Εκλογές 2007 και διεργασίες στην αριστερά

Μια αρκετά μεγάλη συζήτηση έχει ανοίξει σε ένα τμήμα της αριστεράς, ενόψει των επερχόμενων

εκλογών.

Μπροστά στις εκλογές εμφανίζονται δυο συσπειρώσεις. Από τη μια η ανασύσταση του ΣΥΡΙΖΑ(1) αι

η ένταξη της ΚΟΕ σ΄ αυτόν κι από την άλλη η προσπάθεια ενός αριθμού οργανώσεων της

Εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (2) εξ.α.) να συσπειρωθεί και να κατέβει σε εκλογές, για πρώτη φορά μαζί.

(Ο χώρος του ΚΚΕ παραμένει σταθερά κλειστός σε κάθε προσπάθεια ενωτικής δράσης της αριστεράς).

Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν ελπίδες σε πολλούς αγωνιστές πως κάτι σημαντικό πάει να γίνει.

Είναι έτσι; Το Ξ προσεγγίζει θετικά αλλά με πολλή προσοχή τις εξελίξεις, γιατί η εμπειρία από το παρελθόν

είναι αρνητική – και αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα αλλά και διεθνώς.

Το κείμενο αυτό αποτελεί ανταπόκριση του Ξ σε πρόσκληση οργανώσεων ή στελεχών της

αριστεράς, κι από τους δύο προαναφερόμενους χώρους, να καταθέσουμε τις απόψεις μας για τα

τεκταινόμενα. Για το πλατύ αναγνωστικό μας κοινό, το κείμενο αυτό θα είναι κάπως μεγάλο και βαρύ,

καθώς καταπιάνεται με ζητήματα προοπτικών και τακτικής σε αρκετή λεπτομέρεια. Ζητάμε όμως την

κατανόησή τους και λίγη υπομονή.

Η πάλη για μια «νέα αριστερά»

Το πρώτο σημείο από το οποίο ξεκινάει το Ξ είναι η θέση πως χρειάζεται και πως κάποια στιγμή

αναπόφευκτα θα προκύψει στην Ελλάδα (στα πλαίσια αντίστοιχων διεθνών τάσεων) η συγκρότηση ενός

νέου αριστερού μορφώματος/κόμματος.

Σ’ αυτή την προσπάθεια, από την αρχή, το Ξ δηλώνει, πως επιδιώκει να είναι παρόν.

Το θέμα όμως είναι, πως, για να μπορέσει αυτή η αριστερά να «σταθεί», να επιβιώσει και να

αλλάξει τα δεδομένα, για να μπορέσει δηλαδή το εγχείρημα να έχει νόημα και προοπτική, υπάρχουν κάποιες

απαραίτητες προϋποθέσεις. Κι αυτές, κατά τη γνώμη μας, είναι, γενικά μιλώντας:

– αριστερά αυτή πρέπει να έχει απήχηση στην κοινωνία – να μην είναι δηλαδή ένα

φαινόμενο του περιθωρίου,

– η παρέμβασή της να είναι τέτοια που να ωθεί πρακτικά και ουσιαστικά, το εργατικό κίνημα, τους

κοινωνικούς αγώνες, την ταξική πάλη προς τα εμπρός,

– Το πρόγραμμά της να συμβάλλει στην ανάπτυξη της ταξικής, σοσιαλιστικής συνείδησης, στο

εργατικό κίνημα και την κοινωνία.

– Η εσωτερική της δομή να είναι πραγματικά δημοκρατική, χωρίς καπελώματα και ηγεμονισμούς.

Όλη η συζήτηση επομένως δεν αφορά το αν το Ξ συμφωνεί ή όχι με την αναγκαιότητα της «νέας αριστεράς»

(ή καλύτερα μιας «νέας μαζικής αριστεράς» 3) ή όχι, αλλά πώς θα καταφέρουμε να την χτίσουμε. Η

συζήτηση αφορά τα ακριβή χαρακτηριστικά της μιας (ΣΥΡΙΖΑ) ή της άλλης (εξ.α.) προσπάθειας και τις

δυνατότητες που περιέχουν. Ακριβώς γιατί το χτίσιμο μιας νέας μαζικής αριστεράς δεν είναι παιγνίδι (ούτε

κι εύκολο – αν ήταν, θα υπήρχε ήδη) και γιατί το κόστος από αποτυχημένες προσπάθειες μπορεί να

είναι πολύ μεγάλο.

Η άρνηση του Ξ να ενταχθεί, σε αυτή τη φάση σε κάποια από τις κυοφορούμενες προσπάθειες, έχει

να κάνει με το γεγονός πως καμιά από τις δύο συσπειρώσεις δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που το Ξ θεωρεί

απαραίτητες – παρά μόνο εν μέρει.

Πέρα βέβαια από το θέμα της ενεργής συμμετοχής σε κάποια τέτοια προσπάθεια, υπάρχει και το

θέμα της ψήφου στις επερχόμενες εκλογές. Σ’ αυτό, το Ξ είναι θετικό απέναντι και στις δύο

κινήσεις, με τρόπο που εξηγούμε στη συνέχεια.

Χρειάζεται όμως να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Επαναστατικό κόμμα και μεταβατικοί σχηματισμοί

Η πάλη του Ξ (όπως και άλλων οργανώσεων) για μια «νέα αριστερά», ξεκινάει από τη βασική θέση ότι η

σημερινή αριστερά (το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ) δεν είναι η αριστερά που χρειάζεται το κίνημα για να δώσει διέξοδο

στους αγώνες (και στις αγωνίες του) και πολύ περισσότερο για να θέσει τις βάσεις για μια ανατροπή του

σημερινού καπιταλιστικού συστήματος και το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Το Ξ έχει σαν βασικό (στρατηγικό) στόχο το χτίσιμο ενός μαζικού κόμματος της αριστεράς, που να

είναι πιστό στις ιδέες του μαρξισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης – το χτίσιμο δηλαδή ενός μαζικού

επαναστατικού κόμματος.

Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για την δυνατότητα των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων να

υπερασπιστούν με σταθερότητα τα δικαιώματά τους και μακροπρόθεσμα να ανατρέψουν το καπιταλιστικό

σύστημα και να χτίσουν μια εναλλακτική σοσιαλιστική κοινωνία. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, το Ξ

ξέρει, πως στο δρόμο αυτό θα συναντηθεί και με άλλες δυνάμεις της αριστεράς που αναζητούν το δρόμο της

επανάστασης και του σοσιαλισμού.

Αυτός ο στόχος, όμως, το χτίσιμο ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος, που να μπορεί να εμπνεύσει

την πλειοψηφία της εργατικής τάξης (όρος απαραίτητος για την εργατική εξουσία και την εργατική

δημοκρατία) δεν αποτελεί μια ευθεία πορεία. Ανάλογα με τις συνθήκες, μπορεί να περάσει μέσα από

ενδιάμεσα στάδια και ενδιάμεσα πολιτικά μορφώματα. Κι αυτό γιατί η συνείδηση των εργατικών μαζών

δεν θα πάει με ένα ευθύ κι εύκολο τρόπο στις επαναστατικές ιδέες αλλά θα περάσει από διάφορα ενδιάμεσα

στάδια.

Σ’ αυτό το μεσοδιάστημα, μέχρι το χτίσιμο ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος, η

εμφάνιση νέων κομμάτων της αριστεράς, που να επιχειρούν να υπερβούν τα «όρια» των σημερινών ΚΚΕ και

ΣΥΝ, να προχωρήσουν το κίνημα και τις ιδέες μπροστά, με ένα τρόπο που να μην είναι απαραίτητα

ξεκάθαρος, είναι μια εξέλιξη φυσιολογική (και σχεδόν αναπόφευκτη από αντικειμενική σκοπιά) η οποία

μπορεί να παίξει σημαντικό προωθητικό ρόλο στους αγώνες του κινήματος. Να ωθεί δηλαδή σε αγώνες,

εργατικούς, νεολαιίστικους, κοινωνικούς, τοπικούς, κλπ, να βοηθάει στην οργάνωσή τους, να προτείνει

δημοκρατικές μορφές οργάνωσης του κινήματος από τα κάτω με σεβασμό στη βάση, να μην έχει καμία

εμπλοκή με συνεργασίες με κόμματα του κεφαλαίου (ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ), να αρνείται από θέση αρχής

οποιαδήποτε συγκυβέρνηση μαζί τους, να καταγγέλλει σκληρά τον κυβερνητικό συνδικαλισμό, και να μιλά

για το σοσιαλισμό.

Σε μια τέτοια αριστερά, είναι φυσιολογικό να συμμετέχουν πολλές δυνάμεις, θα είναι μια πλατιά

ριζοσπαστική ανατρεπτική συσπείρωση, αλλά όχι κατ’ ανάγκη επαναστατική. Γιατί ανάμεσα σε μια

αριστερά όπως την πιο πάνω και μια επαναστατική αριστερά, που θα οργανώσει την πάλη για την ανατροπή

του καπιταλιστικού συστήματος, και θα βάλει τις βάσεις για την εργατική εξουσία, υπάρχει μια απόσταση

που δεν είναι από την αρχή οφθαλμοφανής. Η ιστορία του κινήματος διδάσκει πως είναι ένα πράμα να μιλά

κανείς για το σοσιαλισμό και άλλο να τον φτιάχνει. Επομένως το ποιος θα είναι συνεπής με τις ιδέες του

επαναστατικού σοσιαλισμού είναι κάτι που δεν υπάρχει τρόπος να διασφαλιστεί 5, 10, ή περισσότερα

χρόνια πριν.

Για να είμαστε λοιπόν ακριβείς τα χαρακτηριστικά της «νέας αριστεράς» δεν θα μπορούν να είναι

από την αρχή καθαρά – θα ξεκαθαρίσουν μέσα από την πορεία των πραγμάτων, προπάντων την

εξέλιξη των ταξικών αγώνων. Ο χαρακτήρας ενός τέτοιου πολιτικού σχηματισμού θα κριθεί, ή καλύτερα θα

διαμορφωθεί και θα ξεκαθαρίσει, μέσα στο καμίνι μεγάλων ταξικών συγκρούσεων.

Παρόλο λοιπόν που τα χαρακτηριστικά μιας «νέας αριστεράς» δεν μπορούν να είναι από την αρχή

καθαρά, η στάση του Ξ απέναντι της είναι θετική παρότι το πιο πιθανό είναι πως τα βασικά χαρακτηριστικά

της δεν θα ανταποκρίνονται πλήρως σ’ αυτά που το Ξ υπερασπίζεται – ιδεολογικά,

πολιτικά, οργανωτικά.

Συνοπτικά, έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς πως η πάλη για μια νέα μαζική αριστερά αναπτύσσεται,

αντικειμενικά, σε δύο επίπεδα.

