Δυναμικές κινητοποιήσεις η μόνη απάντηση στην κυβέρνηση. Οι ηγεσίες των ΔΟΕ και ΟΛΜΕ πίσω από τις ανάγκες του κλάδου!
Του Δημήτρη Πανταζόπουλου
Τον Αύγουστο του 2010 η υπ. Παιδείας δήλωνε ότι η περσινή χρονιά θα ήταν για το σχολείο η πιο δύσκολη από τη μεταπολίτευση. Ο στόχος τους στέφθηκε με επιτυχία!
Την περασμένη χρονιά η κυβέρνηση:
• Αύξησε των αριθμό των μαθητών ανά τάξη μέσα από της συγχωνεύσεις–καταργήσεις σχολείων
• Έκλεισε τα αθλητικά και υποβάθμισε τα μουσικά σχολεία
• Υποβάθμισε την ξενόγλωσση εκπαίδευση με τις αλλαγές στη διδασκαλία της 2ης ξένης γλώσσας
• Μείωσε στο μισό τους διορισμούς εκπαιδευτικών
• Κατάργησε υποτίθεται την ωρομισθία βαφτίζοντας τους ωρομίσθιους αναπληρωτές μειωμένου ωραρίου και διατηρώντας τις ίδιες (αν όχι χειρότερες) συνθήκες δουλειάς
• Ξεκίνησε το νέο θεσμό των αναπληρωτών ΕΣΠΑ με αποτέλεσμα χιλιάδες αναπληρωτές να μένουν απλήρωτοι για μήνες
Αυτά είναι μόνο κάποια από τα δεινά του σχολείου που θεσμοθετήθηκαν! Η κυβέρνηση συνεχίζει ακάθεκτη την «εθνοσωτήρια» πολιτική της. Όλα συνηγορούν στο ότι η Διαμαντουπούλου και η κλίκα που κυβερνά αποφάσισαν ότι στις 12/9 θα αρχίσει η χειρότερη σχολική χρονιά από την εποχή του εμφυλίου…
Σχολεία χωρίς βιβλία…
Στα πλαίσια του… «ψηφιακού σχολείου», απ’ ότι φαίνεται, η χρονιά αρχίζει χωρίς βιβλία αλλά με DVD και φωτοτυπίες. Μπορεί το υπουργείο να προσπαθεί να μειώσει τις αντιδράσεις και να ρίξει άλλου τις ευθύνες αλλά η ουσία είναι μία: τα παιδιά θα κάνουν μάθημα για πάνω από ένα μήνα χωρίς βιβλία.
Την ίδια στιγμή τόσο στα σχολεία όσο και στις σχολικές επιτροπές δεν υπάρχουν οι απαραίτητοι πόροι για τις περιβόητες φωτοτυπίες ανοίγοντας έτσι το δρόμο για να πληρώσουν οι γονείς από την τσέπη τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα όποια βιβλία υπήρχαν από πέρυσι στα βιβλιοπωλεία έχουν κάνει φτερά πριν ακόμα ανοίξουν τα σχολεία.
Εξίσου εξοργιστικό είναι το γεγονός ότι από τη μία οι φωτοτυπίες θα στοιχίσουν ακριβότερα από τα βιβλία, την ίδια στιγμή μάλιστα που δεν υπάρχει σε όλα τα σχολεία η υποδομή για κάτι τέτοιο, ενώ από την άλλη είναι απαράδεκτο, παιδαγωγικά σκανδαλώδες, τα παιδιά (και ιδιαίτερα αυτά των πρώτων τάξεων του δημοτικού) να καλούνται να διδαχθούν από ασπρόμαυρες φωτοτυπίες.
Σχολεία χωρίς δασκάλους…
Ακόμα κι αν τα βιβλία ερχόταν στην ώρα τους δεν υπάρχουν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές για να τα διδάξουν αφού οι διορισμοί αγγίζουν φέτος τα όριο του μηδενός. Το υπουργείο ανακοίνωσε για φέτος 600 (546 για την ακρίβεια) μόνο διορισμούς! Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να καλυφτούν οι κενές θέσεις με μόνιμο προσωπικό.
Η δραματικότητα της κατάστασης φαίνεται από το γεγονός ότι σύμφωνα με στοιχεία της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ τα τελευταία 2 χρόνια έχουν συνταξιοδοτηθεί περίπου 17.000 εκπαιδευτικοί και έχουν προσληφθεί μόνο 3.400. Το υπ. Παιδείας όμως έχει τη λύση: προσλαμβάνει και φέτος 25.000 περίπου ελαστικά εργαζόμενους (ωρομίσθιους, αναπληρωτές πλήρους και μειωμένου ωραρίου).
Τα διαλύουν όλα
Λόγω «έλλειψης χρημάτων» (αφού η κυβέρνηση πετά το μπαλάκι της λειτουργίας και συντήρησης των σχολείων στους δήμους και τις σχολικές επιτροπές) στα περισσότερα σχολεία δεν έχουν γίνει ούτε οι απαραίτητες εργασίες συντήρησης.
