Την Τετάρτη 19 Μάη ο Κ. Μητσοτάκης εγκαινίασε την νέα πτέρυγα του αεροδρομίου «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης, που αποτελεί το μεγαλύτερο έργο αναβάθμισης των 14 περιφερειακών αεροδρομίων τα οποία διαχειρίζεται πλέον η γερμανικών συμφερόντων Fraport. Επισημαίνοντας ότι αποτελεί ένα υπόδειγμα παραγωγικής σύμπραξης κράτους και ιδιωτών, είπε ακόμα:
«Είναι καιρός πια ο καθένας στη χώρα μας να βρει τον ρόλο του. Οι επενδυτές να προσφέρουν τα κεφάλαια, το κράτος τις υποδομές προς αξιοποίηση, ώστε οι πρώτοι να αναλαμβάνουν και να ωφελούνται από το επιχειρηματικό ρίσκο…».
Ένα ανάλογο κλίμα είχαν φροντίσει να καλλιεργήσουν και διάφορα ΜΜΕ, όπως η οικονομική e-εφημερίδα voria.gr, η οποία δημοσίευση άρθρο του Τάσου Τασιούλα, τρεις μέρες πριν την επίσκεψη Μητσοτάκη, που αναφέρει:
«Στην περίπτωση του αεροδρομίου έχουμε ένα θετικό παράδειγμα ιδιωτικοποίησης και μια απόδειξη πως σε αυτές τις περιπτώσεις δεν χωρούν ιδεοληψίες».
Αυτό είναι όμως που συμβαίνει με την Fraport;
Επενδύσεις, όπως πάντα, με δανεικά
Σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης, τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια περνούν στον έλεγχο της Fraport για 40 χρόνια με συνολικό τίμημα 1,2 δισ. ευρώ. Δηλαδή κατά μέσο όρο 30 εκ. ευρώ τον χρόνο για 14 αεροδρόμια, που αποτελούν ψίχουλα, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.
Η εταιρεία φρόντισε να εξασφαλίσει τραπεζικά δάνεια ύψους 968 εκ. ευρώ – ποσό που καλύπτει περίπου το 80% του τιμήματος!
Το εξωφρενικό της υπόθεσης είναι ότι πρόκειται για δάνεια από ελληνικές τράπεζες, τις ίδιες ελληνικές τράπεζες που είχαν καταρρεύσει και τις έσωσε το ελληνικό δημόσιο χρηματοδοτώντας τες με δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτές οι τράπεζες τώρα δανείζουν μια ιδιωτική εταιρεία, για να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του κόστους της ιδιωτικοποίησης –ενός έργου που υποτίθεται πως «δεν μπορεί» να κάνει το δημόσιο! Από τη σκοπιά της κοινωνίας αποτελεί πλήρη παραλογισμό – αυτός όμως είναι ο καπιταλισμός!
Η υπόθεση ωστόσο δεν σταματάει εδώ, καθώς πέρα από το τίμημα, η Fraport έχει και μια (και μοναδική) συμβατική υποχρέωση: την επένδυση της αναβάθμισης των αεροδρομίων.
Η «τεράστια πρόκληση»
«Το επενδυτικό μας πρόγραμμα ύψους 400 εκατ. ευρώ ήταν τεράστια πρόκληση και από οικονομική και διαχειριστική άποψη».
Αυτά τα λόγια ανήκουν στον διευθύνοντα σύμβουλο της Fraport Greece, Αλεξάντερ Ζίνελ.
Μήπως τελικά παίρνει ένα σημαντικό ρίσκο η Fraport;
Την απάντηση τη δίνει το «αεροδρομιόσημο».
Το «αεροδρομιόσημο» είναι ένας επίναυλος (κάτι σαν χαρτόσημο των αεροδρομίων) που υπάρχει στο εισιτήριο κάθε επιβάτη που πετάει από και προς τα συγκεκριμένα αεροδρόμια και το εισπράττει ο φορέας διαχείρισής τους.
