Φιλοξενούμε στη στήλη «Συνεργασίες αναγνωστών, Απόψεις, Αναδημοσιεύσεις» κείμενο που έστειλε ο φίλος του Ξ, μέλος της της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού «Μαρξιστική Σκέψη» Χρήστος Κεφαλής. Το παρόν κείμενο είναι μια συμπληρωμένη εκδοχή άρθρου που δημοσιεύθηκε αρχικά στην ηλεκτρονική έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών.
Η συμπλήρωση των 100 χρόνων από τον θάνατο του Λένιν στις 21 Ιανουαρίου έγινε η αφορμή για να αρχίσουν να εμφανίζονται στον συντηρητικό, αστικό Τύπο άρθρα αφιερωμένα στον μπολσεβίκο ηγέτη. Η εφημερίδα Καθημερινή ανακοίνωσε μάλιστα ένα βιβλίο με κείμενα 25 πανεπιστημιακών, συγγραφέων, κοκ, στο φύλλο της της 28ης Οκτώβρη. Δυστυχώς, αν κρίνουμε από τα πρώτα δείγματα, η ενασχόλησή τους με τον Λένιν φέρει έντονα τα σημάδια της προκατάληψης, με συνέπεια να διαστρεβλώνουν κατάφωρα γνωστά ιστορικά γεγονότα, που ο καθένας μπορεί να τα πληροφορηθεί με μια στοιχειώδη έρευνα.
Ένα τυπικό δείγμα αυτής της προκατάληψης παρέχει το άρθρο του Γ. Σιακαντάρη στα Νέα με τίτλο «Λένιν, ο Λουδοβίκος ΙΔ’ της Ρωσικής Επανάστασης» (22.1.2024 – ο χαρακτηρισμός του Λουδοβίκου, όπως αναφέρει ο Σιακαντάρης, αποδόθηκε στον Λένιν από τον Γκριγκόρι Μαξίμοφ, ένα Ρώσο αναρχικό). Αξίζει να δούμε πώς ο αρθρογράφος κατακεραυνώνει με ύφος εκατό καρδιναλίων τον ηγέτη της οκτωβριανής επανάστασης. Θα σταθούμε μόνο στον τρόπο που παρουσιάζει τη σύγκρουση ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και τους Μενσεβίκους στο Λονδίνο το 1903, μια σύγκρουση που οδήγησε στη διάσπαση της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας.
«Ο Λένιν», γράφει ο κ. Σιακαντάρης, «ξεκίνησε την πολιτική του απογείωση με μια αντιδημοκρατική λαθροχειρία. Στην ΚΕ του Εργατικού Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (ΕΡΣΔΚ) που έγινε στο Λονδίνο το 1903 μετέτρεψε τη μειοψηφία σε πλειοψηφία. Οι “μπολσεβίκοι” στην ΚΕ ήταν 23 μέλη, ενώ η “μειοψηφία” των μενσεβίκων ήταν πλειοψηφία, αφού ήταν 28 μέλη. Αφού πρώτα εξεδίωξε τους πέντε εκπροσώπους της εβραϊκής οργάνωσης Μπουντ, υπήρξε ισοψηφία και βάρυνε η ψήφος του Λένιν. Αυτή η εξέλιξη ήταν ενδεικτική τού πόσο, πολύ πριν κατακτήσει την εξουσία, σεβόταν τις δημοκρατικές διαδικασίες».
Δύσκολα θα βρούμε έστω και ένα πραγματικό γεγονός σε αυτή την παρουσίαση.
Κατ’ αρχήν, αυτό που συνέβηκε το 1903 δεν ήταν μια συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του ΡΣΔΕΚ, αλλά ένα κομματικό συνέδριο, συγκεκριμένα το 2ο Συνέδριό του (ουσιαστικά επρόκειτο για το ιδρυτικό συνέδριο· στο προηγούμενο, 1ο Συνέδριο του 1898 στο Μινσκ είχαν λάβει μέρος μόνο 9 αντιπρόσωποι και είχε αποτύχει να δημιουργήσει ένα ενιαίο κόμμα). Αυτοί που συμμετείχαν στο Συνέδριο δεν ήταν μέλη της ανύπαρκτης ακόμη ΚΕ αλλά αντιπρόσωποι στο Συνέδριο, το οποίο ξεκίνησε στις Βρυξέλλες και, μάλλον εξαιτίας πιέσεων από την εκεί τσαρική πρεσβεία, μεταφέρθηκε στο Λονδίνο.