§ Στο σχετικά σύντομο μέλλον, η δημιουργία ενός πλατιού αριστερού σχηματισμού που να μπορεί

να παίξει (ουσιαστικά και πραγματικά) προωθητικό ρόλο στο εργατικό κίνημα, στην πάλη ενάντια στην

επίθεση του κεφαλαίου και στην πάλη ενάντια στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.

§ Μακροπρόθεσμα, η δημιουργία ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος που θα παίξει το ρόλο του

να προσφέρει πολιτική κατεύθυνση και να οργανώσει την πάλη των εργατικών και λαϊκών μαζών για την

ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής/κομμουνιστικής κοινωνίας.

Τα δύο αυτά «επίπεδα», δεν χρειάζεται ίσως να τονιστεί, δεν είναι ξεχωριστά και ανεξάρτητα, αλλά σε

διαρκή διαλεκτική αλληλεπίδραση. Αυτό το «σχήμα» δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο το Ξ θα ήθελε να

εξελιχθούν τα πράγματα, είναι ο τρόπος με τον οποίο εκτιμούμε πως αντικειμενικά θα τείνουν να εξελιχθούν

(με βάση την ιστορική και πρόσφατη διεθνή εμπειρία – βλ. συνέχεια).

Οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες – ΣΥΡΙΖΑ και εξ. Αριστερά

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, οι δυο προσπάθειες που αναπτύσσονται αυτή τη στιγμή στο χώρο της

αριστεράς δεν μπορούν να καλύψουν τις προϋποθέσεις που εκτιμούμε πως απαιτούνται – για διαφορετικούς

βέβαια λόγους η κάθε μια. Και γι’ αυτό το λόγο το Ξ δεν είναι έτοιμο να ενταχθεί σε κάποια από τις

δύο και να παλέψει ενεργά μέσα από τις γραμμές της.

Από την άλλη όμως δεν αδιαφορεί γι’ αυτές τις εξελίξεις και επιδιώκει να τις παρακολουθεί

από κοντά, ώστε αν (και όταν) νοιώσει πως πληρούνται οι προϋποθέσεις που κρίνει σαν απαραίτητες για την

επιτυχία του εγχειρήματος, τότε, άμεσα και σταθερά να εμπλακεί. (Αν η σημερινή κριτική που ασκούμε

αποδειχθεί λαθεμένη, το Ξ δεν θα έχει κανένα πρόβλημα να αναγνωρίσει δημόσια το λάθος του και να κάνει

τις απαραίτητες προσαρμογές).

Ανεξάρτητα πάντως από τη ενεργή εμπλοκή ή όχι, υπάρχει όπως αναφέράμε πιο πάνω και το θέμα

των εκλογών. Για το Ξ, οι δυο αυτές πρωτοβουλίες δημιουργούν νέα δεδομένα σε σχέση με τη μέχρι σήμερα

στάση του στις εκλογές.

Μπροστά στις εκλογές

Η συμμετοχή στις εκλογές, δεν αποτελεί για τους μαρξιστές παρά μια από τις πολλές μάχες που δίνει το

μαζικό κίνημα για να αποδυναμώσει την ισχύ και την επιθετικότητα του κεφαλαίου. Δεν έχει καμία σχέση

με τις αυταπάτες του ρεφορμισμού που νομίζει πως μέσα από τις εκλογές θα «αλλάξει την κοινωνία», θα την

κάνει δίκαιη, θα φέρει ισότητα, θα εξαλείψει την φτώχεια και την υπερεκμετάλλευση, κοκ. Οι εκλογές

είναι μια μάχη που δίνει το εργατικό κίνημα, και σ’ αυτήν οι μαρξιστές συμμετέχουν – όπως σε κάθε

μάχη που δίνει το κίνημα.

Στις εκλογικές αναμετρήσεις της εποχής από το 1990 και μέχρι σήμερα, το Ξ έχει σαν γενικό κανόνα

την καταδίκη και αποδυνάμωση των κομμάτων του κεφαλαίου, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ (και βέβαια και της

ακροδεξιάς) και το κάλεσμα σε ψήφο στην αριστερά. Το κάλεσμα σε ψήφο υπέρ των κομμάτων της

αριστεράς περιλάμβανε κατ’ αρχήν τα μαζικά κόμματα, ΚΚΕ και ΣΥΝ, και κατά δεύτερο λόγο

οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς όπως το ΜΕΡΑ. Σε καμία περίπτωση όμως το Ξ δεν έκανε

συγκεκριμένη πρόταση ή εκστρατεία υπέρ της μίας ή της άλλης παράταξης της Αριστεράς, για να αποφύγει

την «ταύτιση» με κάποιο χώρο.

Τα δεδομένα του 2007 διαφοροποιούν κάπως αυτή τη στάση. Το Ξ, με τα τωρινά δεδομένα, δεν

μπορεί να ταυτιστεί, δίνοντας τη μάχη υπέρ της μίας ή της άλλης παράταξης/κόμματος, αλλά μπορεί να

εκφράσει «προτιμήσεις», σε ότι αφορά την ψήφο, διατηρώντας ταυτόχρονα τις αποστάσεις του.

Για το Ξ, οι προτιμήσεις στην συγκεκριμένη συγκυρία, στρέφονται προς ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ, από

τη μια, και προς την εξ.α. (ανάλογα και με το τι είδους εξελίξεις έχουμε τελικά εκεί) από την άλλη.

Το Ξ βέβαια δεν θα δώσει τη μάχη να μεταπείσει κάποιο ψηφοφόρο του ΚΚΕ, για το τι να ψηφίσει.

Η έμφαση μας στις εκλογές είναι να μεταπειστούν όσοι σκέφτονται να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ για να φύγει η ΝΔ,

και όσοι σκέφτονται να μην ψηφίσουν καθόλου (αποχή, άκυρο, λευκό) γιατί δεν τους πείθει κανείς.

Αλλά, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι δυνατό με τα σημερινά δεδομένα, να μπει το ΚΚΕ στην ίδια

μοίρα με τις άλλες πρωτοβουλίες (ΣΥΡΙΖΑ και εξ.α.) οι οποίες ανοίγουν κάποιες, είτε μικρές είτε μεγάλες,

δυνατότητες. Το ΚΚΕ έχει περιχαρακωθεί πίσω από το «οι μόνοι αριστεροί είναι το ΚΚΕ», πίσω από το

«όποιος δεν είναι με το ΚΚΕ είναι στο στρατόπεδο του εχθρού» αρνείται κάθε συνεργασία της αριστεράς

ενώ οι μόνες πολιτικές μέθοδοι στις οποίες διαπρέπει είναι αυτές της λασπολογίας. Επιδιώκει δε, με

συνειδητό και πολύ συγκεκριμένο τρόπο τη διάσπαση και των συνδικάτων.

Από αυτή τη στάση στις εκλογές μέχρι την ένταξη σε κάποια από τις σημερινές πρωτοβουλίες για

ανασύσταση της αριστεράς, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Το Ξ δεν νοιώθει πως μπορεί να δεσμευτεί σε

κάποια απ’ αυτές στην άμεση περίοδο, όχι μόνο γιατί καμιά δεν πληρούνται οι όροι που θεωρούμε

απαραίτητους (πιο πάνω) για την αποτελεσματικότητα των πρωτοβουλιών αυτών, αλλά και γιατί δεν έχουμε

καν πειστεί για τη βιωσιμότητα τους.

Το Ξ δεν θέλει να συμμετέχει σε κάτι που υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να αποδειχθεί θνησιγενές,

που μπορεί την επόμενη των εκλογών να τιναχτεί στον αέρα ή να αποδειχτεί «μια από τα ίδια».

ΣΥΡΙΖΑ – θετικά και αρνητικά

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο ΣΥΝ έχει μετακινηθεί κάποια κλικ προς τα αριστερά την τελευταία

περίοδο. Η προεδρία Αλαβάνου αποτελεί μετακίνηση προς τ’ αριστερά σε σχέση με αυτή του

Κωνσταντόπουλου και ακόμη περισσότερο μ’ αυτή της Δαμανάκη. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, του

2007(4), είναι, σε σχέση με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ του 2004, πιο αριστερό, με πιο άμεσες αναφορές

στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό και για το σοσιαλισμό.

Επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ έχει το μέγεθος που του επιτρέπει να έχει μια (μικρή αλλά) μαζική κοινωνική

απήχηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι φαινόμενο του «περιθωρίου». Κι αυτό από αντικειμενική σκοπιά του δίνει τη

δυνατότητα να δημιουργήσει νέα δεδομένα στο χώρο της αριστεράς. Από υποκειμενική όμως;

Εσωτερικές αντιθέσεις και πρόγραμμα

Το 2004 ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη, λίγους μήνες μετά τις εκλογές. Αυτό είναι

αποτέλεσμα των αντιθέσεων που υπήρχαν και υπάρχουν στο εσωτερικό του και οι οποίες

–αποδεδειγμένα– μπορούν να είναι εκρηκτικές. Οι ερχόμενες εκλογές, επειδή θα γίνουν σε

λίγο καιρό, τείνουν να αποκρύψουν αυτές τις αντιθέσεις. Αλλά δεν μπορούν να τις εξαλείψουν.

Οι αντιθέσεις είναι ανάμεσα στις οργανώσεις της εξ.α. (ΚΟΕ, ΔΕΑ, ΚΟΚΚΙΝΟ, ΚΕΔΑ, ως ένα βαθμό

και την ΑΚΟΑ, και ένα μέρος των «ανένταχτων»,) που μιλούν για αντικαπιταλιστική πάλη και

επαναστατική ανατροπή, από τη μια και το ΣΥΝ από την άλλη που είναι ένα κόμμα ρεφορμιστικό –

δηλαδή θέλει αλλαγές προς όφελος των εργαζομένων αλλά δεν τις συνδέει με την ανάγκη ανατροπής του

συστήματος.

Πιο σημαντικές, με μια έννοια όμως είναι οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του ΣΥΝ. Στο ΣΥΝ υπάρχει

αριστερή πτέρυγα ( «Αριστερό Ρεύμα», «Κοκκινοπράσινο Δίκτυο») και δεξιά πτέρυγα (η Ανανεωτική

Συσπείρωση) καθώς και ένα ενδιάμεσο στρώμα το οποίο ταλαντεύεται.

Συγκεκριμένα ζητήματα

Τι θα γίνει μετά τις εκλογές, αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τα πάει και πολύ καλά; Σε μια τέτοια περίπτωση η δεξιά

πτέρυγα θα αδράξει την ευκαιρία για αν μπει στην ανεπίθεση. Πως θα αντιδράσει η αριστερή πτέρυγα; Θα

συγκρουστεί μαζί της ή θα επιλέξει ένα συμβιβασμό, όπως κάνει εδώ και 16 χρόνια;

Τι θα γίνει αν η βουλή είναι 5κομματική, και το ΠΑΣΟΚ καλέσει τον ΣΥΝ σε συγκυβέρνηση; Η

δεξιά πτέρυγα θα θέλει κάτι τέτοιο εναγωνίως. Τι θα κάνει η αριστερή πτέρυγα; Θα συγκρουστεί,

διακινδυνεύοντας τη διάσπαση του ΣΥΝ, ή θα συμβιβαστεί συμμετέχοντας στην κυβέρνηση;

Αυτά είναι πρακτικά διλήμματα της αμέσως επόμενης περιόδου. Και απειλούν με συγκεκριμένο

τρόπο την βιωσιμότητα του εγχειρήματος.

