Σαν σήμερα, στις 15 Γενάρη 1919, δολοφονήθηκαν η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λήμπκνεχτ, ηγέτες του κομμουνιστικού κινήματος στη Γερμανία. Με αφορμή την επέτειο αυτή δημοσιεύουμε ένα παλιότερο άρθρο αφιέρωμα στη γερμανική επανάσταση του 1918 – 1919.
Του Robert Bechert
Καθώς ο καπιταλισμός μπαίνει στη χειρότερη του κρίση μετά το 1930, ανοίγει η συζήτηση για το ποιος θα είναι ο οικονομικός, κοινωνικός και πολιτικός της αντίκτυπος. Καθώς τράπεζες και χρηματοπιστωτικές αγορές γκρεμίζονται, εμφανίζεται το φάντασμα μιας ακόμη μεγάλης ύφεσης, που έχει περάσει στη μνήμη του κόσμου σαν μια περίοδος οικονομικής καταστροφής, κατασχέσεων, αγώνων, εμφύλιων πολέμων και βέβαια, της ανόδου του φασισμού, ιδιαίτερα στη Γερμανία.
Αυτό συμπίπτει με την ενενηκοστή επέτειο της πτώσης του Κάιζερ στη Γερμανία και με την έναρξη της επανάστασης του 1918-23. Το θέμα της «Βαϊμάρης», δηλαδή της ιστορίας και της μοίρας της πρώτης γερμανικής δημοκρατίας που γεννήθηκε στα 1918-19, ποτέ δεν εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά από τη μεταπολεμική Γερμανία. Οι διάσημοι επαναστάτες, μάρτυρες της έναρξης της επανάστασης, ο Καρλ Λήμπκνεχτ και ιδιαίτερα η Ρόζα Λούξεμπουργκ, δεν έχουν ξεχαστεί.
Η εικόνα που συχνά προβάλλεται από τα μέσα ενημέρωσης είναι ότι η οικονομική κατάρρευση του 1930, σχεδόν αυτόματα, οδήγησε στη νίκη του Χίτλερ. Ο υπέρ-πληθωρισμός του 1923 προβάλλεται κι αυτός σαν ένας επιπλέον λόγος για την επιτυχία των Ναζί. Παρ’ όλα αυτά, όπως πρώτος εξήγησε ο Λέων Τρότσκι, η βασική αιτία δεν ήταν αυτή. Το κλειδί της νίκης του Χίτλερ βρίσκεται στη άρνηση της ηγεσίας του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) να σπάσει τους δεσμούς του με τον καπιταλισμό και στην αριστερίστικη στάση της ηγεσίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η οποία στην ουσία την οδήγησε να απορρίψει το ενιαίο μέτωπο των εργατικών οργανώσεων ενάντια στο φασισμό.
Όμως, όπως σε όλες τις απόπειρες αποπροσανατολισμού, υπάρχει ένας κόκκος αλήθειας στην ιδέα ότι μια πηγή της επιτυχίας του Χίτλερ ήταν η κρίση του 1923. Αλλά το 1923 δεν έχουμε απλώς τον ευρέως γνωστό υπερπληθωρισμό. Στην ουσία, πρόκειται για την ιστορία μιας χαμένης ευκαιρίας. Το 1923 η Γερμανία αντίκρισε το τέλος της επανάστασης η οποία ξεκίνησε το 1918, που ήταν και η μόνη περίπτωση μέχρι εκείνη τη στιγμή όπου η πλειοψηφία της εργατικής τάξης μιας βιομηχανικής και ιμπεριαλιστικής χώρας υποστήριξε ένα επαναστατικό μαρξιστικό κόμμα, της μορφής του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD).
Για πολλά χρόνια, οι μαρξιστές αντίκριζαν τη Γερμανία σαν μια χώρα-κλειδί, τόσο για το πολύ ισχυρό εργατικό της κίνημα, του οποίου η ηγεσία ήταν μαρξιστική, όσο και για την οικονομική της δύναμη. Παρά την ήττα της στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και της επιβεβλημένες αποζημιώσεις, η Γερμανία εξακολουθούσε να είναι η πιο σημαντική χώρα στην Ευρώπη. Αρχές του 1920, το Βερολίνο ήταν η τέταρτη πιο δημοφιλής πόλη στον κόσμο και η μεγαλύτερη βιομηχανική πόλη διεθνώς.
Με την έναρξη της Γερμανικής Επανάστασης το Νοέμβρη του 1918, ένα χρόνο μετά τη άνοδο των Μπολσεβίκων στην εξουσία στη Ρωσία, ο Βλαντιμίρ Λένιν ήταν εκστασιασμένος. Η σύζυγος του Νάντια Κρούπσκαγια αργότερα έγραψε ότι τον Λένιν «τον είχαν τελείως συνεπάρει τα νέα» και ότι «οι μέρες της πρώτης επετείου από την Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής του». Κι αυτό όχι μόνο λόγω της πτώσης του Κάιζερ και της πιθανής λήξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και γιατί ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι Μπολσεβίκοι αντιλαμβάνονταν ότι η μοίρα της επανάστασης στη Ρωσία ήταν δεμένη με την επιτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης στην υπόλοιπη Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γερμανία.
Με την έναρξη της γερμανικής και αυστροουγγρικής επανάστασης, ο Λένιν έγραφε στη Σοβιετική ηγεσία ότι
«το Ρωσικό προλεταριάτο παρακολουθεί τα γεγονότα με τη μεγαλύτερη προσοχή και ενθουσιασμό. Τώρα και οι πιο τυφλοί εργάτες στις διάφορες χώρες θα δουν ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν δίκιο να βασίζουν ολόκληρη την τακτική τους στην υποστήριξη τους από την παγκόσμια επανάσταση των εργατών».
Αλλά δυστυχώς, όπως είναι γνωστό, η γερμανική επανάσταση δεν νίκησε. Αντί της δημιουργίας μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, συνεχίστηκε ο καπιταλισμός. Αυτή η αποτυχία δεν είχε ως αποτέλεσμα μονάχα το φασιστικό τρόμο και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, άνοιξε και το δρόμο στο Σταλινισμό στη Ρωσία και τελικά στην ολοκληρωτική υπόσκαψη των κατακτήσεων της Ρωσικής επανάστασης.
Μαζί με την ιστορική της σημασία για την πορεία του 20ου αιώνα, η ιστορία της Γερμανικής επανάστασης μεταξύ του 1918 και του 1923 περιέχει πολλά σημαντικά διδάγματα για τον Μαρξισμό σήμερα. Μέχρι τώρα, είναι το μόνο παράδειγμα της ανάπτυξης μιας επανάστασης για μια σειρά ετών σε μια σύγχρονη, βιομηχανική χώρα και έτσι μπορεί να φωτίσει πολλά ερωτήματα σχετικά με το πρόγραμμα, την τακτική και τη στρατηγική που θα αντιμετωπίσουν οι Μαρξιστές στους θυελλώδεις καιρούς που μπαίνουμε. Πιο συγκεκριμένα, τα ερωτήματα αυτά επικεντρώνονται στο πώς μπορεί να αναπτυχθεί ένα μαζικό Μαρξιστικό κόμμα, πώς μπορεί να κερδίσει τη μαζική υποστήριξη της εργατικής τάξης και τελικά το τι πρέπει να κάνει όταν φτάσει στο σημείο αυτό.
