Άρθρο των Γ. Γιαννόπουλου και Σ. Σιμωτά, από το rednotebook.gr
Σε αναζήτηση στρατηγικής
Είναι δεδομένο πως η συντριβή του στρατηγικού σχεδίου για την αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρωζώνη, ή τη δυνατότητα άσκησης εναλλακτικών πολιτικών εντός της, έχει οδηγήσει σε ένα σοκ το ρεύμα της κομμουνιστικής ανανέωσης, όπως αυτό εκφραζόταν εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Σοκ, που όμως έχει και ορισμένες θετικές εκφάνσεις, όπως η συζήτηση που ανοίγει για το στρατηγικό σχέδιο της -εκτός ΣΥΡΙΖΑ πλέον- Αριστεράς και τον απεγκλωβισμό της ελληνικής κοινωνίας από τα μνημόνια, μέσα από την υλοποίηση ενός (πρωτίστως πολιτικού, δευτερευόντως οικονομοτεχνικού και επιστημονικού) σχεδίου σύγκρουσης με την Eυρωζώνη. Αναφερόμαστε στη συζήτηση όπως αποτυπώνεται σε μεγάλο βαθμό και στις σελίδες του RedNotebook, τόσο πριν, όσο και μετά την προκήρυξη των εκλογών και την διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τη στιγμή που η αμηχανία στην οποία όλοι και όλες βρισκόμαστε, αλλά και η εγγύτητα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, δεν επιτρέπουν να αρχίσει η εμβάθυνση για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού με συγκεκριμένες προτάσεις, περιοριζόμαστε στην περιγραφή αξόνων γύρω από τους οποίους πρέπει να περιστρέφεται η στρατηγική συζήτηση. Ακόμα κι αν διακινδυνεύουμε να επαναλαμβανόμαστε, η συζήτηση αυτή έχει ουσιώδη σημασία, τόσο για να εμπνεύσει μια νέα μεγάλη αφήγηση[1], όσο και για να μην επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος αφενός – αφετέρου να μη διολισθήσουμε σε εύκολες ή εξαιρετικά αφαιρετικές απαντήσεις. Επιπλέον, ακόμα και πριν αρχίσει η ενδελεχής συζήτηση, οι συμβολές που ορίζουν τις προϋποθέσεις του σχεδίου της σύγκρουσης δεν είναι καθόλου αμελητέες.
Έτσι, αποτελούν προϋπόθεση για να μην εκκινήσουμε εσφαλμένα, οι εξής παραδοχές:
- Ένα τέτοιο σχέδιο δεν θα είναι ποτέ πλήρως έτοιμο, αντίθετα, οι παράμετροί του θα επηρεάζονται διαρκώς. Κι αυτό διότι δεν πρόκειται για ένα σχέδιο «επί χάρτου», αλλά για σχέδιο συνυφασμένο με την έκβαση των ταξικών αγώνων και μάλιστα σε μια νέα μορφή: όχι πια αυτήν της διεκδίκησης/απόσπασης κατακτήσεων από την κεντρική εξουσία – αλλά στο εξής, της διαμόρφωσης των όρων για μια άλλου τύπου εξουσία, με παράλληλες οικονομικές και διοικητικές λειτουργίες.
- Η νομισματική αλλαγή δεν αποτελεί από μόνη της λύση – είναι όμως προϋπόθεση για την εφαρμογή στοιχειωδώς αυτόνομης πολιτικής. Δεν μπορεί δηλαδή η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα να αποτελέσει την προμετωπίδα της νέας προσπάθειας για τη δημιουργία ενός μεταβατικό προγράμματος, είναι όμως μέρος του, ως προϋπόθεση άσκησης αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει «λόμπι της δραχμής», δηλαδή συγκροτημένες μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης που να επιθυμούν τη νομισματική αλλαγή, πλην του κλάδου των φαρμακοβιομηχάνων – επομένως η αλλαγή νομίσματος δεν μπορεί να υπηρετηθεί σήμερα χωρίς να επικρατήσει μια κατάσταση οιονεί επαναστατική.
