Άρθρο των σ. του «Σοσιαλιστικού Κόμματος» (CWI) στη Βρετανία Τζέην Τζέημς και Τζιμ Χόρτον
Μετάφραση: Ηλέκτρα Κλείτσα
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποτέλεσε μια τρομακτική σφαγή για εκατομμύρια εργαζόμενους, που αρχικά ενθαρρύνθηκαν και στη συνέχεια εξαναγκάστηκαν να πάρουν μέρος στα αιματοβαμμένα γεγονότα που τον σημάδεψαν. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι γυναίκες της εποχής συμμετείχαν στον πόλεμο με το δικό τους τρόπο, αντικαθιστώντας τους άντρες που βρίσκονταν στο μέτωπο σε εργοστάσια και άλλους εργασιακούς χώρους σε ολόκληρη τη Βρετανία.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της επετειακής χρονιάς, μπορεί να διαβάσουμε πολλά για το ρόλο τους στον πόλεμο, αλλά ελάχιστα για τους εργατικούς αγώνες που έδωσαν οι εργάτριες κατά τη διάρκεια των τεσσάρων αυτών χρόνων της παγκόσμιας σύρραξης, παρά το γεγονός ότι η ταξική πάλη υπήρξε μια σημαντική πτυχή της καθημερινότητας του πολέμου.
Πολλοί ιστορικοί αναφέρονται στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σαν μια περίοδο κατά την οποία η ζωή των γυναικών, αλλά και η στάση απέναντί τους μεταμορφώθηκε, ενώ παράλληλα ισχυρίζονται ότι οι γυναίκες του πολέμου ανταμείφθηκαν για τη συμμετοχή και τις θυσίες τους, με το δικαίωμα της ψήφου που τους «δόθηκε» μετά το πέρας των εχθροπραξιών.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική, αφού οι γυναίκες της εργατικής τάξης, «ανύπαρκτες» για τους εθνικούς ηγέτες των συνδικάτων, πολέμησαν στις δικές τους μάχες για ίσες αμοιβές και δικαιώματα.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες, βρέθηκαν να κάνουν δουλειές που μέχρι τότε θεωρούνταν αυστηρά αντρικές. Την ίδια ώρα όμως που οι παλιές συνήθειες ως προς την κατανομή των εργασιών ανάμεσα στα φύλα ανατράπηκαν σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον στην πρώτη φάση η ανισότητα στους μισθούς παρέμεινε ίδια.
Αλλά και μετά τον πόλεμο η ανισότητα σε μια σειρά δικαιώματα συνεχίστηκε. Για παράδειγμα, ενώ όλοι οι άντρες άνω των 21 ετών είχαν δικαίωμα ψήφου, για τις γυναίκες το ίδιο δικαίωμα περιορίστηκε σε αυτές άνω των 30 και μόνο αν ήταν “αρχηγοί” οικογένειας. Με τον τρόπο αυτό, πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης αποκλείστηκαν.
Πολλές από τις απεικονίσεις των γυναικών της εποχής του πολέμου τείνουν να επικεντρώνουν στο εθελοντικό τους έργο, όπως π.χ. η συμμετοχή στην “Εθελοντική Ομάδα Βοήθειας” (VAD) ή η συμμετοχή στο “Γυναικείο Στρατό Γης” (εθελοντική οργάνωση στην οποία συμμετείχαν γυναίκες καλλιεργήτριες που αντικατέστησαν τους άντρες στα χωράφια), ο οποίος μέχρι το 1918 είχε 20.000 μέλη.
Για πρώτη φορά οι γυναίκες έγιναν σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, οδηγοί λεωφορείων και τραμ, ταχυδρόμοι, τραπεζικοί, ή δημόσιοι υπάλληλοι, δούλεψαν στο χώρο του εμπορίου, έγιναν καθαρίστριες τζαμιών και καμινάδων, μεταφορείς ορυκτών καυσίμων, καθαρίστριες δρόμων, ηλεκτρολόγοι και πυροσβέστριες.
Εντυπωσιακή ήταν και η κοσμοσυρροή γυναικών στη βιομηχανία παραγωγής πυρομαχικών. Γυναίκες καλλιτέχνες, όπως η Άννα Άιρι και η Φλόρα Λάιον, δημιούργησαν μια σειρά πίνακες που απεικονίζουν γυναίκες εργάτριες, αντικατοπτρίζοντας τις πολιτιστικές μεταβολές της εποχής.