1914: Το σημείο καμπή
Μαζί με την οικονομική δύναμη της Γερμανίας, ένα στοιχείο-κλειδί στην επανάσταση ήταν η δύναμη του εργατικού της κινήματος. Πριν τον πόλεμο του 1914-18, το SPD θεωρούνταν διεθνώς «κόμμα –μοντέλο» και βρισκόταν στην ηγεσία της Β’ Διεθνούς, η οποία την εποχή εκείνη αποτελούνταν ως επί το πλείστον από Μαρξιστικά κόμματα. Το SPD είχε χαράξει το δρόμο στο χτίσιμο μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης που, τουλάχιστον στα αρχικά τους στάδια, σκοπό είχαν την ανατροπή του καπιταλισμού. Απορρίπτοντας τις προσπάθειες να επιδοθεί το κόμμα σε απλές μεταρρυθμίσεις του καπιταλισμού, το συνέδριο του 1901, για παράδειγμα, καταδίκασε τις
«μεταρρυθμιστικές απόπειρες… να αντικατασταθεί η πολιτική κατάληψης της εξουσίας με το ξεπέρασμα των εχθρών μας από μια πολιτική συμβιβασμού μας με την υπάρχουσα κατάσταση».
Οργανωτικά, το SPD απολάμβανε μαζική ανάπτυξη. Μετά τα 12 χρόνια παρανομίας από το 1890, οι ψήφοι υπέρ του SPD αυξήθηκαν στις εθνικές εκλογές, φτάνοντας τα 4,25 εκατομμύρια (34,7%) το 1912. Τον επόμενο χρόνο, ο αριθμός των μελών του έφτασε τα 1.085.900 άτομα.
Όμως, η επαναστατική κληρονομιά του SPD υποτιμήθηκε από έναν συνδυασμό αυταπατών, αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης της περιόδου και, παραδόξως, της χρόνο με το χρόνο ανάπτυξης του κόμματος. Τα περισσότερα από τα ηγετικά κλιμάκια του SPD και τα συνδικάτα άρχισαν να πιστεύουν ότι το κίνημα θα συνέχιζε να αναπτύσσεται σχεδόν αυτόματα μέχρι να κερδίσει την πλειοψηφία και ότι οι βήμα -βήμα μεταρρυθμίσεις σταδιακά θα βελτίωναν τις ζωές των εργατών. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό οδήγησε σε μια εκ των προτέρων εγκατάλειψη της προσδοκίας ότι μια κρίση θα τράνταζε το σύστημα, όπως και της επαναστατικής οπτικής, καθώς η πλειοψηφία των ηγετών πίστευε ότι, γενικά, ο καπιταλισμός θα συνέχιζε να αναπτύσσεται με σταθερότητα.
Το ξέσπασμα του πολέμου ήταν που έδειξε ότι η πλειοψηφία της ηγεσίας του κόμματος είχε υιοθετήσει μια φιλοκαπιταλιστική θέση και ότι στο μέλλον θα εναντιώνονταν απέναντι στη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό ήταν και το ουσιαστικό μήνυμα του σημείου καμπής στις 4 Αυγούστου 1914, όταν το SPD ψήφισε υπέρ της υποστήριξης της «δικής του» χώρας σε αυτόν τον πόλεμο μεταξύ ιμπεριαλιστών, που τον έφερναν σε πέρας αυτοί που στην καλύτερη περίπτωση θα ονομάζονταν ημι -δημοκράτες. Το ενδεχόμενο του πολέμου συζητιόταν για πολλά χρόνια στο εργατικό κίνημα, αυτό όμως που ήταν το μεγάλο σοκ ήταν το γεγονός ότι στα περισσότερα από τα εμπόλεμα κράτη τα κόμματα της Β’ Διεθνούς αμέσως αποφάσισαν να υποστηρίξουν τις «δικές τους» χώρες, με μόνες εξαιρέσεις τη Ρωσία και τη Βουλγαρία. Το ότι το SPD αποφάσισε να υποστηρίξει αυτόν τον πόλεμο, αντίθετα με την αντίδραση του το 1870 απέναντι στην κατάληψη της Γαλλίας από την Πρωσία, και το ότι συνεργάστηκε με την κυβέρνηση, ήταν ένα ισχυρό χτύπημα το οποίο σημάδεψε και το τέλος του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος. Αυτό ήταν και το αποφασιστικό βήμα προς την ενσωμάτωση των ηγετών του SPD στο καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο προετοίμασε και το δρόμο για τον αντεπαναστατικό ρόλο που έπαιξαν μετά το 1918.
Η αντιπολεμική διάθεση μεγαλώνει
Αυτό όμως δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ήδη, πριν το 1914 είχε σημειωθεί όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης εντός του SPD. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ρόζα Λούξεμπουργκ αναδείχθηκε ως η βασική αντίπαλος των οξυνόμενων ρεφορμιστικών και μη -επαναστατικών τάσεων μέσα στο κόμμα. Ως το 1914, το SPD ήταν χωρισμένο σε δύο τάσεις: την ανοιχτά ρεφορμιστική πτέρυγα, το λεγόμενο «κέντρο» (με ηγέτη τον Καρλ Κάουτσκυ) και τους ριζοσπάστες (τη Μαρξιστική Αριστερά) με επικεφαλής τους Λούξεμπουργκ, Λήμπκνεχτ και άλλους. Αλλά, αντίθετα με τον αγώνα των Μπολσεβίκων μεταξύ 1903 και 1912 εντός της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας, η Λούξεμπουργκ δεν ένωσε τη Μαρξιστική πτέρυγα σε μια αντιπολίτευση με συνοχή, η οποία θα πάλευε συστηματικά για τις ιδέες της και για το χτίσιμο της επιρροής της μέσα στο κόμμα. Με τραγικό τρόπο, αυτό συνέβαλε στην αδυναμία τους κατά την έναρξη της επανάστασης το 1918 και κατά συνέπεια στην απώλεια πολλών ευκαιριών, μέχρι την ήττα.
Ήδη από το 1914 υπήρχε αντιπολίτευση απέναντι στη φιλοπόλεμη γραμμή της ηγεσίας του SPD από πολλούς ακτιβιστές που μέχρι τότε υπεράσπιζαν την παραδοσιακή σοσιαλιστική, διεθνιστική θέση. Για ένα χρονικό διάστημα υποσκελίστηκαν και σχετικά απομονώθηκαν από το πατριωτικό ρεύμα, το οποίο αρχικά συνεπήρε όλες τις εμπόλεμες χώρες, με αποτέλεσμα να δεχτούν την αυξανόμενη καταπίεση τόσο από την ηγεσία του κόμματος, όσο και από τις στρατιωτικές αρχές. Επίσης, οι διεθνιστές δεν ήταν ιδιαίτερα ενωμένοι με βάση τους όρους ενός κοινού, καθαρού προγράμματος δράσης. Ως ένα βαθμό, τα μέλη του SPD που τάσσονταν εναντίον του πολέμου αντιμετώπισαν μια νέα εμπειρία: σχεδόν κανείς δεν περίμενε το SPD να είναι φιλοπόλεμο. Το χειρότερο ήταν ότι οι αγωνιστές της αριστερής πτέρυγας θεωρούσαν ότι η ηγεσία του κόμματος θα προσπαθούσε να παραμείνει «ουδέτερη». Ο Λένιν, αρχικά, δεν πίστευε στα νέα ότι το SPD είχε ψηφίσει υπέρ του πολέμου. Η έλλειψη πολιτικής και οργανωτικής συνοχής από την πλευρά της αριστερής πτέρυγας του SPD δυσκόλεψε τη δυνατότητα αντίδρασης της.
