες πατρίδες», Ελλάδα και Τουρκία.
Αυτά τα συμφέροντα ακόμη κι αν καταφέρουν σε αυτή τη δεδομένη στιγμή οι Αναστασιάδης και Ακιντζί να τα συμβιβάσουν και να καταλήξουν κάπου, αυτό θα συνεχίσει να μην είναι πραγματική λύση του Κυπριακού αλλά μια αλλαγή μορφής του Κυπριακού προβλήματος, μια συμφωνία, όπως έχουν γίνει άπειρες συμφωνίες για το Παλαιστινιακό, για την Ιρλανδία κι αλλού όπου υπάρχουν ανοιχτά ακόμη εθνικά προβλήματα.
Η Τουρκία είναι σε μια φάση μεγάλων εσωτερικών αλλά και εξωτερικών ανατροπών – σε σχέση το πραξικόπημα και τις εκκαθαρίσεις, την αλλαγή σχεδιασμών στη Συρία και στις σχέσεις με τη Ρωσία κλπ. Την ίδια στιγμή βλέπουμε το καθεστώς Ερντογάν να επιτελεί μια νέα εθνικιστική στροφή. Είναι ρεαλιστικό σ’ αυτές τις συνθήκες να αναμένει κανείς λύση στο Κυπριακό;
Πραγματικά μετά το πραξικόπημα τις 15ης Ιούλη ο Ερντογάν έχει συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες πάνω του. Κάνει δηλαδή στην πράξη αυτό που θέλει να περάσει με την συνταγματική αλλαγή που έχει καταθέσει προς ψήφιση στην τουρκική βουλή και γι’ αυτό το λόγο συνεργάζεται στενά με τους εθνικιστές.
Και την προηγούμενη περίοδο όμως η στάση της Τουρκίας στο κυπριακό δεν ήταν πιο «μαλακή» στο Κυπριακό. Είχε κατεβάσει μέχρι δικά της ερευνητικά πλοία (πλοίο Μπαρμπαρός) προκειμένου να σταματήσει τις γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Κύπρου.
Η τουρκική άρχουσα τάξη έχει στρατηγικά συμφέροντα στην Κύπρο και δεν πρόκειται να δώσει το πράσινο φως για καμία συμφωνία αν αυτά δεν εξυπηρετούνται. Ειδικά αναφορικά με το φυσικό αέριο και τον αγωγό που θέλουν να περνά από την Κύπρο ενώνοντας το Ισραήλ με την Τουρκία.
Την ίδια στιγμή η τουρκική οικονομία μπαίνει σε ρυθμούς ύφεσης. Συνεπώς υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την στάση του καθεστώτος του Ερντογάν. Και είναι φανερό πως μια συμφωνία στο Κυπριακό δεν αποτελεί για το τουρκικό καθεστώς προτεραιότητα, ειδικά σ’ αυτή τη φάση που έχουν μια σειρά από άλλα πολύ μεγάλα μέτωπα ανοικτά.
Η τωρινή συνάντηση στη Γενεύη φαίνεται να υποβιβάζεται εντελώς αφού όπως όλα δείχνουν δεν θα παρευρεθεί ο ίδιος ο Ερντογάν αλλά κάποιος εκπρόσωπος της κυβέρνησης.
Τι κάνει η Αριστερά;
Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία αριστερή αντιπρόταση στα αδιέξοδα των εκπροσώπων των αρχουσών τάξεων στο βορρά και το νότο του νησιού.
Το ΑΚΕΛ, το παραδοσιακό αριστερό κόμμα, δίνει άκριτη στήριξη στον πρόεδρο Αναστασιάδη, και έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες για λύση του κυπριακού στις διαπραγματεύσεις Αναστασιάδη και Ακιντζί, δηλαδή των εκπροσώπων των καπιταλιστών στις δύο πλευρές του νησιού.
Το ΑΚΕΛ έχει ολοκληρωτικά αφαιρέσει από το κυπριακό οποιοδήποτε ταξικό περιεχόμενο – δηλαδή δεν «συμπεριφέρεται» σαν εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων που σαν τέτοιος να επιχειρήσει να βρει δρόμους επικοινωνίας συνεννόησης και κοινής πάλης με τους Τουρκοκύπριους εργαζόμενους και νεολαία.