Πέρα όμως απ’ αυτό, η πραγματικότητα είναι πως οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνο

κατ’ όνομα βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Όλοι πλην ενός (αυτή είναι η συμφωνία στο ΣΥΡΙΖΑ) θα

ανήκουν στο ΣΥΝ. Οι οργανώσεις της εξ.α. δεν έχουν κανένα τρόπο να ελέγχουν τους βουλευτές που μέσα

από τη δική τους κινητοποίηση θα εκλεγούν. Τι θα κάνουν αυτοί οι βουλευτές στη βουλή; Πως θα

διαμορφώνουν το δημόσιο πρόσωπο του ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ; Ή μήπως αυτό τελικά θα εξαρτάται από την

συμπεριφορά του Αλαβάνου;

Για το Ξ αυτά τα ζητήματα είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Το Ξ δεν θέλει να επενδύσει σε κάτι, και

να καλέσει τον κόσμο του να συμμετέχει και να παλέψει γι’ αυτό, αν αυτό το «κάτι» μπορεί αύριο

να πάρει δρόμους πέρα κι έξω από τις αρχές που πρεσβεύει το Ξ, πέρα κι έξω από τις σημερινές συμφωνίες,

για λόγους που είναι πέρα κι έξω από τον έλεγχο του Ξ.

Οι όροι που είχε βάλει παλιά το Ξ.

Το Ξ συμμετείχε στις διεργασίες που προηγήθηκαν της δημιουργίας του ΣΥΡΙΖΑ το 2003,

συμμετέχοντας στο «Χώρο διαλόγου και κοινής δράσης της αριστεράς». Τότε, δεν διαφωνήσαμε με την ιδέα

συνεργασίας της εξ.α. με τον ΣΥΝ (εδώ είναι μια από τις πιο σημαντικές διαφορές μας με την πρωτοβουλία

που προωθούν σήμερα οι οργανώσεις ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, ΟΚΔΕ, κλπ – βλ. συνέχεια) αλλά με τους όρους

και τις προϋποθέσεις κάτω από τους οποίους γινόταν αυτή η συνεργασία. Γιατί, ακριβώς, αυτοί οι όροι κι

αυτές οι προϋποθέσεις είναι που θα καθόριζαν την φυσιογνωμία του «νέου σχηματισμού».

Το Ξ είχε υποστηρίξει, ότι για να μπορούσε η συνεργασία του ΣΥΝ με την εξ.α. να αποτελέσει κάτι

πραγματικά νέο και «φρέσκο» που να μπορεί να αποκτήσει κοινωνική απήχηση και δυναμική, ήταν

απαραίτητο,

– να έχει ένα ξεκάθαρο σοσιαλιστικό πρόγραμμα (σε συνδυασμό με την παρέμβαση στο εργατικό

κίνημα και τους αγώνες και τον αποκλεισμό κάθε κυβερνητικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ)

– να μην έχει τη λέξη Συνασπισμός στην ονομασία ούτε επικεφαλής να είναι ο πρόεδρος του

ΣΥΝ(5), γιατί διαφορετικά η κοινωνία θα έβλεπε το νέο σχηματισμό σαν μια ξαναζεσταμένη σούπα, του

ΣΥΝ με μερικούς «φίλους» του.

– η εσωτερική δομή να είναι απόλυτα δημοκρατική με διαδικασίες ελέγχου της δράσης της

κοινοβουλευτικής ομάδας και ανάκλησηκαθαίρεση όσων αναιρούν το κοινό πρόγραμμα.

– Η πρόταση συνάντησε όπως ήταν φυσιολογικό την αντίδραση του ΣΥΝ.

Το Ξ πρότεινε οι υπόλοιπες οργανώσεις να συναντηθούν μεταξύ τους και να συμφωνήσουν στους όρους τους

οποίους να θέσουν στον ΣΥΝ σαν ένα ενιαίο σύνολο – έτσι θα μπορούσαν να εξαναγκάσουν την

ηγεσία σε υποχώρηση και να ωθήσουν την αριστερή πτέρυγα στο εσωτερικό του ΣΥΝ να συγκρουστεί με τη

δεξιά πτέρυγα.

Οι υπόλοιπες οργανώσεις της εξ.α. δεν συμφώνησαν με αυτή την πρόταση και το Ξ αποχώρησε από

το εγχείρημα.

Αυτές οι προϋποθέσεις όμως ισχύουν κατά τη γνώμη μας και σήμερα. Το γιατί δεν τις θέτουν οι

σύντροφοι της ΑΚΟΑ της ΔΕΑ της ΚΟΕ κλπ είναι κάτι που πρέπει οι ίδιοι να απαντήσουν.

Μήπως υπερβάλλουμε;

Κάποιοι σ. από τη ΔΕΑ, την ΚΟΕ κλπ μπορεί να μας πουν πως υπερβάλλουμε, πως διογκώνουμε κάποιες

ανησυχίες…

Όχι, δεν είναι θέμα υπερβολής ή όχι. Είναι θέμα πολιτικής επιλογής: οι σ. των πιο πάνω οργανώσεων

είναι διατεθειμένοι να συμμετέχουν σε ένα εγχείρημα το οποίο μπορεί να ακολουθήσει μια πολιτική που

βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις δικές τους αρχές την επόμενη περίοδο, που μπορεί να μην αποκτήσει

καμία κοινωνική δυναμική την επόμενη περίοδο, που μπορεί να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη όπως έγινε το

2004 μετά τις εκλογές.

Για να γίνουμε ξανά συγκεκριμένοι, ποιο αλήθεια είναι το νόημα της ύπαρξης – στην ουσία

– του ΣΥΡΙΖΑ, σε τοπικό επίπεδο, σε όλους εκείνους τους δήμους της χώρας όπου είχαμε

συνεργασία του ΣΥΝ με το ΠΑΣΟΚ;

Ποιο είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στους εργατικούς χώρους; Η

διαφοροποίηση της «Αυτόνομης Παρέμβασης» (συνδικαλιστική παράταξη του ΣΥΝ) από την ΠΑΣΚΕ του

ΠΑΣΟΚ, είναι υποτυπώδης. Νοιώθουν τα στελέχη της ΚΟΕ, ΔΕΑ κλπ πως μπορούν να αναπτύξουν κοινές

προτάσεις και εκστρατείες με τους συνδικαλιστές του ΣΥΝ;

Και, ξανά, τέλος, το δίλημμα της 5κομματικής βουλής. Αλήθεια ποιος μπορεί να πει με σιγουριά πως

αν και όταν το ΠΑΣΟΚ χρειαστεί το ΣΥΝ για να κυβερνήσει, ο ΣΥΝ θα πει όχι; (Παρεμπιπτόντως

αναφέρουμε πως το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, του Μαρτίου του 2007, δεν είναι «καθόλου καθαρό» πάνω στο

ζήτημα αυτό – θα αναμένουμε το τελικό πρόγραμμα (6) )

Θα μπορούσε ο ΣΥΝ να μετατραπεί σε εργαλείο ανατροπής των ισοζυγίων στη αριστερά;

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα – γιατί αυτό είναι το ουσιαστικό ερώτημα όλης της

προηγούμενης συζήτησης – είναι αρνητική.

Αυτό καθόλου δεν μειώνει την παρουσία και τον ρόλο πολλών αριστερών αγωνιστών στο εσωτερικό

του ΣΥΝ, με τους οποίους το Ξ έχει τις καλύτερες σχέσεις και στενή συνεργασία. Όμως στο βαθμό στον

οποίο διατηρείται η ιδεολογική και πολιτική «ασάφεια» του ΣΥΝ και οι συμβιβασμοί ανάμεσα στην

αριστερή και δεξιά πτέρυγα, με τις διαφορές να «σπρώχνονται κάτω απ’ το χαλί», ο ΣΥΝ, και

κατ’ επέκταση ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του «νέου», του δυναμικού και πραγματικά

ριζοσπαστικού σχηματισμού της αριστεράς.

Για να μπορούσε να το κάνει αυτό, οποιοσδήποτε αριστερός σχηματισμός, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη

μας:

– Να κινηθεί αποφασιστικά προς τ’ αριστερά. Χρειάζονται ξεκάθαρες θέσεις ότι παλεύει

για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και για το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Χρειάζεται περιγραφή της μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας ώστε να ξεκαθαριστεί πως ο σοσιαλισμός

δεν έχει καμία σχέση ούτε με το σταλινισμό ούτε με τη Σοσιαλδημοκρατία.

– Να αναπτύξει μια σοβαρή παρέμβαση στους εργατικούς χώρους, να μπει μπροστάρης σε ταξικά

κινήματα, (πέρα από παρεμφερή όπως αντιπαγκοσμιοποιητικό, περιβαλλοντικό, φοιτητικό κλπ) να αναδείξει

τα προβλήματα των εργαζομένων και να τους συσπειρώσει στην προοπτική αγώνων, να κάνει προτάσεις για

το σχεδιασμό τέτοιων αγώνων, να έχει ανοιχτό μέτωπο σκληρής αντιπαράθεσης με τον κυβερνητικό

συνδικαλισμό της ΠΑΣΚΕ, να ξεκαθαρίσει μια φυσιογνωμία που να τον φέρνει κοντά στα εργατικά

στρώματα (αντί των μεσαίων στρωμάτων ή των διανοούμενων).

– Οι ειδικές συνθήκες στην Ελλάδα απαιτούν, για την επιβίωση και προπάντων τη δυναμική

ανάπτυξη οποιουδήποτε σχηματισμού της αριστεράς, να μπορεί αυτός να «σταθεί» στα αριστερά του ΚΚΕ,

και σε επίπεδο προγράμματος και σε επίπεδο δράσης. Διαφορετικά δεν θα μπορεί να ξεφύγει από τη

μέγγενη του ΠΑΣΟΚ από τη μια και του ΚΚΕ (και της εξ.α. κατά τόπους) από την άλλη. Ιδιαίτερα σε μια

εποχή βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού όπως τη σημερινή, απαιτούνται ριζικές και ανατρεπτικές προτάσεις

– τα «μισόλογα» δεν έχουν καμιά ελπίδα.

– Απαιτείται ξεκάθαρη τοποθέτηση, από θέση αρχής, ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμμετοχή ενός

τέτοιου αριστερού κόμματος σε κυβερνήσεις του κεφαλαίου, γιατί αυτό αποτελεί άρνηση των

σοσιαλιστικών αρχών, κι επομένως καμία πιθανότητα κυβερνητικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ.