Όπως και να ‘χει, καθώς φαινόταν ότι ο πόλεμος δε θα διαρκούσε για μια μικρή περίοδο, καθώς διαδίδονταν τα νέα της απίστευτης σφαγής μέσα στα ορύγματα του πολέμου και καθώς τα αποθέματα τροφής μειώνονταν, η αντιπολίτευση απέναντι στον πόλεμο άρχισε να εντείνεται. Σχετικά νωρίς, διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο και τα αποτελέσματα του, ιδιαίτερα πάνω στις τιμές και κάποιες φορές στις δραστικές μειώσεις στις προμήθειες τροφής, άρχισαν να αναπτύσσονται στους δρόμους, στους χώρους δουλειάς και στο κοινοβούλιο. Μέχρι το 1916, εκτυλίσσονταν απεργίες για τις προμήθειες σε φαγητό και τους μισθούς, ενώ μετά την σύλληψη του αριστερού, αντιμιλιταριστή βουλευτή του SPD Καρλ Λήμπκνεχτ την Πρωτομαγιά, μια μεγάλη διαδήλωση με 55 χιλιάδες άτομα ξέσπασε στο Βερολίνο. Το Δεκέμβρη του 1914, ο Λήμπκνεχτ ήταν ο πρώτος από τους 110 βουλευτές του κόμματος που ψήφισε εναντίον του πολέμου. Έναν χρόνο μετά, 20 ψήφισαν κατά και 24 απείχαν.
Η αντιπολίτευση ενάντια στον πόλεμο έλαβε μια τεράστια ανάπτυξη με τη Ρωσική επανάσταση του 1917. Τόσο από την ανατροπή του Τσάρου τον Φλεβάρη, όσο και από τη νίκη των Μπολσεβίκων τον Οκτώβρη. Αυτό εν μέρει συνέβη γιατί η απειλή της τσαρικής Ρωσίας, ενός καθεστώτος πολύ πιο βάναυσου από αυτό της ιμπεριαλιστικής Γερμανίας, ήταν μια από τις βασικές δικαιολογίες της ηγεσίας του SPD για τη στήριξη που παρείχε στον πόλεμο. Η ανατροπή του Τσάρου το Φλεβάρη και η κατάκτηση δημοκρατικών δικαιωμάτων στη Ρωσία, υπέσκαψαν τα επιχειρήματα των ηγετών του SPD, αλλά η στήριξη τους στον πόλεμο συνεχίστηκε. Αμέσως η Ρωσία έγινε το παράδειγμα ανατροπής της μοναρχίας και εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας για πολλούς Γερμανούς εργάτες. Πιο συγκεκριμένα, τα Σοβιέτ (Συμβούλια) δημιουργημένα από τους Ρώσους εργάτες, αγρότες και στρατιώτες, έδειξαν το δρόμο. Οι απεργίες, που αριθμούσαν γύρω στους 300 χιλιάδες εργάτες τον Απρίλη του 1917, ιδιαίτερα στη Λειψία, «γέννησαν» τα πρώτα Εργατικά Συμβούλια στη Γερμανία. Μαζί με την αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών, η αναταραχή άρχισε να απλώνεται και εντός των ενόπλων δυνάμεων με τους ναύτες να δημιουργούν μια μυστική οργάνωση. Η αίγλη της ρώσικης επανάστασης μεγάλωσε σε μεγάλο βαθμό μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, όταν η εξουσία πέρασε στα χέρια των Σοβιέτ όπου οι Μπολσεβίκοι ήταν επικεφαλής. Ένας βασικός παράγοντας προς αυτή την εξέλιξη ήταν η σταθερή πολιτική των Μπολσεβίκων να καλούν συνειδητά τους εργάτες της υπόλοιπης Ευρώπης και ιδιαίτερα της Γερμανίας, να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ρώσων εργατών ως προς την κατάκτηση δημοκρατικών δικαιωμάτων, το σταμάτημα του πολέμου και την ανατροπή του καπιταλισμού.
Με βάση τα παραπάνω, τον Ιανουάριο του 1918 οι απεργίες ήταν ακόμα πιο μαζικές. Τα συνθήματα «Ειρήνη, Ελευθερία, Ψωμί» ήταν κοντά σε αυτά των Μπολσεβίκων «Ειρήνη, Γη, Ψωμί». Στο Βερολίνο, μισό εκατομμύριο εργάτες απέργησαν για πέντε μέρες διαμαρτυρόμενοι για τους εξουθενωτικούς όρους που επέβαλε η γερμανική κυβέρνηση στη Σοβιετική Ρωσία κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στη συνθήκη Μπρεστ -Λιτόφσκ. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ οι ηγέτες του SPD στα λόγια υποστήριζαν τα οικονομικά αιτήματα των εργατών, εξακολουθούσαν να εξηγούν ότι πρέπει να δουλέψουν υπέρ της «νίκης» στον παγκόσμιο πόλεμο.
Οργανώνοντας την Αριστερά
Από την αρχή κιόλας του πολέμου, η αντιπολεμική αριστερά αντιμετώπιζε διάφορα εμπόδια. Πέρα από το ότι έμεινε έκπληκτη από τις εξελίξεις, αντίκρισε το κράτος και την ηγεσία του SPD να στρέφονται εναντίον της χρησιμοποιώντας λογοκρισία, στρατιωτικά μέτρα καταστολής και καταπίεσης από το κράτος και εντός του κόμματος, κάτι που την οδήγησε σε μια σιωπηλή αντιπολίτευση. Στην ουσία, το ερώτημα ήταν τι μαθήματα κα συμπεράσματα χρειαζόταν να εξαχθούν από αυτό το σημείο καμπής, με τη μετάλλαξη του SPD από ένα όπλο για την ανατροπή του καπιταλισμού, σε όργανο που επιδιώκει την προστασία του. Αυτό ήταν μια νέα εμπειρία για το εργατικό κίνημα. Παρ’ όλο που μέχρι τότε υπήρχαν ήδη μεμονωμένα παραδείγματα ανθρώπων που απέρριπταν την ιδέα του αγώνα υπέρ της σοσιαλιστικής επανάστασης, και άλλων που ανοιχτά υποστήριζαν τον καπιταλισμό, η μετάλλαξη του συνόλου των κομμάτων της Σοσιαλιστικής Διεθνούς ήταν κάτι που δεν μπορούσε να προβλεφτεί.
Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα καθαρό πρόγραμμα και μια προσεκτική προσέγγιση των εργαζομένων οι οποίοι ακόμα υποστήριζαν το SPD διατηρώντας ελπίδες ότι αυτό το κόμμα θα ήταν το όργανο της αλλαγής για την εργατική τάξη μην καταλαβαίνοντας ακριβώς τα ζητήματα που έθετε η μετάλλαξη του SPD.
Η προηγούμενη αποτυχία, όμως, να οργανωθούν τα επαναστατικά στοιχεία εντός του SPD δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο την εξαγωγή των αναγκαίων πολιτικών και οργανωτικών συμπερασμάτων. Η έκδοση της μπροσούρας του «Γιούνους» της Ρόζας Λούξεμπουργκ το Φεβρουάριο του 1916 είχε μεγάλο αντίκτυπο στην αντιπολεμική Αριστερά της Γερμανίας. Παρ’ όλα αυτά, στην κριτική του για την μπροσούρα, ο Λένιν, ενώ τη χαρακτήρισε «εξαιρετική μαρξιστική εργασία», σχολίασε ότι δίνει την «εικόνα ενός μοναχικού ανθρώπου που παλεύει» και ότι, δυστυχώς, η Γερμανική Αριστερά, δρώντας σε μια ημι-δικτατορία, πάσχει από την «έλλειψη μιας συμπαγούς παράνομης οργάνωσης».
Τον Ιανουάριο του 1916 έγινε μια συνάντηση υποστηρικτών της εφημερίδας «Η Διεθνής» -εφημερίδας που η Λούξεμπουργκ είχε συμβάλλει στην έκδοση της, η οποία υιοθέτησε τις θέσεις της για τον πόλεμο, και ίδρυσε τη «Διεθνή Λίγκα». Γρήγορα έγιναν γνωστοί ως «Σπαρτακιστές» μετά από τη σειρά «Γραμμάτων του Σπάρτακου» που εξέδωσαν από το 1916 και μετά.
