Ο πρώτος γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών την προηγούμενη Κυριακή άφησε τους αστούς σχολιαστές «σχεδόν» χαρούμενους. Με ρεκόρ συμμετοχής που έφτασε το 84%, οι εκλογές κατέληξαν με δύο νικητές για το δεύτερο γύρο που θα γίνει σε δύο εβδομάδες. Ο δεξιός υποψήφιος του UMP, Νικολά Σαρκοζί, πήρε 31.2% των ψήφων, και βγήκε μπροστά από την υποψήφια του Σοσιαλιστικού Κόμματος Σεγκολέν Ρουαγιάλ που πήρε το 25.8% των ψήφων.
«Η μόνη έκπληξη», δήλωσε ένας σχολιαστής στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης «είναι ότι αυτή η εκλογική αναμέτρηση δεν είχε καμία έκπληξη». Υπό μια έννοια είχε δίκιο. Οι προβλέψεις των δημοσκοπήσεων ήταν ακριβείς, αν και υπερεκτίμησαν τα ποσοστά του ακροδεξιού Λεπέν. Το 2002, ο Λεπέν βύθισε το γαλλικό κατεστημένο σε πολιτική κρίση φτάνοντας στον δεύτερο γύρο των εκλογών με ποσοστό 16.9%, ρίχνοντας τον υποψήφιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ζοσπέν στην τρίτη θέση. Ωστόσο, σε αυτές τις εκλογές το κόμμα του Λεπέν, το Εθνικό Μέτωπο, έχασε 1 εκατομμύριο ψήφους σε σχέση με το 2002. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα αποτελέσματα απεικονίζουν μια «ψήφο για τη δημοκρατία και τη μεταρρύθμιση», όπως υποστηρίζει ευρωπαϊκός τύπος.
Ο Σαρκοζί
Ο δεξιός υποψήφιος Σαρκοζί, με νεοφιλελεύθερες πολιτικές που θυμίζουν Θάτσερ, κινητοποίησε τη δεξιά ψήφο και μερικά στρώματα της μεσαίας και της εργατικής τάξης, που πιστεύουν ότι η Γαλλία χρειάζεται ένα σκληρό άντρα που θα προχωρήσει σε ριζοσπαστικές αλλαγές. Τις τελευταίες ημέρες μάλιστα της εκστρατείας του, ο Σαρκοζί προσπάθησε να πείσει και ένα στρώμα εργαζομένων να δεχτεί περισσότερες ώρες εργασίας και λιγότερη κοινωνική ασφάλεια για να σταματήσει την οικονομική κατάρρευση. Η ιδέα είναι ότι η μόνη λύση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και το διεθνοποιημένο κεφάλαιο είναι η προσαρμογή στα αιτήματα των πολυεθνικών και οι θυσίες με αντάλλαγμα την οικονομική ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό θα οδηγήσει σε περαιτέρω πτώση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων.
Η σημαντική αύξηση των ποσοστών της Σεγκολέν Ρουαγιάλ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ισχυρή αντι-Σαρκοζί και αντι-Λεπέν διάθεση ενός μεγάλου αριθμού των ψηφοφόρων, παρά στον ενθουσιασμό για το πρόγραμμά της.
Η ψήφος της νεολαίας και των μεταναστών στα φτωχά προάστια στράφηκε συντριπτικά προς την Σεγκολέν Ρουαγιάλ, παρά το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς αναμφισβήτητα θα προτιμούσαν να ψηφίσουν περισσότερο ριζοσπαστικούς αριστερούς υποψηφίους.
Μέχρι την ημέρα της ψηφοφορίας πάνω από 30% του εκλογικού σώματος δεν είχε ακόμα αποφασίσει τι θα ψηφίσει. Αυτός ο δισταγμός, ειδικά ανάμεσα στις γυναίκες, την νεολαία και τα φτωχά στρώματα, αντανακλούσε την έλλειψη οποιασδήποτε πραγματικής εναλλακτικής λύσης για την εργατική τάξη. Τα στρώματα αυτά ταλαντευόντουσαν ανάμεσα στο να ψηφίσουν τη ριζοσπαστική αριστερά ή εάν έπρεπε να ψηφίσουν Σεγκολέν για να μην βγουν ο Σαρκοζί ή ο Λεπέν.
