COP30: «πράσινη διπλωματία», ορυκτά καύσιμα και τα όρια του ΟΗΕ

Ετζεχάν Μπάλτα

Η τελευταία σύνοδος για το κλίμα (COP30), που πραγματοποιήθηκε στο Μπελέμ της Βραζιλίας τον Νοέμβρη, παρουσιάστηκε διεθνώς ως η «Σύνοδος του Αμαζονίου» ή, σύμφωνα με τον Βραζιλιάνο πρόεδρο Λούλα ντα Σίλβα, ως μια μορφή «εκδίκησης» του δάσους απέναντι σε όσους το καταστρέφουν. Η επιλογή της πόλης Μπελέμ, στις εκβολές του Αμαζονίου, δεν ήταν τυχαία: αποτελεί το επίκεντρο τόσο της καταστροφής όσο και της αντίστασης, εκεί όπου η αποδάσωση, η αρπαγή γης και η βιομηχανική γεωργία συγκρούονται με δεκαετίες αγώνων των αυτοχθόνων πληθυσμών, των αγροτών, των γυναικών και των εργατών. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, πίσω από τον ισχυρό συμβολισμό, η βασική αρχιτεκτονική του καθεστώτος των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα παρέμεινε ανέπαφη: εθελοντικές δεσμεύσεις, στόχοι που κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να πιάσει και μια διαδικασία όλο και μεγαλύτερης υποταγής στο κεφάλαιο – απλώς με μια πιο «πράσινη» απόχρωση.

Μια αποτίμηση της COP30 από μαρξιστική σκοπιά δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από αυτή την αντίφαση. Από τη μία πλευρά, η επιστημονικά τεκμηριωμένη επείγουσα ανάγκη προστασίας του κλίματος είναι πιο ξεκάθαρη από ποτέ· από την άλλη, οι θεσμοί που υποτίθεται ότι θα ανταποκριθούν σε αυτή την ανάγκη είναι ενσωματωμένοι σε μια παγκόσμια τάξη που οργανώνεται γύρω από το κέρδος, τον ανταγωνισμό και την εξουσία του κεφαλαίου. Αντί να αντιμετωπίσει τη λογική της αέναης περιβαλλοντικής καταστροφής, η COP30 επιχείρησε απλώς να τη διαχειριστεί – κυρίως μέσω νέων αγορών, χρηματοοικονομικών εργαλείων και συνεργασιών με τις ίδιες εταιρείες που τροφοδοτούν την κρίση.

Τριάντα χρόνια σύνοδοι για το κλίμα

Η Συμφωνία του Παρισιού (με την οποία έκλεισε η COP21 το 2016) παρουσιάζεται συχνά ως «νομικά δεσμευτική». Στην πραγματικότητα, όμως, το μόνο που επιβάλλει στα κράτη είναι να υποβάλουν «Εθνικά Καθορισμένες Συνεισφορές» (NDC – εθνικά σχέδια για την προστασία του κλίματος). Δηλαδή, δεν τα υποχρεώνει καν να πετύχουν τους στόχους που τα ίδια θέτουν. Όταν οι κυβερνήσεις δεν επιτυγχάνουν αυτούς τους στόχους, δεν αντιμετωπίζουν καμία νομική κύρωση. Αυτό το μοτίβο ήταν ήδη εμφανές στις συνόδους της Γλασκόβης (2021), του Σαρμ Ελ Σέιχ (2022) και του Ντουμπάι (2023). Το Μπελέμ απλώς το επιβεβαίωσε.

Το αποτέλεσμα φαίνεται παράδοξο: μέσα στην ίδια δεκαετία που οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι οδεύουμε προς αύξηση της θερμοκρασίας κατά πάνω από 2,5–2,8°C σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, η σύνοδος του ΟΗΕ που καλείται να αντιμετωπίσει αυτή την κρίση λειτουργεί ως μια λέσχη όπου μπορεί κανείς να «δεσμευτεί» εθελοντικά και μετά να βρει όλα τα απαραίτητα παραθυράκια για να μην τηρήσει τη δέσμευση.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ισχύς των επιχειρήσεων δεν περιορίζεται στο να ασκεί πιέσεις γύρω από τη διαδικασία και τις αποφάσεις της COP, αλλά έχει πλέον εισχωρήσει και στο εσωτερικό της. Στην COP30 συμμετείχαν πάνω από 1.600 λομπίστες εταιρειών ορυκτών καυσίμων – αριθμός που αντιστοιχεί περίπου σε έναν ανά 25 συμμετέχοντες, ή σε μια αντιπροσωπεία μεγαλύτερη από αυτή οποιασδήποτε άλλης χώρας πέρα από τη διοργανώτρια Βραζιλία. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εκπροσώπων εταιρειών ορυκτών καυσίμων που έχει καταγραφεί ποτέ σε σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα. Παρόμοια τάση υπάρχει και στον τομέα της βιομηχανικής γεωργίας και κτηνοτροφίας: εκατοντάδες λομπίστες από τις βιομηχανίες κρέατος, γαλακτοκομικών, φυτοφαρμάκων και βιοκαυσίμων συμμετείχαν στη σύνοδο, υπερβαίνοντας σε αριθμό τις αντιπροσωπείες πολλών κρατών.