Η Λούξεμπουργκ φοβόταν ότι η δημιουργία μιας ανεξάρτητης επαναστατικής οργάνωσης θα μπορούσε να οδηγήσει στην απομόνωση από τις πλατιές μάζες οι οποίες ακόμα «κοιτούσαν» προς το SPD (και αργότερα προς το USPD – Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα). Αλλά, ενώ οι μαρξιστές έπρεπε να αποφύγουν τη δημιουργία ενός σεχταριστικού φραγμού μεταξύ αυτών και της ευρύτερης εργατικής τάξης, η μη οργάνωση δεν ήταν η λύση. Χωρίς οργάνωση δε θα υπήρχε το πεδίο όπου οι ιδέες και οι εμπειρίες μπορούν να συζητηθούν, όπου προτάσεις μπορούν να διαμορφωθούν και να δρομολογηθούν μέσα από τη συζήτηση και τη συμφωνία. Αντιδρώντας η Λούξεμπουργκ στον τρόπο με τον οποίο το SPD είχε μετατραπεί σε ένα γραφειοκρατικό εμπόδιο απέναντι στον αγώνα των εργατών, πίστευε ότι εφ’ όσον οι εργάτες είναι στο δρόμο του αγώνα, η αναγκαία πολιτική καθαρότητα και οργάνωση θα μπορούσαν αυθόρμητα να αναπτυχθούν.
Διαγραφές από το SPD
Η αυξανόμενη αντίθεση απέναντι στον πόλεμο και η οργή προς την προδοσία των ηγετών του SPD αντανακλάστηκε σε διαμάχες εντός του κόμματος. Καθώς η ηγεσία του SPD είχε περάσει με το μέρος της κυρίαρχης τάξης, στις τάξεις του κόμματος υπήρχαν ακόμα κάποιοι οι οποίοι υποστήριζαν τις Μαρξιστικές παραδόσεις του κόμματος και την αντιπολεμική πολιτική.
Οι εντάσεις αυτές έβρισκαν την αντανάκλαση τους και στην κοινοβουλευτική ομάδα του SPD. Σε λιγότερα από δύο χρόνια πολέμου, είκοσι αντιπρόσωποι είχαν διαγραφεί από την κοινοβουλευτική ομάδα. Αυτοί οι διαχωρισμοί εντός του κόμματος συνέχισαν να αυξάνουν μέχρι τον Απρίλη του 1917, όταν η διάσπαση οριστικοποιήθηκε με τη δημιουργία του αριστερού και αντιπολεμικού Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD). Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν με τη διαγραφή από το κόμμα αντιμιλιταριστών αντιπολιτευόμενων τον προηγούμενο Ιανουάριο, κατόπιν ενός εθνικού συνεδρίου που είχαν οργανώσει. Το νέο κόμμα πήρε περίπου το ένα 1/4 με 1/3 των μελών του SPD. Η δύναμη του διαφοροποιούνταν από περιοχή σε περιοχή: στο Βερολίνο, στη Λειψία και σε τέσσερις άλλες περιοχές, ολόκληρη η περιφερειακή οργανωτική δομή του SPD προσχώρησε στο USPD. Το νέο κόμμα είχε περίπου το μισό των δυνάμεων του συγκεντρωμένες στο Βερολίνο, στη Λειψία και στο Ντίσελντορφ.
Πολιτικά το USPD ήταν αρκετά ανάμικτο. Περιείχε αντιπροσώπους από την προπολεμική ρεφορμιστική πτέρυγα, όπως τον Έντουαρντ Μπερνστάιν, ο οποίος ήταν εναντίον του πολέμου από μια ειρηνιστική σκοπιά. Ο Κάουτσκυ, ηγετικός αντιπρόσωπος της προπολεμικής τάσεως του Κέντρου, ήταν επίσης μέλος. Την ίδια στιγμή, το USPD περιείχε πολλούς που μετακινούνταν προς μια επαναστατική κατεύθυνση κι αυτός ήταν ο λόγος που η Λούξεμπουργκ, ο Λήμπκνεχτ και η Διεθνής Λίγκα ενώθηκαν με το USPD.
Πολύ γρήγορα, στα μέσα του 1918, η κατάσταση άλλαξε. Η αποτυχία του επιθετικού ξεσπάσματος του γερμανικού στρατού και η άφιξη ενός διαρκώς αυξανόμενου αριθμού Αμερικανών στρατιωτών, έπεισαν τη στρατιωτική ηγεσία ότι ο πόλεμος δεν μπορούσε να κερδηθεί. Στις 29 Σεπτεμβρίου ζήτησαν από την κυβέρνηση να προχωρήσει σε ανακωχή. Μη θέλοντας να πάρουν την πολιτική ευθύνη της ήττας στον πόλεμο και θέλοντας να χρησιμοποιήσουν τους κοινοβουλευτικούς ηγέτες σαν προκάλυμμα, οι στρατηγοί παραιτήθηκαν από τη δικτατορική τους αρχή. Η πρώτη επίσημη γερμανική κυβέρνηση χωρίς τον Κάιζερ στο κοινοβούλιο ήταν γεγονός. Στα μέσα του Οκτώβρη ζητήθηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο Γ. Γουίλσον να βοηθήσει στις διαπραγματεύσεις για την ανακωχή. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε μια ανοιχτή ρήξη με το παρελθόν του, το SPD παρείχε δύο υπουργούς (ο ένας από τους οποίους ήταν και στην ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος) να συμμετάσχουν στην καπιταλιστική συμμαχία με επικεφαλής τον πρίγκιπα Μαξ Φον Μπάντεν.
Η Επανάσταση του Νοέμβρη
Η σπίθα που έδωσε την ώθηση στην επανάσταση να ξεκινήσει ήταν μια εξέγερση των ναυτών στο Βίλχελμσχάφεν, η οποία στη συνέχεια απλώθηκε στο Κίελο, όταν οι ναύτες αρνήθηκαν να εμπλακούν στην τελευταία και χωρίς νόημα μάχη με το Βρετανικό ναυτικό. Αυτό οδήγησε σε σύγκρουση στο Κίελο στις 3 Νοέμβρη, όπου εφτά διαδηλωτές σκοτώθηκαν και πολλοί τραυματίστηκαν. Καθώς οι ναύτες έστελναν παντού αγγελιαφόρους, ο επαναστατικός ξεσηκωμός απλώθηκε σε όλη τη χώρα, με συμβούλια εργατών και ναυτών να δημιουργούνται σε πολλές πόλεις, κωμοπόλεις και λιμάνια.
Τα γεγονότα εξελίχτηκαν γρήγορα. Την 9η του Νοέμβρη οι ηγέτες του SPD διστακτικά διακήρυξαν τη δημοκρατία και μετά την παραίτηση του Φον Μπάντεν, συμφώνησαν στην πρόταση του ο επικεφαλής του SPD Φρίντριχ Έμπερτ να λάβει τη θέση του Καγκελάριου (πρωθυπουργού). Ακριβώς την επόμενη μέρα ο Έμπερτ δέχτηκε την πρόταση του νέου επικεφαλής του στρατού, στρατηγού Γκρένερ, για ένα «κοινό μέτωπο ενάντια στον μπολσεβικισμό». Απελπισμένα, το SPD έψαχνε να βρει τρόπους να ελέγξει την κατάσταση. Καταλαβαίνοντας την επαναστατική διάθεση, προσπαθούσε να καλοπιάσει την εργατική τάξη και τις επαναστατημένες τάξεις του στρατού, ενώ την ίδια στιγμή, πάλευε να εξασφαλίσει τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος. Αγωνιώντας να πείσει ότι ήταν πραγματικά επαναστατική, η κυβέρνηση που δημιουργήθηκε ακριβώς την επόμενη μέρα, πήρε το όνομα Συμβούλιο των Κομισάριων του Λαού, που ταίριαζε ακριβώς με το όνομα της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων στη Ρωσία. Το όνομα μπορεί να ήταν το ίδιο, υπήρχε όμως μια βασική διαφορά μεταξύ της κυβέρνησης του SPD, η οποία δούλευε για να σώσει τον καπιταλισμό και στην Μπολσεβίκικη κυβέρνηση που πάλευε να του δώσει ένα τέλος σε διεθνή κλίμακα.
