Του Χάρη Σαββίδη
Συμπληρώνονται 6 χρόνια από τον Σεπτέμβρη του 2008, όταν το τραπεζικό σύστημα στις ΗΠΑ βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Η κρίση που ξέσπασε τότε, μεταδόθηκε σύντομα στην Ευρωζώνη, οι οικονομίες της οποίας παλεύουν ακόμα να σταθούν στα πόδια τους.
Από τις αρχές του 2014 η έξοδος από την ύφεση αποδεικνύεται σύντομο διάλειμμα, ενώ τα σύννεφα που πυκνώνουν στον ορίζοντα αποκτούν το σχήμα της… Ιαπωνίας. Μιας οικονομίας μπλεγμένης στα δίχτυα του αποπληθωρισμού από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, που ακόμα αδυνατεί να επιστρέψει σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης. Αποπληθωρισμός υπάρχει όταν οι τιμές στην οικονομία μειώνονται, λόγω της ασθενούς ζήτησης. Η προοπτική φθηνότερων τιμών στο μέλλον, ωθεί στην αναβολή αγορών, με αποτέλεσμα η ζήτηση να εξασθενεί περαιτέρω. Το κυριότερο πρόβλημα, όμως, αφορά την αιτία της ασθενούς ζήτησης: τους χαμηλούς μισθούς και την ανεργία.
Σε αυτό τον φαύλο κύκλο βυθίζονται αργά αλλά σταθερά οι οικονομίες της Ευρωζώνης. Οι πολιτικές λιτότητας και τα νεοφιλελεύθερα μέτρα μπορεί να μην επιβλήθηκαν πουθενά με την ένταση που έχουν στην Ελλάδα, όμως προωθούνται παντού με διαφορετικές ταχύτητες.
Στροφή Ολάντ
Ακόμα και στη Γαλλία ο Πρόεδρος Ολάντ, που εκλέχτηκε το 2012 υποσχόμενος τέλος στη λιτότητα, κατέληξε τελικά να αλλάξει κυβέρνηση και να εξαγγείλει πρόγραμμα δημοσιονομικών περικοπών 50 δισ. ευρώ για την επόμενη τριετία.
Οι πολιτικές λιτότητας ωθούν τις οικονομίες στην ύφεση, με αποτέλεσμα τα φορολογικά έσοδα να υστερούν και να απαιτούνται νέα μέτρα. Αυτά θέλει να αποφύγει τώρα ο Πρόεδρος Ολάντ, ζητώντας για τρίτη φορά χρονική παράταση για τη μείωση του ελλείμματος στον προϋπολογισμό κάτω από το 3% του ΑΕΠ, κάτι που θα έπρεπε να έχει συμβεί από το 2012.
Επιθυμεί, επίσης, όση περισσότερη βοήθεια μπορεί να έχει από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Την μόνη από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη που δεν έχει τυπώσει χρήμα. Τουλάχιστον μέχρι τώρα. Γιατί τον Οκτώβριο η ΕΚΤ αναμένεται να παρουσιάσει τις λεπτομέρειες για ένα πρόγραμμα αγοράς τίτλων, που ανοίγει τον δρόμο προς επιθετικές πολιτικές καθαρής εκτύπωσης χρήματος.
Όταν «κάποιοι» δανείζονται (από την ΕΚΤ) και εισπράττουν και τόκο
Μέχρι τώρα η παρέμβαση της ΕΚΤ στην οικονομία έχει περιοριστεί σχεδόν αποκλειστικά στο τραπεζικό σύστημα. Στα τέλη του 2011 χορήγησε με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια 3ετή δάνεια άνω του 1 τρισ. ευρώ στις τράπεζες της Ευρωζώνης. Τα χρήματα αυτά τοποθετήθηκαν κυρίως σε κρατικά ομόλογα, με αποτέλεσμα να εξομαλυνθεί ο δανεισμός των κρατών της Ευρωζώνης και το κόστος να υποχωρήσει σε πρωτοφανή επίπεδα. Τα μισά πλέον κράτη της Ευρωζώνης για να δανειστούν μέχρι και 2 χρόνια λαμβάνουν και… τόκο(!) καθώς τα επιτόκια είναι αρνητικά.