Το αίσθημα των σημαντικών κοινωνικών ανατροπών έχει αποτυπωθεί σε ένα ποίημα της Νίνα Μακντόναλντ το 1918, το οποίο τελειώνει με τη στροφή:
«…Όλοι κάνουν κάτι για τον πόλεμο
Τα κορίτσια κάνουν πράγματα που δεν έχουν ξανακάνει ποτέ
Δουλεύουν στα λεωφορεία, οδηγούν αυτοκίνητα και φορτηγά
όλος ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος…»
Ωστόσο, η επικρατούσα αντίληψη που θέλει τις γυναίκες απούσες από την αγορά εργασίας πριν από τον πόλεμο, δεν είναι σωστή. Περίπου 4 εκατομμύρια γυναίκες, δηλαδή σχεδόν το ένα τέταρτο του θηλυκού πληθυσμού δούλευαν εκτός σπιτιού πριν το 1914.
Μάλιστα, το ξέσπασμα του πολέμου, αρχικά είχε σαν αποτέλεσμα τη δραματική μείωση της γυναικείας εργασίας, αφού παραδοσιακές μονάδες παραγωγής στις οποίες απασχολούνταν γυναίκες, όπως η βιομηχανία ένδυσης, κυριολεκτικά κατέρρευσαν, δεδομένου ότι οι πλουσιότερες γυναίκες αγόραζαν πολύ λιγότερα πολυτελή προϊόντα αυτού του είδους.
Η βιομηχανία επεξεργασίας βαμβακιού επίσης επηρεάστηκε από το κλείσιμο της Βόρειας Θάλασσας για τα εμπορικά καράβια. Μέχρι το Σεπτέμβρη του 1914, οι μισές από τις γυναίκες που προηγουμένως εργάζονταν είχαν μείνει άνεργες.
Τελικά βέβαια, ο πόλεμος οδήγησε στην ένταξη ενάμιση εκατομμυρίου γυναικών στην εργατική δύναμη της χώρας. Αυτό έγινε δυνατό χάρη στο προοδευτικό για την εποχή μέτρο της λειτουργίας παιδικών σταθμών, που στη συνέχεια το πολιτικό κατεστημένο πήρε πίσω, στην προσπάθειά του να στρέψει τις γυναίκες και πάλι στους “παραδοσιακούς” ρόλους που “κατείχαν” πριν από τον πόλεμο.
Βέβαια, η ένταξη τους στο εργατικό δυναμικό αντιμετώπισε την εχθρική διάθεση και σε κάποιες περιπτώσεις την αντίσταση αρκετών μελών των συνδικάτων, με αποτέλεσμα πολλά από τα “αντρικά” επαγγέλματα να παραμείνουν κλειστά για τις γυναίκες σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Ωστόσο οι κοινωνικοί διαχωρισμοί δεν περιορίζονταν στο φύλο. Το είδος των επαγγελμάτων στα οποία κατέληγαν οι γυναίκες, είχε σε πολύ μεγάλο βαθμό να κάνει με την τάξη στην οποία ανήκαν.
Για παράδειγμα, ο “Γυναικείος Στρατός Γης” (WLA), αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από γυναίκες της μεσαίας τάξης, αφού οι εργάτριες θεωρούνταν ακατάλληλες, γιατί δε διέθεταν το “υψηλό ηθικό φρόνημα” που θεωρούνταν απαραίτητο στην αγροτική ζωή.
Επίσης γυναίκες των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, ήταν κυρίως αυτές που απάρτιζαν την “Εθελοντική Ομάδα Βοήθειας” (VAD). Και ενώ πολλές από αυτές θυσίασαν τις ζωές τους δουλεύοντας ως νοσοκόμες στην πρώτη γραμμή των μαχών, πολλές άλλες έκαναν απλά τις πρωινές βάρδιες στα νοσοκομεία της περιοχής τους, την ώρα που οι υπηρέτες καθάριζαν τα σπίτια τους.
Αντίθετα, οι γυναίκες της εργατικής τάξης δούλευαν από ανάγκη. Για πολλές ωστόσο, ο πόλεμος άλλαξε τη φύση της δουλειάς τους, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ξεφύγουν από την ακραία εκμετάλλευση της εργασίας στα σπίτια των πλούσιων ή την εξοντωτική δουλειά στα εργοστάσια.