Δεν υπάρχουν χρήματα για τις στοιχειώδης λειτουργικές ανάγκες μέσα στη χρονιά όπως η πχ η θέρμανση την οποία φαίνεται ότι θα κληθούν να καλύψουν οι γονείς όπως και πέρυσι σε πολλές περιπτώσεις.
Το σχέδιο είναι σαφές: το κράτος δε δίνει φράγκο και τα σχολεία καλούνται μόνα τους να τα βγάλουν πέρα, είτε με τα χρήματα των γονιών που θα πληρώνουν πανάκριβα τη «δημόσια εκπαίδευση» είτε μέσω της εξεύρεσης πόρων μέσα από χορηγίες ιδιωτών ανοίγοντας έτσι την κερκόπορτα της ιδιωτικοποίησης.
Στόχος αυτής της κυβέρνησης δεν είναι όπως λέει, η αναβάθμιση της εκπαίδευσης αλλά ο μαρασμός της και η πλήρης υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου.
Στον καιρό των μνημονίων όπου όλα ξεπουλιούνται για να ξεχρεωθούν οι τραπεζίτες το δημόσιο και δωρεάν σχολείο στην υπηρεσία της κοινωνίας δεν χωράει.
Μπορεί εδώ και μήνες η υπουργός και το επιτελείο της να μας φλομώνουν καθημερινά με ωραία λόγια αλλά όλες οι βαρύγδουπες εξαγγελίες για το «ψηφιακό σχολείο», το «νέο λύκειο» ή το περιβόητο πλέον «πρώτα ο μαθητής» στην πράξη αποδεικνύονται κενές περιεχομένου.
Ο μαθητής, ο δάσκαλός και τελικά η κοινωνία ολόκληρη είναι οι τελευταίοι που ενδιαφέρουν το υπουργείο, την κυβέρνηση και το σχεδιασμό τους.
Πανεκπαιδευτικός αγώνας
Όλα τα παραπάνω προδιαγράφουν το σκηνικό του τρόμου για τη νέα σχολική χρονιά. Γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικοί δεν μπορούμε να μείνουμε με σταυρωμένα χέρια. Ήδη οι φοιτητές βρίσκονται στο δρόμο ενάντια στο νόμο που μετά το σχολείο διαλύει και το πανεπιστήμιο σκιαγραφώντας για τους σημερινούς μαθητές ακόμα πιο δύσκολο μέλλον.
Γι’ αυτό είναι σήμερα αναγκαίο όσο ποτέ να χτιστεί ένα Πανεκπαιδευτικό Μέτωπο ενάντια στην κυβερνητική πολιτική.
Σ αυτή την κατεύθυνση η στάση της πλειοψηφίας στην ηγεσία των ΔΟΕ – ΟΛΜΕ είναι εντελώς πίσω από τις ανάγκες του κλάδου.
Η προκήρυξη μίας 24ωρης απεργίας από τη ΔΟΕ στις 22 Σεπτέμβρη και η… στάση αναμονής (μέχρι στιγμής) της ΟΛΜΕ λειτουργούν στην πραγματικότητα σαν φρένο για τον κλάδο μας.
Αυτό που έχουν ανάγκη σήμερα οι εκπαιδευτικοί είναι να γίνουν συνελεύσεις αμέσως με το άνοιγμα των σχολείων και να μπει μπροστά
- ένα πρόγραμμα κινητοποιήσεων και απεργιών αντίστοιχο της επίθεσης που δεχόμαστε
- με δυναμική κλιμάκωση στηνκατεύθυνση των επαναλαμβανόμενων γενικών απεργιών στην παιδεία,
για να στηρίξουμε αποφασιστικά, ανάμεσα σ’ άλλα τον αγώνα που δίνουν σήμερα οι φοιτητές, και σαν ο μόνος τρόπος να ανατραπούν οι σημερινές πολιτικές κι αυτοί που τις εφαρμόζουν.
Αυτή τη μάχη πρέπει να τη δώσουμε μαζί με τους γονείς και τους μαθητές και όλους τους εργαζόμενους, διεκδικώντας:
- Ανατροπή του νόμου της Διαμαντοπούλου.
- Δημόσια Δωρεάν Εκπαίδευση, κι όχι μια παιδεία υποταγμένη στα συμφέροντα του ιδιωτικού κεφαλαίου.
- Μόνιμους μαζικούς διορισμούς στο δημόσιο σχολείο, κατάργηση των ελαστικών μορφών εργασίας.
- Μείωση των μαθητών ανά τάξη, όχι στις συγχωνεύσεις–καταργήσεις σχολείων.
- Κανένας γονιός να μη βάζει το χέρι στην τσέπη για βιβλία , λειτουργικές ανάγκες κτλ.
- Διπλασιασμός των δαπανών για την παιδεία (για να πάμε κατ’ αρχήν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 5% του ΑΕΠ).