Ανακοίνωση από τις «Μαχητικές & Ελεύθερες»
Η 25η Νοέμβρη, η Παγκόσμια Μέρα ενάντια στη Βία κατά των Γυναικών, θα βρει τις γυναίκες στην Ελλάδα και σε πολλές χώρες του κόσμου σε συνθήκες lockdown. Συνθήκες στις οποίες τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αυξάνονται κατακόρυφα.
Στην Ελλάδα, τον πρώτο μήνα της απαγόρευσης κυκλοφορίας (στο πρώτο κύμα της πανδημίας) τα ποσοστά ενδοοικογενειακής βίας τετραπλασιάστηκαν. Στην Αγγλία τις πρώτες 7 εβδομάδες του lockdown πραγματοποιούταν μία κλήση για περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας κάθε 30 δευτερόλεπτα! Στην Ιταλία οι κλήσεις προς τις γραμμές βοήθειας μειώθηκαν σημαντικά, αυξήθηκαν όμως κατακόρυφα τα sms και τα e-mail – μιας και οι γυναίκες δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την επιτήρηση των θυτών ούτε για να πάρουν ένα τηλέφωνο∙ συνολικά οι καταγγελίες περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας αυξήθηκαν κατά 161%.
Η απαγόρευση κυκλοφορίας δεν κάνει βίαιους ανθρώπους που δεν είναι. Ωστόσο οι άνδρες που εκτονώνουν την πίεση και τα νεύρα στις συντρόφους τους, ασκούν εξουσία μέσω της βίας κοκ, εντείνουν αυτές τις συμπεριφορές. Την ίδια στιγμή οι γυναίκες είναι περισσότερο εκτεθειμένες στις βίαιες επιθέσεις, καθώς στην καραντίνα τα ζευγάρια και οι οικογένειες βρίσκονται πολλές περισσότερες ώρες στον ίδιο χώρο, ενώ οι δυνατότητες διαφυγής των γυναικών ελαχιστοποιούνται.
Η βία κατά των γυναικών δεν είναι φαινόμενο της εποχής της πανδημίας. Είναι φαινόμενο της σημερινής κοινωνίας.
Στην Ελλάδα, 1 στις 4 γυναίκες έχει κακοποιηθεί σωματικά ή/και σεξουαλικά τουλάχιστον μια φορά στη ζωή της, ενώ για πολλές γυναίκες αυτή η κακοποίηση είναι συστηματική. Επιπλέον εκτιμάται ότι κάθε χρόνο διαπράττονται 5.000 βιασμοί. Μόνο όμως 150 από αυτούς καταγγέλλονται και ακολουθούν τη δικαστική οδό, ενώ ακόμα λιγότεροι είναι οι δράστες που τελικά τιμωρούνται.
Σε παγκόσμιο επίπεδο θύμα σωματικής ή/και σεξουαλικής βίας πέφτει το 35% των γυναικών σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Όταν περιστατικά βίας κατά των γυναικών δημοσιοποιούνται στα ΜΜΕ, συνήθως παρουσιάζονται ως εγκλήματα πάθους, αποτέλεσμα ζήλιας, κατανάλωσης αλκοόλ ή ψυχολογικών προβλημάτων από την πλευρά του δράστη κοκ. Με αυτό τον τρόπο προσφέρεται έμμεσα στους δράστες μια δικαιολογία που πολύ σπάνια θα δούμε σε άλλα εγκλήματα.
Η δε ανταπόκριση της αστυνομίας στις καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία μόνο αποτελεσματική δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Όταν καταγγέλλεται τηλεφωνικά περιστατικό βίας στο 100, το περιπολικό φτάνει πολύ αργά, συνήθως όταν το επεισόδιο έχει ήδη τελειώσει, ενώ η «έρευνα» των αστυνομικών στη συνέχεια περιορίζεται σε μερικές ερωτήσεις (συνήθως μπροστά στο θύτη) για το αν η γυναίκα είναι καλά…
Δεν λείπουν βέβαια και οι περιπτώσεις που αστυνομικοί αποτρέπουν κακοποιημένες γυναίκες να καταθέσουν μήνυση εναντίον του κακοποιητή τους. Χαρακτηριστική είναι η καταγγελία που έκανε Το Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευνών «Διοτίμα» στα τέλη Μάρτη.
«…εξυπηρετούμενη του φορέα μας, που μόλις είχε υποστεί ενδοοικογενειακή βία και σωματική κακοποίηση από το σύζυγό της, κατέφυγε μαζί με τα ανήλικα παιδιά της στο αστυνομικό τμήμα προκειμένου να υποβάλει μήνυση στον κακοποιητή, όπως προβλέπει ο νόμος 3500/2006.
Μάλιστα η γυναίκα είχε μαζί της και μάρτυρες, που αποδείκνυαν το περιστατικό, καθώς και αυτοί είχαν τραυματιστεί στην προσπάθειά τους να την προστατέψουν. Και αυτοί εξέφρασαν τη βούλησή τους να υποβάλουν μήνυση κατά του δράστη.
Σύμφωνα με το νόμο οι αστυνομικές αρχές ήταν υποχρεωμένες: να ερευνήσουν την καταγγελία, να καταγράψουν το περιστατικό στο βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων, να ενημερώσουν εγγράφως τον/την Εισαγγελέα.
Αντ’ αυτού, αρνήθηκαν κατηγορηματικά στην επιζώσα και τους μάρτυρες να παραλάβουν οποιοδήποτε έγγραφο και τους απέπεμψαν από το αστυνομικό τμήμα.»
Αυτή η στάση της αστυνομίας εντάσσεται στην γενικότερη εικόνα μιας κοινωνίας όπου το 80% των ανθρώπων που γνωρίζουν ότι μια γυναίκα κακοποιείται από τον σύντροφό της επιλέγει να μη μιλήσει επειδή θεωρεί ότι «είναι ιδιωτικό θέμα». Η αστυνομία αγνοεί στην ουσία τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας πατώντας πάνω στην κυρίαρχη κοινωνική αντίληψη και την ίδια στιγμή την τροφοδοτεί και τη δυναμώνει, με τους δράστες να μένουν σχεδόν πάντα ατιμώρητοι.
Αντίστοιχα στην περίπτωση των βιασμών η διαδικασία που ακολουθείται τόσο στο τμήμα όσο και στα δικαστήρια έχει δικαίως χαρακτηριστεί από τα θύματα ως «δεύτερος βιασμός». Διαδικασία που συμπεριλαμβάνει για παράδειγμα ερωτήσεις για το ντύσιμο και τη συμπεριφορά της γυναίκας, για το αν γνώριζε το δράστη, αν είχε προηγουμένως βγει ή φλερτάρει μαζί του κοκ, και καταλήγει με το να επιρρίπτει μέρος της ευθύνης για τον βιασμό στο θύμα αντί για τον θύτη.
Δεν περιμένουμε βέβαια από την αστυνομία να λύσει το θέμα της βίας κατά των γυναικών. Οι τραγικά υψηλοί αριθμοί των γυναικών που πέφτουν θύμα σωματικής ή/και σεξουαλικής βίας, το γεγονός ότι το ένα φύλο είναι σε τόσο υψηλό ποσοστό δράστες και το άλλο φύλο θύματα δείχνει ότι μιλάμε όχι για μεμονωμένες περιπτώσεις αλλά για ένα μαζικό φαινόμενο στην κοινωνία∙ για ένα συστατικό στοιχείο αυτής της κοινωνίας.
Ο σεξισμός, η γυναικεία καταπίεση και η βία κατά των γυναικών, που είναι η ακραία έκφρασή της, αποτελούν θεμελιακά στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος. Ένα σύστημα βασισμένο στις ανισότητες δε θα μπορούσε παρά να ενισχύει και να προωθεί την ανισότητα των φύλων και τη γυναικεία καταπίεση.
Σύμφωνα με μελέτη της Oxfam, η απλήρωτη εργασία των γυναικών σε ολόκληρο τον κόσμο (φροντίδα παιδιών, δουλειές στο σπίτι, φροντίδα άρρωστων μελών της οικογένειας κοκ) ανέρχεται σε 10 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως! Αυτό το στοιχείο είναι ένα δείγμα πώς η γυναικεία καταπίεση εξυπηρετεί το καπιταλιστικό σύστημα: η απλήρωτη εργασία των γυναικών εξοικονομεί από το μεγάλο κεφάλαιο και το κράτος αυτά τα χρήματα, τα οποία διαφορετικά θα επωμίζονταν ή θα διεκδικούνταν να επωμιστούν από τους εργοδότες, τα ασφαλιστικά ταμεία και το κράτος πρόνοιας.
Κανένα κοινωνικό πρόβλημα, καμία καταπίεση, καμία ανισότητα δεν λύθηκε ούτε καν βελτιώθηκε ποτέ από το ίδιο το σύστημα και τους θεσμούς του. Οι γυναίκες, αλλά και όλοι οι καταπιεσμένοι, κερδίσαμε δικαιώματα μέσα από τους αγώνες μας. Το δικαίωμα στην ψήφο, η νομική κατοχύρωση της ίσης αμοιβής, το 8ωρο, το δικαίωμα στην άμβλωση είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, με τα δυο τελευταία να δέχονται τα τελευταία χρόνια σημαντικές επιθέσεις.
Παράλληλα με τις επιθέσεις όμως τα τελευταία χρόνια έχουμε δει να ξεσπούν εξαιρετικά μαζικά κινήματα γυναικών σε όλο τον κόσμο. Το «καμία λιγότερη», το κίνημα ενάντια στη βία κατά των γυναικών που ξέσπασε στη Λ. Αμερική το 2015, το «me too» το 2017, οι φεμινιστικές απεργίες της 8ης Μάρτη στις οποίες συμμετείχαν εκατομμύρια γυναίκες το 2018 και το 2019, ο νικηφόρος αγώνας για το δικαίωμα στην άμβλωση στην Ιρλανδία το 2018, το συγκλονιστικό κίνημα των Πολωνών γυναικών εν μέσω πανδημίας και απαγόρευσης κυκλοφορίας που σταμάτησε τα σχέδια της κυβέρνησης για αυστηροποίηση του καθεστώτος των αμβλώσεων, είναι μερικά από τα ορόσημα που δείχνουν το δρόμο.
Για να μην είναι οι νίκες μας όμως προσωρινές και λειψές, ο αγώνας αυτός πρέπει να συνδυαστεί με τον αγώνα για την ανατροπή του σημερινού συστήματος. Ενός συστήματος που δημιουργεί τις ανισότητες και χρησιμοποιεί την καταπίεση των κάθε είδους «αδυνάτων» για να επιβιώνει και να κυριαρχεί.