Οι συνθήκες στα εργοστάσια
Περίπου 800.000 γυναίκες δούλεψαν σε κάθε τομέα εργασίας στα εργοστάσια πυρομαχικών. Τα τρία τέταρτα από αυτές ήταν υπάλληλοι του κράτους, αφού μετά την αποτυχία του ιδιωτικού τομέα στην παραγωγή πυρομαχικών την πρώτη περίοδο του πολέμου, ακολούθησε ο κρατικός έλεγχος και ο κεντρικός σχεδιασμός της παραγωγής στις συγκεκριμένες βιομηχανίες.
Οι συνθήκες ήταν σκληρές. Τα ωράρια ήταν εξοντωτικά, ενώ η πλήρης χαλάρωση στους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας, πέρα από τους άμεσους κινδύνους, είχε δραματικές επιπτώσεις στην υγεία των εργατριών.
Η δηλητηρίαση από τη χημική ένωση TNT ήταν σύνηθες φαινόμενο, ενώ το κιτρίνισμα του δέρματος που προκαλούσε, έδωσε στις εργάτριες της βιομηχανίας πυρομαχικών το παρατσούκλι “κορίτσια – καναρίνια”.
Φυσικά, ο χημικός ίκτερος ήταν μια επικίνδυνη κατάσταση. Χιλιάδες γυναίκες και άντρες εισέπνεαν και κατάπιναν σκόνη, με αποτέλεσμα να υποφέρουν από στομαχόπονους, ναυτία, υπνηλία και οιδήματα στα άκρα.
Οι πρώτοι θάνατοι εργατριών από τη συγκεκριμένη πάθηση καταγράφηκαν το 1916, ωστόσο ελάχιστα μέτρα πάρθηκαν για την ασφάλειά τους.
Την ίδια ώρα, η καθημερινή ενασχόληση με εκρηκτικά χημικά οδηγούσε σε συχνά ατυχήματα, με απολογισμό εκατοντάδες νεκρές εργάτριες από εκρήξεις.
Κάθε αναφορά στις γυναίκες εργάτριες του πολέμου, στα επετειακά άρθρα και αφιερώματα που θα γραφτούν και θα προβληθούν κατά τη διάρκεια της χρονιάς, πιθανότατα θα αγνοεί τη σχέση τους με το συνδικαλιστικό κίνημα, παρά το γεγονός ότι η μεγάλη συγκέντρωση γυναικών στα εργοστάσια πυρομαχικών εκτίναξε τους αριθμούς των μελών των συνδικάτων.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο αριθμός των γυναικών – μελών των συνδικάτων αυξήθηκε κατά 160%, ιδιαίτερα στην “Εθνική Ομοσπονδία Εργατριών” και το “Συνδικάτο Εργατών”. Το δεύτερο μάλιστα, μέχρι το 1918 είχε είκοσι γυναίκες που δούλευαν αποκλειστικά για το συνδικάτο, ενώ μετρούσε πάνω από 80.000 μέλη γυναίκες, αριθμός που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο του συνόλου των μελών του.
Ο αριθμός των γυναικών μελών των συνδικάτων αυξανόταν διαρκώς, σε μια περίοδο κατά την οποία οι ηγεσίες τους ενσωματώνονταν όλο και περισσότερο με το κράτος.
Τα πιο μαχητικά τους στρώματα ωστόσο, κυρίως σοσιαλιστές και μαρξιστές, απέρριψαν την εργασιακή ειρήνη που διακήρυτταν οι ηγεσίες και δημιούργησαν νέες, διεκδικητικές δομές στη βάση των εργαζομένων, οι οποίες μέχρι το 1917 οδήγησαν στο σχηματισμό του “Εθνικού Συνδικαλιστικού Κινήματος”.
Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε στο Κλάιντσαιντ της Σκωτίας, όπου το Φλεβάρη του 1915 οργανώθηκε μια πετυχημένη απεργία των μηχανικών με αίτημα την αύξηση των μισθών τους. Η απεργία οργανώθηκε από την επιτροπή που θα εξελισσόταν αργότερα σε “Επιτροπή των εργατών του Κλάιντ” (CWC).