Την ίδια στιγμή, το SPD προσπαθούσε να ουδετεροποιήσει την αριστερά κάτω από το σλόγκαν «ενότητα της εργατικής τάξης», εμπλέκοντας το USPD στη νέα κυβέρνηση και δίνοντας του τρεις Κομισάριους του Λαού, τον ίδιο αριθμό με του SPD. Το SPD έφτασε να δηλώσει ότι ο Λήμπκνεχτ, που μόλις είχε βγει από τη φυλακή, θα ήταν «ευπρόσδεκτος» στη νέα κυβέρνηση, κάτι το οποίο ο ίδιος σωστά αρνήθηκε. Η ηγεσία του USPD είχε την αυταπάτη ότι έμπαινε στην κυβέρνηση «με σκοπό να διαφυλάξει τα κεκτημένα της επανάστασης». Στην καλύτερη περίπτωση, αυτά ήταν απλώς καλές προθέσεις, μιας και οι ηγέτες του SPD είχαν ήδη κάνει ξεκάθαρο ότι, ενώ ακόμα μπορούσαν να χρησιμοποιούν σοσιαλιστικές φράσεις, ο σκοπός τους ήταν να διασώσουν τον καπιταλισμό εμποδίζοντας τη ρώσικη Οκτωβριανή Επανάσταση να επαναληφθεί στη Γερμανία.
Η προδοσία του SPD
Οι ηγέτες του SPD είχαν μια συνειδητή πολιτική να απορρίψουν την ανατροπή του καπιταλισμού. Ήδη από την πρώτη στιγμή της παραίτησης του Κάιζερ, ο Έμπερτ διαμαρτυρόμενος έλεγε ότι:
«αν ο Κάιζερ δεν παραιτηθεί, η κοινωνική επανάσταση είναι αναπόφευκτη. Αλλά δεν τη θέλω· την απεχθάνομαι σαν αμαρτία».
Χρησιμοποιώντας την αίγλη του SPD, που ακόμα πολλοί Γερμανοί εργάτες το έβλεπαν σαν «το κόμμα τους», οι ηγέτες του SPD πάσχιζαν να κερδίσουν χρόνο για τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού. Σε κάποιες περιοχές, ήταν οι τοπικοί ηγέτες του κόμματος που πήραν την πρωτοβουλία για τη δημιουργία συμβουλίων, με σκοπό να εξασφαλίσουν τον έλεγχο πάνω σε αυτά. Η επανάσταση έφερε αιτήματα για «κοινωνικοποίηση» (εθνικοποίηση κάτω από εργατικό έλεγχο) και έτσι, σα μια χειρονομία προς αυτό το αίτημα -με σκοπό βέβαια την παραμέριση του- στα μέσα Νοέμβρη αποφασίστηκε η δημιουργία μιας επιτροπής που θα εξέταζε ποιες βιομηχανίες ήταν «ώριμες» για κοινωνικοποίηση. Περιττό να πούμε ότι τίποτα δε βγήκε από αυτή την επιτροπή. Όταν το πρώτο Εθνικό Κογκρέσο των Εργατικών και Στρατιωτικών Συμβουλίων άνοιξε το Δεκέμβρη, ο Έμπερτ δήλωσε ότι «το νικηφόρο προλεταριάτο δεν θα εγκαθιδρύσει ταξική κυριαρχία».
Παίρνοντας και πάλι μαθήματα από τη Ρωσική επανάσταση, οι ηγέτες του SPD προσπάθησαν γρήγορα να περιορίσουν και να παραμερίσουν τα συμβούλια. Το εθνικό κογκρέσο των συμβουλίων του Δεκέμβρη δεν αντιπροσώπευε πραγματικά τους εργάτες και τους στρατιώτες που πραγματοποίησαν την επανάσταση του Νοέμβρη. Το SPD χρησιμοποίησε τις αυταπάτες που υπήρχαν ακόμα για το ρόλο του καθώς και τον μηχανισμό του για να το ελέγξει πλήρως. Μόνο 187 από τους 489 αντιπροσώπους ήταν εργάτες ή μισθωτοί, ενώ 195 ήταν επαγγελματικά στελέχη κομμάτων ή συνδικάτων, οι περισσότεροι μέλη του SPD. Επίσημα το SPD είχε 290 αντιπροσώπους έναντι 90 του USPD (μεταξύ των οποίων και 10 σπαρτακιστές). Πάνω σε αυτή τη βάση, το SPD εξασφάλισε 344 ψήφους έναντι 98, με τους οποίους απέρριπτε τη διακήρυξη σοσιαλιστικής δημοκρατίας και έναντι αυτού, καλούσε σε εκλογές για εθνική συνέλευση τον Ιανουάριο, με ξεκάθαρο σκοπό τη δημιουργία ενός συντάγματος του καπιταλιστικού καθεστώτος.
Η επανάσταση όμως, κινούνταν γρήγορα, ιδιαίτερα στο Βερολίνο και σε κάποιες άλλες περιοχές. Τμήματα εργατών, στρατιωτών και ναυτών ήταν εξαγριωμένα από την αρχή κιόλας της επανάστασης με το γεγονός ότι το παλιό καθεστώς και ο καπιταλισμός δεν είχαν ήδη εξαφανιστεί. Στο τέλος του Νοέμβρη, αριστεροί διαδηλωτές πυροβολήθηκαν, ενώ στις αρχές του Δεκέμβρη 14 αγωνιστές σκοτώθηκαν στο Βερολίνο από υποστηρικτές της κυβέρνησης που άνοιξαν πυρ εναντίον διαδήλωσης επαναστατημένων στρατιωτών. Δύο μέρες μετά σημειώθηκε επίθεση στα γραφεία της εφημερίδας των Σπαρτακιστών «Κόκκινη Σημαία», η οποία συνοδεύτηκε από απόπειρα να συλλάβουν τον Λήμπκνεχτ. Σαν αντίδραση στην επίθεση, την επόμενη μέρα έγινε μαζική διαδήλωση με 150 χιλιάδες κόσμου.
Αντιμετωπίζοντας τη ριζοσπαστικοποίηση και την αυξανόμενη υποστήριξη προς την αριστερά, οι ηγέτες του SPD προσπάθησαν να ξαναπάρουν τα πράγματα υπό τον έλεγχο τους. Στις 24 Δεκέμβρη σημειώθηκε επίθεση στο Τμήμα του Λαϊκού Ναυτικού, μια δύναμη που είχε σταλεί στο Βερολίνο για να προφυλάξει το SPD, αλλά είχε έντονα ριζοσπαστικοποιηθεί. Μετά τη συμμετοχή τους σε μια διαδήλωση οργανωμένη από τους Σπαρτακιστές και καθώς κρατούσαν όμηρο τον ηγέτη του SPD Ότο Γουέλς, η κυβέρνηση διέταξε τον αφοπλισμό του 80% των δυνάμεων τους. Όταν οι ναύτες αρνήθηκαν να υπακούσουν τη διαταγή, το SPD έστειλε άλλες μονάδες στρατού να τους επιτεθούν. Αυτό έμεινε στην ιστορία σαν τα «Ματωμένα Χριστούγεννα», όπου οι ναύτες με επιτυχία υπερασπίστηκαν τους εαυτούς τους.
Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν και στην τελική κρίση της συμμαχίας SPD-USPD, με τους Λαϊκούς Κομισάριους του USPD να παραιτούνται στις 29 Δεκέμβρη με αφορμή τα «Ματωμένα Χριστούγεννα» και την άρνηση του SPD να εφαρμόσει τις «Θέσεις του Αμβούργου», ένα πρόγραμμα που θα έδινε τις εξουσίες στα συμβούλια στρατιωτών και εργατών, και το οποίο είχε συμφωνηθεί από την εθνική συνέλευση των συμβουλίων. Οι κομισάριοι του USPD αντικαταστάθηκαν από τρεις ακόμα εκπροσώπους του SPD, μεταξύ άλλων και με τον Γκουστάβ Νόσκε, ο οποίος έγινε υπεύθυνος για το στρατό και το ναυτικό. Ο Νόσκε άρχισε άμεσα να οργανώνει τις στρατιωτικές δυνάμεις της αντεπανάστασης, τα Freikorps (πολλά μέλη των οποίων εντάχθηκαν στο κόμμα των Ναζί στη δεκαετία του ’20). Στα τέλη του 1918, το SPD άρχισε να αναπτύσσει μονάδες των Freikorps κοντά στο Βερολίνο, με σκοπό την προετοιμασία ενός χτυπήματος εναντίον της επανάστασης.
Πρόωρες ελπίδες και αυταπάτες
Με μια έννοια, τα πρώτα στάδια της γερμανικής επανάστασης εξελίχθηκαν με τρόπο παρεμφερή με τη Ρωσία, αλλά, αρχικά, σε πολύ πιο γρήγορο ρυθμό. Η επανάσταση του Νοέμβρη είχε ως αποτέλεσμα τα συμβούλια να αποκτήσουν αξιοσημείωτη δύναμη σε έναν αριθμό πόλεων όπως το Αμβούργο. Στη Βαυαρία, μια «συμβουλιακή δημοκρατία» είχε μόλις ανακοινωθεί. Στη Σαξονία, ένα μανιφέστο εκδόθηκε από κοινού από τα συμβούλια της Δρέσδης, της Λειψίας και του Τσέμνιτζ, εξηγώντας ότι ο καπιταλισμός είχε καταρρεύσει και η εργατική τάξη είχε πάρει την εξουσία. Σε κάποιες περιοχές, ένοπλες μονάδες εργατών δημιουργήθηκαν για να προστατέψουν την επανάσταση.
Οι επαναστάσεις χαρακτηρίζονται από την έλευση στη σκηνή της πλατιάς μάζας ανθρώπων και αυτή ήταν η περίπτωση της Γερμανίας. Οργανώσεις εργατών αναπτύχθηκαν με απίστευτη ταχύτητα. Ένας λόγος ήταν ότι κάποιοι απόστρατοι φαντάροι επαναδραστηριοποιούνταν στις οργανώσεις, αλλά, κυρίως, διότι μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης κάνανε τα πρώτα τους βήματα προς τη δράση. Ο αριθμός των συνδικαλισμένων εργατών, από 2,8 εκατομμύρια το 1918, έφτασε τα 7,3 εκατομμύρια τον επόμενο χρόνο. Το SPD είχε ανάπτυξη από 249 χιλιάδες το Μάρτη του ’18 στις 500 χιλιάδες ένα χρόνο μετά, ενώ το αριστερόστροφο USPD από 100 χιλιάδες στις 300 χιλιάδες μεταξύ του Νοέμβρη του ’18 και του Φλεβάρη του ’19.
Αρχικά, αυτή η ξαφνική αύξηση είχε την τάση να σπρώχνει τα πιο ενεργά και ριζοσπαστικά στρώματα προς το να γίνουν μειοψηφία, καθώς οι μόλις ενεργοποιημένες μάζες φαίνονταν να έχουν περισσότερες αυταπάτες και ελπίδες στο SPD και στους ηγέτες των συνδικάτων. Κάπως έτσι έγινε και στις πρώτες μέρες της ρώσικης επανάστασης, όταν οι Μπολσεβίκοι, παρ’ όλο που ήταν το μεγαλύτερο εργατικό κόμμα πριν το Φλεβάρη, έγιναν μια μειοψηφία στα σοβιέτ, καθώς η υποστήριξη στράφηκε προς τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες. Αλλά ένας συνδυασμός της εμπειρίας των εργατών και αγροτών και της δουλειάς των Μπολσεβίκων, σήμαινε ότι εντός κάποιων μηνών, θα ξανακέρδιζαν την πλειοψηφία της υποστήριξης και θα ήταν σε θέση να φέρουν σε πέρας την επανάσταση του Οκτώβρη.
Αυτό ήταν κάτι που η ηγεσία του SPD απεγνωσμένα ήθελε να σταματήσει. Έδρασαν συνειδητά ώστε να αποτρέψουν την επιτυχή ανατροπή του καπιταλισμού. Δεν ήταν μόνο το κίνημα της εργατικής τάξης που διδάχθηκε από την Οκτωβριανή επανάσταση, η αντεπανάσταση έγινε επίσης πιο συνειδητή.
Αμέσως μετά το Νοέμβρη, η Γερμανία αντιμετώπισε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας. Από τη μία, η επανάσταση είχε ανατρέψει μεγάλα κομμάτια από το παλιό καθεστώς. Για τουλάχιστον κάποιες εβδομάδες, τα συμβούλια εργατών, στρατιωτών και ναυτών κατείχαν την πραγματική δύναμη. Αυτό όμως δε σταθεροποιήθηκε και οι ηγέτες του SPD συνεργάστηκαν με τους καπιταλιστές για να υποσκάψουν τα συμβούλια και να αποκαταστήσουν την κανονική αστική κυβέρνηση. Βέβαια, το SPD έπρεπε να κινηθεί πολύ προσεχτικά, καθώς ο επαναστατικός δεσμός δεν είχε σπάσει. Όπως συμβαίνει σε όλες τις επαναστάσεις, ήρθε κάποια στιγμή που τμήματα των εργατών ένιωσαν ότι η εξουσία άρχισε να γλιστράει μέσα από τα χέρια τους και ότι η καπιταλιστική τάξη επανέρχεται. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στα Ιουλιανά της ρώσικης επανάστασης, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυθόρμητες προσπάθειες να σταματήσει το πισωγύρισμα της επανάστασης. Η ηγεσία του SPD κινήθηκε με σκοπό να «σπρώξει» τους πιο ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες στο να μπουν σε μια πρόωρη δράση, πρόωρη διότι η μάζα των εργατών δεν είχε βγάλει ακόμα τα ίδια συμπεράσματα που είχαν βγάλει οι ίδιοι.
Στη ρώσικη επανάσταση, οι Μπολσεβίκοι το είχαν καταλάβει αυτό και προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια ηγεσία και μια στρατηγική που θα εμπόδιζε τους πιο προχωρημένους αγωνιστές από το να απομονωθούν και θα τους έδινε τη δυνατότητα να πείσουν τη μάζα της εργατικής τάξης και των φτωχών για τις μορφές δράσης που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της επανάστασης. Τη στιγμή αυτή στη Γερμανία, δεν υπήρχε αντίστοιχη δύναμη ικανή να παίξει το ρόλο που έπαιξαν οι Μπολσεβίκοι.