Οι ίδιες εταιρείες ορυκτών καυσίμων και αγροτικών προϊόντων που καταστρέφουν εδάφη στον Αμαζόνιο, τη Δυτική Αφρική ή τη Νοτιοανατολική Ασία, συμμετέχουν σε επιτροπές για «στρατηγικές μηδενικού ισοζυγίου» (δηλαδή στρατηγικές εκμηδένισης των εκπομπών), έχουν παρουσία με περίπτερα στις συνόδους και παρεμβαίνουν διακριτικά στη σύνταξη των κειμένων. Εν τω μεταξύ, στις αυτόχθονες κοινότητες, στους εργαζομένους και συνολικά στους ανθρώπους που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της περιβαλλοντικής καταστροφής, οι σύνοδοι αυτές απονέμουν καθεστώς παρατηρητή και περιορισμένη πρόσβαση, ενώ κάθε διαμαρτυρία διεξάγεται υπό αυστηρή αστυνόμευση.

Πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία μόνο το σύστημα της αγοράς θα μπορούσε να οδηγήσει: τη συγχώνευση της διπλωματίας και των καπιταλιστικών συμφερόντων σε μια διεθνή διαδικασία που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί την «ανθρωπότητα», αλλά στην πράξη αναπαράγει την ταξική εξουσία των πλουσίων ρυπαντών.

Αμαζόνιος: μεταξύ εξορύξεων και «πράσινων» συμφωνιών

Το Μπελέμ δεν είναι απλώς ένα γραφικό σκηνικό, αλλά ένα εργαστήριο του σύγχρονου καπιταλισμού. Την περίοδο που βρισκόταν στην εξουσία ο Μπολσονάρου, η αποψίλωση των δασών του Αμαζονίου επιταχύνθηκε δραματικά. Σε λίγους μήνες του 2022, ο ρυθμός καταστροφής αυξήθηκε κατά περισσότερο από 150% λόγω της εκχέρσωσης δασικών εκτάσεων για εκτροφή βοοειδών, καλλιέργεια σόγιας και εξορύξεις.

Σήμερα, περίπου το 17% του δάσους έχει ήδη καταστραφεί και συνολικά βρίσκεται σε οριακό σημείο, σύμφωνα με τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων. Η περιοχή αποτελεί κλασικό παράδειγμα αυτού που ο Μαρξ ονόμαζε «πρωταρχική συσσώρευση» κεφαλαίου: εδάφη που ανοίγονται βίαια στην εμπορευματοποίηση, αυτόχθονες κοινότητες που εκδιώκονται και φυσικά δημόσια αγαθά που μετατρέπονται σε ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία.

Η COP30 δεν κινήθηκε βέβαια προς την κατάργηση αυτού του μοντέλου, αλλά προς την αναδιαμόρφωσή του μέσω προγραμμάτων «πράσινης» χρηματοδότησης. Το πιο χαρακτηριστικό από αυτά είναι η δημιουργία ενός ταμείου για τα τροπικά δάση, του «Tropical Forests Forever Facility» (TFFF), μια πολυδιαφημισμένη πρωτοβουλία του Λούλα, που παρουσιάστηκε επίσημα στο Μπελέμ με την υποστήριξη του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και δεκάδων κρατών. Στόχος είναι να συγκεντρωθούν δημόσια και ιδιωτικά κεφάλαια και, μέσω των εσόδων τους, να χορηγούνται «αμοιβές βάσει επιδόσεων» στις χώρες με τροπικά δάση που διατηρούν τα δέντρα όρθια.