Κόκκινο Κλάιντσαιντ
Εννέα μήνες αργότερα, η CWC αύξησε τη δύναμή της ακόμη περισσότερο, χάρη στην ανάμιξή της στην απεργία 15.000 λιμενεργατών από τη μία και τις κινητοποιήσεις των ενοικιαστών ενάντια στην αύξηση των ενοικίων από την άλλη, ένα κίνημα με μαζική συμμετοχή γυναικών.
Ο Γουίλιαμ Γκάλαχερ, ένας από τους ηγέτες του CWC, σχολίασε το ρόλο των γυναικών στο κίνημα:
“Η κυρία Μπάρμπουρ, μια τυπική νοικοκυρά της εργατικής τάξης, έγινε για το κίνημα μια ηγετική μορφή, από αυτές που δεν έχουν ξαναφανεί ποτέ πριν… Συναντήσεις στο δρόμο, στις πίσω αυλές, τύμπανα, κουδούνια, τρομπέτες, οποιοδήποτε μέσο χρειαζόταν για να βγουν οι γυναίκες από τα σπίτια τους και να οργανωθούν στον αγώνα. Ανακοινώσεις τυπωμένες κατά χιλιάδες, κολλημένες στα παράθυρα. Όπου κι αν πήγαινες τις έβλεπες. Σπάνια συναντούσες παράθυρο χωρίς ανακοίνωση: “Δε θα πληρώσουμε αυξημένα ενοίκια”.
Ομάδες γυναικών κινητοποιήθηκαν ενάντια στην αστυνομία, προκειμένου να εμποδίσουν εξώσεις. Ο συνδυασμένος αγώνας στις γειτονιές και τα εργοστάσια, τόσο από τους άντρες, όσο και από τις γυναίκες, ανάγκασε τελικά την κυβέρνηση να εισάγει περιοριστικά μέτρα στην αύξηση των ενοικίων.
Το βασικό πρόβλημα ωστόσο, που αντιμετώπιζε η CWC, ήταν η αντικατάσταση των ειδικευμένων και έμπειρων εργατών από ανειδίκευτους (τόσο άντρες, όσο και γυναίκες), μια κατάσταση που σε συνθήκες πολέμου είναι πολύ δύσκολο να αποφευχθεί.
Η CWC συμφώνησε σε αυτή την αποδυνάμωση του εργατικού δυναμικού από τα έμπειρα μέλη του, υπό την προϋπόθεση ότι τα εργοστάσια και οι πρώτες ύλες θα εθνικοποιούνταν και θα περνούσαν κάτω από εργατικό έλεγχο, και ότι όλοι οι εργαζόμενοι, άντρες και γυναίκες θα λάμβαναν ίσες αμοιβές.
Οι συνδικαλιστικές επιτροπές εξαπλώνονταν και δυνάμωναν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Σέφιλντ, όπου περιλάμβαναν στα μέλη τους ειδικευμένους, ημι–ειδικευμένους και ανειδίκευτους εργάτες και εργάτριες.
Ένας από τους ηγετικούς συνδικαλιστές της επιτροπής του Σέφιλντ, ο Τζ. Μέρφι, ασχολήθηκε με την εξήγηση του πως η χρήση των γυναικών ως φτηνό εργατικό δυναμικό από τους εργοδότες δημιουργούσε ανταγωνισμό ανάμεσα στα φύλα.
Ο Μέρφι και η επιτροπή του Σέφιλντ, προσπάθησαν να παρακάμψουν αυτή την παγίδα, δίνοντας ενεργή υποστήριξη στους αγώνες των ανειδίκευτων εργατών, αντρών και γυναικών για υψηλότερες αμοιβές, ενώ ταυτόχρονα ενθάρρυναν τις γυναίκες να συμμετάσχουν στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Η επιτροπή, αν και κυριαρχούνταν από άντρες, καταδίκαζε το σεξισμό και επεδίωκε στενότερη συνεργασία με συνδικάτα που εκπροσωπούσαν σημαντικό αριθμό γυναικών και ιδιαίτερα το “Συνδικάτο Εργατών”.