– Και τελευταίο, αλλά καθόλου λιγότερο σημαντικό, ένας τέτοιος σχηματισμός θα έπρεπε να

χαρακτηρίζεται από πλέρια εσωτερική δημοκρατία, με στενό έλεγχο των ηγετικών κλιμακίων χωρίς τα

γνωστά καπελώματα.

Ο ΣΥΝ με τη σημερινή του μορφή δεν μπορεί να υιοθετήσει τις πιο πάνω θέσεις. Γιατί κάτι τέτοιο θα

σήμαινε μαζική σύγκρουση στο εσωτερικό του. Η δεξιά πτέρυγα δεν πρόκειται να ανεχτεί τέτοιου είδους

φλερτ με τις επαναστατικές ιδέες χωρίς να ανοίξει ένα τεράστιο μέτωπο. Και η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΝ,

από την άλλη, δεν τολμά να αναλάβει την ευθύνη μιας τέτοιας σύγκρουσης λόγω της δικής της ιδεολογικής

«ασάφειας» ή θολούρας.

Αν μπορούσε, θεωρητικά, το αριστερό ρεύμα του ΣΥΝ να δώσει την πιο πάνω μάχη , που πρακτικά

θα σήμαινε διάσπαση στον ΣΥΝ, τότε θα έδινε διέξοδο σε χιλιάδες αριστερούς αγωνιστές στην κοινωνία. Σε

μια τέτοια περίπτωση είναι σίγουρο πως θα ενισχυόταν αποφασιστικά από δυνάμεις της εξ.α. και θα είχε

όλες τις προϋποθέσεις για μια δυναμική παρέμβαση στην κοινωνία και για αλματώδη ανάπτυξη.

Επειδή ο ΣΥΝ δεν μπορεί να κάνει τις πιο πάνω υπερβάσεις, επειδή η αριστερή του πτέρυγα

εμφανίζεται άτολμη, το καθήκον του χτισίματος μιας νέας αριστεράς επιχειρούν να αναλάβουν άλλες

δυνάμεις, που αυτή τη στιγμή ανήκουν στο χώρο της εξ.α.

Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά

Ο πρώτος γύρος των επαφών για τη συμφωνία και του ΝΑΡ – ΜΕΡΑ στην πρωτοβουλία για μια

πλατιά συσπείρωση της εξ.α. απέτυχε και τη διακήρυξη της πρωτοβουλίας αυτής υπογράφουν στελέχη που

προέρχονται μόνο από 4 οργανώσεις – τις ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ και ΟΚΔΕ-Σπάρτακος (που πήραν την

αρχική πρωτοβουλία) και το ΣΕΚ (7).

Το ΝΑΡ αρνήθηκε να συμμετέχει, κατά κύριο λόγο αντιτιθέμενο στην παρουσία του ΣΕΚ. Οι

διαφορές ανάμεσα στις δύο οργανώσεις είναι μεγάλες.

Το ΣΕΚ στο όνομα του «ενιαίου μετώπου» (δηλαδή της πλατιάς ενότητας της αριστεράς σε κοινές

δράσεις) δεν έχει κανένα πρόβλημα να συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ, στα συνδικάτα και αλλού. Είναι

χαρακτηριστικό ότι στο δεύτερο γύρο των τοπικών εκλογών, πέρυσι το ΣΕΚ ψήφισε ΠΑΣΟΚ.(8) Το

πρόγραμμα με το οποίο κατέβηκε η «Αντικαπιταλιστική Συμμαχία» (μετωπικό σχήμα του ΣΕΚ) στις

νομαρχιακές εκλογές στην Αθήνα και τη Θεσ/νίκη, ήταν τόσο φλου, που θα μπορούσε άνετα να το

υπογράψει οποιοδήποτε στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Διεθνώς, οι οργανώσεις του ΣΕΚ, εφαρμόζουν την ίδια

ακριβώς πολιτική. Χαρακτηριστικό είναι το Respect στη Βρετανία και το WASG (9) στη Γερμανία, στο

εσωτερικό των οποίων οι αντίστοιχες αδελφές οργανώσεις του ΣΕΚ, όχι μόνο δεν υπεράσπισαν το να έχουν

ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, αλλά πάλεψαν ενεργητικά ενάντια στην πρόταση άλλων δυνάμεων για την

υιοθέτηση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος, επιχειρηματολογώντας ότι «το σοσιαλιστικό πρόγραμμα θα

απωθήσει τα λαϊκά στρώματα».

Το ΝΑΡ βρίσκεται στο εντελώς αντίθετο άκρο: ξεκινά και τελειώνει τα κείμενα του με έμφαση

στην ανάγκη της επαναστατικής ανατροπής και όχι μόνο δεν ανέχεται καμία στενή σχέση και συνεργασία με

το ΠΑΣΟΚ (αυτό είναι σωστό…) αλλά ακόμα και στις συγκεντρώσεις των συνδικάτων αρνείται να

συμμετέχει, ταυτίζοντας το «ενιαίο μέτωπο» με το «μέτωπο» των «επαναστατικών» οργανώσεων.

Ανάμεσα στην αντιπαράθεση ΝΑΡ και ΣΕΚ, παλεύουν να βρουν κάποιο συμβιβασμό άλλες δυνάμεις,

ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ και ΟΚΔΕ-Σπάρτακος. Κάτω από τις πιέσεις, το ΝΑΡ – ΜΕΡΑ συμφώνησαν σε

ανοιχτές συσκέψεις σε διάφορες περιοχές. Όμως οι πιθανότητες να πετύχει η προσπάθεια αυτή και να

κατέβουν μαζί στις εκλογές φαίνονται αυτή τη στιγμή πολύ περιορισμένες.

Δεν είναι μόνο αυτό το θέμα όμως. Είναι και το τι θα γίνει μετά τις εκλογές ακόμα και στην

απομακρυσμένη περίπτωση που τα καταφέρουν να κατεβάσουν ένα κοινό εκλογικό σχήμα. Το βασικό

δηλαδή ερώτημα, είναι αν αυτή η πρωτοβουλία μπορεί να αντέξει στο χρόνο και να έχει κάποια σημαντική

συμβολή στο χτίσιμο της νέας αριστεράς. Πρέπει να το πούμε καθαρά πως δεν υπάρχει και πολύς χώρος για

αισιοδοξία.

Η συσπείρωση της εξ.α. δεν είναι πανάκεια

Το θέμα «συσπείρωση της εξ.α.» έχει γίνει για μερικούς σ. της εξ.α. στρατηγικός σκοπός, κάτι σαν

στόχος καθ’ εαυτόν, κάτι σαν πανάκεια.

Παραβλέπουν κατά τη γνώμη μας ένα σημαντικό ζήτημα, το οποίο είναι: ακόμα και αν καταφέρει να

συσπειρωθεί, και να κατέβει μαζί στις εκλογές, η εξ.α., ποια εγγύηση υπάρχει πως αυτή είναι η απάντηση

στο κενό της αριστεράς;

Οφείλουμε εδώ να θυμίσουμε πως δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται μια τέτοια προσπάθεια στην

Ελλάδα, και πολύ περισσότερο στην Ευρώπη και το εξωτερικό. Ποιος είναι ο απολογισμός αυτών των

προσπαθειών;

Ευρωπαϊκή εμπειρία…

Η εμπειρία των συσπειρώσεων της άκρας ή εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στην Ευρώπη (και διεθνώς)

είναι πολύ διδακτική. Εκεί, η άκρα αριστερά (α.α.) μπόρεσε να παίξει ρόλο στην εμφάνιση νέων, ημιμαζικών

ή μαζικών σχηματισμών της αριστεράς. Αλλά αποδείχτηκε πως ο γενικός «κανονας» ήταν οι σχηματισμοί

αυτοί να μετακινηθούν προς τα δεξιά, με τελικό αποτέλεσμα είτε να χάσουν τα αρχικά τους

(«επαναστατικά») χαρακτηριστικά είτε να βρεθούν σε καταστροφική κρίση (ή και τα δύο).

Ας δούμε μερικά παραδείγματα.

Η ιταλική Κομμουνιστική Επανίδρυση, ήταν για χρόνια το «μοντέλο» της εξ.α. στην Ευρώπη

– με ριζοσπαστικό λόγο, «κομμουνιστικές» αναφορές, και ποσοστά γύρω στο 8%. Που βρίσκεται

σήμερα; Στην κυβέρνηση του Πρόντι και εφαρμόζει τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού διαγράφοντας

βουλευτές της που ψήφισαν ενάντια στην παρουσία των ιταλικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν!

Το SSP (Σοσιαλιστικό Κομμα Σκοτίας) δημιουργήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του

’90, που λειτούργησε σαν πρότυπο για τη συσπείρωση της εξ.α. πανευρωπαϊκά, με ποσοστά γύρω

στο 6%. Μέσα από τις όλο και πιο δεξιές πολιτικές του οδηγήθηκε στον εκφυλισμό και τη διαλυτική

διάσπαση, μένοντας εκτός βουλής στις περυσινές εκλογές.

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ολλανδίας, ένα παλιό μαοϊκό κόμμα, έχει καταφέρει να έχει ισχυρή

παρουσία στη βουλή μετά τις φετινές εκλογές. Όμως δεν έχει καμιά σχέση με τις σοσιαλιστικές ιδέες, ή τις

συνεπείς αριστερές ιδέες: δηλώνει πρόθυμο για συγκυβέρνηση με τους Ολλανδούς Σοσιαλδημοκράτες.

Το Respect στη Βρετανία, (στο οποίο παίζει πολύ σοβαρό ρόλο το βρετανικό ΣΕΚ) χρειάζεται

αρκετή προσπάθεια για να το κατατάξει κανείς… στην αριστερά – πόσο μάλλον την άκρα αριστερά

– αφού όχι μόνο δεν λέει τίποτα για το σοσιαλισμό αλλά στηρίζεται βασικά στις ψήφους των

μουσουλμάνων κάνοντας όλες τις απαιτούμενες παραχωρήσεις! (πχ το τελευταίο συνέδριο του Respect

καταψήφισε πρόταση υπέρ του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση!).

Αυτά είναι μερικά παραδείγματα πρωτοβουλιών (υπάρχουν πολλά άλλα ακόμα) που πήραν

οργανώσεις της α.α. ή εξ.α. στη διάρκεια της τελευταίας περιόδου, και αποκαλύπτουν ένα χαρακτηριστικό

κοινό σε αυτές τις απόπειρες: ξεκίνησαν από τα αριστερά και μετακινήθηκαν προς τα δεξιά.

Τέλος (και πιο σημαντικό με μια έννοια) σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία

δύο διεθνών ρευμάτων, της Ενιαίας Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς (USFI: στην Ελλάδα η

ΟΚΔΕ-Σπάρτακος) και της Διεθνούς Σοσιαλιστικής Τάσης (IST: στην Ελλάδα το ΣΕΚ) η Ευρωπαϊκή

Αντικαπιταλιστική Αριστερά (10), σαν ένας πανευρωπαϊκός σχηματισμός. Σήμερα που βρίσκεται; Έχει

σβήσει!

