«Αυτοί οι μουζικάντες και οι τραγουδιστές,
να ξεσηκώνουν ξέρουν των σκλάβων τις καρδιές,
και πες και πες τραγούδια για την παλικαριά,
θα σηκώσουν μπαϊράκι μια μέρα στα χωριά.»
(Από το τραγούδι «Τελάλης», σε στίχους του Κώστα Βίρβου)
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος πέθανε στις 10 Ιούνη, σε ηλικία 84 ετών, αφήνοντας πίσω του μια σπουδαία πολιτιστική παρακαταθήκη. Το τεράστιο μουσικό του έργο μετρά πάνω από 60 χρόνια ζωής, και περιλαμβάνει από το έντεχνο και το λαϊκό τραγούδι, τη συμφωνική μουσική, μέχρι συνθέσεις για το σινεμά, το θέατρο και την όπερα.
Ένα πλούσιο έργο 6 δεκαετιών
Ο Μαρκόπουλος γεννήθηκε το 1939 στην Κρήτη και μεγάλωσε στην Ιεράπετρα. Οι πρώτες του επιρροές ήταν η τοπική και η κλασική μουσική, αλλά και η μουσική της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου. Οι μουσικές του σπουδές ξεκίνησαν στα 11 του χρόνια. Πέρασε από το ωδείο της Ιεράπετρας και τη Φιλαρμονική, και ασχολήθηκε με τη μουσική θεωρία και αρκετά μουσικά όργανα (βιολί, νταούλι, φλογέρα, κλαρίνο, λαούτο). Το 1956, έρχεται στην Αθήνα και συνεχίζει τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, δίπλα σε αξιόλογους δασκάλους.
Η επαγγελματική του πορεία ξεκινά σε νεαρή ηλικία, τέλη του 50- αρχές του 60, κυρίως με συνθέσεις για το θέατρο, τον κινηματογράφο και τον χορό. Σημείο σταθμός αποτέλεσε η βράβευσή του το 1963 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τη μουσική του στην ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Μικρές Αφροδίτες». Ο Κούνδρουρος ήταν εκείνος που τον σύστησε και στους καλλιτεχνικούς κύκλους των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Λεοντή, και Λοΐζου.
Το 1967, με την επιβολή της δικτατορίας, ο Γιάννης Μαρκόπουλος μετακομίζει στο Λονδίνο, όπου διευρύνει τους μουσικούς του ορίζοντες και αναβαθμίζει τις γνώσεις του. Γνωρίζει τους συνθέτες Ιάννη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου και έρχεται σε επαφή με πρωτοποριακά μουσικά έργα. Παράλληλα, ξεκινά να δομεί ένα νέο ύφος ενορχήστρωσης, που θα καθορίσει τις μετέπειτα δουλειές του.
Επιστρέφει στην Αθήνα το 1969, οπότε και ξεκινά μία από τις πιο πλούσιες και παραγωγικές του περιόδους: στη δικτατορία και τη μεταπολίτευση ο Μαρκόπουλος συνέθεσε πολλά από τα σπουδαιότερα έργα του, εκτοξεύθηκε η δημοφιλία του, και αγαπήθηκε όσο λίγοι από το ελληνικό κοινό.
Τη δεκαετία του 1980 παρήγαγε πολλά αξιόλογα έργα τα οποία, αν και δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τις προγενέστερες δουλειές του, γνώρισαν επιτυχία και αποδοχή. Συνέχισε να συνθέτει, να βγάζει δίσκους και να δίνει συναυλίες –παρουσιάζοντας τα κλασικά του έργα, αλλά και ορισμένα νεότερα– μέχρι πολύ μεγάλη ηλικία.
Πέρα από την καταξίωση στον ελλαδικό χώρο, ο Μαρκόπουλος εισέπραξε διεθνή αναγνώριση, πραγματοποιώντας πολλές δουλειές στο εξωτερικό, και αναρίθμητες συναυλίες ανά τον κόσμο.
Το πολιτικό τραγούδι & η φλογερή δεκαετία του 70
Η συμβολή του Γιάννη Μαρκόπουλου στο πολιτικό και κοινωνικό τραγούδι υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, από τις σημαντικότερες των συνθετών της γενιάς του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αυτή η πτυχή του έργου του είναι και η πιο αγαπητή στο ευρύ κοινό, μιας και έδωσε δύναμη και φωνή στον ελληνικό λαό στα «χρόνια τα χαμένα», στη σκοτεινή επταετία της Χούντας, αλλά και στην ελπιδοφόρα εποχή της μεταπολίτευσης.
