Η επίθεση του πρωθυπουργού της Γαλλίας, Ραφαρέν, ενάντια στις συντάξεις, σε συνδυασμό με άλλα θέματα, όπως η σχεδιαζόμενη "αποκέντρωση" της εκπαίδευσης, έχουν προκαλέσει μαζικές αντιδράσεις ενάντια του, από τη μια άκρη της Γαλλίας στην άλλη.
Το κίνημα αυτό έχει ήδη ξεπεράσει τους μεγάλους αγώνες του 1995, όταν ο τότε πρωθυπoυργός Α. Ζiπέ επιχείρησε να περάσει παρόμοια μέτρα, αλλά τελικά, μετά τρεiς βδομάδες απεργιακό αγώνα στον δημόσιο τομέα αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Το χρονίκο των αγώνων
Μετά τις πρώτες δύο μέρες κινητοποιήσεων, μια τον Φλεβάρη και μια τον Απρίλη, ακολούθησε η απεργία της Πρωτομαγιάς, στην οποία πήραν μέρος 300.000 εργαζόμενοι. Αμέσως μετά, έγινε ένα άλμα: στις απεργίες και διαδηλώσεις της 13ης Μάη πήραν μέρος 2 εκατομμύρια σε 115 πόλεις.
Οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα είναι κυριολεκτικά εξαγριωμένοι από τα σχέδια της κυβέρνησης να κτυπήσει τις συντάξεις τους. Ανάμεσα στα άλλα, για να πάρουν πλήρη σύνταξη θα πρέπει να δουλεύουν 40 χρόνια, αντί για 37,5 που είναι τώρα. Ωστόσο, το κίνημα φαίνεται να έχει ξεπεράσει τα συγκεκριμένα αιτήματα που το προκάλεσαν και έχει εξελιχθεί σε γενική αντεπίθεση ενάντια στην συνολική νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης.
Η συμπαράσταση της κοινής γνώμης είναι τεράστια. Το ένα τέταρτο των εργαζομένων δουλεύουν στο δημόσιο και οι μισές οικογένειες έχουν τουλάχιστον ένα μέλος τους που είναι δημόσιος υπάλληλος. Την ίδια ώρα οι εργαζόμενοι πλατιά κατανοούν πως όταν χειροτερεύσουν οι δημόσιες υπηρεσίες θα υποφέρουν και αυτοί. Έτσι, στην απεργία κατεβαίνουν και τμήματα του δημόσιου τομέα, όπως οι σιδηροδρομικοί, τα ταχυδρομεία και οι εργαζόμενοι στον τομέα της ενέργειας, που δεν πλήττονται άμεσα από τα νέα μέτρα για τις συντάξεις. Η δική τους κινητοποίηση αποτελεί αντίδραση στις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων, τις απολύσεις και τις περικοπές των μισθών.
Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές επίσης δεν θίγονται άμεσα από τα μέτρα "αποκέντρωσης" της παιδείας, πού αφορούν για την ώρα μόνο το τεχνικό και βοηθητικό προσωπικό. Παρ’ όλα αυτά πρωτοστατούν στην απεργία γιατί έχουν καταλαβαίνουν ότι τα μέτρα αυτά ανοίγουν τον δρόμο για παραπέρα περικοπές και ιδιωτικοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης.
Την ίδια ώρα, τώρα παίρνουν μέρος στις κινητοποιήσεις και εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, ενώ το 1995 δεν συμμετείχαν σχεδόν καθόλου.
Μετά από δεκάδες χιλιάδες απολύσεις, δραματική χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας και μείωση των αμοιβών και του βιοτικού επιπέδου τους, καταλαβαίνουν ότι θα και τα δικά τους συνταξιοδοτικά δικαιώματα θα μπουν ξανά στο στόχαστρο της κυβέρνησης.
Έτσι, στις διαδηλώσεις της 13ης του Μάη κατέβηκαν πολλοί εργάτες από τον ιδιωτικό τομέα, ιδιαίτερα τη βιομηχανία μετάλλου και την αυτοκινητοβιομηχανία, μεγάλα εργοστάσια όπως αυτό της Μισελέν, της Άλστρομ κλπ.