Ποια είναι η σημασία όλων των πιο πάνω; Τεράστια. Γιατί δείχνει δύο πράγματα.

1. Ότι, όσα επαναστατικά λόγια κι αν ακούγονται από την όποια οργάνωση της εξ.α. σήμερα, δεν

υπάρχει καμιά εγγύηση για την μελλοντική της πορεία.

2. Ότι η συσπείρωση της εξ.α. σαν το μέσο για να αποφευχθούν ρεφορμιστικές πιέσεις στα νέα

σχήματα της αριστεράς, όπως αυτά δημιουργούνται, δεν αποτελεί εγγύηση. Στην πραγματικότητα, αυτό που

συμβαίνει, είναι πως στο βαθμό που οι νέοι σχηματισμοί αρχίζουν να αποκτούν μαζική απήχηση, ο

ρεφορμισμός, θα βρεί τρόπο να εισχωρήσει μέσα σ’ αυτούς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από την

πίσω πόρτα ή απ’ το παράθυρο.

Ελληνική εμπειρία…

«Αυτά δεν μας αφορούν εμάς», μπορεί να απαντήσουν κάποιοι σ. από το χώρο του ΜΕΡΑ κι ειδικά του

ΝΑΡ, που αποτελεί την βασική δύναμη μέσα στο ΜΕΡΑ. «Αφορούν, οργανώσεις όπως την IST ( ΣΕΚ) και

την USFI (ΟΚΔΕ-Σπάρτακος), οι οποίες έπαιξαν τον κύριο ρόλο στις περισσότερες πρωτοβουλίες που

πάρθηκαν στην Ευρώπη, και προπάντων για τη δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής

Αριστεράς».

Αυτό, από μια σκοπιά, είναι σωστό. Η πιο πάνω κριτική δεν αφορά τόσο το χώρο του ΜΕΡΑ όσο τις

οργανώσεις που επιδιώκουν σήμερα στην Ελλάδα ένα νέο πόλο με βασικό άξονα αναφοράς το ΣΕΚ. Αφορά

περισσότερο απ’ όλους, τους σ. από την ΑΡΑΝ και την ΑΡΑΣ, οι οποίοι πήραν την πρωτοβουλία για

τη συνεργασία αυτή με το ΣΕΚ.

Η κριτική προς το ΝΑΡ είναι, όντως, σε διαφορετικό επίπεδο.

Το ΜΕΡΑ, δημιούργημα κύρια του ΝΑΡ, αποτελεί την πιο σημαντική αριθμητικά συσπείρωση της

εξ.α. στην Ελλάδα και γι’ αυτό εξάλλου το Ξ όποτε έμπαινε ζήτημα ψήφου στην εξ.α., σε

προηγούμενες αναμετρήσεις, πρότεινε το ΜΕΡΑ.

Πριν απ’ αυτό υπήρξε η Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση – ΕΑΣ. Άλλες παρόμοιες

πρωτοβουλίες πάρθηκαν από το μαοϊκό και άλλους χώρους – πιο πρόσφατα από τη «Συμμαχία» (του

ΣΕΚ) κλπ. Αν εξαιρέσουμε τις τοπικές εκλογές, οι οποίες προσφέρονται για «χαλαρή» ψήφο και για ψήφο

«διαμαρτυρίας», σε εθνικές εκλογές, όπου τα πράγματα είναι πολύ πιο πολωμένα, τα ποσοστά όλων αυτών

των προσπαθειών κυμαίνονται στα 0,1 – 0,3 %. Με άλλα λόγια, η εξ.α. στην Ελλάδα δεν έχει

μπορέσει να ξεφύγει από το περιθώριο, παρότι σε ειδικές περιπτώσεις και συνθήκες (τοπικές εκλογές,

κίνημα παιδείας, κλπ) μπορεί να έχει σημαντική παρέμβαση.

Το ΜΕΡΑ έχει μια ιστορία περίπου 15 χρόνων (άλλαξε ονομασία στην πάροδο του χρόνου). Όταν το

σημερινό ΝΑΡ διασπάστηκε από το ΚΚΕ (αποσπώντας όλη την ΚΝΕ της εποχής του 1990) είχε κοντά στις

15.000 μέλη. Δηλαδή ήταν ότι πιο μαζικό μπορούσε ποτέ να φανταστεί η εξ.α. στα τελευταία 20 – 25

χρόνια. Μια τεράστια δύναμη σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη οργάνωση της εξ.α. Σήμερα το ΝΑΡ

παραμένει (στην πραγματικότητα) η πιο μεγάλη αριθμητικά οργάνωση της εξ.α. Όμως σε γενικές εκλογές

δεν μπορεί να φτάσει ούτε τις 15 χλ ψήφους!

Πως εξηγείται αυτή η αδυναμία του ΝΑΡ/ΜΕΡΑ; Οφείλεται μήπως σε αντικειμενικούς λόγους;

Δηλαδή υπάρχει κάτι στην ελληνική κοινωνία που εμποδίζει ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς να

αποκτήσει αν όχι μαζικότητα, τουλάχιστον ημιμαζικότητα; Όχι βέβαια! Η ελληνική κοινωνία παραμένει από

τις πιο πολιτικοποιημένες ριζοσπαστικές και με αγωνιστικές παραδόσεις, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά

διεθνώς.

Αν, όμως, δεν φταίνε οι αντικειμενικές συνθήκες που το ΝΑΡ και το ΜΕΡΑ δεν μπόρεσαν να

δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη μαζικοποίηση της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα, τότε δεν

μπορεί να φταίει κανείς άλλος από το ίδιο το ΝΑΡ (δηλαδή την ομάδα που είναι επικεφαλής).

Την κριτική μας προς το ΝΑΡ την έχουμε αναπτύξει, και αναλυτικά, σε άλλα κείμενα (11) και κάτι

τέτοιο δεν αποτελεί επιδίωξη αυτού του κειμένου.

Το βασικό σημείο που θέλουμε εμφατικά να τονίσουμε είναι πως αν η εξ.α. θέλει να προχωρήσει, να

χτίσει και να γίνει δύναμη ανατροπής, πρέπει να μπορέσει να δώσει πειστικές απαντήσεις και λύσεις στα

δύο πιο προβλήματα που αναπτύσσουμε πιο πάνω. Δηλαδή,

1. γιατί ένα κομμάτι της α.α. ωθείται στα νερόβραστα προγράμματα και τον ρεφορμισμό

(«οππορτουνισμό» στη μαρξιστική ορολογία) και,

2. γιατί ένα άλλο κομμάτι της αδυνατεί να βρει απήχηση στην κοινωνία, να κερδίσει την

εμπιστοσύνη ενός μαζικού κομματιού του κινήματος.

Μπορεί η εξ.α. να βοηθήσει το μαζικό κίνημα;

Η ουσιαστική ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί, για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, είναι:

μπορεί και αν ναι, πώς, η συσπείρωση της εξ.α. να βοηθήσει το μαζικό κίνημα;

Αν η απάντηση σ’ αυτό δεν είναι καθαρή, τότε, κάτω από τα λάθη που αναπόφευκτα θα

διαπραχθούν, όχι μόνο το κίνημα δεν θα πάει μπροστά, αλλά και η συσπείρωση της εξ.α. θα τιναχτεί στον

αέρα.

Είναι ξεκάθαρο πως ο λόγος που υπάρχει τόσο μεγάλο άγχος για τη συγκρότηση σήμερα της

συσπείρωσης της εξ.α. είναι γιατί έρχονται οι εκλογές και μια σειρά από οργανώσεις, χρειάζονται να έχουν

κάποια απάντηση. Εδώ όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος που αναφέραμε: στο όνομα της επίσπευσης των

διαδικασιών να καταστραφεί η προσπάθεια.

Επαναλαμβάνουμε πως για τους μαρξιστές οι εκλογές είναι ένα δευτερεύον ζήτημα, ενώ η ανάγκη

της ανασύνθεσης της αριστεράς, είναι πρωτεύον ζήτημα. Και, δυστυχώς, ακόμα και αν μπορούσε η εξ.α. να

συσπειρωθεί σε μια κοινή εκλογική κάθοδο, σήμερα, είναι φορτωμένη με πολλές «αμαρτίες» κι επομένως οι

αμφιβολίες για την ικανότητα της να δώσει λύσεις στο κενό της αριστεράς, δικαιολογημένα μεγάλες.

Τι θα προτείναμε – πρόγραμμα και δράση, μεθοδολογία .

Το Ξ υποστηρίζει τη συγκρότηση της εξ.α. – αυτό είναι το πρώτο σημείο και είναι ξεκάθαρο.

Το θέμα όμως είναι πώς γίνεται αυτή η συγκρότηση και τι στόχους θέτει – ποια είναι τα

χαρακτηριστικά και ποια η πορεία της.

Λέμε «όχι» στη συγκρότηση σαν στόχο καθεαυτό.

Λέμε «ναι» σε μια συγκρότηση καλά μελετημένη και προετοιμασμένη, που να μπορεί να αλλάξει τα

δεδομένα για την κοινωνία κι όχι να ζει στο μικρόκοσμο των οργανώσεων της εξ.α.

Με βάση αυτά, το Ξ θα πρότεινε η όλη συζήτηση για τη συγκρότηση της εξ.α. να μην έχει καμία

άμεση αναφορά στις ερχόμενες εκλογές. Όσες οργανώσεις της εξ.α. ενδιαφέρονται, να μπουν σε μια

διαδικασία συζήτησης που να έχει μπροστά της χρόνο και να μπαίνει σε βάθος.

Να εισχωρεί σε ζητήματα που να ξεκινούν από την εκτίμηση της φάσης στην οποία βρίσκεται το

κίνημα στην Ελλάδα και διεθνώς αλλά και σε ζητήματα μεθοδολογίας, για το πώς παρεμβαίνουμε στο

κίνημα, τι αριστερά θέλουμε και πως θα την κτίσουμε.

Να προχωρήσει σε λεπτομερή απολογισμό των πρόσφατων κινημάτων και παρεμβάσεων των

οργανώσεων της εξ.α. για να βγουν σωστά συμπεράσματα για τα θετικά και για τα λάθη.

Μέσα από μια τέτοια διαδικασία να ξεκαθαρίσει ο αριθμός των οργανώσεων που μπορούν να

καταλήξουν σε συμφωνία για τα επόμενα βήματα, για να δούμε αν αποτελούν την κρίσιμη μάζα που να τους

επιτρέψει να έχουν απήχηση στην κοινωνία σαν κάτι νέο – κι ανάλογα να καθορίσουν επόμενα

βήματα.

