Δημοσιεύουμε άρθρο του Δ. Παπαδάτου –Αναγνωστόπουλου από το rednotebook.gr
1. Η αντίθεση «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» δεν ήταν α λα καρτ
O ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του περασμένου Γενάρη ως ηγετική δύναμη της αντιμνημονιακής κοινωνικής συμμαχίας[1], αυτής που παραδόξως (;) επανεξετάζεται σήμερα ως παρωχημένη από κυβερνητικά και κομματικά στελέχη, ως εάν η τομή «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο», που το κόμμα ανέδειξε το 2010[2], να ήταν επιλογή α λα καρτ. Όμως, τα τελευταία πέντε χρόνια, η αντίθεση αυτή ενέπλεξε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, μετατράπηκε σε φόντο για την καθίζηση (ΠΑΣΟΚ) και την ίδρυση κομμάτων (ΔΗΜΑΡ, ΔΗΣΥ, Δημιουργία Ξανά, ΑΝΕΛ, ΚΙΔΗΣΟ), πυροδότησε κινήματα (Αγανακτισμένοι, «Δεν Πληρώνω») και προκάλεσε μετακινήσεις εκατομμυρίων ψηφοφόρων: μόνο στις εκλογές του 2012, σχεδόν 4.000.000 ψήφισαν διαφορετικά σε σχέση με το 2009.
Στη διαδρομή ως τη νίκη του Ιανουαρίου, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορήθηκε συστηματικά ως «λαϊκιστική» δύναμη, στο βαθμό που απλοποιούσε αφόρητα, ισοπεδώνοντας υποτίθεται, την κοινωνική και πολιτική ζωή, με το να οργανώνει και να διεκδικεί την εκπροσώπηση σημαντικών αντιμνημονιακών αγώνων. Λόγω αυτού του «λαϊκισμού», ωστόσο, ο ίδιος κατάφερε να σταθεροποιήσει τις σχέσεις εκπροσώπησης με τα στρώματα της μισθωτής εργασίας που έπληττε το μνημόνιο, διευρύνοντάς τες μετά το 2012 προς τα αγροτικά και παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα, και τελικά μετατρέποντας την αντιμνημονιακή διαμαρτυρία σε πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα, όπως επιβεβαιώνουν οι έρευνες κοινής γνώμης ακόμα και σήμερα [3].
2. Στην υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση, ευρωπαϊσμός σημαίνει Μνημόνιο και τέλος της λαϊκής κυριαρχίας
Οι δύο εκλογικές νίκες, σε ευρωεκλογές και εθνικές εκλογές, ήρθαν σε πείσμα όσων προεξοφλούσαν το τέλος της τομής «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» ή, ακόμα χειρότερα, όσων δαιμονοποιούσαν τη διαίρεση αυτή ως υπερβολικά ευρύχωρη, ακόμα και ως «θερμοκοιτίδα» της «αντιμνημονιακής» Χρυσής Αυγής. Τελείως διαφορετική υπόθεση είναι αν, έναν μόλις μήνα αργότερα, η διαβεβαίωση του ΣΥΡΙΖΑ «άλλο η δανειακή σύμβαση, άλλο το μνημόνιο», προσέκρουε στους εκβιασμούς των «θεσμών» για διακοπή της ρευστότητας, καταλήγοντας στο επώδυνο μορατόριουμ της 20ης Φλεβάρη. Διαφορετική, γιατί στην περίπτωση αυτή είχαμε την πρώτη ηχηρή προειδοποίηση πόσο μακριά θα πήγαιναν η «σκέτη», άνευ ετέρου εναντίωση στο Μνημόνιο και η συνταγή της «σκληρής διαπραγμάτευσης» μέσα στην Ευρωζώνη. Παρά το επαχθές κόστος, εντούτοις, την παραίτηση δηλαδή από μονομερείς ενέργειες και αξιώσεις διαγραφής του χρέους, η στρατηγική αυτή συνεχίστηκε, σαν το σήμα κινδύνου να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Τα