Κατά δεύτερο λόγο, οι Μπολσεβίκοι και οι Μενσεβίκοι επίσης δεν υπήρχαν πριν το Συνέδριο. Προέκυψαν ως αποτέλεσμα της διαφωνίας στο ίδιο το Συνέδριο, και μάλιστα σε ένα προχωρημένο σημείο των εργασιών του, στην 22η από τις 37 συνεδριάσεις, ανάμεσα στον Λένιν και τον Μάρτοφ, πάνω στο περίφημο άρθρο 1 του καταστατικού του κόμματος. Στο Συνέδριο, ωστόσο, ο διαχωρισμός ήταν ακόμη πολύ ρευστός: ο Πλεχάνοφ, ο θεμελιωτής του ρωσικού μαρξισμού που έγινε στη συνέχεια ηγετικός θεωρητικός των Μενσεβίκων σε όλα τα ουσιαστικά θέματα συντάχτηκε με τον Λένιν, ενώ ο Τρότσκι, που έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο τον Οκτώβρη, συντάχτηκε με τους Μενσεβίκους.
Στα 1900-03 τα στελέχη που αποτέλεσαν αργότερα τις πτέρυγες των Μπολσεβίκων και των Μενσεβίκων συνεργάζονταν στην Ίσκρα, την πρώτη ρωσική σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα, και ήταν γνωστά ως «ισκριστές». Σε αυτό το διάστημα διεξήγαγαν είχαν αντιταχθεί αποφασιστικά στους οικονομιστές, την πτέρυγα που υποστήριζε ότι το κόμμα έπρεπε να περιορίζεται στις αμιγώς εργατικές διεκδικήσεις, τα οικονομικά αιτήματα, αφήνοντας τον αγώνα ενάντια στην τσαρική απολυταρχία στη φιλελεύθερη αστική τάξη. Αγωνίζονταν ακόμη από κοινού ενάντια στους μπουντιστές και τους εκπροσώπους των περιφερειακών εθνοτήτων, που ήθελαν ένα ομοσπονδιακό κόμμα, αποτελούμενο από πολλά τοπικά κόμματα. Και διεξήγαγαν επίσης μια κοινή πολεμική ενάντια στα μη εργατικά σοσιαλιστικά ρεύματα, ιδιαίτερα τους αγροτιστές (ναρόντνικους), που ισχυρίζονταν ότι η Ρωσία μπορούσε να αποφύγει την ανάπτυξη του καπιταλισμού και να περάσει άμεσα στο σοσιαλισμό με βάση τη διατηρούμενη εκεί αγροτική κοινότητα.
Ως αποτέλεσμα αυτής της κοινής προσπάθειας, οι ισκριστές είχαν την πλειοψηφία στο Συνέδριο, 33 από τους 51 αντιπροσώπους. Υπήρχαν ακόμη 5 σύνεδροι της Μπουντ και 2 ή 3 οικονομιστές, που αποτελούσαν τη δεξιά πτέρυγα του σώματος, και μια 10άδα ενδιάμεσων απόψεων συνέδρων που τοποθετούνταν στο κέντρο.
Στην πορεία του Συνεδρίου ανέκυψαν οι ουσιαστικές διαφωνίες μεταξύ των ισκριστών πάνω στο θέμα της κομματικής οργάνωσης. Ο Μάρτοφ πρότεινε μια διατύπωση που απέδιδε την ιδιότητα του κομματικού μέλους στον καθένα που συνδεόταν με μια κομματική οργάνωση και τη βοηθούσε στη δράση της, ενώ ο Λένιν υποστήριξε ότι μέλη του κόμματος μπορούσαν να λογίζονται μόνο όσοι συμμετείχαν ενεργά στις (παράνομες) οργανώσεις. Η διαφορά αντανακλούσε ένα θεμελιώδες ζήτημα προσανατολισμού, αν η νόμιμη ή η παράνομη οργάνωση θα γινόταν το κέντρο της κομματικής δράσης. Ο Λένιν υποστήριζε ότι στις συνθήκες του τσαρισμού μόνο η παράνομη οργάνωση μπορούσε να αποτελέσει βάση για μια πραγματικά επαναστατική εργασία, οργάνωση απεργιών και διαδηλώσεων, πολιτικής ζύμωσης, κοκ (που συνεπαγόταν διώξεις και φυλακίσεις), ενώ η απόδοση προτεραιότητας στη νομιμότητα σήμαινε να ενεργεί κανείς μόνο στα αποδεκτά από τον τσαρισμό πλαίσια. Η τελευταία θέση, κατά τον Λένιν, καθόριζε μια ρεφορμιστική, ουτοπική τακτική, γιατί το τσαρικό καθεστώς δεν επιδεχόταν μεταρρύθμιση. Όχι τυχαία, είχε έτσι την υποστήριξη μιας πτέρυγας της διανόησης και των μη εργατικών στοιχείων στο κόμμα, που είχαν σημαντική επιρροή στην Μπουντ.