Η επίσημη αφήγηση έχει ως εξής: τα δάση είναι «φυσικό κεφάλαιο» του οποίου η αξία δεν έχει αναγνωριστεί από τις αγορές. Το TFFF διορθώνει –υποτίθεται– αυτή την αστοχία της αγοράς, επιβραβεύοντας όσους «παρέχουν την υπηρεσία» της διατήρησής τους. Αν όμως κοιτάξουμε πίσω από την «πράσινη» γλώσσα, η λογική είναι γνωστή. Τα δάση αντιμετωπίζονται ως μια νέα κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, που υπόκειται στις διακυμάνσεις και τις προτεραιότητες της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής αγοράς. Οι αποφάσεις για το πού κατευθύνονται τα κεφάλαια επηρεάζονται κυρίως από διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και ιδιώτες επενδυτές – όχι από τις τοπικές κοινότητες και τους εργαζόμενους. Το πραγματικό, ζωντανό δάσος, με τους αυτόχθονες κατοίκους του, τις κουλτούρες, τα ποτάμια και τη βιοποικιλότητά του, μετατρέπεται έτσι σε επενδυτικό προϊόν.

Δεν πρόκειται για κάποια ρήξη με τον καπιταλισμό των ορυκτών καυσίμων, αλλά για επέκτασή του: η φύση εμπορευματοποιείται ακόμη περισσότερο, η κλιματική κρίση γίνεται ένα επιπλέον πεδίο για το κεφάλαιο, όπου τα «πράσινα» χαρτοφυλάκια επεκτείνονται, ενώ η υλική βάση της ζωής συνεχίζει να θυσιάζεται στον βωμό της συσσώρευσης κέρδους. Όπως σωστά υπογράμμισαν μια σειρά ριζοσπαστικών κινημάτων στη Βραζιλία, στη Σύνοδο των κινημάτων που πραγματοποιήθηκε παράλληλα με την COP30, το ζήτημα δεν είναι αν το κεφάλαιο μπορεί να «ανταμείψει» τη συντήρηση των δασών, αλλά αν ένα σύστημα που βασίζεται στην ατελείωτη ανάπτυξη και το κέρδος μπορεί να συνυπάρξει με τα οικολογικά όρια ενός πεπερασμένου πλανήτη. Η απάντησή τους –και η δική μας– είναι όχι.

Η Σύνοδος των κινημάτων και η Πορεία της 15ης Νοεμβρίου

Το πραγματικό πολιτικό κέντρο του Μπελέμ δεν ήταν ο περιφραγμένος χώρος της Συνόδου, αλλά η Σύνοδος των κινημάτων και η μαζική πορεία της 15ης Νοεμβρίου. Για αρκετές ημέρες, περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν μέσα και γύρω από το campus του Πανεπιστημίου του Pará και στους δρόμους της πόλης: αυτόχθονες κοινότητες, αγρότες, ψαράδες, συνδικαλιστές, φεμινιστικά και ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματα, οργανώσεις φτωχών κατοίκων των πόλεων και διεθνή περιβαλλοντικά δίκτυα.

Η πορεία της 15ης Νοεμβρίου συμπύκνωσε ιδιαίτερα τον κοινωνικό χαρακτήρα αυτής της αντίστασης. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες: αυτόχθονες, μαύρες, αγρότισσες ή γυναίκες των πόλεων. Κινήματα όπως αυτό των Ακτημόνων Αγροτών (MST), η Ενωμένη Κεντρική Εργατική Ένωση (CUT), καθώς και κινήματα ενάντια σε φράγματα και εξορύξεις, έφεραν στους δρόμους δεκαετίες αγώνων ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή. Ανάμεσα σε άλλα, τα πανό και τα συνθήματά τους έλεγαν: «Έξω το πετρέλαιο από τον Αμαζόνιο!», «Το νερό ανήκει στον λαό!», «Η βιομηχανική γεωργία είναι θάνατος!» και άλλα, που δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι στο στόχαστρο των κινημάτων δεν μπαίνουν μόνο οι εκπομπές ρύπων σε αφηρημένο επίπεδο, αλλά οι συγκεκριμένες μορφές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της περιοχής.

Για πολλούς από τους συμμετέχοντες, η πορεία δεν ήταν μια «παράλληλη εκδήλωση», αλλά το πραγματικό επίκεντρο της COP30 – μια συλλογική κίνηση που πρέπει να οδηγήσει στην αύξηση της πίεσης που θα χρειαστεί να ασκήσουμε, ώστε να επιβληθεί η πραγματική κατάργηση των ορυκτών καυσίμων.

Η Διακήρυξη της Συνόδου των κινημάτων αναγνώρισε τον καπιταλισμό ως τη βασική αιτία της κλιματικής κρίσης, καταδίκασε τις πολυεθνικές εταιρείες και τα ιμπεριαλιστικά κράτη, απέρριψε τις «ψευδείς λύσεις» που βασίζονται στην αγορά και απαίτησε μια ριζική αναδιοργάνωση της παραγωγής, των ενεργειακών συστημάτων και της χρήσης της γης.

