Του Robert Bechert. Από το site της CWI, socialistworld.net
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών της 7ης Ιούνη, παρά την μεγάλη αποχή, έδωσαν μια εικόνα της έντονης δυσαρέσκειας, αν όχι εχθρότητας που υπάρχει απέναντι στις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Σε μια σειρά χώρες όπως η Βρετανία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ουγγαρία, τα κυβερνητικά κόμματα υπέστησαν μεγάλη ήττα. Αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό δεν μεταφράστηκε σε άνοδο της Αριστεράς ή έστω των Πράσινων, αλλά σε αύξηση της αποχής και κέρδη για τα εθνικιστικά και τα ακροδεξιά κόμματα.
Ευρωεκλογές σε συνθήκες κρίσης…
Η Ευρώπη βυθίζεται σε βαθιά ύφεση, την χειρότερη από τη δεκαετία του 1930. Λίγο πριν τις εκλογές, οι οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) επιδεινώθηκαν, με την ΕΚΤ να προβλέπει για φέτος πτώση του ΑΕΠ κατά 5.1% στις χώρες της ευρωζώνης.
Αυτό ήταν το υπόβαθρο της απόρριψης των περισσότερων μεγάλων κομμάτων και της αναζήτησης, από την πλευρά αυτών που ψήφισαν, μιας εναλλακτικής διεξόδου. Το ιστορικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής σε αυτές τις εκλογές έδειξε, εκτός από την αποξένωση που νιώθουν οι εργαζόμενοι για την ΕΕ, και την κατανόηση τους πως το ευρωκοινοβούλιο στην ουσία είναι ένας θεσμός χωρίς πραγματική εξουσία.
…και αγώνων
Οι καπιταλιστές για άλλη μια φορά προσπαθούν να φορτώσουν τα βάρη της κρίσης στους εργαζόμενους χτυπώντας και τα τελευταία εργασιακά δικαιώματα που έχουν απομείνει. Ήδη έχουν γίνει μεγάλες διαδηλώσεις και 24ωρες απεργίες, σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Βέλγιο, Ελλάδα, Πορτογαλία). Ιδιαίτερα στη Γαλλία, οι εργατικές κινητοποιήσεις πήραν έντονο αντικυβερνητικό χαρακτήρα.
Όμως, το σύνολο σχεδόν των συνδικαλιστικών ηγεσιών στην Ευρώπη δεν επιδίωξαν την πραγματική ανάπτυξη αυτών των αγώνων. Αντίθετα, οι διαδηλώσεις χρησιμοποιήθηκαν από τους γραφειοκράτες απλά για να εκτονώσουν την οργή των εργαζομένων, ή, όπως στην περίπτωση της κινητοποίησης της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ), ακόμα και για την ανοιχτή εκλογική υποστήριξη Σοσιαλδημοκρατικών (ΣΔ) κομμάτων.
Η έλλειψη πραγματικής εναλλακτικής για τους εργαζόμενους ανοίγει τον δρόμο στη Δεξιά
Η ανυπαρξία μαζικών αριστερών κομμάτων, αποφασισμένων να ανατρέψουν τα σχέδια των καπιταλιστών, κάνει εξαιρετικά δύσκολη την οργάνωση της αντίστασης από την πλευρά των εργαζομένων. Αν υπήρχαν αυτή τη στιγμή μαζικά κόμματα που να παλεύουν ενάντια στον καπιταλισμό, τότε τόσο οι αγώνες, όσο και η συνείδηση των εργαζομένων θα αναπτύσσονταν πολύ πιο γρήγορα. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, εργαζόμενοι, νεολαία και τμήματα της μεσαίας τάξης έχουν διακηρύξει πως «δεν θα πληρώσουν για την κρίση των καπιταλιστών». Αυτό το σύνθημα μπορεί να δώσει ένα καλό έναυσμα για την ανάπτυξη αντιστάσεων ενάντια στις απώλειες θέσεων εργασίας και τις κοινωνικές περικοπές, αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση θέτει το ζήτημα της αμφισβήτησης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος και την ανάγκη εναλλακτικής σοσιαλιστικής πρότασης. Αλλά αυτή την περίοδο στην Ευρώπη υπάρχουν πολύ λίγες δυνάμεις (η CWI είναι μία από αυτές) μέσα στο εργατικό κίνημα που να συνδέουν την ανάγκη της υπεράσπισης των εργατικών δικαιωμάτων με την προοπτική του σοσιαλισμού. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η Δεξιά να μην έχει ουσιαστικά αντίπαλο και να βγαίνει ενισχυμένη σχετικά.