Η διαφωνία πάνω στο άρθρο 1 είχε ως αποτέλεσμα να διαμορφωθούν οι δυο τάσεις που αποκλήθηκαν μετά τη διάσπαση Μπολσεβίκοι και Μενσεβίκοι. Μεταξύ των ισκριστών, η μπολσεβίκικη πτέρυγα, η πτέρυγα του Λένιν, είχε την πλειοψηφία με 23 ψήφους (από τις 31). Ωστόσο, η πλευρά του Μάρτοφ, του μετέπειτα πολιτικού ηγέτη των Μενσεβίκων, συνασπίστηκε με το κέντρο και τη δεξιά και έτσι στη σχετική ψηφοφορία η πρόταση του Μάρτοφ για το άρθρο 1 υπερίσχυσε με ψήφους 28-23.
Είναι όμως εντελώς αναληθές ότι η έμπρακτη ανατροπή της συγκεκριμένης απόφασης και η μετέπειτα πλειοψηφία των Μπολσεβίκων προήλθε από αυθαιρεσίες του Λένιν, που απέκλεισε δήθεν τους συνέδρους της Μπουντ. Απεναντίας, οι θέσεις και τα αιτήματα της Μπουντ καταδικάστηκαν από την πλειοψηφία των συνέδρων, συμπεριλαμβανόμενων των Μενσεβίκων, με αποτέλεσμα την οικειοθελή αποχώρησή της από το Συνέδριο.
Με την Μπουντ υπήρξαν δυο συγκρούσεις στο Συνέδριο. Η πρώτη και πιο επουσιώδης αφορούσε το αν θα περιληφθεί στο πρόγραμμα του κόμματος μια ρητή διάταξη για την ισοτιμία ή ελευθερία των γλωσσών. Ο Μάρτοφ, ο μετέπειτα πολιτικός ηγέτης των Μενσεβίκων, υποστήριξε ότι ήταν αρκετή η διατύπωση του προγράμματος που πρόβλεπε την ισότητα όλων των πολιτών ανεξάρτητα από φύλο, θρησκεία και γλώσσα και δεν χρειαζόταν μια τέτοια προσθήκη. Ο Λένιν επίσης υποστήριξε την ίδια θέση. Όπως αναφέρει ο ίδιος στο Ένα Βήμα Μπρος, δυο Βήματα Πίσω, την εκτενή του παρουσίαση των εργασιών του Συνεδρίου, πάνω στο ζήτημα αυτό επικράτησε αρκετή σύγχυση. Συνολικά διεξάχθηκαν 16 (!) περίπου ισόπαλες ψηφοφορίες (σύμφωνα με τον Λένιν στην κύρια ψηφοφορία το αίτημα της Μπουντ εγκρίθηκε τελικά με ψήφους 26-25).
Ωστόσο, η κύρια διαφωνία με την Μπουντ αφορούσε στην πρότασή της για ένα ομοσπονδιακό κόμμα, του οποίου η Μπουντ θα αποτελούσε μια ανεξάρτητη συνιστώσα, ουσιαστικά ένα χωριστό κόμμα. Αυτή η πρόταση απορρίφθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των συνέδρων, με ψήφους 41-5 και 5 αποχές. Ως αποτέλεσμα, αποχώρησαν από το Συνέδριο οι 5 σύνεδροι της Μπουντ και 2 ή 3 ακόμη οικονομιστές.
Αυτό το περιστατικό έδωσε στο τελικό μέρος του Συνεδρίου την πλειοψηφία στην πλευρά του Λένιν, αφού όλοι οι αποχωρήσαντες είχαν συνταχτεί στο κρίσιμο θέμα του κομματικού καταστατικού με τον Μάρτοφ. Δεν υπήρξε καμιά ισοψηφία ή διπλοψηφία του Λένιν, όπως αναφέρει ο Σιακαντάρης· απεναντίας, ο Λένιν είχε πια μια μικρή πλειοψηφία, που εκφράστηκε και στην εκλογή των οργάνων στο τέλος του Συνεδρίου. Εξ ου και δόθηκε στην πτέρυγά του η ονομασία Μπολσεβίκοι (από τη ρωσική λέξη για την «πλειοψηφία»).