αδιέξοδα που πολλαπλασιάστηκαν μετά την 20η Φλεβάρη ήρθε να αντιμετωπίσει, τέσσερις μήνες μετά, το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Κι αυτό το τελευταίο, αντί για τη θρυλούμενη έκλειψη της διαίρεσης «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο», βεβαίωνε πέρα από κάθε αμφιβολία την ύπαρξη και την εμβάθυνσή της τομής: το γεγονός ότι η αντιμνημονιακή τοποθέτηση, παρά τις ισχυρές και πραγματικές απειλές εναντίον της, ήταν εκεί, ως η μορφή εμφάνισης της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας που κυριάρχησε μετά το 2010, χάρη και στον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ιστορικό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα ακυρώθηκε μέσα σε λίγες ώρες, με την αποκλειστική διαχείριση του αποτελέσματος από τον Αλέξη Τσίπρα, και υπό το κράτος εκβιασμών που εξαρτούσαν την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη με την αποδοχή ενός τρίτου Μνημονίου, προς διάψευση και πάλι της στρατηγικής του κόμματος: Όπως γράφτηκε, χωρίς να διαψευστεί, το βράδυ της 5ης Ιουλίου το γραφείο του προέδρου της Κομισιόν Ζ.-Κ. Γιουνκέρ διεμήνυε στον έλληνα πρωθυπουργό ότι σε 48 ώρες θα δρομολογούνταν η «διαδικασία έξωσης» της Ελλάδας από την Ευρωζώνη[4]. Αυτό που διαψεύδονταν και πάλι δεν ήταν γενικώς η επιμονή στην αντίθεση «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο»: ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επιμείνει στη σωστή αντίθεση, και γι’ αυτό είχε κερδίσει δύο εκλογικές μάχες. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, είχε απωθήσει ό,τι καταλαβαίναμε ότι υπήρχε πίσω από την αντίθεση αυτή: το γεγονός ότι τα μνημόνια είναι το αναπόφευκτο συνοδευτικό κάθε δανειακής σύμβασης, καθ’ ότι ο κοινός παρονομαστής της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης: σε τελική ανάλυση, το μόνο μέσο πολιτικής διαχείρισης της εν εξελίξει καπιταλιστικής κρίσης, προς όφελος των αφεντικών. Είναι κυρίως αυτά που ζητούν σήμερα, διά του ΣΕΒ, την απρόσκοπτη εφαρμογή του «προγράμματος».
3. Από τη ριζοσπαστική Αριστερά στην Κεντροαριστερά, από την καταγγελία του πραξικοπήματος στην αποδαιμονοποίησή του
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κατήγγειλε σαν «πραξικόπημα» τους εκβιασμούς που οδήγησαν στο τρίτο Μνημόνιο. Μετά την 13η Ιουλίου, ωστόσο, η ίδια προσχώρησε στην παραδοχή των αντιπάλων της[5], ότι η εποχή της αντίθεσης «Μνημονίου-Αντιμνημονίου» είχε τελειώσει[6]. Τη θέση της παρωχημένης, υποτίθεται, αντίθεσης έχουν πάρει ήδη οι διαβεβαιώσεις για την εφαρμογή της συμφωνίας[7] και τα σενάρια για τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας που θα την αναλάβει, η συνεργασία δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ με Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ (βλ. συνέντευξη Γ. Δραγασάκη στην Εφημερίδα των Συντακτών, 29.8.2015· συνέντευξη Ν. Βούτση στον BHMA FM, 31.8.2015).