Σουφραζέτες
Ο ταξικός διαχωρισμός ανάμεσα στις γυναίκες την εποχή του πολέμου επηρέασε και το γυναικείο κίνημα που πάλευε για το δικαίωμα της ψήφου (γνωστό ως οι “σουφραζέτες”) καθώς πολλές από τις ηγετικές μορφές του, προερχόμενες από τη μεσαία τάξη, εγκατέλειπαν τον αρχικό στόχο και οργάνωναν εκστρατείες υποστήριξης του πολέμου.
Η Κρίσταμπελ Πάνκχαρστ για παράδειγμα, από τις πιο ηγετικές μορφές του γυναικείου κινήματος, υποστήριζε πλήρως τον πόλεμο και ασχολήθηκε ενεργά με το “πατριωτικό” κίνημα με στόχο να πείσει τους άντρες να ενταχθούν στις ένοπλες δυνάμεις. Άντρες που είχαν αποστρατευτεί, λιποτάκτες, ακόμη και τραυματίες, ή άντρες που είχαν κριθεί ακατάλληλοι για να υπηρετήσουν στο στρατό έγιναν στόχοι αυτού του κινήματος.
Πολλοί μηχανικοί, οι οποίοι είχαν ανταλλάξει τη θητεία τους με παροχή εργασίας, συνήθιζαν να φοράνε κονκάρδες που έγραφαν “σε πολεμική αποστολή”, προκειμένου να προστατευτούν από τις εκπροσώπους της εκστρατείας του “άσπρου φτερού”[1].
Η Κρίσταμπελ και η Έμελιν (μητέρα της Κρίσταμπελ) Πάνκχαρστ υποστήριζαν ότι οι όλοι άντρες έπρεπε να επιστρατευτούν προκειμένου να πάρουν μέρος στον πόλεμο, και όλες οι γυναίκες να επιστρατευτούν στη βιομηχανία. Έθεσαν στη διάθεση της κυβέρνησης τα αποθέματα του ταμείου της οργάνωσής τους, ενώ οργάνωναν (με την κάλυψη της κυβέρνησης) διαδηλώσεις προκειμένου να ασκηθεί πίεση στις γυναίκες ώστε να δουλέψουν στα εργοστάσια.
Οι αντιδραστικές προτάσεις τους έφτασαν να περιλαμβάνουν την προκλητική πρόταση για απαγόρευση των συνδικάτων, ενώ ταυτόχρονα απαιτούσαν οι ανειδίκευτοι και ήμι-ειδικευμένοι εργάτες να δουλεύουν χωρίς εμπειρότερους επιβλέποντες που θα φρόντιζαν για την ασφάλεια τους.
Σε πλήρη αντίθεση με τη μητέρα και την αδερφή της, η Σύλβια Πάνκχαρστ υποστήριζε την ιδέα της ίσης αμοιβής για ίση εργασία και πάλευε για τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών για τις γυναίκες.
Η Ομοσπονδία των σουφραζετών του ανατολικού Λονδίνου, της οποίας ηγούνταν η Σύλβια, συνέχισε την εκστρατεία διεκδίκησης του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ παράλληλα έκανε εκστρατείες για την ειρήνη, τις πολιτικές ελευθερίες και τον έλεγχο των ενοικίων και των τιμών των τροφίμων ενάντια στις προκλητικές ορέξεις των καπιταλιστών. Πάλευαν επίσης για εθνικοποίηση των δομών διανομής των τροφίμων και την εξάλειψη των κερδών για τους ιδιώτες.
Μέχρι το τέλος του πολέμου, μια σειρά γυναικείων οργανώσεων παλεύανε για αντίστοιχα αιτήματα: ίσες αμοιβές, αυξήσεις στους μισθούς στις πιο χαμηλά αμειβόμενες δουλειές, 48 ώρες εργασίας την εβδομάδα, κατάργηση των προστίμων για τους εργαζόμενους, μέριμνα για τη μητρότητα και βέβαια για το δικαίωμα της ψήφου. Απαιτούσαν επίσης να είναι ανοιχτά όλα τα συνδικάτα για τις εργαζόμενες και να λαμβάνονται μέτρα για την εκπροσώπησή των γυναικών στις ηγεσίες τους.
