Του Κυριάκου Χάλαρη
Στις 17 Δεκέμβρη γίνεται η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ που θα αποφασίσει για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ένωσης με την Τουρκία. Μέσα σε ένα κλίμα «τουρκοσκεπτικισμού» από πολλές ευρωπαϊκές χώρες και με έκδηλο τον εκνευρισμό του τουρκικού κατεστημένου το ελληνικό ενδιαφέρον εστιάζεται στο εξής παράδοξο: Μία υποψήφια χώρα (Τουρκία) που ζητάει να μπει σε τροχιά ένταξης στην ΕΕ, δεν αναγνωρίζει μια χώρα – μέλος της ΕΕ. Και αυτό την ίδια στιγμή που αυτή η χώρα – μέλος (Κύπρος) μπορεί να μπλοκάρει ασκώντας βέτο την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η Τουρκία με άλλα λόγια αρνείται να αναγνωρίσει την Κύπρο και το δηλώνει σε κάθε ευκαιρία, πριν τις 17 Δεκέμβρη.
Ελσίνκι
Το Δεκέμβρη του 1999 η ελληνική διπλωματία και σύσσωμος ο αστικός τύπος και τα περισσότερα κόμματα πανηγύριζαν για την επίτευξη της συμφωνίας του Ελσίνκι. Αυτό που έλεγε η συμφωνία του Ελσίνκι ήταν ότι Κύπρος και Τουρκία θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν με την ΕΕ την ένταξή τους ανεξάρτητα αν είχε λυθεί το κυπριακό ή όχι. Αυτή η συμφωνία ήταν μια στροφή για την ελληνική διπλωματία που ανέκαθεν πρόβαλε το βέτο σε κάθε συζήτηση στην ΕΕ που αφορούσε την ένταξη της Τουρκίας, αν πρώτα δε λυνόταν το κυπριακό.
Σήμερα η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση είναι κατά κάποιο τρόπο αυτοεγκλωβισμένες από αυτή τη συμφωνία. Βλέπουν ότι η Τουρκία θα πάρει το ΟΚ από την ΕΕ, την ίδια ώρα οι ελληνοτουρκικές διαφορές (γκρίζες ζώνες, εναέριος χώρος κλπ) και το κυπριακό δεν έχουν λυθεί, ο κίνδυνος θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο συνεχίζεται και το χαρτί του βέτο που έπαιζαν τόσα χρόνια θα έκανε την ελληνική διπλωματία να φαίνεται γραφική με τα συνεχή ζιγκ ζαγκ της. Πόσο μάλιστα όταν και ο νυν και ο πρώην πρωθυπουργός τάσσονται σαφώς υπέρ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Τουρκίας.
Ευρωπαϊκός «τουρκοσκεπτικισμός» και ΗΠΑ
Όπως είναι φυσικό το μεγάλο άγχος της Άγκυρας δεν είναι το ελληνικό «βέτο» αλλά
το φρένο που μπαίνει από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Γιατί από τη μια η Τουρκία έχει στρατηγική σημασία για την ΕΕ, λόγω του μεγέθους της και του δρόμου που ανοίγει στο μουσουλμανικό κόσμο, από την άλλη όμως η ένταξή της χτυπάει σε μεγάλα κομμάτια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης που φοβούνται «τους Τούρκους που θα κυκλοφορούν ελεύθερα και θα μας παίρνουν τις δουλειές». Και αυτή η αντίδραση αντανακλάται και στα πιο συντηρητικά αστικά κόμματα των ευρωπαϊκών κρατών – που εκτός των άλλων φοβούνται ότι η ΕΕ θα επιβαρυνθεί με άλλη μια προβληματική οικονομία δυσχεραίνοντας τους μακροχρόνιους στόχους της ένωσης για πολιτική και οικονομική ενοποίηση.