Και, σημαντικότερο απ’ όλα, αν και εφόσον υπάρξει συμφωνία, τότε να υπάρξει μια

περίοδος κοινής δράσης. Γιατί μόνο στη δράση αποκαλύπτονται και ξεκαθαρίζουν τα ζητήματα.

Το Ξ υποστηρίζει πως το βασικό πρόγραμμα μιας τέτοιας συνάντησης των οργανώσεων της εξ.α.

πρέπει να είναι ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα – διαφωνούμε σφοδρά με τα νερωμένα προγράμματα

και τις ασάφειες, στο όνομα της αυταπάτης μιας πιο γοργής μαζικοποίησης. Αλλά αυτό που θέλουμε να

τονίσουμε είναι πως αυτό δεν φτάνει! Χρειάζονται και τα υπόλοιπα που αναφέρουμε παραπάνω.

Υπάρχουν όμως ακόμα δύο μεγάλα κεφάλαια.

Κεφάλαιο πρώτο – συμπεράσματα από τις αδυναμίες και τα λάθη.

Η εξ.α. και κύρια τα ΕΑΑΚ, δοκιμάστηκαν σοβαρά την προηγούμενη περίοδο στο θέμα των φοιτητικών

αγώνων.

Το γεγονός ότι τα ΕΑΑΚ, με τη συνδρομή και άλλων οργανώσεων, μπόρεσαν να παίξουν το ρόλο της

καθοδήγησης ενός τέτοιου κινήματος, είναι μια σπουδαία κατάκτηση, ιστορική. Όμως δεν μπορεί να

παραβλεφθεί πως ο αγώνας αυτός δεν ήταν νικηφόρος. Με την κατανόηση ότι η ΝΔ δεν μπόρεσε να περάσει

την αναθεώρηση του άρθρου 16, πράγμα που αποτελεί ήττα για την κυβέρνηση, τελικά ο νόμος πλαίσιο

πέρασε, πράγμα που αποτελεί ήττα για το κίνημα. Όμως ένα σοβαρό απολογισμό αυτού του κινήματος δεν

είδαμε από τις οργανώσεις (την πλειοψηφία τουλάχιστον) που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα. Το

κύριο χαρακτηριστικό ήταν θριαμβολογίες και μεγαλοστομίες.

Στη συνέχεια ήρθαν οι φοιτητικές εκλογές και η καταρρακωμένη από το κίνημα ΔΑΠ, βγήκε πρώτη

δύναμη – πράγμα που ισοδυναμεί με νέο πλήγμα κατά του κινήματος. Η «προδότρα» ΠΚΣ,

διατήρησε τις δυνάμεις της! Η άνοδος των ΕΑΑΚ ήταν πολύ μικρή – και μάλιστα, ήταν από νέες

περιοχές ή νέα σχήματα που προσχώρησαν. Στα κάστρα τους τα ΕΑΑΚ δεν σημείωσαν άνοδο. Ούτε και εδώ

όμως είδαμε οποιαδήποτε σοβαρή ανάλυση για όλα αυτά.

Η εξήγηση για όλα αυτά τα αρνητικά είναι ότι τα ΕΑΑΚ την ίδια στιγμή που καταφέρανε να

κατακτήσουν την ηγεσία ενός ιστορικού κινήματος, κάνανε σοβαρά σφάλματα. Άλλη εξήγηση δεν μπορεί να

υπάρχει. Όμως τα ΕΑΑΚ (κι όχι μόνο) δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να τα εντοπίσουν – για να

μπορούν στο μέλλον να αποφύγει την επανάληψή τους!

Πολύ συνοπτικά, το πρώτο και σημαντικότερο απ΄ αυτά τα λάθη είναι η ανυπαρξία σχεδίου δράσης

και συνολικών προτάσεων προς το κίνημα. Είναι πραγματικά ιστορικό το διήμερο των ΕΑΑΚ τον Μάρτη που

πέρασε το οποίο καλέστηκε ενώ το κίνημα ήταν ακόμα ζωντανό. Σ’ αυτό, μετά από 2 μερόνυχτα

εξαντλητικών συζητήσεων, η οργανωτική, ας πούμε, ομάδα (ονομάζεται «ομάδα επεξεργασίας κειμένου»)

ανακοίνωσε πως δεν μπόρεσε να καταλήξει σε πρόταση και …έστειλε τον κόσμο σπίτι του χωρίς καμία

απόφαση. Αυτό ακούεται σχεδόν σουρεαλιστικό – είναι όμως τραγικό!

Το διήμερο των ΕΑΑΚ δεν είναι μια ατυχής εξαίρεση αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα της

ανυπαρξίας σχεδίου δράσης σε όλη τη διάρκεια αυτού του κινήματος της παιδείας. Είναι συνδυασμένη με το

γεγονός πως τα συντονιστικά δεν λειτούργησαν πραγματικά, ποτέ, παρά τους όρκους πίστης στην «άμεση

δημοκρατία». Η αδυναμία να υπάρξει πρόταση-σχέδιο δράσης στο κίνημα, συνοδευόταν αναπόφευκτα από

την αδυναμία της σύνδεσης του κινήματος με το εργατικό κίνημα – που αποτελούσε ένα κρίσιμο όρο

για την τελική νίκη του κινήματος.

Με δυο λόγια, η εξ.α. και ειδικά τα ΕΑΑΚ, είχαν μία κατάκτηση με το γεγονός ότι μπόρεσαν να

τεθούν επικεφαλής ενός μεγάλου κινήματος. Απ’ αυτό όμως προκύπτει ότι πρέπει να πάρουν και την

ευθύνη για το αποτέλεσμα αυτού του κινήματος. Δεν μπορεί με τίποτα να παραβλεφθεί ότι η εξ.α. και

προπάντων τα ΕΑΑΚ δεν μπόρεσαν να οργανώσουν σωστά αυτό τον αγώνα ώστε να νικήσει – γιατί

μπορούσε να νικήσει!

Δεν λέμε να μην γίνονται λάθη. Αυτό είναι αδύνατο. Το θέμα όμως είναι, πρώτο, πόσο σοβαρά είναι

αυτά τα λάθη και δεύτερο, αν τα λάθη διορθώνονται. Δυστυχώς στην προκειμένη έχουμε πολύ σοβαρά λάθη

και καμιά προσπάθεια να διορθωθούν, καμιά κατανόηση ότι έχουν υπάρξει.

Για να συνδέσουμε τώρα τα διάφορα ζητήματα μεταξύ τους, (και να γίνουμε και λίγο «κακοί»…) αν

στην καθοδήγηση ενός αγώνα η εξ.α. μπορεί να κάνει πολύ σοβαρά λάθη, που να κοστίσουν τη νίκη, αλλά να

μην είναι σε θέση να κάνει ένα σοβαρό απολογισμό, παρά μόνο ξέρει να θριαμβολογεί, πως μπορεί να φέρει

σε πέρας πολύ πιο μεγάλα σχέδια όπως το χτίσιμο μιας νέας μαζικής αριστεράς, και πολύ περισσότερο την

ανατροπή του καπιταλισμού και το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας;

Κεφάλαιο δεύτερο – με το ρεφορμισμό τι γίνεται.

Ένα από τα βασικά σημεία που αφορά τη συγκρότηση της εξ.α. έχει να κάνει με τη στάση της απέναντι

στα σημερινά μαζικά κόμματα της αριστεράς τον ΣΥΝ, δηλαδή και το ΚΚΕ.

Οι σχέσεις της εξ.α. μαζί τους είναι «εχθρικές». Αυτό είναι κατανοητό, φυσιολογικό. Αλλά, αυτό δεν

σημαίνει πως και στα δύο αυτά κόμματα δεν υπάρχουν πολύ σημαντικές δυνάμεις, 100δες χιλιάδες

εργαζόμενοι και νέοι, αριστεροί, αγνοί ταξικοί μαχητές.

Ο κλασσικός, μαρξιστικός, μπολσεβίκικος τρόπος προσέγγισης των μαζών σ’ αυτά τα

κόμματα είναι αυτός του «ενιαίου μετώπου» (12) δηλαδή του ενωτικού καλέσματος προς αυτά τα κόμματα

για κοινές δράσεις, που κάτω από κάποιες συνθήκες περιλαμβάνουν και τις κοινές εκλογικές καθόδους.

Είναι διατεθειμένες κάποιες από τις σημαντικές οργανώσεις που προωθούν την ιδέα της

συσπείρωσης της εξ.α. να καλέσουν τον, ΣΥΝ, για παράδειγμα, σε κοινές συνεργασίες; Το ΚΚΕ;

Η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική. Το ΝΑΡ και το ΜΕΡΑ για παράδειγμα όχι μόνο αρνούνται

να συνεργαστούν, να οργανώσουν από κοινού πράγματα και δράσεις, αλλά αρνούνται να βρίσκονται καν

στον ίδιο χώρο συγκέντρωσης, στην ίδια πλατεία, στην ίδια πορεία, (με το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ). Ακόμα και σε

συγκεντρώσεις εκπληκτικού μεγέθους, που καλέστηκαν από τα συνδικάτα, όπως για το ασφαλιστικό ή στα

αντιπολεμικά συλλαλητήρια του 2003, όταν είχαμε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων και νεολαίας στους

δρόμους, το ΝΑΡ και το ΜΕΡΑ, επέμεναν στις δικές τους ξεχωριστές συγκεντρώσεις και πορείες (όπως και

το ΚΚΕ βέβαια).

Όποιος νομίζει πως αυτό το θέμα είναι αμελητέας σημασίας γελιέται. Οι εργαζόμενοι, με την έννοια

των μεγάλων αριθμών, αυτό που λέμε «μαζικό κίνημα», δεν είναι διατεθειμένοι να ασχοληθούν με τέτοιου

είδους «χαζομάρες». Για τους εργαζόμενους η ενότητα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει η

απαιτούμενη μαζικότητα που εξασφαλίζει τις νίκες. Κι όποιος εμφανίζεται να τη διασπά (και 3 ξεχωριστές

συγκεντρώσεις, για το ίδιο θέμα, την ίδια μέρα, για τους εργαζόμενους αποτελούν παραλογισμό και

διάσπαση) απορρίπτεται απ’ αυτούς χωρίς πολλά λόγια.