Η Σεγκολέν και το σουηδικό μοντέλο
Παρά τα όσα λένε τα μέσα ενημέρωσης, στο δεύτερο γύρο δεν υπάρχει καμμιά πραγματική επιλογή ανάμεσα στην δεξιά και την αριστερά, ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. Η Σεγκολέν Ρουαγιάλ μίλησε για την ανάγκη να αλλάξει η Γαλλία και να ακολουθήσει το σουηδικό μοντέλο στο οποίο «τα συνδικάτα και οι επιχειρήσεις θα είναι προετοιμασμένα να κάνουν θυσίες, με την προϋπόθεση να έχουν εξασφαλισμένα τα μεσοπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα κέρδη τους». Όμως, ήταν οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Σουηδίας την δεκαετία του ’90 που πήραν συγχαρητήρια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επειδή ιδιωτικοποίησαν πολλές δημόσιες επιχειρήσεις, απορύθμισαν τις εργασιακές σχέσεις και έκαναν περισσότερες περικοπές στις κοινωνικές παροχές από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Οι πολιτικές που θα προσπαθήσει να εφαρμόσει η Ρουαγιάλ θα είναι στην πραγματικότητα η συνέχεια της πολιτικής της κυβέρνησης της «πληθυντικής αριστεράς» (σε αυτή συμμετείχαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι Πράσινοι) του 1997-2002, που ιδιωτικοποίησε περισσότερες κρατικές επιχειρήσεις από την προηγούμενη δεξιά κυβέρνηση. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίο η «πληθυντική αριστερά» το 2002 έπεσε δραματικά σε ψήφους.
Ριζοσπαστική αριστερά
Ενώ οι ψήφοι του PCF (Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) και της LO (Εργατική Πάλη, μια από τις γαλλικές τροτσκιστικές οργανώσεις) κατέρρευσαν λόγω της πόλωσης ενάντια στον Σαρκοζί και της δικής τους αδυναμίας να πείσουν τους αριστερούς ψηφοφόρους και την νεολαία, η LCR (Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα, άλλη μια γαλλική τροτσκιστική οργάνωση) πήρε 4.11% ή 280 000 ψήφους περισσότερους από το 2002.
Ο δεύτερος γύρος θα μετατραπεί αναπόφευκτα σε εθνικό δημοψήφισμα ενάντια στον Σαρκοζί. Ενώ κατανούμε τους ψηφοφόρους που θα ψηφίσουν ενάντια στον Σαρκοζί και υπέρ της Ρουαγιάλ, αυτή η ψήφος, ακόμα κι αν εμποδίσει την εκλογή του Σαρκοζί, δεν πρόκειται να σταματήσει την εφαρμογή μιάς αντεργατικής πολιτικής. Αυτό που χρειάζεται είναι η προετοιμασία του εργατικού και του νεολαιίστικου κινήματος για την οργάνωση ενός μαζικού αγώνα ενάντια σε αυτές τις πολιτικές στους δρόμους και στους εργατικούς χώρους, όποια κυβέρνηση και αν εκλεγεί.
Αυτό που χρειάζεται είναι το χτίσιμο ενός μαζικού μαχητικού κόμματος πάνω σε μια αντικαπιταλιστική βάση, με γνήσιο σοσιαλιστικό πρόγραμμα, σαν εναλλακτική λύση στα υπάρχοντα κόμματα. Σε αντίθεση με την LO, η LCR αναφέρεται από καιρό σε καιρό σ’αυτό το θέμα, αλλά δυστυχώς, δεν έχει κάνει μέχρι σήμερα κανένα ουσιαστικό βήμα. Το 2002, για παράδειγμα, όταν η συνδυασμένη ψήφος της LO και της LCR ξεπέρασε το 9% δεν πήραν καμμιά πρωτοβουλία για το χτίσιμο ενός νέου αντικαπιταλιστικού κόμματος και έτσι μια πραγματική ευκαιρία για το χτίσιμο μιας νέας αριστερής δύναμης χάθηκε.
Αυτό το νέο κόμμα βέβαια δεν μπορεί να χτιστεί από τα πάνω, μέσα από συζητήσεις ανάμεσα στις ηγεσίες των υπαρχόντων ριζοσπαστικών αριστερών οργανώσεων. Η συμμετοχή της νεολαίας, των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων είναι πρωταρχικής σημασίας. Οι διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς θα μπορούσαν να γίνουν η αφετηρία για να δημιουργηθούν και να ενεργοποιηθούν επιτροπές αγώνα και δράσης και να ξεκινήσει πραγματικά η διαδικασία για το χτίσιμο ενός νέου αριστερού αντικαπιταλιστικού σχηματισμού.