- Xρειάζεται τρομακτική κοινωνική γείωση για να υλοποιηθεί ένα τέτοιου τύπου σχέδιο: τόσο για να υπάρχει πλήρης εικόνα της οικονομικής δραστηριότητας, όσο και για να είναι δυνατή η παράκαμψη του σαμποτάζ από αντιστεκόμενα τμήματα του κρατικού μηχανισμού, αλλά και για να καμφθεί ο φόβος από την καταστροφολογία των ΜΜΕ, του εγχώριου και του διεθνούς κυρίαρχου μπλοκ. Στην κατεύθυνση αυτή, χρειάζεται μέριμνα για την οικοδόμηση κοινωνικών συμμαχιών με ειλικρίνεια αλλά και ταξικές προτεραιότητες, χωρίς να αντιμετωπίζονται οι από κάτω ως ανέτοιμοι εκπροσωπούμενοι (άρα με εκ νέου λογικές ανάθεσης), αλλά ως μπλοκ που συμμετέχει, δημιουργεί και συγκρούεται. Χρειάζεται να ενθαρρύνουμε τα ίδια τα εργατικά στρώματα που επιθυμούμε, όχι απλώς να εκπροσωπούμε, αλλά κυρίως να οργανώσουμε, ώστε να συγκροτήσουν το κύριο υποκείμενο της ανατροπής.
Μαζί με αυτές τις παραδοχές, είναι εκ των ων ουκ άνευ η αποφυγή της λογικής της απεύθυνσης στην κοινωνία με όρους εκφώνησης ενός προγράμματος-αθροίσματος πολιτικών «αιχμών» για τα κεντρικά οικονομικά ζητήματα. Από τη μια πλευρά, μια τέτοια πρακτική δεν εξηγεί γιατί είναι αναγκαία η εμπλοκή, στην υλοποίησή του σχεδίου της σύγκρουσης, εκείνου του κοινωνικού μπλοκ που θα επωφεληθεί από την πολιτική αυτή. Από την άλλη, αφήνει έξω μια σειρά τομέων της παραγωγής και της οικονομίας, που είναι καθοριστικοί σε μια τέτοια διαδικασία. Όπως εύστοχα παρατήρησε στην εκδήλωση του RProject στην ΑΣΟΕΕ ο Βαγγέλης Διαμαντόπουλος, δεν μπορούμε να συζητάμε για τη διαθεσιμότητα των διυλιστηρίων στην προσπάθειά μας, αλλά να μην συζητάμε για την διαθεσιμότητα του τελευταίου κόκκου σιταριού από το πιο ορεινό χωριό της Ελλάδας. [2]
***
Κοντά στα παραπάνω, ανοίγει αντικειμενικά μια ευρύτερη συζήτηση για την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικότερα. Μια συζήτηση που είναι αδόκιμο να αντιμετωπίζεται από τη μία υπό ένα πρίσμα «της πιο αριστερής» εκφώνησης, ή από την άλλη, με το φόβο ότι δυσκολεύει την προσέγγιση με ευρύτερα ακροατήρια. Είναι βέβαιο ότι τα όρια που θέτει η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην άσκηση ανεξάρτητης πολιτικής είναι πολύ χαλαρότερα από τα όρια που θέτει το νόμισμα. Την ίδια στιγμή, όμως, υπάρχει το ερώτημα εάν μπορεί να υπάρξει έξοδος από την Ευρωζώνη χωρίς έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή εάν σε μια σειρά τομείς όπως η ενέργεια[3] και η αγροτική πολιτική μπορεί κανείς να ασκεί ταξικά μεροληπτική πολιτική ή αν οι επιπτώσεις του να αμφισβητήσει κανείς την κεντρικά σχεδιαζόμενη πολιτική της Ένωσης σε μια σειρά αντίστοιχα στρατηγικών τομέων, είναι μικρότερες από τα οφέλη της παραμονής στην Ένωση.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις, σε συνδυασμό με τον αντικειμενικό έλεγχο στις χρηματορροές αλλά και τις διευκολύνσεις στη χρήση των ΕΣΠΑ (θυμίζουμε ότι στο διάστημα της διαπραγμάτευσης οι καθυστερήσεις πληρωμών προς την ελληνική κυβέρνηση χρησιμοποιήθηκαν ως μοχλός πίεσης για να υποκύψει στις εκβιαστικές πιέσεις) αποδεικνύουν ότι τα οφέλη της παραμονής στην Ευρωπαική Ένωση συνδυάζονται με τον πολιτικό έλεγχο. Υπό αυτή την έννοια, είναι πολύ πιθανό η σύγκρουση να περιλαμβάνει και την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά η απάντηση στην οποία τείνουμε να καταλήξουμε προϋποθέτει σίγουρα περαιτέρω επεξεργασίες και ανάλυση.
Και η τακτική;
Η συζήτηση για την τακτική μας το επόμενο διάστημα, και κυρίως με ορίζοντα τις εκλογές, στο πλαίσιο της αναζήτησης, ακόμα, μιας νέας αριστερής στρατηγικής, διεξάγεται με δεδομένη την πολυδιάσπαση του κόσμου με τον οποίο μοιραζόμαστε παρόμοιους προβληματισμούς: Την πλειοψηφία της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ[5] και εκατοντάδων μελών του ΣΥΡΙΖΑ που αποχωρούν μαζικά από το κόμμα μετά την μετάλλαξή του και την καταπάτηση κάθε έννοιας εσωκομματικής δημοκρατίας. Του κόσμου που, είτε βλέπει θετικά τη συνεργασία με τη Λαϊκή Ενότητα στις επόμενες εκλογές, όπως όσοι συμμετέχουμε στην Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση[6], είτε όχι. Αγωνιστών που συμμετέχουν στη Λαϊκή Ενότητα είτε προερχόμενοι από το Αριστερό Ρεύμα[7], είτε το Κόκκινο Δίκτυο είτε από δυνάμεις που ανήκαν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ[8], αλλά και μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ[9]. Δυστυχώς δεν έγινε εφικτό να υπάρξει ένα, έστω μεταβατικό όχημα, για να εκφράσει όλο αυτό το φάσμα των προβληματισμών που, ενώ εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, απολήγουν σε αρκετά κοινές προκείμενες. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να αμελήσουμε την ανάγκη αυτός ο κόσμος να συναντηθεί και να αποτελέσει τον ιστό της προσπάθειας να διαμορφωθεί το πολιτικό υποκείμενο που θα αναλάβει την οργάνωση του κοινωνικού μπλοκ της σύγκρουσης. Είναι δεδομένο, όμως, ότι αυτή τη στιγμή, ο μεγαλύτερος πόλος, και ο μόνος με αξιώσεις κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης αυτής της Αριστεράς, είναι η Λαϊκή Ενότητα.
***
Η Λαϊκή Ενότητα υφίσταται σφοδρή κριτική, τόσο καλοπροαίρετη όσο και κακοπροαίρετη, κριτική που κυρίως ανάγεται σε θέσεις και πρακτικές της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος.
Μια πρώτη διάσταση αυτής της κριτικής αφορά στην λειτουργία του μορφώματος, που όμως δεν είχε καν το χρόνο, άρα την δυνατότητα και την ευκαιρία να συγκροτηθεί. Είναι σαφές ότι κανένας δεν επιθυμεί μια καρικατούρα του πρώτου ΣΥΡΙΖΑ, μολονότι τα χρονικά περιθώρια για τη συγκρότηση του σχήματος είναι εντελώς ασφυκτικά.
Μια δεύτερη διάσταση αφορά την συνευθύνη (αν και με μικρότερη αντικειμενικά ευθύνη από την ηγεσία) για τη λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ: την παλαιοκομματική εκφορά λόγου, τον εγκλωβισμό σε γραφειοκρατικές και αναποτελεσματικές λογικές του εργατικού κινήματος (με το οποίο, πάντως, τα υπόλοιπα ιδεολογικά ρεύματα εντός του ΣΥΡΙΖΑ ασχολούνταν ελάχιστα ή καθόλου), τα πεπαλαιωμένα αναλυτικά εργαλεία, τη μικρή αναφορά στην οικολογία, το φεμινιστικό και το ΛΟΑΔΚΙ κίνημα (που πάντως εκπροσωπείται στα ψηφοδέλτια της ΛΑ.Ε με περισσότερες υποψηφιότητες από ό,τι συνέβαινε στον ΣΥΡΙΖΑ), την πολιτική συμμαχιών με προσωπικότητες χωρίς υπόβαθρο.
Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία στα οποία δεν εστιάζουν οι καλοπροαίρετοι κριτικοί, και δεν υπάρχει λόγος να αποκρύπτονται. Το πρώτο είναι ότι η Λαϊκή Ενότητα δεν είναι κόμμα αλλά επιχειρεί να είναι μέτωπο. Σε μια συγκυρία που συνομολογείται σε ευρύτερους κύκλους της Αριστεράς ότι χρειάζεται σύγκρουση με την Ευρωζώνη και διεκδίκηση της πολιτικής –όχι δηλαδή μόνο της κυβερνητικής– εξουσίας, ένα μέτωπο είναι αναντίστοιχο των περιστάσεων. Σήμερα που δεν αγωνιζόμαστε για να αποσπάσουμε κατακτήσεις εντός μιας ακμάζουσας οικονομίας, χρειαζόμαστε ένα πολιτικό υποκείμενο αντίστοιχο των αναγκών αλλά και των δυνατοτήτων της εποχής μας, κεντρικά συντονιζόμενο, αν όχι κεντρικά διευθυνόμενο, για να μπορούμε να είμαστε αποτελεσματικοί, και χρειάζεται να το δημιουργήσουμε άμεσα.
Το δεύτερο είναι πως μάλλον ελάχιστοι είναι διατεθειμένοι να εμπλακούν σε μια εκ νέου προσπάθεια αλλαγής ενδοαριστερών συσχετισμών ώστε να λειτουργήσει ένα πολιτικό υποκείμενο στην επιθυμητή -για αυτούς- κατεύθυνση, αντί να επενδύουν πόρους στην προετοιμασία ενός σχεδίου απεγκλωβισμού της ελληνικής κοινωνίας από το σημείο στο οποίο έχει περιέλθει.
Ενώ όμως η προαναφερθείσα κριτική ισχύει σε μεγάλο βαθμό, καθώς η Αριστερά ανακατατάσσεται και ανασυντάσσεται, υπάρχει ένας σημαντικότατος κόμβος που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις του επόμενου διαστήματος: Οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου. Παρά τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού και τις πιθανές μετεκλογικές εξελίξεις, είναι πολύ πιθανό οι εκλογές να καθορίσουν τη δυνατότητα του επικείμενου κυβερνητικού συνασπισμού, όποια μορφή και αν αυτός λάβει, να υλοποιήσει τα επιβαλλόμενα μέτρα, αλλά και τα περιθώρια της ανατροπής σε έναν πρώτο βαθμό. Η λογική της TINA περνάει απευθείας από τις κάλπες. Η υπερψήφιση των κομμάτων του μονόδρομου των μνημονίων, του κόμματος Τσίπρα πλέον συμπεριλαμβανομένου, θα οδηγήσει στην εμπέδωση της λογικής πως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, και πως μόνο ερώτημα απομένει η διαχείριση της εφαρμογής των νόμων που απορρέουν από τις νέες δεσμεύσεις.
Να ηττηθεί ο αριστερός βοναπαρτισμός
Ταυτόχρονα, έχει μεγάλη σημασία και για την ίδια τη δημοκρατία να ηττηθεί ένα σχέδιο «αριστερού» βοναπαρτισμού, στο οποίο ο ηγέτης ασκεί πολιτική χωρίς να χρειάζεται το κόμμα του, θεωρώντας ότι δεν έχει ανάγκη να επικοινωνεί με τα κοινωνικά ερεθίσματα δια του κομματικού ιστού: να ηττηθεί ένα μοντέλο κόμματος που καταπατά συλλογικές αποφάσεις δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων, απλώς και μόνον επειδή οι νόμοι του προσωποκεντρικού αστικού συστήματος παρέχουν στον ηγέτη αυτή τη δυνατότητα, επιτρέποντάς του επιπλέον να προβαίνει σε αιφνιδιασμούς, προκειμένου να μην επιτρέψει σε οτιδήποτε άλλο να συγκροτηθεί.