Ας πάρουμε ξανά ένα παράδειγμα από το φοιτητικό κίνημα της πρόσφατης περιόδου, ενδεικτικό

αυτού που θα εμείς θα χαρακτηρίζαμε παράλογο. Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα τα πλαίσια των ΕΑΑΚ

περνούσαν από τις γενικές συνελεύσεις με τη στήριξη των ΔΑΡΑΣ (των φοιτητών του ΣΥΝ) και των άλλων

παρατάξεων που πρόσκεινται σε συνεργαζόμενες στο ΣΥΝ οργανώσεις (στα πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ). Όταν

ήρθε η ώρα των εκλογών, όμως, τα ΕΑΑΚ δήλωσαν σε όλους τους τόνους, «καμία συνεργασία με τους

ρεφορμιστές του ΣΥΝ» (επειδή είναι ρεφορμιστές). Όμως με τους «ρεφορμιστές» αυτούς τα ΕΑΑΚ

συνεργάζονταν για μήνες! Δεν μπήκαν στον κόπο καν να προτείνουν ένα πρόγραμμα συνεργασίας στα

ΔΑΡΑΣ (έστω μαξιμαλιστικό, όπως συνηθίζουν – κι όπως εξάλλου γινόταν στις γενικές συνελεύσεις των

φοιτητών). Αν έκαναν κάτι τέτοιο το πιο πιθανό ήταν πως τα ΔΑΡΑΣ θα το αποδεχόντουσαν κι έτσι η

εκλογική συνεργασία θα γινόταν στη βάση του προγράμματος των ΕΑΑΚ!

Αυτή τη στάση της πλειοψηφίας, των επικεφαλής των ΕΑΑΚ, να μπορούν δηλαδή να πετύχουν τη

συνεργασία με μεγάλα τμήματα της υπόλοιπης αριστεράς στη βάση του δικού τους προγράμματος, και να

μην την επιχειρήσουν καν, τη θεωρούμε σχεδόν «τρελή». Το μόνο που κατάφερε βέβαια ήταν να

διευκολύνει τη ΔΑΠ η οποία έκανε περίπατο στις εκλογές.

Χρειάζεται απεύθυνση στα μαζικά κόμματα – χωρίς αγκυλώσεις.

Η συγκρότηση της εξ.α. σε μια σωστή προγραμματική βάση και μια σοβαρή οργανωτική βάση θα ήταν

ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός, ιδιαίτερα αν την «επομένη» της συγκρότησής της άνοιγε την πόρτα του

«διαλόγου» με τα μαζικά κόμματα της αριστεράς, ξεκινώντας, με τα σημερινά δεδομένα, από το ΣΥΝ, του

οποίου ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της βάσης είναι ανοιχτό σε τέτοιες πρωτοβουλίες.

Ας μην υπάρχει καμία αυταπάτη. Αν 10 (ας πούμε) οργανώσεις της εξ.α. προσεγγίσουν το ΣΥΝ με

θέμα την ανασύνθεση της ελληνικής αριστεράς αυτό θα προκαλούσε σεισμό στο εσωτερικό του κόμματος. Η

αριστερή βάση του κόμματος θα κινούνταν αποφασιστικά υπέρ της συνεργασίας με την εξ.α. ενώ η δεξιά

πτέρυγα θα ετοίμαζε τα μπογαλάκια της για να πάει παραπέρα (στο ΠΑΣΟΚ δηλαδή). Στο βαθμό που η

παρέμβαση της εξ.α. προκαλούσε τέτοια αναταραχή στο εσωτερικό του ΣΥΝ που ανάγκαζε τη δεξιά

πτέρυγα να εγκαταλείψει το κόμμα αυτό και τοποθετούσε στο στρατόπεδο της ριζοσπαστικής ανατρεπτικής

αριστεράς, δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές, δίνοντας της έτσι την πολυπόθητη μαζικότητα που της λείπει,

θα ήταν μια εξαιρετικά θετική εξέλιξη για το κίνημα και για την αριστερά. Θα τάραζε συνολικά τα νερά

στην ελληνική αριστερά, θα δημιουργούσε εντελώς νέα δεδομένα. Για πρώτη φορά χιλιάδες αγωνιστές της

αντικαπιταλιστικής αριστεράς θα είχαν ένα μαζικό ακροατήριο για τις ιδέες τους.

Και, τελευταίο, αλλά καθόλου λιγότερο σημαντικό, αυτό θα είχε τέτοιο αντίχτυπο στο εσωτερικό

του ΚΚΕ που η ηγεσία του δεν θα είχε κανένα μα κανένα τρόπο να συγκρατήσει τη βάση του, ή να ελέγξει

τις μεγάλες συγκρούσεις που θα αναπτυσσόντουσαν στο εσωτερικό.

Η σκιαγράφηση των πιο πάνω δεν αποτελεί κάποια σενάρια στα οποία το Ξ μένει προσκολλημένο.

Οι πραγματικές εξελίξεις, στη ζωή, θα είναι πάντα πιο σύνθετες πιο περίπλοκες πιο αντιφατικές,

απ’ οτιδήποτε μπορούμε να επιχειρήσουμε σαν πρόβλεψη. Το κτίσιμο μιας νέας μαζικής αριστεράς,

ριζοσπαστικής, ανατρεπτικής, το κτίσιμο ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος, δεν μπορεί να ακολουθήσει

με ακρίβεια οποιαδήποτε πρόβλεψη. Όμως τα πιο πάνω αποτελούν ζητήματα προσέγγισης, ζητήματα

μεθοδολογίας. Ο στόχος της εξ.α. πρέπει να είναι να μπορέσει να λειτουργήσει σαν καταλύτης για

διεργασίες, μέσα στο μαζικό κίνημα, στην κοινωνία, στην αριστερά. Και για να το κάνει αυτό, πρέπει να δει

τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί το φαινόμενο των παραδοσιακών κομμάτων της αριστεράς,

δηλαδή της επιρροής του ρεφορμισμού –ΣΥΝ και του σταλινισμού – ΚΚΕ στο μαζικό

κίνημα.

Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε κάποιους σ. στο χώρο της εξ.α. να απαντούν πως όλα αυτά είναι

«συμβιβασμοί», «ρεφορμισμός», «οππορτουνισμός» (καιροσκοπισμός) και παρόμοια. Καμία σχέση. Το θέμα

είναι στη βάση ποιανού προγράμματος προσεγγίζονται οι μάζες των παραδοσιακών κομμάτων της

αριστεράς. Αν αυτές οι μάζες προσεγγιστούν στη βάση ενός προγράμματος που προτείνει τη σύγκρουση και

την ανατροπή του καπιταλισμού, αυτό δεν είναι είναι καιροσκοπισμός, είναι επαναστατική πολιτική.

Αυτό που κατά τη γνώμη μας λείπει από την προσέγγιση πολλών σ. στο χώρο της εξ.α. είναι ότι η

νέα (μαζική, επαναλαμβάνουμε) αριστερά δεν πρόκειται να προέλθει με ένα απλό ευθύγραμμο τρόπο από

την συνάθροιση των δυνάμεων της εξ.αρ. Αλλά ότι μέσα στα μαζικά κόμματα της αριστεράς υπάρχει ένας

τεράστιος αριθμός αριστερών ανθρώπων που κάποια στιγμή θα κινηθούν να βρουν διέξοδο για το

σχηματισμό της νέας αριστεράς, με την ένα ή τον άλλο τρόπο. Κι αν η εξ.α. τους κοιτάει ευθύς εξ αρχής με το

μισό της, απλά θα τους χάσει!

Συνοψίζοντας

Κάποιοι σ. θα αντιτάξουν πως αυτή η προσέγγιση, γενικά, δεν οδηγεί σε ένα επαναστατικό κόμμα

αλλά σε ένα κόμμα με ασαφή χαρακτηριστικά, κάπου ανάμεσα στο ρεφορμισμό και τον επαναστατικό

μαρξισμό(13).

Μ’ αυτή την εκτίμηση δεν θα διαφωνήσουμε. Όλη όμως η προηγούμενη ανάλυση που

κάνουμε προσπαθεί να πείσει πως αυτό το πρόβλημα δεν έχει τρόπο να το λύσει εκ των προτέρων μια «νέα

αριστερά» στην οποία προσχωρούν διάφορες «επαναστατικές» οργανώσεις και ρεύματα. Από τη στιγμή που

(αν και όταν) αρχίσει να έχει κάποια μαζική απήχηση θα αρχίσουν να εμφανίζονται οι ρεφορμιστικές πιέσεις

στο εσωτερικό της με τον ένα ή τον άλλο τρόπο! Γιατί ο «ρεφορμισμός» (δηλαδή η μη επαναστατική

προσέγγιση) είναι με μια έννοια, η φυσική τάση του εργατικού (μαζικού) κινήματος σε μη επαναστατικές

περιόδους. Και, τότε, όλες οι οργανώσεις θα περάσουν από το τεστ, θα κριθούν, στην πορεία.

Κανείς δεν μπορεί ή δεν θα έπρεπε στα σοβαρά να υποστηρίξει, πως μια συνάθροιση των

οργανώσεων της εξ.α. θα σημαίνει, από μόνη της και αυτόματα, τη δημιουργία ενός επαναστατικού

κόμματος. Αυτό θα ήταν μια τοποθέτηση αντιδιαλεκτική. Τα ακριβή χαρακτηριστικά του όποιου νέου

σχηματισμού, αλλά και της κάθε μιας συνιστώσας του ξεχωριστά, θα ξεκαθαρίσουν, όπως αναφέραμε

προηγουμένως, μέσα από την πορεία της ταξικής πάλης. Κάποιοι θα κρατήσουν το νήμα του επαναστατικού

μαρξισμού και θα φέρουν σε πέρας το τιτάνιο έργο να κάνουν τον μαρξισμό κτήμα των μεγάλων μαζών.

Κάποιοι άλλοι θα μετεξελιχθούν σε ρεφορμιστές και θα εγκαταλείψουν την επανάσταση (– κι ας

ξελαρυγγιάζονται σήμερα υπέρ της). Και κάποιοι άλλοι θα αποτελούν αθεράπευτους σεχταριστές,

απομονωμένους από το κίνημα, στο περιθώριο της κοινωνίας, που θα φωνάζουν μόνο «επανάσταση» και θα

κατηγορούν όλους τους άλλους σαν προδότες. Αυτό διδάσκει η ιστορία του διεθνούς εργατικού και

επαναστατικού κινήματος χωρίς να αφήνει καμιά αμφιβολία.

Αυτές τις διεργασίες όμως οι μαρξιστές δεν έχουν λόγο να τις φοβούνται. Μέσα απ’ αυτές

είναι που στην πραγματικότητα θα ξεκαθαρίσουν και θα συσπειρωθούν οι δυνάμεις του επαναστατικού

μαρξισμού, μέσα από τέτοιες διεργασίες θα χτιστούν οι δυνάμεις για ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα (σε

αντίθεση με «επαναστατικά κόμματα» που χωρούν σε «τέσσερις τοίχους»)

***

Αυτή τη στιγμή οι δυο πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται, η μια του ΣΥΡΙΖΑ και η άλλη της εξ.α.

δεν μπορούν να θέσουν τις βάσεις για το χτίσιμο μιας «νέας αριστεράς» στην Ελλάδα. Αυτό πιστεύει το Ξ,

και γι’ αυτό δεν συμμετέχει ενεργά σε καμία από τις δυο. Οι προϋποθέσεις στις οποίες πιστεύει το

Ξ έχουν παρατεθεί πιο πάνω. Νοιώθουμε πως και οι δύο πρωτοβουλίες είναι πολύ μακριά από αυτό που

προτείνουμε εμείς.