Μέχρι πρότινος φορέας διαχείρισης ήταν το ελληνικό δημόσιο που εισέπραττε το «αεροδρομιοσημο, από τώρα και στο εξής όμως θα αποτελεί έσοδο της Fraport. Σήμερα το «αεροδρομιόσημο» ανέρχεται στα 13 ευρώ ανά επιβάτη, όμως η σύμβαση παραχώρησης προβλέπει ότι με την ολοκλήρωση των έργων το εν λόγω τέλος θα αυξηθεί στα 18,5 ευρώ.
Τι θα σημαίνει στην πράξη αυτή η αύξηση, από μόνη της; Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας της Fraport, η επιβατική κίνηση των 14 αεροδρομίων κατά τα έτη 2017-2019 (που υπήρχαν κανονικές μετακινήσεις), ήταν κατά μέσο όρο 30 εκατομμύρια επιβάτες τον χρόνο.
Αν πάρουμε αυτόν σαν δεδομένο αριθμό (και όχι την αύξηση του τουρισμού για τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες, όπως οι ίδιοι υπολογίζουν), τότε το επιπλέον έσοδο από το «αεροδρομιόσημο» και μόνο θα είναι 165 εκ. ευρώ τον χρόνο. Δηλαδή σε λιγότερο από 3 χρόνια θα έχουν αποσβέσει την «επένδυσή» τους και τα υπόλοιπα 37 θα γεμίζουν τις τσέπες τους!
Αν πάρουμε το σύνολο του αεροδρομιόσημου, 18,5 € και το πολλαπλασιάσουμε με τα 30 εκατομμύρια των επιβατών, μιλάμε για κοντά στα 600 εκατομμύρια ευρώ έσοδα το χρόνο. Καθόλου άσχημα λοιπόν για μια επένδυση 400 εκατ. ευρώ συνολικά και 30 εκατ. ευρώ «ενοικίαση» (που έτσι κι αλλιώς δεν αποτελούν λεφτά της Fraport αλλά είναι στην πλειοψηφία τους δανεικά).
Όλα για την κερδοφορία του κεφαλαίου
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους, ωστόσο δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε τα εξόφθαλμα ψέματα και την αντιστροφή της πραγματικότητας που επιχειρείται!
Η υπόθεση της Fraport και της ιδιωτικοποίησης των αεροδρομίων, πέρα απ’ το ότι αποτελεί σκάνδαλο, δείχνει και κάτι ακόμα. Ότι το «επιχείρημα» των κυβερνήσεων και της άρχουσας τάξης ότι «δεν μπορούν να γίνουν δημόσια έργα γιατί δεν υπάρχουν λεφτά», στην πραγματικότητα αποτελεί χοντρό ψέμα.
Αποδεικνύεται ότι τα έργα που κάνει ο ιδιωτικός τομέας δεν γίνονται με δικά του λεφτά καθώς πραγματοποιούνται με υπέρογκο δανεισμό. Και επίσης στη συντριπτική τους πλειοψηφία πρόκειται για έργα με εξασφαλισμένη σύντομη απόσβεση επενδύσεων και στη συνέχεια δεκαετίες κερδοφορίας!
Όταν λοιπόν ο πρωθυπουργός μιλάει για «υπόδειγμα σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα» και τα παπαγαλάκια του γράφουν περί «θετικής ιδιωτικοποίησης» και ότι «δεν χωρούν ιδεοληψίες», η μόνη τους έγνοια είναι να καλλιεργήσουν ένα κλίμα προς το συμφέρον του ιδιωτικού κεφαλαίου για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του. Πάντα σε βάρος του δημοσίου, δηλαδή των εργαζομένων και του ελληνικού λαού που φορολογείται για να επιδοτεί το κράτος τους ιδιώτες επιχειρηματίες.