Καμιά πηγή δεν κάνει λόγο για εκδίωξη της Μπουντ από τον Λένιν στο 2ο Συνέδριο. Στη Wikipedia, π.χ., στο λήμμα «2nd Congress of the Russian Social Democratic Labour Party», διαβάζουμε:
«Μπολσεβίκοι και Μενσεβίκοι ήταν ενωμένοι στην αντίθεσή τους στην μπουντιστική πρόταση, αποκαλώντας την αυτονομιστική, εθνικιστική και οπορτουνιστική. Μετά την απόρριψη της πρότασής της, η Μπουντ αποχώρησε από το ΡΣΔΕΚ. Οι δύο οικονομιστές αποχώρησαν επίσης όταν το συνέδριο αποφάσισε ότι οι ισκριστές έπρεπε να εκπροσωπούν το κόμμα στο εξωτερικό».
Στα ίδια τα πρακτικά του 2ου Συνεδρίου του ΡΣΔΕΚ, συγκεκριμένα της 27ης συνεδρίασης, αναφέρεται ότι η πρόταση της Μπουντ «στο σύνολό της απορρίφθηκε με 41 ψήφους υπέρ και πέντε αποχές». Στη συνέχεια παρατίθεται η δήλωση του αντιπροσώπου της Μπουντ Μ. Λίμπερ:
«Εξ ονόματος ολόκληρης της αντιπροσωπείας της Μπουντ, δηλώνω: δεδομένου ότι το συνέδριο, με την τελευταία του ψηφοφορία, απέρριψε αυτό το σημείο αρχής, στους κανόνες που παρουσιάσαμε, η αποδοχή του οποίου έγινε από το 5ο Συνέδριό μας η απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι η Μπουντ στο κόμμα, εμείς, βάσει αυτής της απόφασης του 5ου Συνεδρίου της Μπουντ, αποχωρούμε από το συνέδριο του κόμματος και ανακοινώνουμε ότι η Μπουντ αποχωρεί από το ΡΣΔΕΚ».1
Είναι σαφές ότι η πρόταση της Μπουντ να αποτελεί ένα ξεχωριστό κόμμα μέσα στο ΡΣΔΕΚ δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από κανένα σοβαρό κόμμα, μαρξιστικών ή άλλων προσανατολισμών. Ακριβώς η απόρριψη αυτής της παράλογης αξίωσης από όλους σχεδόν τους συνέδρους και όχι κάποια «αυταρχική στάση» του Λένιν έκανε, λοιπόν, αναπόφευκτη την αποχώρηση της Μπουντ, δεδομένης της δέσμευσης των αντιπροσώπων της, από την απόφαση του συνεδρίου της, ότι θα έμενε στο ΡΣΔΕΚ μόνο με στάτους κόμματος.