Μέχρι να δείξει ο χρόνος το Ξ κρατά μια στενή σχέση με οργανώσεις που συμμετέχουν στις

προσπάθειες αυτές και από τη μια και από την άλλη πλευρά. Και αφήνει το χρόνο να βοηθήσει ώστε να

δοθούν οι απαντήσεις που σήμερα δεν είναι δυνατό να δοθούν.

Πέρα όμως από την ενεργή συμμετοχή, υπάρχει και το θέμα των εκλογών. Το Ξ δεν έχει κανένα

ενδοιασμό να δηλώσει πως με το ΚΚΕ να αρνείται να βγάλει το παραμικρό συμπέρασμα από τα λάθη του, το

σύνθημα «ούτε ΠΑΣΟΚ ούτε ΝΔ» (ούτε βέβαια ακροδεξιά) και «ψηφίστε αριστερά» θα αποκτήσει το

περιεχόμενο του καλέσματος υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και κάποιας συσπείρωσης της εξ.α. (ανάλογα με τις

εξελίξεις, που αυτή τη στιγμή δεν έχουν ξεκαθαρίσει). Με τρόπο βέβαια που το Ξ να μην ταυτίζεται ούτε με

τον ΣΥΡΙΖΑ (που σημαίνει ΣΥΝ για τον πλατύ κόσμο), αλλά ούτε και με πειραματισμούς στο χώρο της εξ.α.

που δεν φαίνεται να έχουν προοπτική. (Επαναλαμβάνουμε πως η εκλογική μάχη του Ξ δεν θα είναι ενάντια

στους ψηφοφόρους του ΚΚΕ, αλλά για να μεταπειστούν αυτοί που θέλουν να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ για να φύγει

η ΝΔ, ή που προσανατολίζονται στην αποχή το λευκό και το άκυρο).

Παράλληλα μ’ αυτά, το Ξ συζητά, διερευνά, ανταλλάσσει απόψεις με οργανώσεις και

αγωνιστές και εντοπίζει πόσα είναι κοινά και πόσα μας χωρίζουν στα διάφορα ζητήματα.

Τη δική μας πρόταση εξακολουθούμε να θεωρούμε επίκαιρη, κι ας μην βρίσκει σήμερα ιδιαίτερη

απήχηση στο χώρο των οργανώσεων της εξ.α.:

– Συσπείρωση της εξ.α. σε μια ομοσπονδιακή βάση – ανοιχτό κάλεσμα χωρίς αποκλεισμούς.

– Στη βάση ενός προγράμματος που θέτει καθαρά το στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού και το

σοσιαλιστικό/κομμουνιστικό μετασχηματισμό.

– Μέσα από διεξοδικές συζητήσεις που να αφορούν από τη μια ζητήματα πολιτικού προγράμματος,

και από την άλλη συμπεράσματα για τη μεθοδολογία της παρέμβασης στο κίνημα και στην κοινωνία.

– Με απαραίτητη προϋπόθεση, για να υπάρξουν τα επόμενα βήματα, να υπάρχει η «κρίσιμη μάζα»

ώστε η κοινωνία να μπορεί να «δει» τη «νέα αριστερά»,

– Με επίσης απαραίτητη προϋπόθεση να έχει αναπτυχθεί κοινή δράση έτσι ώστε να δοκιμαστεί

στην πράξη κι όχι στα λόγια η δυνατότητα συνύπαρξης των διαφορετικών οργανώσεων/συνιστωσών.

– Με αδιαπραγμάτευτο όρο την ουσιαστική δημοκρατία στο εσωτερικό του νέου σχηματισμού, και

την ανεξαρτησία των διαφορετικών συνιστωσών, χωρίς καπελώματα και ηγεμονισμούς.

– Με μια πολιτική προσέγγισης των μαζικών κόμματων της αριστεράς, ΚΚΕ και ΣΥΝ, για το χτίσιμο

ενός Ενιαίου Μετώπου για την υπεράσπιση των εργατικών και κοινωνικών συμφερόντων και δικαιωμάτων.

– Και με την κατανόηση πως μέσα από αυτό το δρόμο θα ξεκαθαρίσουν σταδιακά και οι πραγματικά

επαναστατικές δυνάμεις, για την ανατροπή του καπιταλισμού και το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας

στη βάση της εργατικής δημοκρατίας.

____________________

(1) ΣΥΝ, ΑΚΟΑ, ΚΕΔΑ, ΚΟΕ, ΔΕΑ, ΚΟΚΚΙΝΟ,

(2) ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη, ΝΑΡ-ΜΕΡΑ, ΣΕΚ

(3) Γίνεται φανερό ήδη, αλλά ιδιαίτερα από τη συνέχεια του κειμένου, πως όταν το Ξ χρησιμοποιεί τον όρο

«νέα αριστερά» στην πραγματικότητα εννοεί «νέα μαζική αριστερά» – που σαν όρος είναι πιο σωστός για να

περιγράφει τις διεργασίες στις οποίες αναφερόμαστε.

(4) Αναφερόμαστε στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα τον Μάρτιο του 2007.

Στη συνέχεια η ΚΟΕ δήλωσε πως δεν συμφωνεί με το πρόγραμμα αυτό (το αρχικό κείμενο εμφάνιζε και την

ΚΟΕ στους υπογράφοντες). Η εξαγγελία του επίσημου προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται στο σύντομο

μέλλον. Δεν ξέρουμε αν έχει σημαντικές διαφορές με το προηγούμενο. Πάντως το πρώτο κείμενο, μπορεί να

θεωρηθεί ότι εκφράζει πολιτικά, τουλάχιστον τις υπόλοιπες, – πλην ΚΟΕ – συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ (δηλαδή

ΣΥΝ, ΑΚΟΑ, ΔΕΑ, ΚΕΔΑ, ΚΟΚΚΙΝΟ, και «Ανένταχτους».

(5) Ο ή οι επικεφαλής θα έπρεπε να αποφασίζονται από τις συνιστώσες, στη βάση της ισοψηφίας. Μια

πιθανή πρόταση θα μπορούσε οι επικεφαλής να είναι εκ περιτροπής στελέχη των διαφορετικών

συνιστωσών.

(6) Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ του Μάρτη του 2007 (υπογράφεται από ΣΥΝ, ΑΚΟΑ, ΔΕΑ, ΚΕΔΑ, Κόκκινο,

και ανένταχτους) στο ζήτημα της κεντροαριστεράς, αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Απέναντι στα αδιέξοδα που δημιουργεί η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, έχουν κατά καιρούς

προωθηθεί και συνεχίζουν ακόμη να προτείνονται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης κυβερνήσεις της

λεγόμενης κεντροαριστεράς. Ενόσω θεωρούμε ότι οι συνθήκες από χώρα σε χώρα διαφέρουν σημαντικά και

κατά συνέπεια δεν μπορούν να υπαχθούν σε κάποιο αφηρημένα γενικό κανόνα, εκτιμούμε ότι ο συνολικός

απολογισμός από τέτοιες μορφές διακυβέρνησης υπήρξε αρνητικός…

«Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, εκτιμούμε ότι οι υπάρχοντες σήμερα και για το ορατό μέλλον πολιτικοί

συσχετισμοί και οι γενικότερες συνθήκες, δεν επιτρέπουν να τεθεί στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της

ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών από την Αριστερά προς τη μόνη κατεύθυνση που μπορεί να την αφορά,

δηλαδή εκείνη που θα εναντιώνεται έμπρακτα και ουσιαστικά στο νεοφιλελευθερισμό.»

Τι σημαίνει «οι συνθήκες από χώρα σε χώρα διαφέρουν και δεν μπορούν να υπαχθούν σε κάποιον

αφηρημένα γενικό κανόνα», καθώς επίσης και, «οι υπάρχοντες σήμερα πολιτικοί συσχετισμοί και συνθήκες

δεν επιτρέπουν την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών από την αριστερά»;

Ακόμη κι αν έχει κανείς την καλύτερη διάθεση, σίγουρα, είναι αδύνατο να ερμηνευτεί αυτό το

κείμενο σαν εγγύηση ότι αύριο ο ΣΥΝ δεν θα βρεθεί στην ίδια κυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ.

Εμείς επιμένουμε πως υπάρχει ένας (όχι και τόσο) «αφηρημένος» κανόνας για την αριστερά που

θέλει να είναι συνεπής με τις αξίες της, κι αυτός είναι ότι η αριστερά δεν μπαίνει ποτέ σε κυβερνήσεις εκτός

αν αυτές έχουν δηλωμένο στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της

κοινωνίας.

Για να ενισχύσουμε το αληθές των «ανησυχιών» μας υπενθυμίζουμε την πορεία των άλλων

κομμάτων του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ – αποτελείται από την Κομμουνιστική

Επανίδρυση στην Ιταλία, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού στη

Γερμανία, την Ενωμένη Αριστερά στην Ισπανία, κοκ) στο οποίο εξακολουθεί να ανήκει ο ΣΥΝ. Όλα αυτά τα

κόμματα έχουν ψηλά στη σημαία τους την κεντροαριστερά και οι σχέσεις του ΣΥΝ μαζί τους είναι κάτι

περισσότερο από στενές.

Αλήθεια τι θα κάνουν σ’ αυτό το ενδεχόμενο οι οργανώσεις της εξ.α. που συμμετέχουν στον

ΣΥΡΙΖΑ; Και, για να είμαστε κάπως πιο δεικτικοί, αλήθεια, γιατί οι βάζουν την υπογραφή τους κάτω από

τέτοια κείμενα;

(7) Μετά από αυτή την εξέλιξη ούτε η ΟΚΔΕ – Εργατική Πάλη υπόγραψε τη διακήρυξη της

Πρωτοβουλίας.

(8) Βλέπε «εργατική αλληλεγγύη» τ. 740, 25 Οκτώβρη 2006 (http://www.sek-ist.gr/740/4.htm)

(9) Το Respect στη Βρετανία και το WASG στην Γερμανία είναι δύο από τους «νέους σχηματισμούς» της

αριστεράς που χτίστηκαν στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων στην Ευρώπη.

(10) Η CWI συμμετείχε για ένα διάστημα σαν παρατηρητής στις συσκέψεις της ΕΑΑ.

(11) Βλέπε «Η κρίση στο ΝΑΡ» εκδόσεις Ξεκίνημα, Ιούλης 2004

(12) Βλέπε αποφάσεις 3ου Συνεδρίου Κομμουνιστικής Διεθνούς, (επεξεργασμένες από τον ίδιο τον Λένιν,

μαζί βέβαια με άλλους Μπολσεβίκους ηγέτες)

(13) Στην κλασσική μαρξιστική ορολογία ένα τέτοιο κόμμα ονομάζεται «κεντριστικό».

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,282ΥποστηρικτέςΚάντε Like
989ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
436ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα