Ο σ. Νίκος Αναστασιάδης πήγε για ένα μήνα στη Βραζιλία καλεσμένος του βραζιλιάνικου τμήματος της CWI προκειμένου να μιλήσει σε εκδηλώσεις για την εξέγερση του Δεκέμβρη στην Ελλάδα. Με αφορμή αυτή την επίσκεψη στο παρακάτω άρθρο εξηγεί συνοπτικά την κατάσταση στη χώρα.
Η Βραζιλία είναι η κατ εξοχήν χώρα των αντιφάσεων: πολυτελείς ουρανοξύστες δίπλα από τις φαβέλες (παραγκουπόλεις) του Ρίο. Τεράστια κτίρια χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με άστεγους να κοιμούνται στις εισόδους. Βαριά βιομηχανία στο νότο και φαινόμενα καθυστέρησης στον βορρά (Αμαζόνιος). Μια από τις πιο πολυπολιτισμικές κοινωνίες και ταυτόχρονα ρατσισμός ενάντια στους μαύρους πολίτες της. Ένας «αριστερός» πρόεδρος, που όμως εφαρμόζει νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Και όλα αυτά σε μια κρίσιμη περίοδο, όπου η κρίση αρχίζει να χτυπάει την οικονομία όλο και περισσότερο.
Μια χώρα – ήπειρος
Η Βραζιλία με δυσκολία μπορεί να χωρέσει στη λέξη χώρα: με μέγεθος όσο όλη η Ευρώπη, και με 200 εκατομμύρια πληθυσμό, καταλαμβάνει τη μισή έκταση της Λατινικής Αμερικής. Αλλά και εσωτερικά, οι διαφορές είναι τεράστιες. Οι βόρειες περιοχές, αφού εξαντλήθηκαν από τους Πορτογάλους αποικιοκράτες, παρατήθηκαν στην μοίρα τους. Μέσα στη ζούγκλα, η «ανάπτυξη» δεν έφτασε, γιατί δεν είχε κανένα συμφέρον πια. Ο νότος έτσι έγινε το κέντρο της οικονομίας της χώρας, κατά την περίοδο της ανάπτυξης (δεκαετίες 60-70), όπου πολλές πολυεθνικές εγκατέστησαν εργοστάσια στην περιοχή. Είναι χαρακτηριστικό της αλματώδους ανάπτυξης ότι η πόλη του Σάο Πάολο από 2 εκατομμύρια κατοίκους το 1950, έφτασε σε 11 εκατομμύρια κατοίκους σήμερα. Η ανάπτυξη αυτή βέβαια δεν έφερε πλούτο στην μεγάλη μάζα των εργαζομένων, αλλά δημιούργησε ένα τεράστιο ημι-εξαθλιωμένο προλεταριάτο. Η βιομηχανική έκρηξη δημιούργησε επιπλέον το τεράστιο πρόβλημα των αστέγων στις μεγαλουπόλεις. Η ανάπτυξη δεν έλυσε επίσης ούτε το πρόβλημα της γης, με τον τεράστιο αριθμό των ακτημόνων να παραμένει.
Όλα αυτά φυσικά οδήγησαν σε μεγάλους και σκληρούς εργατικούς αγώνες, ακόμα και την περίοδο της δικτατορίας (64- 85). Οι αγώνες αυτοί δόθηκαν κόντρα στις τότε συνδικαλιστικές ηγεσίες, που ήταν διορισμένες από την δικτατορία και προσπαθούσαν να επιβάλλουν εργασιακή ειρήνη.
Οδήγησαν επίσης και στην δημιουργία του κινήματος των ακτημόνων (MST) το 1985. Το MST οργανώνει 1,5 εκατομμύρια περίπου αγρότες χωρίς γη, και χρησιμοποιεί την μέθοδο των καταλήψεων παρατημένης γης μεγαλοκτηματιών. Στις καταλήψεις αυτές γίνονται κατά καιρούς ένοπλες συγκρούσεις με τις συμμορίες των μεγαλοκτηματιών.
Οι αγώνες αυτοί οδήγησαν στην μαζικοποίηση του PT (Κόμμα των Εργαζομένων), και στην εκλογή του Λούλα το 2002. Στην πορεία του κόμματος όμως προς την εξουσία, πολύ νερό μπήκε στο κρασί και το πρόγραμμά του, με συνέπεια την εφαρμογή πολιτικών που ήταν πολύ μακριά από τις προσδοκίες των εργαζομένων.
Προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν
Η άνοδος του Λούλα στην εξουσία δημιούργησε τεράστιες προσδοκίες για μια ριζικά διαφορετική πολιτική σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Το γεγονός ότι ήταν λούστρος, εργάτης μετάλλου και συνδικαλιστής έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι μια μεγάλη αλλαγή ήταν προ των πυλών. Δυστυχώς η προσδοκίες αυτές διαψεύστηκαν. Ο Λούλα πήρε κάποια μέτρα με τα οποία βοηθούσε το πιο περιθωριοποιημένο κομμάτι της κοινωνίας. Οι απόλυτα φτωχοί λαμβάνουν ένα επίδομα (από 10 έως 30), το οποίο δεν λύνει φυσικά το πρόβλημα. Τα χρήματα αυτά όμως δεν τα πήρε από τους καπιταλιστές, οι οποίοι εξακολουθούν να βγάζουν υπερκέρδη, αλλά από τους εργαζόμενους, οι οποίοι βίωσαν και πάλι νεοφιλελεύθερες πολιτικές από τον «πρόεδρο τους». Χαρακτηριστικά ήταν τα παραδείγματα της «μεταρρύθμισης» του ασφαλιστικού, αλλά και των ιδιωτικοποιήσεων που έγιναν όλο αυτό το διάστημα. Επιπλέον, το τεράστιο πρόβλημα της διαφθοράς δεν φάνηκε να μειώνεται καθόλου. Το αντίθετο μάλιστα, αφού ξέσπασαν τεράστια σκάνδαλα που αφορούσαν χρηματισμό βουλευτών, γερουσιαστών και υπουργών από εταιρίες που ζητούσαν ευνοϊκή μεταχείριση.
Αποτέλεσμα της δεξιάς στροφής του PT ήταν η αριστερή του διάσπαση. Το 2003 δημιουργήθηκε το P-SOL (Κόμμα για το σοσιαλισμό και την ελευθερία), από πολλές οργανώσεις και ανένταχτους αγωνιστές. *
Η κρίση
Ο Λούλα με συνεντεύξεις σε διεθνή μέσα ενημέρωσης προσπαθεί να πείσει ότι η κρίση δεν θα επηρεάσει την Βραζιλία, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι έχει μεγάλη εσωτερική αγορά, και ότι δεν βασίζεται τόσο στις εξαγωγές. Είναι ενδιαφέρον με ποιο τρόπο κάθε κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι λόγω κάποιας ιδιαιτερότητας της χώρας η κρίση δεν θα την επηρεάσει. Στην πραγματικότητα οι μαζικές απολύσεις έχουν ήδη αρχίσει, ειδικά στις κατασκευές, αλλά και σε αυτοκινητοβιομηχανία, αεροναυπηγική, και σε πολλές άλλες βιομηχανικές μονάδες. Για την Βραζιλία η κρίση θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις. Είναι μια κοινωνία με ελάχιστο κοινωνικό κράτος, όπου ακόμα και με την σημερινή ανάπτυξη έχει στο όριο της εξαθλίωσης ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, πολλοί από τους οποίους είναι εργαζόμενοι. Ακόμα και «μικρή» πτώση να έχει η οικονομία, κινδυνεύει να διαταράξει αυτή την ισορροπία τρόμου σε κοινωνικό επίπεδο. Αν έχουμε δει κοινωνικές εκρήξεις λόγω της κρίσης στην Ευρώπη, η Βραζιλία μπορεί να μετατραπεί σε ηφαίστειο που σκάει. Να μην ξεχνάμε ότι η φάση ανόδου των κινημάτων σε όλη την Λατινική Αμερική, που οδήγησε στην εξουσία τους Τσάβεζ (στη Βενεζουέλα) και Μοράλες (στη Βολιβία), αλλά και μεγάλες κινητοποιήσεις σε πολλές άλλες χώρες, ξεκίνησε με το χτύπημα της κρίσης του 1997.
Το P-SOL
Η δημιουργία του P-SOL άνοιξε ένα νέο κύκλο στην αριστερά στη χώρα. Αντανακλώντας του αγώνες των εργαζομένων ενάντια στην μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού το 2003, από τους οποίους ουσιαστικά προέκυψε, το P-SOL είχε ένα πολύ αριστερό πρόγραμμα και μια αρκετά δημοκρατική δομή. Στην πορεία, όσο τα ποσοστά ανέβαιναν (στις προεδρικές του 2006 πήρε 6,85%), το κόμμα άρχισε να προσελκύει «πολιτικούς» (με την κακή έννοια), που έψαχναν ένα όχημα για να αναδειχτούν προσωπικά. Η αδυναμία της πλειοψηφούσας τάσης να αντιμετωπίσει αυτό το φαινόμενο, πολιτικά και οργανωτικά, οδήγησε στην μετατόπιση προς τα δεξιά του κόμματος. Αποκορύφωμα αυτής της κατάστασης ήταν οι δημοτικές εκλογές του 2008, όπου υπήρχαν συνεργασίες του P-SOL με κόμματα της «κεντροαριστεράς». Επίσης, εκφράστηκε με την αποδοχή χρηματοδότησης από μεγάλη ιδιωτική εταιρία μετάλλου (Gerdau). Γενικότερα, έχει ανοίξει μια συζήτηση στο εσωτερικό του για την προοπτική του κόμματος. Η πλειοψηφία έχει την αντίληψη ότι προκειμένου να ανέβει εκλογικά το κόμμα πρέπει να γίνουν πολιτικές και άλλες υποχωρήσεις. Συσπειρώνεται όμως μια αριστερή τάση (ήταν 2η σε ψήφους στο συνέδριο του 2007), η οποία βάζει το ζήτημα του χτισίματος του κόμματος ώστε να αποκτήσει ρίζες στην κοινωνία, και της διατήρησης της αριστερής ταυτότητας που είχε υιοθετήσει στα αρχικά του βήματα. Η τάση αυτή λέγεται «Σοσιαλιστική Αντίσταση» και αποτελείται από 5 οργανώσεις και πολλούς ανένταχτους» αγωνιστές μέσα στο P-SOL (στην τάση αυτή συμμετέχει και η αδελφή οργάνωση του Ξεκινήματος και τμήμα της CWI στη Βραζίλια, «Επαναστατικός Σοσιαλισμός»).