Δεν θα ήταν περιττό να προσθέσουμε σε αυτή τη σύνδεση ότι όχι μόνο το Συνέδριο του ρωσικού κόμματος στα 1903 αλλά και όλοι οι μαρξιστές που είχαν κάποια σχέση με το ρωσικό κίνημα είχαν αντιταχθεί αποφασιστικά στις απόψεις, κυρίως της Μπουντ, να συγκροτηθεί το ρωσικό κόμμα σε ομοσπονδιακή βάση, ως συνασπισμός ανεξάρτητων εθνικών κομμάτων. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, για παράδειγμα, στο γνωστό άρθρο κριτικής της στον Λένιν του 1904, όπου τον κατηγορούσε για «μπλανκισμό» (αργότερα μετρίασε αρκετά αυτή την κριτική της) σημείωνε σχετικά με αυτό το θέμα:
«Η σοσιαλδημοκρατία είναι, κατά κανόνα, εχθρική σε κάθε εκδήλωση τοπικισμού ή φεντεραλισμού. Αγωνίζεται να ενώσει όλους τους εργάτες και όλες τις εργατικές οργανώσεις σε ένα ενιαίο κόμμα, όποιες εθνικές, θρησκευτικές ή επαγγελματικές διαφορές μπορεί να υπάρχουν μεταξύ τους».2
Η συντριπτική εναντίωση σχεδόν όλων των αντιπροσώπων (όχι μόνο των ισκριστών αλλά και του κέντρου) στο Συνέδριο του ΡΣΔΕΚ στα 1903 αλλά και όλων των μαρξιστών στην ομοσπονδιακή δομή του κόμματος δεν ήταν βέβαια τυχαία. Συνδεόταν με την αίσθησή τους ότι στη Ρωσία προσέγγιζαν μεγάλα επαναστατικά γεγονότα και ότι η ανατροπή της τσαρικής απολυταρχίας απαιτούσε τη συνένωση των επαναστατικών προσπαθειών όχι μόνο των εργατών αλλά και των αγροτών, των καταπιεζόμενων εθνοτήτων, κοκ, και συνεπώς την καθοδήγησή τους από ένα ενιαίο εργατικό κόμμα. Αυτό όμως δείχνει το λάθος του Μάρτοφ να στηριχτεί στην Μπουντ και τους οικονομιστές για να προωθήσει τη χαλαρή οργάνωση του κόμματος, ένα λάθος συνδεόμενο με την ψευδαίσθηση ότι ο αγώνας αυτός μπορούσε να είναι πιο εύκολος από ό,τι καθόριζαν οι ιστορικές συνθήκες.
Από κει και πέρα ασφαλώς, η πλειοψηφία των Μπολσεβίκων στο 2ο Συνέδριο, δεδομένου ότι επιτεύχθηκε χάρη στην οικειοθελή αποχώρηση των αντιπροσώπων της Μπουντ και των οικονομιστών, είχε ένα συμπτωματικό χαρακτήρα. Ο ίδιος ο Λένιν το αναγνώρισε αυτό μετά το συνέδριο αρκετές φορές. Σε ένα γράμμα του στην Α. Καλμίκοβα το 1903 έγραφε:
«Όταν η Μπουντ και το Ραμπότσεγιε Ντιέλο [οι οικονομιστές] αποχώρησαν, η πλειοψηφία των ισκριστών [η πτέρυγα του Λένιν] υπερίσχυσε. Αυτό είναι όλο. Και ούτε ένας άνθρωπος δεν έχει καμία αμφιβολία ότι, αν η Μπουντ δεν είχε αποσυρθεί, ο Μάρτοφ θα μας είχε νικήσει στα κεντρικά σώματα».3
Το να εξετάσουμε κάθε φράση στο άρθρο του κ. Σιακαντάρη θα μας πήγαινε πολύ μακριά. Αν μια μόνο παράγραφος περιέχει τόσες ανακρίβειες, είναι ευνόητο τι θα προέκυπτε. Αναρωτιέται όμως κανείς, όταν τα ιστορικά γεγονότα διαστρεβλώνονται τόσο κατάφωρα για να αποδειχτεί μια προκάτ θέση για τον «αντιδημοκρατισμό» του Λένιν, αυτό δεν στερεί από τη συγκεκριμένη θέση κάθε αξίωση σοβαρότητας;
Ο σεβασμός προς την ιστορική αλήθεια πρέπει να αποτελεί μέρος μιας σοβαρής δημοσιολογίας. Και ο καθένας που θα ασχοληθεί σοβαρά με τον Λένιν, δεν θα αποτύχει να διαπιστώσει πως όλη η πορεία του παρουσιάζει μια συνέπεια μεταξύ θεωρίας και πράξης και ότι ο ιστορικός ρόλος του βασιζόταν διαρκώς στη μαρξιστική του ανάλυση της κατάστασης και όχι σε διπλοψηφίες και συνωμοσίες.
Φυσικά μπορεί να διαφωνεί κανείς με την τελευταία εκτίμηση. Μια αρθρογραφία όμως που προσπαθεί να τεκμηριώσει αυτή τη διαφωνία παραποιώντας τα γεγονότα ξεπέφτει στο επίπεδο μιας εντυπωσιοθηρίας, ταιριαστής με το ύφος εκατό, αν όχι περισσότερων, καρδιναλίων. Το ότι ο κ. Σιακαντάρης, ο οποίος όταν γράφει για συνήθη θέματα τηρεί μια στοιχειώδη αντικειμενικότητα, υπέπεσε σε αυτό το ατόπημα, είναι δείγμα των συνεπειών της ταξικής πρόληψης, που δεν διακρίνει τελικά τους μαρξιστές αλλά την αστική διανόηση.