Με τη λήξη του πολέμου, η άρχουσα τάξη, ήθελε απλά να επανέλθει σταδιακά η προηγούμενη κατάσταση. Ωστόσο, κάτω από την πίεση της έντονης συνδικαλιστικής δράσης των εργαζομένων και μέσα σε ένα κλίμα αβεβαιότητας, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει μια σειρά παραχωρήσεις, ανάμεσα στις οποίες ο έλεγχος στις τιμές των σπιτιών, δημόσια προγράμματα στέγασης, παιδική πρόνοια κ.α. Με τον καιρό ωστόσο, και όσο το εργατικό κίνημα μετρούσε μια σειρά από ήττες, όλα αυτά τα μέτρα πάρθηκαν πίσω.
Παράλληλα, η στάση των συνδικάτων απέναντι στις γυναίκες δεν παρέμεινε για πάντα σε προοδευτική κατεύθυνση. Το 1918, μια συνδικαλιστική συνδιάσκεψη ψήφισε διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες θα έπρεπε να αποκλείονται από “ακατάλληλες” θέσεις εργασίας, ενώ οι παντρεμένες γυναίκες θα έπρεπε να αποκλείονται από την εργασία γενικά.
Φυσικά αυτές οι απόψεις βρίσκονταν σε πλήρη συμφωνία με το πολιτικό κατεστημένο, το οποίο αντιμετώπιζε τη γυναικεία εργασία στη βιομηχανία σαν μια παραχώρηση του καιρού του πολέμου.
Η μάχη για ισότητα
Η υιοθέτηση τέτοιου είδους θέσεων από τα συνδικάτα μπορεί ως ένα βαθμό να εξηγηθεί από τις συνθήκες που επικρατούσαν στον προπολεμικό καπιταλισμό, μέσα στις οποίες εκατομμύρια παροπλισμένοι άνθρωποι ανακάλυπταν τη σκληρή πραγματικότητα μιας “χώρας κατάλληλης για ήρωες” (όπως την ήθελε η προπαγάνδα των ιμπεριαλιστών) ταυτόχρονα όμως αντανακλά τα όρια των επίσημων ηγεσιών του εργατικού κινήματος, που δεν είχαν την πρόθεση να συγκρουστούν με τον καπιταλισμό.
Έπεφτε επομένως στις πλάτες των ίδιων των γυναικών να παλέψουν για ίσες αμοιβές και καλύτερες συνθήκες δουλειάς.
Μια επιτυχημένη απεργία εργατριών στο μετρό και το τραμ που απαιτούσε αυξήσεις στους μισθούς, κατά τη διάρκεια του ίδιου χρόνου στο Λονδίνο και στα νοτιοανατολικά, ανάγκασε την κυβέρνηση να ερευνήσει το αν ο κανόνας της ισότητας στις αμοιβές θα έπρεπε να εφαρμοστεί παντού… για να καταλήξει τελικά στο συμπέρασμα ότι οι υπάρχοντες κανόνες σε σχέση με τους μισθούς δεν έπρεπε να αλλάξουν.
Χρειάστηκε να περάσουν ακόμη 50 χρόνια πριν η ισότητα στην αμοιβή θεσπιστεί επίσημα, κι αυτό έγινε δυνατό μόνο μετά από άλλη μια επιτυχημένη απεργία γυναικών μηχανικών στην εταιρία Fords.
Μέσα στη δίνη της αιματοχυσίας του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ριζοσπαστικές, προοδευτικές ιδέες σε σχέση με τα δικαιώματα των γυναικών βγήκαν στο προσκήνιο, γεγονός που αντικατοπτρίστηκε στη μαζική εισροή τους στα συνδικάτα, αλλά και τη γενικότερη μαχητικότητα που επέδειξε το εργατικό κίνημα πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Οι καλύτεροι μαχητές του εργατικού κινήματος, άντρες και γυναίκες, έγιναν η ηγεσία των εργατικών αγώνων ενάντια στη μεταπολεμική λιτότητα και τις επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο και τις συνθήκες εργασίας τους.
Εμπνευσμένοι από τη ρωσική επανάσταση του 1917, ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο την εποχή εκείνη, δεδομένων των συνθηκών αποτέλεσε το καλύτερο μέσο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων γυναικών.
Εκατό χρόνια μετά, βρισκόμαστε και πάλι αντιμέτωποι με την πρόκληση του χτισίματος ανεξάρτητων οργανώσεων της εργατικής τάξης, που θα ανατρέψουν τις ανισότητες του καπιταλισμού.