Η απόφαση του Μαρκόπουλου να επιστρέψει στην Αθήνα το 1969, εν μέσω της δικτατορίας, ήταν συνειδητή: ο συνθέτης στόχευε να συμβάλλει με το έργο του στον αγώνα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ξεκίνησε άμεσα μουσικές παραστάσεις και συνεργασίες με ποιητές, σκηνοθέτες, αλλά και νέους ερμηνευτές και μουσικούς, παρουσιάζοντας τα έργα του στο ιστορικό στούντιο «Λήδρα» στην Πλάκα. Παρά τη συνεχή παρουσία ασφαλιτών, το κοινό, ιδιαίτερα φοιτητές, γέμιζε καθημερινά τον χώρο. Οι συνεχείς επεμβάσεις της δικτατορίας και η σκληρή λογοκρισία δεν εμπόδισαν τη διάδοση της μουσικής του, η οποία ενέπνευσε το κίνημα και εμπνεύστηκε από αυτό.
Τα έργα που συνέθεσε ο Μαρκόπουλος τη δεκαετία που ακολούθησε, αποτελούν ορόσημα για το ελληνικό τραγούδι, μουσικά, στιχουργικά και πολιτικά. Μεταξύ άλλων, στην εμβληματική και πλούσια δισκογραφία του τη δεκαετία του 70, συγκαταλέγονται οι δίσκοι «Χρονικό» (1970 – στίχοι Κ. Χ. Μύρης), «Ριζίτικα» (1971), «Ιθαγένεια» (1971 – στίχοι Κ.Χ. Μύρης), «Ο Στρατής Θαλασσινός» (1973 – ποίηση Γιώργου Σεφέρη), «Θητεία» (1974 – στίχοι Μάνος Ελευθερίου), «Μετανάστες» (1974 – στίχοι Γιώργος Σκούρτης), «Θεσσαλικός κύκλος» (1975 – στίχοι Κώστας Βίρβος), «Ανεξάρτητα» (1975), «Οροπέδιο» (1976 – ποίηση Μιχάλης Κατσαρός), «Εργάτες» (1976), κ.ά.
Τραγούδια που «βγήκαν απ’ την ανάγκη»
Η δισκογραφία αυτής της περιόδου περιλαμβάνει κάποια από τα σημαντικότερα και δημοφιλέστερα τραγούδια του συνθέτη (βλ. παράρτημα στο τέλος), πολλά εκ των οποίων έγιναν σύμβολα στους αγώνες της εποχής για ελευθερία, δημοκρατία και δικαιοσύνη.
«Όλα μας τα τραγούδια που είναι δυνατά και ακατάλυτα βγήκαν απ’ την ανάγκη… … Κι αν η ανάγκη είναι φοβερή ομαδική έκρηξη γεγονότων, όπου ζωή και θάνατος είναι αλογάριαστες έννοιες, τότε έχουμε μεγάλα τραγούδια», είχε πει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του το 1972.
Μία από τις πρώτες μεγάλες διαδηλώσεις κατά της Χούντας ξεκίνησε μετά από τη συναυλία του συνθέτη στο γήπεδο του Σπόρτινγκ τον Μάιο του 1972. Μετά το τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά» (που αποτέλεσε αργότερα «ύμνο» στην εξέγερση του Πολυτεχνείου), ακούστηκε μαζικά από το κοινό το σύνθημα «Κάτω η Χούντα» και 2.000-3.000 φοιτήτριες και φοιτητές ξεκίνησαν διαδήλωση στα Πατήσια η οποία δέχτηκε άγριο κυνηγητό και ξυλοδαρμούς από την αστυνομία.
Σημαντικό ντοκουμέντο για τη σημασία του έργου του Μαρκόπουλου και στη μεταπολίτευση, αποτελεί το ντοκιμαντέρ του Νίκου Κούνδουρου «Τραγούδια της φωτιάς» (1975), ταινία που ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει χαρακτηρίσει ως «μια ταινία ωδή στη λευτεριά». Στο ντοκιμαντέρ, μεταξύ άλλων, βλέπουμε αποσπάσματα από τη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου που έγινε αμέσως μετά την πτώση της Χούντας, τον Ιούλιο του 1974, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Στη συναυλία αποτυπώνεται τόσο η σπουδαιότητα του έργου του συνθέτη, όσο και το κλίμα που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία εκείνη την περίοδο, που το λαϊκό αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία ήταν πιο φλογερό από ποτέ.