Μετά την επιτυχία των κινητοποιήσεων στις 13 Μάη, πολλοί απεργοί, όπως οι εργαζόμενοι στο Μετρό, στα λεωφορεία και τους σιδηροδρόμους στο Παρίσι, αποφάσισαν να συνεχίσουν την απεργία και στις 14 του Μάη. Στις 19 Μάη, απέργησαν ξανά περίπου 700.000 εργαζόμενοι σε 70 πόλεις, με επικεφαλής τους εκπαιδευτικούς. Στίς 25 Μάη, πάνω από 1 εκ. εργαζόμενοι κατέβηκαν σε διαδήλωση στο Παρίσι και αρκετές δεκάδες χιλιάδες σε άλλες πόλεις.
Η επόμενη μεγάλη κινητοποίηση, προγραμματισμένη για την Τρίτη, 3 Ιούνη, καλείται από 4 μεγάλες συνδικαλιστικές Ομοσπονδίες και περιλαμβάνει τους εργαζόμενους στην Υγεία, την Εκπαίδευση, τις μεταφορές, τα ταχυδρομεία, το γκάζι, τον ηλεκτρισμό τους τραπεζικούς καθώς και πολλές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.
Υπολογίζεται ότι το ένα δέκατο του συνολικού πληθυσμού έχει πάρει μέρος στις διαδηλώσεις και πως τα δύο τρίτα του πληθυσμού υποστηρίζουν τους αγώνες.
Τα συνδικάτα
Οι συνδικαλιστές ηγέτες σέρνονται στην πραγματικότητα κάτω από την πίεση του κινήματος και της κοινωνίας. Στην ουσία κάνουν ότι μπορούνε για να εμποδίσουν την εξέλιξη των αγώνων σε Γενική Απεργία. Ακολουθούν τις χρεοκοπημένες πολιτικές του Σοσιαλιστικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος και τρέμουν μην τους ξεφύγει ο έλεγχος των εργαζομένων και βρεθούνε αντιμέτωποι με ένα νέο 1968.
Η ηγεσία της "σοσιαλιστικής" CFDT έχει ήδη αποδεχτεί τα σχέδια του Ρεφαρέν προς μεγάλη αγανάχτηση της βάσης της, που συμμετείχε ενεργά στις διαδηλώσεις της 25ης του Μάη.
Οι άλλες δυο μεγαλύτερες Ομοσπονδίες στον δημόσιο τομέα, η CGT (του ΚΚΓ) και η FO δηλώνουν ανοικτά ότι "δεν υπάρχει ανάγκη για Γενική Απεργία", γιατί αυτή έχει "πολιτικό και ανατρεπτικό χαραχτήρα". Όμως, είναι τόσο μεγάλη η πίεση από τα κάτω, που αναγκάζονται να καλούν επανειλημμένες κινητοποιήσεις, αν και προσπαθούν να μην είναι συνεχόμενες για να αποφύγουν την γρήγορη κλιμάκωση τους.
Αντιμέτωπη με ένα τέτοιο κίνημα η κυβέρνηση βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση. <br/>Ο Ραφαρέν θέλει από τη μιά να αποφύγει την πανωλεθρία που έπαθε ο Ζυπέ το 1995, αλλά από την άλλη θέλει να περάσει το πρόγραμμα λιτότητας για να εξυπηρετήσει τα καπιταλιστικά αφεντικά, που απαιτούνε κέρδη.
Η οικονομική κατάσταση είναι σήμερα πολύ χειρότερη απ’ ότι ήταν το ’95. Η παραγωγή βρίσκεται σε υποχώρηση λόγω της παγκόσμιας κρίσης. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού έχει ξεπεράσει ήδη το όριο του 3% του ΑΕΠ. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που σπρώχνει τους αστούς στην εφαρμογή των πολιτικών της λιτότητας: θέλουν να πληρώσουν οι εργαζόμενοι για την κρίση μέσα από τις περικοπές και τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους.
Ωστόσο, έχουν τρομοκρατηθεί μπροστά στην έκταση και την δύναμη του κινήματος. Ήδη αρκετοί υπουργοί προειδοποιούν την κυβέρνηση να μην προσπαθήσει να τα περάσει όλα τώρα, αλλά να περιοριστεί στο θέμα των συντάξεων.
Οι συνδικαλιστές ηγέτες με την σειρά τους εκλιπαρούν την κυβέρνηση να τους κάνει κάποιες παραχωρήσεις για να μπορέσουν να πείσουνε τα μέλη τους να σταματήσουν τον αγώνα. Όμως, οι εργαζόμενοι βλέπουν την δύναμη τους και αισθάνονται ότι μπορούνε να νικήσουν και γι’ αυτό πιέζουν για παραπέρα κλιμάκωση των αγώνων.
