Δημοσιεύουμε άρθρο που μας έστειλε ο τακτικός αναγνώστης και συνεργάτης της ιστοσελίδας μας, σ. Γιάννης Ανδρουλιδάκης, εκπαιδευτικός στο 6ο Λύκειο Καλαμάτας.
Διευκρινίζουμε ξανά ότι η δημοσίευση από μέρους μας άρθρων στην στήλη «Συνεργασίες, Διάλογοι, Αναδημοσιεύσεις» δεν σημαίνει κατά κανέναν τρόπο τη συμφωνία μας με τις απόψεις που διατυπώνουν οι εκάστοτε αρθρογράφοι. Δημοσιεύουμε όλα τα άρθρα που μας αποστέλλουν αναγνώστες μας, ανεξάρτητα με το αν έχουμε διαφωνίες, ακόμη και ισχυρές, με το περιεχόμενο των άρθρων. Είναι προφανές ότι οι απόψεις του σ. Ανδρουλιδάκη, που ακολουθούν, δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Για τις θέσεις του «Ξ» για το Μακεδονικό ζήτημα διαβάστε σχετικά εδώ
Το συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη τα είχε όλα. Μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ότι υπήρχαν άνθρωποι που πήραν μέρος από αγωνία για τον τόπο τους, αλλά ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων αποτελούνταν από ιερείς, ιεράρχες και πιστούς, σύγχρονους μακεδονομάχους, στρατιωτικούς και παραστρατιωτικούς, εθνικιστές , ακροδεξιούς και συντηρητικούς, γραφικούς, φανατικούς και Σκοπιανοφάγους, αλογατάρηδες, μηχανόβιους και άλογους. Εκείνο, ωστόσο, που έγινε φανερό, τις μέρες που ακολούθησαν, ήταν ο πολιτικός τζόγος που παίζεται γύρω από το ευαίσθητο αυτό ζήτημα.
Πρώτος παίκτης η κυβέρνηση, η οποία μετά από επιθυμία του ΝΑΤΟ, άνοιξε το θέμα διαπιστώνοντας ότι υπήρχε αλλαγή κλίματος από την πλευρά της FYROM. Ο κ. Τσίπρας θέλει να κλείσει το θέμα του ονόματος της γειτονικής χώρας με τρόπο που δε θα φέρει αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, γιατί πιστεύει ότι θα έχει εκλογικά οφέλη. Έτσι δήλωσε ότι μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό αποτελεί μια καλή εξέλιξη για μια υπόθεση που έχει βαλτώσει πάνω από 25 χρόνια. Δεν προβάλλει, εντούτοις, ως πρώτο πρόβλημα τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων και αυτό προκαλεί προβληματισμό σε ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας με δεδομένο ότι το ΝΑΤΟ καίγεται για την ένταξη των Σκοπίων στους κόλπους του.
Ο κυβερνητικός εταίρος, οι ΑΝΕΛ, βρήκαν την ευκαιρία να εμφανιστούν ως εγγυητές της ελληνικότητας της Μακεδονίας και του ονόματος της. Η κοινοβουλευτική ομάδα του κ. Καμμένου έχει συγκεκριμένη σύνθεση και το κόμμα του αντλεί ψήφους από μια δεξαμενή, η οποία αποτελείται από ακροδεξιούς και συντηρητικούς, ενώ είναι γνωστή η σχέση που έχει με την Εκκλησία. Έτσι ο σύγχρονος ναπαίος, ακόμη και να ήθελε, δε θα θυσίαζε την πολιτική του καριέρα για να στηρίξει την κυβέρνηση. Ωστόσο, ανάλογα με τις εξελίξεις, που θα έχει το θέμα, κανείς δεν πρέπει να αποκλείει τίποτα.
Μέχρι στιγμής πάντως εκείνος που φαίνεται να χάνει στο παιχνίδι που παίζεται με επίκεντρο τα Σκόπια είναι ο κ. Μητσοτάκης,ο οποίος, αφού ταλαντεύτηκε για το αν θα επιτρέψει στους βουλευτές του να πάρουν μέρος στο συλλαλητήριο, βγήκε μετά τη συνεδρίαση της πολιτικής επιτροπής του κόμματος του και δήλωσε ότι πρέπει να αναζητηθεί λύση σε άλλη συγκυρία. Τελικά κανείς δεν έχει καταλάβει ποια είναι η θέση της Ν.Δ. Είναι υπέρ μιας σύνθετης ονομασίας όχι; Από την άλλη αυτή του η στάση μπορεί να ερμηνευτεί μόνο ως υποχώρηση προς την ακροδεξιά πτέρυγα της παράταξης του και μόνο ως πανικός μπροστά στο ενδεχόμενο να στηθεί ένα νέο κόμμα δεξιά της Ν.Δ. , όπως φημολογείται.
Η παρουσία του κ. Φραγκούλη και η ομιλία του στο συλλαλητήριο οδήγησε πολλούς σε τέτοιες εκτιμήσεις. Διόλου απίθανο αν ληφθεί υπόψη ότι στον χώρο δεξιότερα της Ν.Δ. η κατάσταση είναι ρευστή, αφού η ναζιστική ΧΑ έχει υποστεί φθορά και δεν μπορεί να εκφράσει το χώρο και οι ΑΝΕΛ εισπράττουν τη ζημιά από τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι και στο παρελθόν με επίκεντρο τα εθνικά θέματα έγιναν προσπάθειες (παράδειγμα αποτελεί η Πολιτική Άνοιξη του κ. Σαμαρά) οι οποίες γρήγορα ξεφούσκωσαν. Επιπλέον, χρειάζεται να τονιστεί ότι ο υπερπατριώτης κ. Φραγκούλης όχι μόνο δεν έχει πει κουβέντα για τα μνημόνια και το πραγματικό ξεπούλημα της χώρας, αλλά είχε ταχθεί με χέρια και με πόδια υπέρ του «Ναι» στο τελευταίο δημοψήφισμα.
Το σκοπιανό φαίνεται ότι θα μας απασχολήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και το επόμενο διάστημα. Η ριζοσπαστική αριστερά προβάλλει, πολύ σωστά κατά την άποψη μου, πρώτα το πρόβλημα του αλυτρωτισμού, το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί με τρόπο που δε θα αφήνει σκιές και αμφιβολίες, και δευτερευόντως το θέμα του ονόματος. Ακόμη είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί ότι η πλειοψηφία του κόσμου που συμμετείχε στο συλλαλητήριο απέχει πολύ από τους πολίτες εκείνους που θα μπορούσαν να ανοίξουν έναν άλλο δρόμο ανατροπής σε αριστερή κατεύθυνση. Η ριζοσπαστική αριστερά , τέλος, και ας γίνει ξεκάθαρο, δεν ψαρεύει ψήφους σε θολά νερά, δε συμμετέχει σε πολιτικές χαρτοπαιξίες και ως δύναμη ευθύνης μιλά τη γλώσσα της αλήθειας με τον ελληνικό λαό ακόμη και αν αυτό έχει πολιτικό κόστος.