Έτσι, ηγέτες όπως ο Σαρκοζί στην Γαλλία, που άλλαξε τακτική και άσκησε κριτική στις ακρότητες του καπιταλιστικού συστήματος, ή η Άντζελα Μέρκελ στην Γερμανία, που αύξησε κατακόρυφα τις κρατικές δαπάνες για την διατήρηση θέσεων ημιαπασχόλησης, (ώστε να αμβλύνει τις συνέπειες της κρίσης) μπόρεσαν να διατηρήσουν τις δυνάμεις τους.
Στην Ιταλία, το νέο κόμμα «Λαός της Ελευθερίας» (Popolo della Liberta, Pdl) που ίδρυσε ο Μπερλουσκόνι μαζί με τους συμμάχους του, πήρε ποσοστό 45%, με την ακροδεξιά-εθνικιστική Λίγκα του Βορρά (που συμμετέχει στο νέο κόμμα) να λαμβάνει πάνω από 10% των ψήφων, διπλασιάζοντας σχεδόν τα ποσοστά της. Η κυριαρχία του Μπερλουσκόνι είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα της απογοήτευσης που προκάλεσαν οι πολιτικές των κεντροαριστερών κυβερνήσεων, με πιο πρόσφατη την «θανούσα» «Συμμαχία της Ελιάς», στην οποία συμμετείχε και η αριστερή «Κομμουνιστική Επανίδρυση» (ΚΕ).
Η ΚΕ είχε μια πολύ σημαντική επιρροή στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση της (1991), τόσο εκλογικά, όσο και στους χώρους δουλειάς και γενικά την κοινωνία. Αλλά τις τεράστιες δυνατότητες που εμφάνιζε η ΚΕ τις κατάστρεψε η πολιτική της ηγεσίας της η οποία κινήθηκε προς τα δεξιά και κατέληξε στη συμμετοχή σε κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Το αποτέλεσμα είναι η συντριβή της ΚΕ με το μέλλον της να είναι εντελώς αβέβαιο. Σε σύγκριση με το 2004 το σύνολο των ψήφων στα «κομμουνιστικά» κόμματα έπεσε από 2,757,000 στους 1,032,000 (από 8,47% στο 3,37%) ενώ η ψήφος σε σοσιαλιστές και πράσινους έπεσε από 1,467,000 σε 955,000 (από 4,51 σε 3,12%). Παρόλα αυτά εξακολουθεί να υπάρχει μια σημαντική αριστερά στην Ιταλία. Η συμμαχία της ΚΕ με τους «Ιταλούς Κομμουνιστές» και την «Ευρωπαϊκή Αριστερά» πήρε 1,032,000 ενώ οι «Κομμουνιστές Εργάτες» πήραν άλλες 166,000. Αυτή η εκλογική απήχηση δείχνει πως υπάρχει ακόμα μια ισχυρή βάση στην ιταλική κοινωνία για την ύπαρξη ενός πραγματικά μαρξιστικού κόμματος στην Ιταλία.
Κέρδη για την ακροδεξιά
Σε ολόκληρη την Ευρώπη τα κόμματα της ακροδεξιάς παρουσίασαν άνοδο, αν όχι σε ψήφους, σε εκλογικά ποσοστά. Η μετανάστευση έγινε βασικό θέμα συζήτησης, με τα ακροδεξιά κόμματα να εκμεταλλεύονται τους φόβους των εργαζομένων για την αύξηση της ανεργίας και την «υπερφόρτωση» των κοινωνικών υπηρεσιών εξαιτίας της παρουσίας μεταναστών και προσφύγων. Ο ρατσισμός, η ισλαμοφοβία, και στην περίπτωση της Αυστρίας, ένας υφέρπων αντισημιτισμός, έπαιξαν τον ρόλο τους σε αυτή την προεκλογική καμπάνια. Επιπλέον, σε πολλές χώρες, η ψήφος στα ακροδεξιά κόμματα ήταν αυτή που με μια έννοια έδωσε διέξοδο στον θυμό των λαϊκών στρωμάτων, μπροστά στην απουσία μιας αριστερής εναλλακτικής πρότασης.