Με την αριστερή του πτέρυγα να καταγγέλλει ως ισοπεδωτική (!) την αντίθεση «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο», ο ΣΥΡΙΖΑ περνά πια στο αίτημα να αποδαιμονοποιηθεί (!!) η λέξη «Μνημόνιο», προς επιβεβαίωση όσων επισημαίνουν το προφανές: ότι ένα πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο που συσσωρεύτηκε στους αγώνες έντεκα ολόκληρων χρόνων, σήμερα θα δαπανηθεί ώστε το μνημόνιο να εφαρμοστεί «χωρίς να ανοίξει μύτη» – με τη νομιμοποίηση, μάλιστα, ανθρώπων εγνωσμένης ακεραιότητας, όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Θοδωρής Δρίτσας.
4. Κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας ή κριτική στήριξη της Λαϊκής Ενότητας
Μετά και την καταθλιπτική αφομοίωση του κόμματος από την κυβέρνηση, και τελικά την κατάργησή του, η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι μη αναστρέψιμη – όπως μη αναστρέψιμη είναι και η παγίωση του προεδρικού αυταρχισμού, το πολιτικό της "εποικοδόμημα". Θα ήταν αλλιώς, αν υπήρχε πεδίο για να διεκδικηθεί αυτή η αντιστροφή της κατάστασης (όμως το συνέδριο του κόμματος καταργήθηκε…). Θα ήταν αλλιώς, αν υπήρχε έστω ένας εσωκομματικός συσχετισμός για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος (όμως η Νεολαία, σημαντικό τμήμα των «53+» και όλη η εσωκομματική αντιπολίτευση είναι πια εκτός κόμματος…). Η σημειολογία είναι αμείλικτη: αν γινόταν στ’ αλήθεια αλλιώς, ο Φώτης Κουβέλης δεν θα σκεφτόταν σήμερα τον επαναπατρισμό στον ΣΥΡΙΖΑ: τον σκέφτεται γιατί στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σήμερα ένα κόμμα-απομίμηση του Συνασπισμού του ’90, με υπερταξικές αναφορές, τη στιγμή που η ταξική πόλωση εντείνεται, απειλώντας ήδη να διαλύσει τις κοινωνικές του εκπροσωπήσεις.
***
Η προαναγγελθείσα κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας για την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου, πιθανότατα υπό τον πρωθυπουργό που διαβεβαίωνε ότι δεν θα είναι «παντός καιρού», βεβαιώνει την μετακόμιση του ΣΥΡΙΖΑ στην Κεντροαριστερά, στο χώρο δηλαδή που συρρικνώθηκε μέσα σε μια πενταετία σκληρής ταξικής πόλωσης. Αν όμως έχουν έτσι τα πράγματα, με δεδομένους τους ασφυκτικούς χρόνους ως τις εκλογές, και δεδομένη επίσης την αποτυχία άλλων ρευμάτων της Αριστεράς να ηγηθούν ενός πολιτικού μετώπου του ΟΧΙ, η μόνη αριστερή αντιμνημονιακή δύναμη που μπορεί να έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση –αποτρέποντας, έστω προσωρινά, την ιταλοποίηση της ελληνικής Αριστεράς[8]–, είναι η «Λαϊκή Ενότητα». Γι’ αυτό άλλωστε το σχήμα στηρίζεται σήμερα από αγωνιστές/τριες και διανοούμενους της ριζοσπαστικής Αριστεράς που αποδεσμεύονται από τον ΣΥΡΙΖΑ (Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση, κύκλος του περιοδικού «Θέσεις»), διεθνιστικές κινήσεις (Κόκκινο Δίκτυο, Ξεκίνημα) και δυνάμεις προερχόμενες από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ).