Ανυπομονησία για αλλαγή
Η Λίγκα του Σπάρτακου δημιουργήθηκε μόλις στα μέσα του Νοέμβρη του 1918. Οι ηγέτες του είχαν μεγάλο κύρος στην Γερμανία. Ο Καρλ Λήμπκνεχτ που φυλακίστηκε μετά τον λόγο που έβγαλε στο Βερολίνο την 1η του Μάη του 1916, ήταν, σύμφωνα με τον Κάρλ Κάουτσκι (βασικό θεωρητικό του SPD προπολεμικά), «ο πιο δημοφιλής άνθρωπος στο μέτωπο». Ο αριθμός των δυνάμεων του Σπάρτακου δεν ήταν καθαρός εκείνη την περίοδο, αλλά καθώς φαίνεται, πρέπει να διέθετε γύρω στις 10 χιλιάδες υποστηρικτές και αναπτυσσόταν γοργά. Ήδη από την αρχή υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ των Σπαρτακιστών, αλλά και εντός της ευρύτερης επαναστατικής Αριστεράς για το πώς έπρεπε να προχωρήσουν.
Από την ίδρυση του USPD, η Λούξεμπουργκ, ο Λήμπκνεχτ και οι Σπαρτακιστές ήταν ενεργοί εντός του κόμματος, ενώ διατηρούσαν ταυτόχρονα την ομάδα τους και τις εκδόσεις τους. Αυτό συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της επανάστασης, όταν για παράδειγμα, σημειώθηκε μια έντονη διαμάχη στα μέσα του Δεκέμβρη στο Βερολίνο, για το αν θα έπρεπε το USPD να παραμείνει στη συμμαχική κυβέρνηση.
Ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος
Την ίδια στιγμή, υπήρχε μια άλλη διαμάχη για το αν οι Σπαρτακιστές, μαζί με άλλους που δρούσαν εκτός του USPD, όπως η Αριστερά της Βρέμης, θα έπρεπε να δημιουργήσουν ένα Κομμουνιστικό Κόμμα. Η Λούξεμπουργκ υποστήριζε την παραμονή τους στο διαρκώς αναπτυσσόμενο USPD τουλάχιστον μέχρι το επόμενο του συνέδριο, ενώ ο Λήμπκνεχτ και οι υπόλοιποι ζητούσαν την άμεση δημιουργία ενός κόμματος. Ενώ ήταν ξεκάθαρο πως ένα ανεξάρτητο επαναστατικό κόμμα ήταν αναγκαίο, την ίδια ώρα έπρεπε υπάρχει προσεχτική παρακολούθηση στις εξελίξεις εντός του USPD, που ριζοσπαστικοποιούνταν ταχύτατα. Είναι γεγονός ότι αργότερα, στα 1920, το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD) μετατράπηκε σε μαζική δύναμη, κι αυτό όταν ενώθηκε με την πλειοψηφία του USPD.
Αλλά εκείνη τη στιγμή, υπήρχε μεγάλη ανυπομονησία μεταξύ πολλών Γερμανών επαναστατών. Κι αυτό λόγω ενός αριθμού παραγόντων, ειδικά λόγω της άμεσης ανάγκης να ολοκληρωθεί η επανάσταση του Νοέμβρη και να δοθεί βοήθεια στη Σοβιετική Ρωσία με την ανατροπή του καπιταλισμού στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, υπήρχε μια αξιοσημείωτα αυξανόμενη δυσαρέσκεια απέναντι στην ηγεσία του SPD λόγω της πολιτικής που ακολούθησε κατά τη διάρκεια του πολέμου, του ρόλου που έπαιζε στην επανάσταση και ιδιαίτερα λόγω της τάσης του να καταπιέζει την αριστερή αντιπολίτευση.
Λόγω των παραπάνω, όταν ιδρύθηκε το KPD στα τέλη του 1918, η πλειοψηφία αποφάσισε να απέχει από τις επερχόμενες εκλογές για τη συντακτική συνέλευση, παρά τις διαφωνίες της Λούξεμπουργκ, του Λήμπκνεχτ και άλλων. Δυστυχώς, η πλειοψηφία δεν έβλεπε πώς τη στιγμή εκείνη οι εκλογές για τη συντακτική συνέλευση, που ήταν και οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές στην ιστορία της Γερμανίας, θα είχαν μεγάλη υποστήριξη και άρα θα ήταν αναγκαίο για τους μαρξιστές να χρησιμοποιήσουν τις εκλογές για να εξηγήσουν τη θέση τους στους εκλογείς. Την ίδια στιγμή, η ριζοσπαστικοποίηση στο Βερολίνο και σε άλλες περιοχές οδήγησε σε μια υπερεκτίμηση της ήδη υπάρχουσας υποστήριξης για μια ακόμα επανάσταση που θα συμπλήρωνε αυτή του Νοέμβρη. Μια εικόνα αυτής της διάθεσης ήταν όταν, τη μέρα των Χριστουγέννων, κάποιοι Σπαρτακιστές στο Βερολίνο δημοσίευσαν μια εφημερίδα που καλούσε σε άμεση ανατροπή της κυβέρνησης και την αντικατάσταση της «από αληθινούς σοσιαλιστές, δηλαδή από κομμουνιστές».
Ένα στοιχείο της γερμανικής επανάστασης είναι ότι αναπτύχθηκε σε διαφορετικό ρυθμό σε κάθε περιφέρεια της χώρας. Σε διάφορες περιοχές σημειώθηκαν επανειλημμένες προσπάθειες από τους εργάτες να πάρουν τον έλεγχο στα χέρια τους. Δεν υπήρχε όμως μια δύναμη σε εθνικό επίπεδο ικανή να δώσει κατεύθυνση σε αυτές τις προσπάθειες, παρέχοντας μια εκτίμηση για το ποια ήταν η κατάλληλη στιγμή ή τον τρόπο για να κερδηθεί υποστήριξη σε παγγερμανικό επίπεδο. Με τραγικό τρόπο, παρόλο που η κυβέρνηση ήταν πολύ αδύναμη για να συντρίψει ταυτόχρονα όλα τα κινήματα, η αντεπανάσταση χρησιμοποίησε τις διαφορετικές ταχύτητες για να μετακινηθεί σε όλη τη Γερμανία πόλη -πόλη. Στην αρχή, όμως, του 1919 το Βερολίνο ήταν το κλειδί, καθώς η περίοδος δυαδικής εξουσίας δεν είχε ακόμα τελειώσει.
Το Δεκέμβρη, η κυβέρνηση του SPD αποφάσισε να οργανώσει μια προβοκάτσια στο Βερολίνο. Έχοντας συγκεντρώσει τις αντεπαναστατικές δυνάμεις των Φράικορπς έξω από την πόλη, διέταξε την απομάκρυνση του αρχηγού της αστυνομίας του Βερολίνου Εμίλ Έιχορν, μέλους του USPD. Το βερολινέζικο τμήμα του USPD, η οργάνωση των «Επαναστατών Συνδικαλιστών» και το ΚPD κάλεσαν σε μαζική διαδήλωση για τις 5 Γενάρη με σκοπό να υπερασπιστούν τον Έιχορν. Η επιτυχία της διαδήλωσης αυτής έπεισε κάποιους από τους ηγέτες ότι θα ήταν δυνατόν να ανατραπεί η κυβέρνηση, ενώ από τις τρεις οργανώσεις δημιουργήθηκε μια Επαναστατική Επιτροπή. Στην επιτροπή αυτή, ο Λήμπκνεχτ, υποστηριζόμενος από τον μετέπειτα ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας Βίλχελμ Πίεκ, έθεσε εκ μέρους του KPD το ζήτημα ότι πλέον ήταν «εφικτό και αναγκαίο» να ανατραπεί η κυβέρνηση του SPD. Την επόμενη μέρα, στις 6 Γενάρη, σημειώθηκε μια ακόμα μεγαλύτερη διαδήλωση με περίπου 500 χιλιάδες εργάτες, πολλοί από αυτούς οπλισμένοι. Όμως, περίμεναν για ώρες μέσα στη βροχή πριν διαλυθούν, μιας και η Επαναστατική Επιτροπή ήταν ανίκανη να κάνει προτάσεις για το τι θα έπρεπε να γίνει.