Οι αντιφάσεις μιας «πράσινης» κυβέρνησης

Μια από τις κεντρικές συζητήσεις στο Μπελέμ περιστράφηκε γύρω από τον ρόλο της κυβέρνησης Λούλα και, ευρύτερα, τη σχέση ανάμεσα στα αριστερά κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία και τα κοινωνικά κινήματα. Το Εργατικό Κόμμα (PT) έχει βαθιές ιστορικές σχέσεις με πολλές από τις οργανώσεις που συμμετείχαν στη Σύνοδο Κορυφής, συμπεριλαμβανομένου του MST και σημαντικών συνδικαλιστικών φορέων. Η τρίτη θητεία του Λούλα αποκατέστησε πολλά δημοκρατικά δικαιώματα που είχαν καταργηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση του ακροδεξιού Μπολσονάρου και προχώρησε σε σημαντικά μέτρα για τη μείωση της αποδάσωσης. Την ίδια στιγμή όμως, ενέκρινε νέες έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο, διατήρησε την αγροτική βιομηχανία ως ραχοκοκαλιά των βραζιλιάνικων εξαγωγών και υιοθέτησε μέτρα όπως το πρόγραμμα TFFF ως βασικό στοιχείο της «πράσινης» διπλωματίας της.

Αυτή η αντίφαση ήταν εμφανής και στο Μπελέμ. Το κράτος κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της Συνόδου των Κινημάτων και προσπάθησε να την παρουσιάσει διεθνώς ως «συμπλήρωμα» της επίσημης συνάντησης. Υπουργοί από τους τομείς της υγείας, της γεωργίας και του περιβάλλοντος παρευρέθηκαν στις συνεδριάσεις, δείχνοντας ότι η Βραζιλία μπόρεσε να κάνει αυτό που δεν έκαναν μια σειρά αυταρχικών κρατών που φιλοξένησαν προηγούμενες Cop — όπως η Αίγυπτος, τα ΗΑΕ ή το Αζερμπαϊτζάν: να δημιουργήσει χώρο για την κοινωνία των πολιτών. Ωστόσο, πολλές ριζοσπαστικές οργανώσεις προειδοποίησαν ότι αυτή η υποστήριξη από το κράτος είχε τίμημα: την πίεση να μετριαστούν οι επικρίσεις για τις κυβερνητικές πολιτικές στα ορυκτά καύσιμα και τις εξορύξεις. Πίσω από κλειστές πόρτες, έγιναν έντονες συζητήσεις για το πόσο αυστηρή θα έπρεπε να είναι η τελική απόφαση της Συνόδου και κατά πόσο θα έπρεπε να αναφερθεί σε έργα όπως οι γεωτρήσεις στη λεκάνη του Αμαζονίου ή τα μεγα-φράγματα.

Τα κόμματα που βρίσκονται στα αριστερά του PT (του κόμματος του Λούλα), όπως το PSOL, κράτησαν μια στάση «κριτικής υποστήριξης»: υπερασπίστηκαν τον Λούλα απέναντι στην ακροδεξιά, επιμένοντας παράλληλα στην πλήρη κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, στη μεταρρύθμιση της γης και στην ενίσχυση των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων πληθυσμών. Αυτή η αντίφαση —η ανάγκη στήριξης των προοδευτικών κυβερνητικών μέτρων από τη μια, και η διασφάλιση της αυτονομίας των κινημάτων από την άλλη— δεν είναι μοναδική για τη Βραζιλία· είναι ένα επαναλαμβανόμενο δίλημμα για τη μαρξιστική αριστερά στην εποχή της κλιματικής κρίσης. Η Cop30 κατέδειξε με σαφήνεια ότι χρειαζόμαστε στρατηγικές που να μπορούν ταυτόχρονα να υπερασπίζονται τα δημοκρατικά δικαιώματα και τον χώρο δράσης των κινημάτων, αλλά και να αντιπαρατίθενται στο καπιταλιστικό κράτος όταν αυτό λειτουργεί —όπως συνήθως— ως πολιτικός οργανωτής της συσσώρευσης κεφαλαίου.

Για μια οικοσοσιαλιστική μετάβαση

Στο Μπελέμ, οι εκπρόσωποι των ισχυρών μιλούσαν για «υλοποίηση», «οδικούς χάρτες», «μετάβαση στο ουδέτερο ισοζύγιο» κ.λπ. Αλλά για τι είδους υλοποίηση μιλούν και προς όφελος ποιων; Η κυρίαρχη ατζέντα εξακολουθεί να βασίζεται σε τρεις βασικούς πυλώνες: την αγοραπωλησία δικαιωμάτων ρύπων, τις συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για «πράσινες» επενδύσεις και τεχνολογίες όπως η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, που υποτίθεται ότι θα επιτρέψουν τη συνέχιση της εξόρυξης ορυκτών καυσίμων με την υπόσχεση ενός μελλοντικού «καθαρισμού». Αυτά δεν είναι τεχνικές λεπτομέρειες, αλλά ταξικές στρατηγικές, επιλογές του συστήματος του κέρδους.