Καθώς η επόμενη κυβέρνηση πρόκειται να διαπραγματευτεί «στροφές» που θα οξύνουν την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης (από το πλαίσιο για τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας και τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στις επικουρικές συντάξεις, ως τη μείωση του ΕΚΑΣ, την πώληση του ΑΔΜΗΕ και το φόρο στα αγροτικά εισοδήματα), η ανάγκη να υπάρχει μια ισχυρή αριστερή αντιπολίτευση στην επόμενη, καταθλιπτικά μνημονιακή Βουλή, κάνει αναπόφευκτη τη στήριξη της Λαϊκής Ενότητας. Η στήριξη αυτή, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι άνευ όρων. Ιδίως μετά την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, ο αυτοπροσδιορισμός της ΛΑ.Ε ως δύναμης γενικώς «αντιμνημονιακής, πατριωτικής και δημοκρατικής», η επιμονή στις μεταγραφές κοινοβουλευτικών τηλεαστέρων ανεξαρτήτως πολιτικού και ιδεολογικού στίγματος, μια συγκεντρωτική μεθοδολογία συγκρότησης τύπου «Αριστερό Ρεύμα και συνεργαζόμενοι», και βεβαίως η υποκατάσταση, διά του «εθνικού νομίσματος», μιας επειγόντως αναγκαίας αντικαπιταλιστικής πολιτικής, με την οποία δεν καταπιάστηκε ποτέ στα σοβαρά ο ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργούν την εντύπωση ότι ο πήχυς θα βρίσκεται, για την ώρα τουλάχιστον, χαμηλά: στην κεφαλαιοποίηση της εύλογης διαμαρτυρίας για τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ.
5. Χρειαζόμαστε μια ευρωπαϊκή αντικαπιταλιστική Αριστερά
Το έργο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ωστόσο, είναι κατά πολύ δυσκολότερο. Από τη μια, η ήττα της πρώτης αριστερής κυβέρνησης στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν επιτρέπει καμία ψευδαίσθηση για «ακόμα πιο σκληρή διαπραγμάτευση» στο πλαίσιο της Ευρωζώνης· ακόμα και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να εξηγήσει λογικά γιατί προσδοκά θετική ρύθμιση για το χρέος από τους «θεσμούς» που, αποδεδειγμένα πια, επιδιώκουν την ταπείνωσή του. Από την άλλη, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμα κινδύνου για όποια δύναμη της Αριστεράς θελήσει να πάει την υπόθεση παρακάτω – είτε αυτή στήριξε, είτε όχι το ηττημένο κυβερνητικό εγχείρημα. Προϊόν εκβιασμού, και μαζί εγκληματικών πολιτικών επιλογών που συνεχίζονται, η ήττα δεν θα ξεπεραστεί από κάποιους που «θα θέλουν περισσότερο» ή δεν θα «προδώσουν». Εν τέλει, η ίδια θέτει μέρες τώρα ένα επιτακτικό ερώτημα: πώς θα εκπροσωπούνται, στα χρόνια του τέλους της λαϊκής κυριαρχίας, και τελικά πώς θα επιβιώνουν, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι και οι νέοι – όσοι και όσες, δηλαδή, πετιούνται έξω από τη θεσμική πολιτική και το καπιταλιστικό οικονομικό κύκλωμα.
Σε αντίθεση με τη δεκαετία του ’90, η «Ευρώπη της προκοπής» δεν δίνει παρά την προοπτική μιας jobless recovery – την ίδια στιγμή που η «Ευρώπη των δικαιωμάτων» εγκληματεί σε βάρος των προσφύγων και θωρακίζεται μπροστά στις εξεγέρσεις του εγγύς μέλλοντος. Η συνθήκη αυτή θέτει την Αριστερά σε ολόκληρη την Ευρώπη μπροστά στην ανάγκη ενός αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος: στην ανάγκη να συγκροτηθεί, σε αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η κοινωνική δύναμη που θα αποτρέψει τα πραξικοπήματα («This is A Coup»), είτε η «έδρα» τους βρίσκεται στις Βρυξέλλες, είτε στο κέντρο της Αθήνας. Είναι προφανές ότι κανένα προεκλογικό πρόγραμμα δεν προλαβαίνει –αν υποθέσουμε ότι προτίθεται– να ασχοληθεί διεξοδικά με αυτά. Είναι ακριβώς γι’ αυτά, όμως, που ο ορίζοντας των αριστερών δεν μπορεί να σταματά στις κάλπες της 20ης Σεπτεμβρίου.