Το ίδιο δυστυχώς συμβαίνει και με την Αριστερά στο Βορρά, αλλά και με όλα τα συνδικάτα και τις ΜΚΟ που έχουν κάποια σημαντική παρουσία και επιρροή στο νησί.
Το μόνο θετικό είναι ότι τουλάχιστον καλούν σε κάποιες κινητοποιήσεις, όπως στις 21 του Νοέμβρη που 3.000 άτομα βρέθηκαν στην πράσινη γραμμή και χτες, 10/1, (Σ.Σ.: η συνέντευξη πάρθηκε στις 11/1) στις 6:00 μ.μ. όπου πάνω από 120 οργανώσεις, συνδικάτα και κόμματα καλέσανε εκδήλωση για την ειρήνη.
Παρόλα αυτά σε αυτές τις κινητοποιήσεις όλοι οι φορείς καλούν τον κόσμο να δείξει την στήριξή και την εμπιστοσύνη τους στους Αναστασιάδη και Ακιντζί και στην διαδικασία των συνομιλιών – καλλιεργώντας έτσι πολλές ψευδαισθήσεις ότι αυτοί θα φέρουν την λύση.
Τι προτείνει η ΝΕΔΑ;
Εμείς σαν ΝΕΔΑ, θεωρούμε ότι οι συνομιλίες που βρίσκονται σε εξέλιξη θα μπορούσαν στην καλύτερη να φέρουν απλά μια συμφωνία αλλά όχι λύση. Θα μπορούσαν βέβαια και να καταρρεύσουν όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν.
Θεωρούμε ότι είναι λάθος που η Αριστερά έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες της στους εκπροσώπους των αρχουσών τάξεων των δύο κοινοτήτων.
Αντίθετα θεωρούμε ότι είναι καθήκον της να οργανώσει τον κόσμο που συμμετέχει σε αυτές τις κινητοποιήσεις υπέρ της συνεργασίας και της ενότητας των δυο λαών, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, με την προοπτική της δημιουργίας ενός κοινού μετώπου Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων εργαζομένων και νεολαίας. Αυτοί είναι οι μόνοι που μπορούν να φέρουν την πραγματική ειρήνη καθώς είναι οι μόνοι που έχουν κοινά συμφέροντα για ένα ενωμένο νησί, σε αντίθεση με τις άρχουσες τάξεις (σε Κύπρο αλλά και σε Τουρκία και Ελλάδα) που βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό.
Έτσι οι συγκεντρώσεις θα μπορούσαν να μετατραπούν σε ένα μήνυμα ενότητας, αλλά και ένα μήνυμα στους εθνικιστές ότι δεν θα περάσουν τα διχοτομικά τους σχέδια.
Κι από εκεί κι έπειτα θα χρειαζόταν να ξεκινήσει μια συζήτηση ανάμεσα στην Αριστερά, στα συνδικάτα, και τις κοινωνικές οργανώσεις στις δυο πλευρές του νησιού για το τι λύση πραγματικά θέλουμε ως εργαζόμενοι και νεολαία και πώς αυτή θα μπορέσει να επιτευχθεί και να είναι βιώσιμη.
Να μπει έτσι η βάση για την δημιουργία ενός μαζικού κινήματος για την λύση στο κυπριακό, μας ενιομετωπικής νέας Αριστεράς, κοινής για το βορρά και νότο, που δεν θα πάει για να συμβιβάσει τα (ασυμβίβαστα) συμφέροντα των καπιταλιστών (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων καθώς και των «μητέρων πατρίδων») αλλά να τα ανατρέψει και να χτίσει μια σοσιαλιστική κοινωνία, μια σοσιαλιστική ενωμένη ομόσπονδη Κύπρο, χωρίς ξένους στρατούς και εγγυήσεις, με πολιτική ισότητα και μια σχεδιασμένη οικονομία για τις ανάγκες των εργαζομένων και όχι του κεφαλαίου ξένου και ντόπιου.