Να αντιμετωπιστεί η αποχή και να εμποδιστεί η επάνοδος της Χρυσής Αυγής
Μαζί με αυτά πρέπει να συνυπολογιστεί (και να αντιμετωπιστεί) η διαφαινόμενη εκτίναξη της αποχής, μετά από το μια διαδικασία τρομακτικής συμπύκνωσης του πολιτικού χρόνου, διευρυμένης εμπλοκής στην πολιτική ζωή μέσα από τη διαδικασία του δημοψηφίσματος, και συνειδητοποίησης της ταξικής θέσης. Πρόκειται για εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι ο κόσμος, και ειδικά οι νέοι, που θα επιλέξουν μαζικά την αποχή, δεν απορρίπτουν την υπερψήφιση μιας ορατής επαναστατικής ή άλλου τύπου προοπτικής, αλλά επιλέγουν την αποχή μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης απογοήτευσης πως «ό,τι και να κάνουμε, τίποτα δεν αλλάζει» και ότι «όλοι ίδιοι είναι». Το κλίμα αυτό καταστρέφει το αξιακό φορτίο της Αριστεράς αλλά και το κεκτημένο των αγώνων του τελευταίου διαστήματος, με τους οποίους η νεολαία κατόρθωσε να διαχωριστεί κάθετα από το αστικό πολιτικό προσωπικό. Ιδιαίτερα για τα τμήματα της νεολαίας με καταγωγή από ταξικά χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, αλλά και για ραγδαία φτωχοποιούμενους μικροαστούς, ελλοχεύει ο κίνδυνος της στροφής στους ναζί, που μπορεί να πείσουν ξανά ως «δυναμική αντιμνημονιακή» εκπροσώπηση. Πρόκειται για τη δύναμη που είχε εξαφανιστεί τη βδομάδα του δημοψηφίσματος, και άρα εκπέσει ως αντισυστημική δύναμη στα μάτια των δυνητικών ακροατηρίων τηςς, πράγμα που σε συνδυασμό με τη δράση του αντιφασιστικού κινήματος και τη δολοφονία Φύσσα, είχε περιορίσει σημαντικά την πολιτική επιρροή της Χρυσής Αυγής, χωρίς να έχει κατορθώσει να τους εξουδετερώσει τελείως.
***
Αναφερθήκαμε στους βασικούς λόγους για τους οποίους η συμμετοχή στη συγκεκριμένη εκλογική μάχη έχει μεγάλη αξία. Υπάρχει όμως ένα επιπλέον λόγος: η σύνδεση της εκλογικής μάχης με το στρατηγικό μας σχέδιο. Καταρχάς γιατί είναι δεδομένο πως μια εκλογική διαδικασία επιτρέπει ταχύτερες ανασυνθετικές διεργασίες, όπως αυτές που χρειαζόμαστε, για να φτιαχτεί ένα νέο πολιτικό όχημα, λόγω της πραγματικής διάστασης της κοινής δράσης και της διαμόρφωσης κοινών θέσεων, έστω και σε στοιχειώδη επί της αρχής ζητήματα. Πρόκειται για διαδικασία πολύτιμη για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού υποκειμένου, τη μορφή του οποίου δεν μπορούμε ακόμα να προβλέψουμε, το έχουμε όμως άμεσα ανάγκη. Το υποκείμενο αυτό δεν μπορούμε να περιμένουμε να δημιουργηθεί με τους χρόνους της ανασυγκρότησης της Αριστεράς τη δεκαετίας του ’90. Πολύ απλά γιατί η νέα αύξηση του κύματος μετανάστευσης στο οποίο συμβάλλουν η διάψευση των προσδοκιών από την κυβέρνηση της αριστεράς, αλλά και η περαιτέρω ύφεση που θα προκαλέσει το τρίτο μνημόνιο, θα εξαφανίσει πρακτικά από τη χώρα δυο γενιές. Δεν θα υπάρχουν καν οι άνθρωποι για να φτιάξουν το υποκείμενο αυτό.