Καθώς τα δάνεια του 2011 πρέπει πλέον να επιστραφούν, η ΕΚΤ ετοίμασε ένα νέο σχέδιο χρηματοδότησης, που όμως προβλέπει κίνητρα ώστε τα κεφάλαια να καταλήξουν στην πραγματική οικονομία. Αν θέλουν οι τράπεζες μπορούν να δανειστούν με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο μέχρι και 400 δισ. ευρώ, τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο. (Ενδιαμέσως θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των διεξοδικών ελέγχων που διενεργεί σε αυτές η ΕΚΤ, για να διαπιστωθεί η ποιότητα των δανείων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους και να εντοπιστούν πιθανές κεφαλαιακές ανεπάρκειες.) Εάν οι τράπεζες αποφασίσουν με τα δάνεια να αγοράσουν και πάλι ομόλογα, θα πρέπει να τα επιστρέψουν σε 2 χρόνια. Αν πάλι αυξήσουν τα δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, μπορούν να λάβουν σχεδόν άλλα τόσα δάνεια σε 2 χρόνια και να τα αποπληρώσουν όλα το 2018. Τους προσφέρεται, επίσης, η δυνατότητα να μαζέψουν δάνεια που έχουν χορηγήσει σε επενδυτικά «πακέτα» τα οποία δήλωσε διατεθειμένη να αγοράσει η ΕΚΤ.
Οι όροι αυτού του προγράμματος είναι που θα παρουσιαστούν τον Οκτώβριο. Αν είναι χαλαροί, η κεντρική τράπεζα κινδυνεύει να βρεθεί με «τοξικά δάνεια», που όσο καθυστερεί η ανάκαμψη θα απειλούν να… σκάσουν. Αν πάλι οι όροι είναι αυστηροί, τότε θα αγοραστούν κυρίως δάνεια προς ισχυρές επιχειρήσεις, κυρίως στο Βορρά, ενώ το πρόβλημα χρηματοδότησης αφορά πρωτίστως μικρομεσαίες επιχειρήσεις στο Νότο της Ευρωζώνης.
Σε περίπτωση που ούτε αυτό λειτουργήσει, τότε το μόνο που θα απομένει θα είναι η ΕΚΤ να τυπώσει χρήμα και με αυτό να χρηματοδοτήσει άμεσα τις δημόσιες δαπάνες. Η αγορά κρατικών ομολόγων είναι θεσμικά μάλλον παράνομη και πρακτικά ανούσια, καθώς ήδη το κόστος δανεισμού είναι πολύ χαμηλό. Θα μπορούσε, όμως, κάποιο θεσμικό όργανο της ΕΕ να δημιουργήσει ένα ταμείο που θα χρηματοδοτήσει επενδυτικά έργα στις οικονομίες της Ευρωζώνης και θα αντλεί χρηματοδότηση από ομόλογα που θα αγοράσει η ΕΚΤ. Αυτά τα ευρωομόλογα είναι ότι ποθεί περισσότερο ο Πρόεδρος Ολάντ.
Ανταλλάγματα
Σε αντάλλαγμα, όμως, τα γραφειοκρατικά όργανα της ΕΕ και το γερμανικό «στρατόπεδο» ζητούν την προώθηση «διαρθρωτικών αλλαγών». Πρόκειται για όλες αυτές τις νεοφιλελεύθερες παρεμβάσεις στην οικονομία, που στοχεύουν στην κατάργηση κάθε περιορισμού που προστατεύει τους ασθενέστερους. Είτε πρόκειται για τις εργασιακές σχέσεις, είτε για το ασφαλιστικό σύστημα, είτε για την «απελευθέρωση» επαγγελμάτων και κανόνων λειτουργίας καταστημάτων, το αποτέλεσμα είναι πάντα η επικράτηση του ισχυρού μέσω του μηχανισμού της αγοράς.