Σε ορισμένες χώρες τα ακροδεξιά κόμματα σημείωσαν πολύ σημαντική άνοδο. Το πιο χτυπητό παράδειγμα είναι οι 769 χιλ. ψήφοι (17%) και η δεύτερη θέση που κατέλαβε το ακροδεξιό κόμμα PVV στην Ολλανδία, στην πρώτη συμμετοχή του σε ευρωεκλογές. Αλλά τα εθνικιστικά και ακροδεξιά κόμματα είχαν σημαντική αύξηση και σε χώρες όπως η Βρετανία, η Φιλανδία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Ιταλία, η Ρουμανία κ.α.
Από την άλλη όμως πρέπει να σημειώσουμε πως στη Γερμανία, όπου το Αριστερό Κόμμα, παρά τις αδυναμίες του, εξακολουθεί να θεωρείται η βασική αντιπολίτευση απέναντι στις επιθέσεις ενάντια στους εργαζόμενους, η ακροδεξιά δεν παρουσίασε άνοδο, παρά τα καλά αποτελέσματα που είχε πετύχει σε μια σειρά πόλεις στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές. Πράγμα που δείχνει πως πίσω από την άνοδο της ακροδεξιάς βρίσκεται η αδυναμία της αριστεράς να παρέμβει αποφασιστικά και να δώσει προοπτική στο εργατικό κίνημα και την κοινωνία.
Η Αριστερά
Οι δημοσιογράφοι στον αστικό τύπο μπορούν και μιλούν για «δεξιά στροφή της κοινωνίας» και «ήττα της αριστεράς», επειδή με τον όρο «αριστερά» περιγράφουν τα πρώην εργατικά κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας (τύπου ΠΑΣΟΚ), που όποτε βρέθηκαν στην κυβέρνηση εφάρμοσαν τις ίδιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και για αυτό το λόγο οι εργαζόμενοι δύσκολα τα ξεχωρίζουν πια από την Δεξιά. Σε χώρες όπως η Αυστρία, η Βρετανία, η Γερμανία και η Ισπανία, όπου τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται στην κυβέρνηση, υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Μάλιστα στις τρεις πρώτες από αυτές κατέγραψαν ιστορικό χαμηλό αριθμό ψήφων. Σε κάποιες από τις χώρες όπου τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται στην αντιπολίτευση παρουσίασαν αύξηση, καθώς τμήματα των ψηφοφόρων τους τα είδαν σαν «το μικρότερο κακό».
Νέοι αριστεροί σχηματισμοί
Τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει πολλές προσπάθειες πανευρωπαϊκά για την δημιουργία νέων αριστερών κομμάτων. Αλλά τα περισσότερα από αυτά τα νέα κόμματα δεν έχουν την απαιτούμενη δράση και τις ξεκάθαρες πολιτικές που χρειάζονται για χτίσουν σταθερή επιρροή μέσα στην εργατική τάξη και τη νεολαία.
Τα νέα αριστερά κόμματα, στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν μπόρεσαν να κάνουν πραγματικά την διαφορά. Αυτό εν μέρει συνέβη επειδή πολλά από αυτά έχουν μετακινηθεί προς τα δεξιά, αρνούμενα να μιλήσουν για σοσιαλισμό, πολύ περισσότερο να υποστηρίξουν ένα συνεπές και συγκεκριμένο σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Στην Γερμανία το Αριστερό Κόμμα (ΑΚ) πήρε 7.5%, ποσοστό που βρίσκεται στο μισό του αριθμού που κατέγραφε στις δημοσκοπήσεις ένα χρόνο πριν. Αντιστοίχως στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 4.7%, ποσοστό ελαφρώς καλύτερο από το 4.16% που είχε πετύχει ο ΣΥΝ το 2004, αλλά πολύ μικρότερο του 18% που είχε φτάσει στις δημοσκοπήσεις στην διάρκεια του προηγούμενου χρόνου.
Δυστυχώς, μια παρόμοια κατάσταση διαμορφώθηκε και στη Γαλλία με το Nέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (ΝΑΚ) να παίρνει 4.8% των ψήφων, όταν οι δημοσκοπήσεις τον καιρό της ίδρυσης του, τον Γενάρη του 2009, του έδιναν ποσοστό γύρω στο 9%.