Επιπλέον, η άμεση πολιτική δράση ενόψει των εκλογών, είτε για να απαντηθεί το δόγμα της ΤΙΝΑ, είτε για να υπάρξει Αριστερά και την επόμενη μέρα, συσπειρώνει σημαντικά τμήματα κόσμου που αποδεσμεύεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, και κόσμου που σε μεγάλο βαθμό δεν είχε τασικές αναφορές. Η ελπίδα πως κάτι μπορεί να γεννηθεί μέσα από αυτήν την προσπάθεια (καθώς τίποτα άλλο δεν φαίνεται στον ορίζοντα, τουλάχιστον τίποτα που να είναι ευρέως γνωστό ακόμα και στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ…), αποτρέπει μερικώς την αποστράτευση και την πλήρη υποταγή στην ήττα. Το στοιχείο αυτό αναφέρεται περισσότερο και σε νεότερους ηλικιακά συντρόφους, οι οποίοι όμως δεν συμμετείχαν στις έντονες διεργασίες της νεολαίας και δεν συζητούσαν όσο θα έπρεπε στρατηγικά, τόσο με ευθύνη των καθοδηγητικών οργάνων, όσο και λόγω της στρεβλής λειτουργίας των τάσεων. Αυτοί οι σύντροφοι είναι όμως απαραίτητοι στο άμεσο μέλλον, και η δική μας συμμετοχή είναι πολύ πιθανότερο να τους εμπνεύσει να παραμείνουν ενεργοί πολιτικά. Κοντολογίς, είναι υπαρξιακό ζητούμενο για την συγκρότηση ενός μαζικού πολιτικού υποκειμένου, να μπορεί να παίρνει μέρος στις κοινωνικές μάχες του σήμερα, μέσα από αυτές να αποκτάει μεγαλύτερη ενέργεια, ώστε να βγάζει δόκιμα συμπεράσματα για να κατασκευάζει εργαλεία άσκησης μεταβατικής πολιτικής, να μετασχηματίζει με αυτά τους υλικούς όρους των ζωών μας σήμερα και όχι σε ένα απώτερο μέλλον.
Έχει, τέλος, μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση ενός στρατηγικού σχεδίου η μαζικότητα του φορέα που θα κληθεί να το σχεδιάσει και να το υλοποιήσει. Μαζικότητα που προϋποθέτει ευρεία κοινωνική απεύθυνση και πολιτική ακτινοβολία για να επιτευχθεί, πράγμα που, δυστυχώς, σήμερα συναρτάται ακόμα σε σημαντικό βαθμό με την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Παράλληλα, εκτιμούμε ότι οι κινηματικές διεργασίες του επόμενου διαστήματος θα επηρεαστούν σε σημαντικό βαθμό από την ύπαρξη μιας πολιτικής Αριστεράς με στοιχειωδώς μαζικούς όρους, και άρα και της πιθανότητας άλλης πλειοψηφίας η οποία θα αναλάβει να φέρει σε πέρας τη σύγκρουση. Εάν κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται, θα είναι πολύ δυσκολότερη η κινητοποίηση. Η γενική διεκδίκηση από τις κυβερνήσεις θα μοιάζει άσκοπη, όταν η μόνιμη απάντηση σε κάθε αίτημα που θα επιχειρεί να μετακινήσει τις κόκκινες γραμμές των μνημονίων θα είναι η αδυναμία να διαταραχθούν οι σχέσεις με τους πιστωτές, γιατί αυτό θα επιφέρει την έξοδο από το ευρώ και την καταστροφή.
Με δεδομένα τα παραπάνω, θεωρούμε υποχρέωσή μας να δώσουμε την επικείμενη μάχη με όλες μας τις δυνάμεις, ώστε να υπηρετηθεί η παραπάνω συλλογιστική. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μετά τις εκλογές θα επιχειρήσουμε να βρούμε τις διαδικασίες και τα σχήματα εκείνα για να συναντήσουμε τους συντρόφους και τις συντρόφισσές μας που αποδεσμεύονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα επιλέγουν διαφορετικές τακτικές. Έχουμε την απαισιόδοξη συναίσθηση της εξαιρετικά δυσχερούς πολιτικής συγκυρίας. Εχουμε όμως και την αισιόδοξη πίστη στη δυνατότητα των νέων γενιών με τις πλούσιες πολιτικές αγωνιστικές εμπειρίες των κινημάτων της νεολαίας των δύο τελευταίων δεκαετιών, αλλά και τις τεράστιες ενσωματωμένες δυνατότητες: στη δυνατότητα να συγκροτήσουν εκείνη τη γενική διάνοια και την πολιτική ισχύ που θα οδηγήσουν σε έναν άλλο δρόμο, ώστε να μην αναγκαστούν να οδηγηθούν μαζικά στη μετανάστευση.