Όταν ο Ραφαρέν δήλωσε ότι "δεν κυβερνάει ο δρόμος", οι εργαζόμενοι του απάντησαν ότι "οι επαναστάσεις ξεκινάνε στους δρόμους".
Γενική απεργία τώρα
Οι εργαζόμενοι στα εργοστάσια και τα γραφεία τους έχουν αρχίσει να λειτουργούν μέσα απο Γενικές Συνελεύσεις, που συναντώνται τακτικά και συχνά καθημερινά, συζητάνε τι να κάνουν και ψηφίζουν. Σε αρκετές περιοχές, όπως στη Ρουέν, στο Κλερμόντ-Φεράντ στη Μασσαλία, και αλλού, γίνονται Συνελεύσεις και κατά περιοχή, στις οποίες συμμετέχουνε εργαζόμενοι και από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
Η Gauche Revolutionnaire (Επαναστατική Αριστερά), το γαλλικό τμήμα της CWI, προτείνει την άμεση κλιμάκωση των κινητοποιήσεων μέσα από το κάλεσμα Γενικής Απεργίας, στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μαζί.
Καλεί για τη δημιουργία Απεργιακών Επιτροπών σε τοπικό και πανγαλλικό επίπεδο, από εκλεγμένους και ανακλητούς εκπροσώπους των εργαζομένων, που να αναλάβουν την καθοδήγηση της απεργίας.
Εξηγεί ταυτόχρονα όμως ότι για να νικήσουν πραγματικά οι εργαζόμενοι, για να αλλάξει πραγματικά και σε μόνιμη βάση η ζωή τους χρειάζονται ένα δικό τους μαζικό Αριστερό Κόμμα.
Το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα, όχι μόνο δεν παλεύουν για την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά μόλις βγούνε στην κυβέρνηση εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Το Σ.Κ., κάτω από την μεγάλη κοινωνική πίεση και το γεγονός ότι είναι τώρα στην αντιπολίτευση, υποστήριξε στα λόγια την κινητοποίηση της 25ης του Μάη. Στην πράξη όμως θα έκανε ότι κάνει τώρα και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Σρέντερ, στην Γερμανία.
Οι Τροτσκιστικές οργανώσεις, LCR και LO, παρότι είχαν πάρει το 10% των ψήφων στις Προεδρικές εκλογές πέρσι, δεν κατόρθωσαν να συνεργαστούν πραγματικά, να προβάλλουν ένα πρόγραμμα εξουσίας και να βάλλουν τις βάσεις για το χτίσιμο ενός τέτοιου μαζικού Αριστερού κόμματος.
Μπροστά στην επίθεση της κυβέρνησης η ανάγκη για σύνδεση όλων των αγώνων στην προοπτική μιας Γενικής Απεργίας είναι τώρα επιταχτική. Το εργατικό κίνημα πρέπει να προβάλει τη δική του εναλλακτική λύση στον Ραφαρέν και τον Σιράκ, αλλά και στα "αριστερά" τους δεκανίκια.
Μια επιτυχημένη Γενική Απεργία θα αποκαλύψει την τεράστια δύναμη των εργαζομένων και θα θέσει στη συνείδηση των εργαζομένων και όλης της κοινωνίας, το ζήτημα της εξουσίας, το ζήτημα μιας κυβέρνησης που να εκπροσωπεί τους ίδιους τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα.
Μια τέτοια κυβέρνηση θα προχωρούσε στην κοινωνικοποίηση των μεγάλων εταιρειών και τραπεζών και θα οργάνωνε την παραγωγή πάνω σε σοσιαλιστική βάση. Θα προετοίμαζε το έδαφος για το χτίσιμο μιάς πραγματικά σοσιαλιστικής κοινωνίας, στηριγμένης στην εργατική δημοκρατία (κι όχι στο πρότυπο της σταλινικής παραμόρφωσης της πρώην ΕΣΣΔ). Θα αποτελούσε την εγγύηση για ένα ψηλό βιοτικό επίπεδο, χωρίς ανεργία, ένα ανεπτυγμένο κοινωνικό κράτος, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και λιγότερες ώρες δουλειάς για όλους.