Στο βαθμό που προχωρήσουν οι αλλαγές αυτές θα αποτελούν το επιστέγασμα μιας πορείας προς την τελωνειακή, νομισματική, τραπεζική και δημοσιονομική ενοποίηση της Ευρώπης. Δηλωμένος στόχος θα είναι το να δημιουργήσουν πλέον μια ενιαία οικονομία στην Ευρωζώνη, με συνθήκες αντίστοιχες εκείνων στις ΗΠΑ και όπου θα επικρατούν οι μεγάλες επιχειρήσεις του Βορρά. Μια πιο ομοσπονδιακή αλλά και πιο γερμανική Ευρώπη. Το έργο της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα είναι ακριβώς να εποπτεύσει την πρόοδο αυτών των μεταρρυθμίσεων και να υπαγορεύσει το ρυθμό της λιτότητας.
Το αποτέλεσμα είναι κάθε άλλο παρά προδικασμένο. Θα κριθεί τελικά από την αντίδραση των οικονομιών και κυρίως των κοινωνιών, καθώς η πλειοψηφία θα δεχθεί μετωπική επίθεση στα συμφέροντά της. Τα συνδικάτα είναι αποδυναμωμένα, ενώ τα κόμματα της Αριστεράς «ανέτοιμα» στις ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στον «πυρήνα» Ιταλίας, Γαλλίας και Γερμανίας. Εκεί όμως είναι και ισχυρότερες οι παραδόσεις της εργατικής τάξης, που ενδέχεται να καλύψει (αργά ή γρήγορα) την απόσταση που τη χωρίζει από την κατάσταση σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία. Αλλά και σε αυτές, όσο συνεχίζεται η καταστροφή των οικονομιών όλο και περισσότεροι θα αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο και θα αναζητούν ουσιαστικές εναλλακτικές λύσεις, ακόμα και έξω από την Ευρωζώνη. Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο βήμα είναι ευκολότερα αποδεκτό σε μεγάλες χώρες, όπως η Ιταλία και η Γαλλία.
Ρήγματα στις άρχουσες τάξεις
Εκεί ο προβληματισμός είναι λογικό να είναι έντονος ακόμα και μεταξύ των εργοδοτών, που πίστευαν ότι είναι πανίσχυροι αλλά κινδυνεύουν να βρεθούν υποχείρια των Γερμανών. Τόσο ο Μπερλουσκόνι όσο και η Λεπέν δηλώνουν ότι επιθυμούν την έξοδο από την Ευρωζώνη. Στη Βρετανία οι Συντηρητικοί υπόσχονται δημοψήφισμα για την έξοδο από την ΕΕ το 2017. Ακόμα και στην ίδια τη Γερμανία, ένα κομμάτι της αστικής τάξης συγκεντρώνεται γύρω από το κόμμα κατά του ευρώ, το AfD.
Πέρα από τις αντιδράσεις των εργατικών κινημάτων και των λαϊκών στρωμάτων, επομένως, η στάση των άρχουσων τάξεων σε μια σειρά χώρες (κι εννοούμε τις ισχυρότερες, αυτές που είναι σε θέση να πουν «όχι» στην κυριαρχία του γερμανικού κεφαλαίου) είναι επίσης παράγοντας εσωτερικών συγκρούσεων στην ΕΕ την επόμενη περίοδο. Μ’ αυτή την έννοια, όσοι θεωρούν πως η κρίση της ΕΕ και της Ευρωζώνης έχει λήξει, είναι καλό να επανεξετάσουν τις απόψεις τους.
Οι αντιδράσεις απέναντι σε μια πιο ομοσπονδιακή αλλά και γερμανική Ευρώπη θα πυκνώνουν διαρκώς, από αριστερά και δεξιά. Τα κόμματα της Αριστεράς καλούνται να προλάβουν εκείνα της άκρας Δεξιάς, στην κούρσα για τη διάδοχη κατάσταση μιας Ευρώπης που καταρρέει.