Μια τομή στην ελληνική μουσική
Ο Μαρκόπουλος ανέπτυξε από νωρίς ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος μουσικής σύνθεσης και ενορχήστρωσης, που αποτέλεσε τομή στην ελληνική μουσική της δεκαετίας του 70.
Μεταξύ άλλων, ο Μαρκόπουλος άρχισε να απομακρύνεται από την καθιερωμένη δομή της λαϊκής ορχήστρας, και να προσανατολίζεται σε ένα νέο ύφος που συνδύαζε την παράδοση με τα σύγχρονα στοιχεία. Δίπλα στα κλασικά όργανα της ορχήστρας, έβαλε και παραδοσιακά όργανα όπως η λύρα, το σαντούρι, το λαούτο και το ηπειρώτικο κλαρίνο, εμπλουτίζοντας το λαϊκό τραγούδι με στοιχεία φολκλόρ.
«Έβαλα παραδοσιακά ελληνικά όργανα στη κλασική συμφωνική ορχήστρα, αυτό ήταν και είναι το γεωπολιτικό αποτύπωμά μου στη μουσική», είχε πει. Οι δίσκοι του «Θεσσαλικός Κύκλος» και «Χρονικό» αποτελούν κάποια από τα σπουδαιότερα δείγματα αυτού του πρωτοποριακού «παντρέματος», που αποτέλεσε το νέο μουσικό κίνημα «Επιστροφή στις ρίζες».
Παράλληλα, ο Μαρκόπουλος με το έργο του ανέδειξε την παραδοσιακή κρητική μουσική, διασκευάζοντας παλιά λαϊκά τραγούδια της Κρήτης. Χαρακτηριστικότερο δείγμα ο δίσκος «Ριζίτικα», που απέσπασε διεθνή βραβεία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μαρκόπουλος αξιοποίησε στοιχεία της λαϊκής παράδοσης με έναν τρόπο, καθόλου μουσειακό, αλλά ζωντανό και ανανεωτικό, για να μιλήσει για τα σύγχρονα ζητήματα της εποχής. Ταυτόχρονα, ανέδειξε την ελληνική μουσική κληρονομιά, όχι για να προωθήσει εθνικό-πατριωτικά ιδεώδη, αλλά κυρίως για να μιλήσει για το δίκιο των καταπιεσμένων και τον αγώνα τους για ελευθερία.
Αναφέρει για το δίσκο «Ριζίτικα»:
«Το ”Πότε θα κάνει ξαστεριά” περιλαμβάνεται στη συλλογή ”Ριζίτικα”. Αυτά είναι επαναστατικά τραγούδια τα οποία γεννήθηκαν στη δυτική Κρήτη… … μου άρεσαν πάρα πολύ τα τραγούδια αυτά. Τα τραγουδούσα από μικρός και πίστευα ότι αυτή η δυναμική την οποία φέρουν μέσα τους και η άποψη της ελευθερίας την οποία καταθέτουν, θα μπορούσε να τα κάνει αγαπητά.»
Τα εγχώρια και τοπικά στοιχεία στο έργο του Μαρκόπουλου χρησιμοποιήθηκαν για να αναδειχτεί κάτι πιο μεγάλο, οικουμενικό και καθολικό. Άλλωστε ο ίδιος πίστευε ότι
«το τραγούδι, αν είναι γνήσιο και αληθινό, γίνεται από ιθαγενές αυτόματα και διεθνές», καθώς επίσης και ότι «Ρίζες σημαίνει η εύρεση της χαμένης ταυτότητας, όχι μόνο του Έλληνα, αλλά του ανθρώπου. Ρίζες σημαίνει η πιο προοδευτική και μοντέρνα θέση. Ρίζες σημαίνει άνοιγμα στο μέλλον, με βάση την ισότητα, την ελευθερία και τη συντροφικότητα».