Αυτή η προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας υπήρξε ανώριμη. Ήταν αποτέλεσμα της προβοκάτσιας της ηγεσίας του SPD. Μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν σαν επίθεση εναντίον της κυβέρνησης, της πλειοψηφίας του κογκρέσου των εθνικών συμβουλίων, όπως και εναντίον των επερχόμενων εκλογών για συντακτική συνέλευση. Πιθανολογείται ότι στη διαδήλωση στις 5 Γενάρη, προβοκάτορες ενθάρρυναν την κατάληψη γραφείων του SPD και αστικών εφημερίδων, κάτι που δεν ήταν και στους πιο άμεσους στόχους για μια επιτυχημένη επανάσταση, αλλά ιδανικοί για τη δράση των Φράικορπς. Παρ’ όλο που οι επαναστάτες εργάτες ήταν μάλλον αρκετά δυνατοί για να πάρουν την εξουσία στο Βερολίνο, αυτό δεν ίσχυε στην υπόλοιπη Γερμανία, όπου υπήρχαν ακόμα αυταπάτες σχετικά με την κυβέρνηση του SPD. Όπως φάνηκε στις υπόλοιπες γερμανικές πόλεις τους επόμενους μήνες, μια νικηφόρα απόπειρα για την κατάληψη της εξουσίας στο Βερολίνο θα είχε πιθανότατα απομονωθεί και θα ήταν ευάλωτη σε αντεπαναστατικές επιθέσεις.
Τα πρώτα χτυπήματα της αντεπανάστασης
Στις 8 Γενάρη, οι στρατιώτες του Νόσκε ξεκίνησαν την επίθεση τους, η οποία «ντύθηκε» με το πολιτικό περιτύλιγμα της μάχης εναντίον της «τρομοκρατίας». Σε μια δήλωση του ο Νόσκε, ισχυριζόμενος ότι υπερασπίζεται την ιστορία του SPD είπε ότι «αυτός, ένας εργάτης, βρίσκεται στην κορυφή της εξουσίας της σοσιαλιστικής δημοκρατίας». Η πραγματικότητα ήταν δυστυχώς πολύ διαφορετική. Ο Νόσκε δεν αστειευόταν όταν πριν από αυτή τη μάχη έλεγε ότι «κάποιος πρέπει να είναι ο αιμοσταγής σκύλος. Δε θα αρνηθώ αυτή την ευθύνη». Ο Νόσκε βοήθησε στη δημιουργία των Φράικορπς σαν μια αντεπαναστατική δύναμη, καθήκον της οποίας θα ήταν να αποκεφαλίσει την επανάσταση σκοτώνοντας τους πιο γνωστούς κομμουνιστές, τη Λούξεμπουργκ και τον Λήμπκνεχτ, και να την καταστείλει στην πρωτεύουσα, που ήταν και η πιο ριζοσπαστικοποιημένη περιοχή της χώρας. Έτσι, στις 15 Ιανουαρίου, ο Καρλ Λήμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκαν από τους αξιωματικούς των Φράικορπς, τρεις μέρες αφού είχαν σταματήσει οι εχθροπραξίες.
Παρ’ όλο που αυτή η αιματηρή ήττα ήταν ένα μεγάλο χτύπημα εναντίον της επανάστασης και του ΚPD, δεν σταμάτησε τη ριζοσπαστικοποίηση του προλεταριάτου του Βερολίνου. Αυτό αντανακλάστηκε και στις εκλογές για τη συντακτική συνέλευση μόλις μια εβδομάδα μετά την «εξέγερση του Σπάρτακου», όπου το USPD κέρδισε 27,6% στο Βερολίνο, ενώ έλαβε 7,6% σε εθνικό επίπεδο. Το SPD πήρε στο Βερολίνο 36,4%, ενώ το ποσοστό του ήταν 37,9% σε όλη τη χώρα.
Καθώς οι μάχες στο Βερολίνο τελείωναν, κηρύχθηκε η δημιουργία μιας συμβουλιακής δημοκρατίας στη Βρέμη. Αφού τελείωσαν με το Βερολίνο, ο Νόσκε διέταξε τις μονάδες των Φράικορπς να καταστείλουν το κίνημα εκεί. Αυτό, με τη σειρά του, προκάλεσε μαζικές απεργίες και μάχες στη Ρουρ, στη Ρηνανία και τη Σαξονία και στις αρχές του Μάρτη γενική απεργία και περισσότερες μάχες στο Βερολίνο. Σε άλλες περιοχές, όπως το Αμβούργο και η Θουριγγία, σχεδόν υπήρχε κλίμα εμφυλίου πολέμου, ενώ στο Μόναχο η συμβουλιακή δημοκρατία ήταν μια από τις τελευταίες που έπεσαν στις αρχές του Μάη.
Η επανάσταση του Νοέμβρη έδειξε την τεράστια δύναμη της εργατικής τάξης στη σύγχρονη κοινωνία. Οι Γερμανοί εργάτες ήταν ικανοί να ανατρέψουν τη στρατιωτική δικτατορία η οποία διοικούσε τη χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου και του αυτοκρατορικού καθεστώτος. Κατά μήκος της χώρας δημιουργήθηκαν συμβούλια εργατών και στρατιωτών τα οποία διεκδικούσαν κοινωνικοποιήσεις. Είχαν τη δυνατότητα να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, εμποδίστηκαν όμως από το SPD, το κόμμα που είχε αρχικά δημιουργηθεί για να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Ο γερμανικός καπιταλισμός είχε τη δυνατότητα να επιβιώσει μονάχα λόγω της ηγεσίας των Σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι φέρουν και τη βασική ευθύνη για το πώς εξελίχθηκε η ιστορία στο υπόλοιπο του 20ου αιώνα.
Παρ’ όλη την ήττα του το 1918-19, η δύναμη του κινήματος ήταν αρκετή για να εμποδίσει την αντεπανάσταση από το να συντρίψει όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα. Η αντεπανάσταση αναγκάστηκε να πάρει μια «δημοκρατική» μορφή. Μερικές φορές ντυνόταν και με «σοσιαλιστική» φρασεολογία.
Αυτό σήμαινε πως υπήρχε ακόμα η δυνατότητα για το ΚPD να διδαχθεί από τις εμπειρίες της επανάστασης του Νοέμβρη. Παρ’ όλο που ο καπιταλισμός επιβίωσε στον πρώτο γύρο, η γερμανική επανάσταση δεν είχε τελειώσει. Εκατομμύρια εργάτες μετακινήθηκαν προς τα αριστερά, σταμάτησαν να υποστηρίζουν το SPD και μέχρι το τέλος του 1920 είχαν κάνει το KPD πραγματικά μαζική δύναμη. Η τραγωδία, όμως, είναι ότι ενώ μετά από μια σειρά ηρωικών μαχών, το KPD κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης το 1923, άφησε την ευκαιρία να του γλιστρήσει από τα χέρια με καταστροφικά αποτελέσματα. Αντί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά ο πλανήτης είχαμε την άνοδο του σταλινισμού και τελικά την επικράτηση του Χίτλερ, με όσα τα παραπάνω σήμαιναν για την ανθρωπότητα.