Η λεγόμενη «αγορά άνθρακα» μετατρέπει το δικαίωμα στην ρύπανση σε εμπόρευμα, επιτρέποντας σε όσους μπορούν να πληρώσουν να συνεχίζουν να ρυπαίνουν, ενώ δεν θίγει τη δομή λειτουργίας της αγοράς ενέργειας. Τα ταμεία για τα δάση, όπως το TFFF, μετατρέπουν ολόκληρα οικοσυστήματα σε περιουσιακά στοιχεία. Τα σχέδια «δίκαιης μετάβασης» σε ενεργειακές πηγές πέρα από τα ορυκτά καύσιμα που προωθούν διάφορες εταιρείες έχουν ως βασικό στόχο την εγγύηση των κερδών των επενδυτών, χωρίς να εξασφαλίζουν δουλειά και εργασιακά δικαιώματα για τους εργαζόμενους. Το μόνο που τους προσφέρουν είναι, στην καλύτερη περίπτωση, επανεκπαίδευση, ενώ στη χειρότερη τους σπρώχνουν στην ανεργία. Στο μεταξύ, ακόμη κι όταν τα κείμενα αποφάσεων της Cop περιλαμβάνουν φράσεις όπως «σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων», αυτές συνοδεύονται από διατυπώσεις–παραθυράκια που προωθούν οι ομάδες πίεσης των λόμπι των ορυκτών καυσίμων και της αγροτικής βιομηχανίας, τα οποία κατακλύζουν αυτές τις συνόδους.

Η κλιματική κρίση δεν είναι μια δυσλειτουργία που μπορεί να διορθωθεί μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά έκφραση της κανονικής λειτουργίας του. Το φρενάρισμα της οικολογικής κατάρρευσης απαιτεί μια ταχεία και προγραμματισμένη μείωση της παραγωγής και χρήσης ορυκτών καυσίμων, τον τερματισμό των καταστροφικών εξορύξεων και μαζικές επενδύσεις στην εξοικονόμηση ενέργειας, καθώς και παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε μικρής κλίμακας, τοπικές εγκαταστάσεις. Όλα αυτά συνεπάγονται μετωπική σύγκρουση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει:

  • Δημόσια και κοινωνική ιδιοκτησία στην ενέργεια, τις μεταφορές και τις μεγάλες βιομηχανίες, υπό τον έλεγχο των εργαζομένων και της κοινωνίας.
  • Δημοκρατικά σχεδιασμένη, σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων και μετάβαση σε περιβαλλοντικά φιλικές ανανεώσιμες πηγές, με εγγυημένες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας για όσους εργαζόμενους εξαρτώνται σήμερα από αυτόν τον κλάδο.
  • Ριζική αγροτική μεταρρύθμιση και μετάβαση από τη βιομηχανική γεωργία στην αγροοικολογία, με έμφαση στη διατροφική επάρκεια και ασφάλεια.
  • Αναγνώριση των αυτόχθονων πληθυσμών και αποκατάσταση των δικαιωμάτων τους στη γη τους. Αυτοί οι πληθυσμοί είναι οι πιο αποτελεσματικοί φύλακες των δασών, των υδάτων και του φυσικού περιβάλλοντος των περιοχών τους.
  • Αναδιοργάνωση της οικονομίας με επίκεντρο τις ανάγκες των ανθρώπων και την προστασία της φύσης, και όχι το κέρδος.

Η Cop30 δεν υλοποίησε αυτό το πρόγραμμα — δεν θα μπορούσε, άλλωστε, εξαιτίας των περιορισμών που θέτει η ίδια η φύση της. Ωστόσο, η σύγκλιση που είδαμε στο Μπελέμ ανάμεσα στους αγώνες των αυτόχθονων πληθυσμών, των αγροτικών κινημάτων, των φεμινιστικών και LGBTQIA+ οργανώσεων, των συνδικάτων και των αντιρατσιστικών οργανώσεων, μας δείχνει πώς θα μπορούσε να μοιάζει το διεθνιστικό μπλοκ που χρειαζόμαστε για να επιβάλλουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,273ΥποστηρικτέςΚάντε Like
990ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
446ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα