Του Δημήτρη Πανταζόπουλου
Η δημόσια τοποθέτηση του υφυπουργού αθλητισμού Σταύρου Κοντονή ότι διακόπτει τα επαγγελματικά πρωταθλήματα για μια τουλάχιστον αγωνιστική σαν μέτρο αντιμετώπισης της βίας στα γήπεδα, δεν είναι μια απόφαση που από μόνη της μπορεί να χαρακτηριστεί καλή ή κακή. Το αν η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε μέτρα που θα καθαρίσουν το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο από τη βία και τη σαπίλα που βασιλεύει μένει να αποδειχτεί.
Η απόφαση διακοπής των πρωταθλημάτων θα έχει θετικό πρόσημο εάν τα μέτρα που θα ακολουθήσουν είναι μέτρα ουσίας. Αλλιώς, θα είναι μια από τα ίδια και για άλλη μια φορά θα έχει γίνει μια τρύπα στο νερό.
Πονάει χέρι, κόβει χέρι;
Εδώ και καιρό πολλές φορές οι κυβερνώντες εφάρμοζαν τη διακοπή του πρωταθλήματος όταν κάποια γεγονότα έδειχναν ότι η κατάσταση στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχει φτάσει στο απροχώρητο. Μετά από τη διακοπή πάντα ακολουθούσε «διάλογος» της πολιτείας με τους φορείς του ποδοσφαίρου, συνήθως ψηφίζονταν ένας νόμος που το μοναδικό του περιεχόμενο ή η μοναδική του διάταξη που εφαρμόζονταν ήταν η σκληρή καταστολή στους οπαδούς, το πρωτάθλημα ξανάρχιζε και μετά από λίγο καιρό είχαμε πάλι τα ίδια.
Για όσους παρακολουθούν στοιχειωδώς τον επαγγελματικό αθλητισμό είναι σαφές ότι το μέτρο της διακοπής των πρωταθλημάτων μέχρι στιγμής δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Είναι επίσης σαφές ότι ο επαγγελματικός αθλητισμός και κυρίως το ποδόσφαιρο στη Ελλάδα είναι βουτηγμένα στην παθογένεια. Το μέτρο της διακοπής από μόνο δεν στοχεύει πουθενά αλλού παρά μόνο στην αντιμετώπιση της κορυφής του παγόβουνου. Η διακοπή του πρωταθλήματος για όσο καιρό και αν γίνει, ακόμα – ακόμα και η εφαρμογή της μόνιμης σκληρής απειλής για αποκλεισμό των ελληνικών ομάδων από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις μοιάζουν, παρά την επιφανειακή σκληρότητα των μέτρων, με χορήγηση ασπιρίνης στον καρκινοπαθή. Το να σταματάς το ποδόσφαιρο αν δεν ξεριζώσεις από την ρίζα του την πηγή της παθογένειας δεν λύνει κανένα πρόβλημα.
Η σαπίλα έχει ονοματεπώνυμο
Το πρόβλημα της βίας που πάντα αποτελεί την αφορμή για τα όποια κυβερνητικά μέτρα δεν αποτελεί την ουσία, αλλά το σύμπτωμα της παθογένειας. Στην πραγματικότητα είναι η έκφραση, στις γραμμές των οπαδών, της συνολικής σύγκρουσης συμφερόντων που διεξάγεται ανάμεσα στους παράγοντες τους επαγγελματικού αθλητισμού.
Τα αφεντικά των μεγάλων ΠΑΕ, όπως έχουμε ξαναγράψει[1] δεν συγκρούονται μεταξύ τους για το καλό του αθλητισμού ούτε από την αγάπη τους προς τους συλλόγους. Αλλά γιατί μεταφέρουν στο ποδόσφαιρο κόντρες και συγκρούσεις που αφορούν τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα. Αν κάποιος θέλει να «καθαρίσει» το ποδόσφαιρο πρέπει να συγκρουστεί με τα αφεντικά των ΠΑΕ. Αυτό σημαίνει στην πράξη να σταματήσει η ασυλία τους, να διωχθούν ποινικά με την διαδικασία του κατεπείγοντος για όλες τις υποθέσεις που τους αφορούν εντός και εκτός ποδοσφαίρου και στο τέλος-τέλος να πάνε φυλακή.
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς όμως πρέπει να πάει τα πράγματα ακόμα πιο πέρα. Οι πρώτες μέρες της θητείας του νέου υφυπουργού, παρά τις θετικές περγαμηνές του μας δείχνουν ότι μάλλον δε θέλει να τραβήξει το σκοινί. Γιατί, δεν υπάρχει καμία προοπτική στο να προσπαθεί η κυβέρνηση να βρει λύση στα προβλήματα του ποδοσφαίρου κάνοντας διάλογο με τα αφεντικά των μεγάλων ΠΑΕ, την ηγεσία της Σουπερ Λίγκας και της ΕΠΟ. Οι μεγάλοι καπιταλιστές, τα συμφέροντά τους και οι συνεταιρισμοί (Σούπερ Λίγκα) ή τα παραμάγαζά τους (ΕΠΟ) σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της λύσης γιατί είναι η πηγή του προβλήματος. Αν η κυβέρνηση νομίζει πως θα γιατρέψει το κακό του ελληνικού ποδοσφαίρου από κοινού με τους Μαρινάκη, Αλαφούζο, Μελισσανίδη, Σαββίδη και τους λοιπούς μεγαλοκαρχαρίες των ΠΑΕ τότε, δυστυχώς, θα αποτύχει.
Υπάρχει λύση
Για να μπορέσει να βρεθεί λύση χρειάζονται αποφασιστικά μέτρα. Το ποδόσφαιρο πρέπει να περάσει στα χέρια της κοινωνίας. Το περίφημο αυτοδιοίκητο του ποδοσφαίρου πίσω από το οποίο κρύβεται η ατιμωρησία πρέπει να τελειώσει και να απομακρυνθούν άμεσα όλοι οι παράγοντες που είναι βουτηγμένοι στη διαφθορά. Αυτό δεν αφορά μόνο τις ΠΑΕ, αλλά όλους τους παράγοντες που απαρτίζουν τις ενώσεις της ΕΠΟ.
Η επίσπευση των εκκρεμών υποθέσεων και η σύγκρουση χωρίς να υπολογιστεί το πολιτικό κόστος με τις ΠΑΕ είναι μονόδρομος. Επίσης πρέπει να ανοίξουν τα βιβλία όλων των ΠΑΕ και να ελεγχθούν διεξοδικά τα οικονομικά όλων όσων εμπλέκονται σε αυτές (και όχι μόνο των προέδρων) και των συγγενικών τους προσώπων.
Το ίδιο να απαιτηθεί και για όλους όσους εμπλέκονται στο ποδόσφαιρο (στελέχη ΕΠΟ και δικαιοδοτικών οργάνων, διαιτητές κοκ). Όποιος εμπλέκεται να πάει φυλακή και να του απαγορευτεί κάθε σχέση φανερή ή κρυφή με το ποδόσφαιρο. Τέλος πρέπει να καταργηθεί κάθε μορφή στοιχηματισμού.
Όσον αφορά τους οπαδούς, πρώτο μέλημα πρέπει να είναι η αποσύνδεση των συνδέσμων με τα αφεντικά των ΠΑΕ. Αυτό είναι πιθανό σε κάποιες περιπτώσεις να σημαίνει την κατάργηση των συνδέσμων με τη σημερινή τους μορφή. Καταλαβαίνουμε ότι πολλοί οπαδοί που έχουν παρόμοιο τρόπο σκέψης με εμάς είναι ενάντια στην κατάργηση θεωρώντας τους συνδέσμους συλλογικότητες οργάνωσης και αντίστασης. Με την κατάσταση όμως που έχει διαμορφωθεί αν δεν μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος για να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που ενώνει τους συνδέσμους με τα αφεντικά των ΠΑΕ πρέπει να δούμε το θέμα της κατάργησης. Στη συνέχεια οι ίδιοι οι οπαδοί πρέπει να χτίσουν ξανά από τη αρχή τις συλλογικότητες τους χωρίς άμεση σχέση με τις ΠΑΕ. Το ακόμα πιο δύσκολο, αλλά πολλαπλά αναγκαίο, είναι ο συντονισμός των υγιώς σκεπτόμενων οπαδών των διαφορετικών ομάδων με στόχο την διεκδίκηση διαφάνειας σε όλες τις αποφάσεις των οργάνων του ποδοσφαίρου και λόγο στις διοικήσεις των ομάδων.
Πάνω απ’ όλα όμως χρειάζεται να αλλάξουμε τον τρόπο που λειτουργεί ο επαγγελματικός αθλητισμός γιατί όσο το άθλημα θα παραμένει πλήρως εμπορευματοποιημένο και γύρω του θα διακινείται πακτωλός χρημάτων από συμβόλαια, χορηγούς, στοιχηματικό τζόγο κ.ο.κ., οριστική κάθαρση δε μπορεί να υπάρξει.
__________________________________________________________
Παράρτημα
Και η Θάτσερ κύριοι;
Στη συζήτηση για τη σαπίλα στο ποδόσφαιρο εμφανίζεται πάντα σαν λύση η απόφαση της Θάτσερ για τη σκληρή καταστολή των Άγγλων οπαδών και των αποκλεισμό των αγγλικών ομάδων από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις μετά τα γεγονότα του Χέιζελ το 1985. Κατά την άποψή μας τα μέτρα αυτά δεν είχαν σαν στόχο την καταπολέμηση της βίας ή την κάθαρση στο βρετανικό ποδόσφαιρο. Αυτό άλλωστε φαίνεται από το γεγονός ότι η βία ανάμεσα στους Άγγλους οπαδούς ζει και βασιλεύει, αλλά λαμβάνει χώρα στον περίβολο των γηπέδων και όχι μέσα σε αυτά.
Τα μέτρα της Θάτσερ είχαν σαν στόχο καταρχήν να χρησιμοποιήσουν τη σκληρή καταστολή απέναντι στους οπαδούς και να δημιουργήσουν το κατάλληλο αποστειρωμένο περιβάλλον στις κερκίδες των αγγλικών γηπέδων. Στα πλαίσια της πολιτικής του σκληρού νεοφιλελευθερισμού το ποδόσφαιρο φάνταζε ένας καλός χώρος για μπίζνες. Η Θάτσερ ήθελε να μετατρέψει το άθλημα της εργατικής τάξης σε μια καλοστημένη επιχείρηση όπου όλα λειτουργούν επιχειρηματικά, τα εισιτήρια είναι πανάκριβα και η κοινωνική βάση του κάθε συλλόγου δεν μπορεί να παίξει κανένα ρόλο στις αποφάσεις.
Ένας επιπλέον λόγος για την καταστολή μετά το Χέιζελ ήταν η σύνδεση του «κακού» με την ομάδα και κατ’ επέκταση με την εργατική τάξη του Λίβερπουλ, το οποίο ήταν συνδεδεμένο με την αντίσταση ενάντια στα σχέδια της Θάτσερ λόγω του αριστερού δημοτικού του συμβουλίου. Ήταν άλλωστε αυτή η αστυνομική βία που οδήγησε στην τραγωδία του Χίλσμπορο μετά την οποία τα βρετανικά ταμπλόιντ προεξαρχούσης της εφημερίδας Sun, ανέλαβαν να «βγάλουν λάδι» την αστυνομία και να συκοφαντήσουν μια ολόκληρη πόλη. Οι αποφάσεις που αφορούν το ποδόσφαιρο και στοχεύουν στην καταστολή των οπαδών δεν επιδιώκουν στην πράξη να αντιμετωπίσουν τις οργανωμένες στρατιές των υπάκουων στα αφεντικά των ΠΑΕ, αλλά να διώξουν από τις κερκίδες τις φωνές αντίστασης[3].
__________________________________________________________