Σε κάποιες χώρες, οι αδυναμίες των νέων αριστερών σχηματισμών οδήγησαν εργαζόμενους και νεολαίους που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την Αριστερά, στην υπερψήφιση των Πρασίνων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Γαλλία, όπου οι Πράσινοι έφτασαν το 16.2%. Αύξηση της εκλογικής δύναμης των Πράσινων είχαμε επίσης στη Βρετανία, την Ολλανδία και το γαλλόφωνο τμήμα του Βελγίου. Το 7.1% που έλαβε το «Κόμμα των Πειρατών» στην Σουηδία, με βάση ένα πρόγραμμα ενάντια στην κρατική καταστολή και την υπεράσπιση του δικαιώματος ελεύθερης ανταλλαγής αρχείων στο διαδίκτυο, ήταν μια ένδειξη αντικαθεστωτικής διάθεσης, ιδιαίτερα ανάμεσα στη νεολαία.
Επιτυχίες της Αριστεράς
Σε πλήρη αντίθεση με την συνολική εικόνα βρίσκεται το αποτέλεσμα που πέτυχε στην Ιρλανδία ο Joe Higgins, υποψήφιος του Socialist Party (SP, Σοσιαλιστικό Κόμμα, ιρλανδικό τμήμα της CWI), που εκλέχτηκε ευρωβουλευτής στην περιφέρεια του Δουβλίνου. Το SP κέρδισε το 12.4% (50.510 ψήφοι) των ψήφων πρώτης προτίμησης (*). Η νίκη του Joe και του SP δείχνει πως το χτίσιμο ριζών στην εργατική τάξη, η διαρκής συμμετοχή στους αγώνες και η υπεράσπιση του σοσιαλιστικού προγράμματος μπορούν να κερδίσουν την συνειδητή υποστήριξη των εργαζομένων.
Το "Μπλόκο της Αριστεράς" στην Πορτογαλία, που πήρε 381.000 ψήφους (10.7%), υπερδιπλασιάζοντας τον αριθμό των ψηφοφόρων του και ξεπερνώντας το Κομμουνιστικό Κόμμα και το αποτέλεσμα του "Λαϊκού Κινήματος ενάντια στην ΕΕ" στην Δανία, που είδε τις ψήφους του να αυξάνονται από 97.986 σε 168.035 (7.18%) αποτελούν επίσης πολύ σημαντικές επιτυχίες της αριστεράς.
Ευκαιρίες για τους μαρξιστές
Πάνω από όλα, αυτές οι εκλογές δίνουν μια ένδειξη της εξαιρετικής αστάθειας και ρευστότητας που αναπτύσσεται στην Ευρώπη. Η νίκη του SP στο Δουβλίνο και ο διπλασιασμός των ψήφων του «Μπλόκου της Αριστεράς» στην Πορτογαλία, παρά τα μέτρια αποτελέσματα των αριστερών σχηματισμών στις υπόλοιπες χώρες, είναι ενδεικτικά των δυνατοτήτων που υπάρχουν.
Πολλοί Ευρωπαίοι εργαζόμενοι, νεολαίοι και τμήματα της μεσαίας τάξης φοβούνται για το μέλλον και ελπίζουν πως η παρούσα οικονομική κρίση θα περάσει σύντομα. Η πραγματικότητα, δυστυχώς, θα τους διαψεύσει. Η κρίση είναι πολύ βαθιά και θα κρατήσει πολύ καιρό.
Όσο γίνεται κατανοητό από πλατύτερα στρώματα πως οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης ανήκουν στο παρελθόν, πως η μαζική ανεργία θα παραμείνει και οι καπιταλιστές θα απαιτήσουν ακόμα περισσότερες περικοπές, θα μεγαλώνει με τη σειρά της η κατανόηση για την ανάγκη αγώνων. Αυτή η εξέλιξη θα δημιουργήσει μεγάλες ευκαιρίες για την ανάπτυξη των σοσιαλιστικών ιδεών. Αυτό όμως δεν θα συμβεί με έναν αυτόματο τρόπο. Για να μπορέσουν να χτιστούν οι απαραίτητες δυνάμεις που θα μπορέσουν να παλέψουν με μαζικούς όρους για τον σοσιαλισμό χρειάζεται καθαρό πρόγραμμα και συνειδητή στρατηγική. Η σημαντική αύξηση των ψήφων της ακροδεξιάς σε αυτές τις ευρωεκλογές, είναι μια σαφής προειδοποίηση πως αν αυτό δεν συμβεί, θα είναι οι δυνάμεις της αντίδρασης που θα βγουν κερδισμένες από τις κοινωνικές αναταραχές που βρίσκονται μπροστά μας.
__________