Πέρα από αυτά βέβαια σκεπτικισμό προκαλεί στην Ευρώπη και το ζήτημα των συσχετισμών στη διευρυμένη με Τουρκία ΕΕ. Ο πληθυσμός της Τουρκίας (2ος μεγαλύτερος μετά τη Γερμανία) την κατατάσσει αμέσως στα πιο ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη και της δίνει σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις. Από την άλλη η Γερμανία, ως ευρωπαϊκή υπερδύναμη, θεωρεί ότι η ένταξη της Τουρκίας θα της δώσει δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά της Μέσης Ανατολής και θα την αποσπάσει από τη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ.
Και φυσικά την ένταξή της προωθούν και οι ΗΠΑ που θέλουν να ενισχύσουν το φιλοατλαντικό άξονα της ΕΕ, που ήδη αποτελείται από Αγγλία, Ιταλία, και Ισπανία.
Τουρκία
Όλο αυτό το σταυρόλεξο για την ΕΕ μπορεί να συνοψιστεί στο εξής συμπέρασμα: «Να κάνουμε την Τουρκία ευρωπαϊκή αλλά να μη μας γίνει και η Μεγάλη Δύναμη της ΕΕ». Πάνω σε αυτή τη βάση στηρίζονται όλες οι ενστάσεις και οι προϋποθέσεις που ενδεχομένως να καταλήξουν σε ενδιάμεσες προτάσεις στις 17/12 ( π.χ. όχι ένταξη αλλά ειδική σχέση κλπ).
Αυτό είναι που έχει θορυβήσει και την τουρκική ηγεσία, που δεν είναι διατεθειμένη να μπει στη διαδικασία των προσαρμογών και των υποχωρήσεων (αναγνώριση Κύπρου) χωρίς να ξέρει αν ύστερα από όλα αυτά θα γίνει ή όχι η Τουρκία δεκτή στην ΕΕ. Και για να δείξει ανυποχώρητη σκληραίνει τη στάση της μέσα από τις παραβιάσεις και άλλα δευτερεύοντα ζητήματα (Πατριαρχείο). Και κυρίως αρνείται την αναγνώριση της Κύπρου σαν όρο για τον καθορισμό ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων.Αυτό φαίνεται και αυτονόητο για την τουρκική διπλωματία αφού η αναγνώριση της Κύπρου θα ερμηνευόταν άνετα από τον καθένα και ως αναγνώριση της τουρκικής κατοχής στο βόρειο τμήμα της.
Εργαζόμενοι και νεολαία
Όλη αυτή η συζήτηση δεν έχει κανένα νόημα για τους εργαζόμενους και τη νεολαία στην Τουρκία τη στιγμή που είναι από τις πιο φτωχές χώρες της Ευρώπης, με μεγάλα ποσοστά αναλφαβητισμού, με περιορισμούς στα δημοκρατικά δικαιώματα και το στρατό να παίζει το βασικό πολιτικό ρόλο. Η συζήτηση και τα παζάρια για τους συσχετισμούς, τη διεύρυνση, την ενοποίηση αφήνει στο περιθώριο την τουρκική κοινωνία η οποία δεν έχει να κερδίσει τίποτα από την ένταξή της στην ΕΕ. Η ΕΕ δεν θα μπορέσει να λύσει τα προβλήματα της φτώχειας, της ανεργίας και της εξαθλίωσης, όπως δεν τα έλυσε ούτε καν στην Ελλάδα η οποία παραμένει η πιο φτωχή χώρα της ΕΕ των 15. Όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές διαφορές και το κυπριακό, όχι μόνο η ΕΕ αλλά ακόμα και η Ελλάδα και η Τουρκία προσπαθούν να αφήσουν τα ζητήματα αυτά εκτός συζήτησης, να τα κρύψουν με άλλα λόγια κάτω από το τραπέζι, για να μπορέσουν να τα βρουν σε όλα τα υπόλοιπα.
Οι εργαζόμενοι και η νεολαία στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο δεν μπορούν επομένως να έχουν εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις τους ούτε και στην ΕΕ για να λύσει αυτά τα ζητήματα. Είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και η νεολαία που πρέπει να αποκρούσουν τα εθνικιστικά κηρύγματα από κάθε πλευρά και να συντονίσουν τους αγώνες τους μεταξύ τους αλλά και μαζί με το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα για τα κοινά ταξικά τους προβλήματα.