Συνολικά, στις συνθέσεις του Γιάννη Μαρκόπουλου –από τη συμφωνική μουσική, το λαϊκό ή το ρεμπέτικο, και από τα ριζίτικα μέχρι το ροκ– οι ενορχηστρώσεις υπήρξαν σαφώς πρωτοποριακές, άφησαν το στίγμα τους και άνοιξαν νέους μουσικούς δρόμους στην ελληνική δισκογραφία.
Η ανάδειξη σπουδαίων ερμηνευτριών & ερμηνευτών
Μέσα από το έργο του Γιάννη Μαρκόπουλου αναδείχθηκαν πολλές σημαντικές τραγουδίστριες και τραγουδιστές της περιόδου. Ο Νίκος Ξυλούρης, ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης και ο Λάκης Χαλκιάς –που μέχρι τότε είχαν μικρή παρουσία στη δισκογραφία– αναδείχθηκαν μέσω της συνεργασίας τους με τον συνθέτη, καθιερώθηκαν ως σπουδαίοι ερμηνευτές και συνέδεσαν τη φωνή τους με το πολιτικό τραγούδι και τον αντιδικτατορικό αγώνα.
Η Μαρία Δημητριάδη και η Τάνια Τσανακλίδου εμφανίστηκαν πρώτη φορά στη δισκογραφία σε δίσκους του Μαρκόπουλου, πριν καταξιωθούν σε άλλα έργα. Αλλά και ο Γιώργος Νταλάρας, η Βίκυ Μοσχολιού, η Χάρις Αλεξίου είναι μερικές από τις μεγάλες φωνές τις εποχής που ερμήνευσαν τραγούδια του συνθέτη, και σημαδεύτηκαν από αυτή τη συνεργασία.
Παράλληλα, ο Μαρκόπουλος δε δίστασε να πειραματιστεί και με διαφορετικούς ερμηνευτές, όπως έκανε στη σπουδαία συνεργασία του με τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Την περίοδο 1974-1976, ο Σιδηρόπουλος εμφανίζεται στους δίσκους του Γιάννη Μαρκόπουλου «Θεσσαλικός Κύκλος», «Ανεξάρτητα» και «Οροπέδιο» (στο τελευταίο συμμετείχε και ο κιθαρίστας των Socrates Γιάννης Σπάθας). Εκείνα τα χρόνια, ο Σιδηρόπουλος συμμετείχε σε συναυλίες του Γιάννη Μαρκόπουλου, και πραγματοποίησε παραστάσεις μαζί του στο ιστορικό κλαμπ Κύτταρο. Θρυλική υπήρξε και η εμφάνιση του Σιδηρόπουλου το 1986 στο Ηρώδειο, στη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου με τίτλο «Τολμηρή επικοινωνία», που αργότερα κυκλοφόρησε και σε δίσκο.
Μια ευρύτερη πολιτισμική συμβολή
Εκτός από το πολιτικό τραγούδι, και την παραδοσιακή και συμφωνική μουσική, ο Μαρκόπουλος έχει σπουδαία δείγματα γραφής και στη λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική, συχνά σε τραγούδια που δεν είναι ευρέως γνωστό ότι αποτελούν δικές του συνθέσεις. Πολλά λαϊκά του τραγούδια, που ερμηνεύτηκαν από καλλιτέχνες όπως ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Βίκυ Μοσχολιού και ο Στέλιος Καζαντζίδης, αγαπήθηκαν ιδιαίτερα και άντεξαν στο χρόνο.
Επίσης ο Μαρκόπουλος υπήρξε άλλος ένας σημαντικός συνθέτης που μελοποίησε και ανέδειξε επιτυχημένα την ελληνική ποίηση: Οδυσσέα Ελύτη, Κ.Χ. Μύρη, Μάνο Ελευθερίου, Γιώργο Σεφέρη, Νίκο Καρούζο, Μανόλη Αναγνωστάκη, Μιχάλη Κατσαρό, Διονύσιο Σολωμό, κ.ά.
Το πρωτότυπο συνθετικό και ενορχηστρωτικό του ύφος, η δύναμη και ο πλούτος του έργου του, η συνεργασία με σπουδαίους στιχουργούς, ποιητές και ερμηνευτές, η σύνδεση της μουσικής του με τη πολιτική ιστορία του τόπου, όλα αυτά καθιστούν το έργο του Μαρκόπουλου μια ανεκτίμητη πολιτιστική κληρονομιά.
«Μου’ πες λίγα λόγια για την κοινωνία, και να τραγουδάω για τη λευτεριά»
Το έργο του Μαρκόπουλου κατάφερε να περάσει στη συλλογική μνήμη του λαού, ακριβώς γιατί εξέφρασε τα βάσανα, τις ελπίδες και τους πόθους του. Τα τραγούδια του, πέρα από τον έρωτα, την ομορφιά, τις ρίζες μας, μας μίλησαν για τους εξεγερμένους νέους, τους μετανάστες, τον εργαζόμενο λαό, τους φτωχούς αγρότες. Γι’ αυτούς που «δεν εγνώρισαν γενιά», για όσους έφαγαν τα χρόνια τους στις φάμπρικες, για όσους ονειρεύτηκαν ένα διαφορετικό, ξάστερο κόσμο. Όπως λέει κι ένας στίχος του ίδιου, από το τραγούδι «Ο αντάρτης» (σε στίχους Γιάννη Μαρκόπουλου) η μουσική του μας «είπε λίγα λόγια για την κοινωνία, και να τραγουδάμε για τη λευτεριά».
Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρκόπουλος υπηρέτησε τον πολιτισμό, είναι ένα ακόμα φωτεινό παράδειγμα για το πώς η πρωτοπόρα τέχνη μπορεί να γίνει ένα πολύτιμο εφόδιο για ολόκληρη την κοινωνία. Για το πώς μπορεί να αποτελέσει αποκούμπι της ανθρωπότητας στις πιο δύσκολες στιγμές της, ένα μεγάφωνο για τις ιδέες και τις ελπίδες της και ένα εργαλείο για τους αγώνες της.
Γι’ αυτό άλλωστε το έργο του Μαρκόπουλου παραμένει αλώβητο δεκαετίες μετά, συνεχίζει να εμπνέει τις επόμενες γενιές, και να συνδέεται με τις πολιτικές και κοινωνικές μάχες του σήμερα.
«Ζωγράφισε έναν ήλιο στο ταβάνι, μίλησε με τ’ αγέρι της νυχτιάς
και χόρεψε μαζί με τη σκιά σου στους ήχους μιας αδύναμης καρδιάς.
Πάρε τηλέφωνο τη μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς.»
(Από το τραγούδι «Ηλεκτρικός Θησέας», σε στίχους του Δημήτρη Βάρου)
Παράρτημα – επιλεγμένα τραγούδια του συνθέτη:
«Μιλώ Για Τα Παιδιά Μου», στίχοι Γιώργος Σκούρτης
«Έντιμο αίμα (Τα παιδιά)», στίχοι Οδυσσέας Ελύτης)
«Ηλεκτρικός Θησέας», στίχοι Δημήτρης Βάρος
«Γεννήθηκα», στίχοι Κ.Χ Μύρης
«Ο Τελάλης», στίχοι Κώστας Βίρβος
«1940 (Πόσα χρόνια δίσεχτα)», στίχοι Κ.Χ Μύρης
«Ζαβαρακατρανέμια»,στίχοι Γιάννης Μαρκόπουλος
«Αγρίμια κι Αγριμάκια μου», παραδοσιακό ριζίτικο
«Τα λόγια και τα χρόνια», στίχοι Μάνος Ελευθερίου
«Πέραμα», στίχοι Γιώργος Χρονάς
«Ο τόπος μας είναι κλειστός», στίχοι Γιώργος Σεφέρης
«Ελλάδα (Λένγκω)», στίχοι Γιάννης Μαρκόπουλος
«Εαρινή συμφωνία», στίχοι Γιάννης Ρίτσος
«Η Ρόζα», στίχοι Μιχάλης Φακίνος
«Ο Δάσκαλος», στίχοι Κώστας Βίρβος
«Μαλαματένια λόγια», στίχοι Μάνος Ελευθερίου
«Τούμπου τούμπου ζα», στίχοι Γιάννης Μαρκόπουλος
«Η φάμπρικα», στίχοι Γιώργος Σκούρτης
«Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί», στίχοι Γιώργος Σκούρτης
«Ο σκλάβος», στίχοι Μελέτης Κυριακού
«Τα κόκκινα λουλούδια», στίχοι Μιχάλης Φακίνος
«Ο Ρόκο και οι άλλοι», στίχοι Γιώργος Σκούρτης