Σαν σήμερα, στις 15 Ιούνη του 1983 έκανε πρεμιέρα η βρετανική κωμική σειρά Blackadder» (Μαύρη Οχιά). Με αυτή την αφορμή αναδημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο της σ. Μαρίας Καπαράκη.
Στις 15 Ιούνη του 1983 έκανε πρεμιέρα στις οθόνες του BBC μία από τις σπουδαιότερες βρετανικές –και όχι μόνο– κωμικές σειρές. Το «Blackadder», γνωστό σε εμάς ως «Μαύρη Οχιά», κατάφερε μέσα σε 4 κύκλους και 24 επεισόδια να προσφέρει μια ανεκτίμητη κωμική και σουρεαλιστική ματιά στην ιστορία της Αγγλίας, από τον Μεσαίωνα μέχρι και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρωταγωνιστής σε όλα τα επεισόδια ήταν ο αντιήρωας Έντμουντ Μπλακάντερ, που ερμήνευσε μοναδικά ο σπουδαίος Βρετανός κωμικός Ρόουαν Άτκινσον.
1ος Κύκλος: The Black Adder (1983) – Μεσαίωνας
Η πλοκή του πρώτου κύκλου μας μεταφέρει στα τέλη του Βρετανικού Μεσαίωνα, όπου παρακολουθούμε μια εναλλακτική πορεία της ιστορίας: στο θρόνο βρίσκεται ο Ριχάρδος Δ’, ύστερα από την κατά λάθος δολοφονία του Ριχάρδου Γ’. Μέλος της βασιλικής οικογένειας είναι και ο κουτοπόνηρος πρωταγωνιστής μας Έντμουντ, Δούκας του Εδιμβούργου και γιος του βασιλιά. Αρχικά προσπαθεί να κερδίσει την προσοχή και την εύνοια του πατέρα του, ο οποίος δείχνει να αγνοεί παντελώς την ύπαρξή του. Στην πορεία του κύκλου, ο Έντμουντ αγανακτισμένος θα προσπαθήσει με μια σειρά από σατανικά σχέδια (γνωστά και ως «cunning plans») να ανατρέψει το βασιλιά και να πάρει τη θέση του στο θρόνο.
Στο πλευρό του έχει τον πιστό του υπηρέτη Μπόλντρικ, ο οποίος θα εξελιχθεί σε μια από τις πιο δημοφιλείς και αστείες φιγούρες της σειράς, και θα συντροφεύσει τον Μπλακάντερ μέχρι τέλους. Ο Μπόλντρικ αναμφίβολα εκπροσωπεί σε κάθε εποχή τα κατώτερα, πιο λούμπεν στρώματα της βρετανικής κοινωνίας. Φτωχός, αμόρφωτος, χωρίς μεγάλες προσδοκίες και υψηλούς στόχους στη ζωή, πέρα από την καθημερινή επιβίωση. Μόνιμα αφελής (αν και στην πρώτη σεζόν λιγότερο αφελής απ’ ότι στις επόμενες), ακολουθεί πιστά τον Έντμουντ, ακόμα κι όταν αυτός του φέρεται με τον χειρότερο τρόπο. Δεύτερος βοηθός του Έντμουντ, ο Λόρδος Πέρσυ, ένας ελαφρόμυαλος Δούκας που προσπαθεί να συμβάλλει σε όλες τις δολοπλοκίες, χωρίς ωστόσο να μπορεί ποτέ να προσφέρει καμιά ουσιαστική βοήθεια και χρήσιμη ιδέα.
Μέσα από τις ιστορίες της βασιλικής οικογένειας η σειρά κάνει αναφορά σε μια σειρά από ζητήματα, με πρώτο και βασικότερο τις Σταυροφορίες. Η πολεμοχαρής, αδίστακτη εξουσία του στέμματος μπαίνει συχνά στο στόχαστρο του σεναρίου:
«Όπως είπε ο καλός μας Κύριος Ιησούς Χριστός ”Αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Εκτός αν είναι Τούρκος – σε αυτή την περίπτωση σκότωσέ το, το κάθαρμα!”»
κραυγάζει μαινόμενος ο βασιλιάς, ξεκινώντας για άλλη μια μάχη εναντίον των Οθωμανών. Κριτική γίνεται- όπως και σε όλες τις υπόλοιπες σεζόν της σειράς- και στον κυνισμό της εξουσίας:
«Υπήρχαν και πολλοί χωρικοί (σ.σ.: ανάμεσα στα θύματα της μάχης). Αλλά αυτοί δεν μετράνε πραγματικά, έτσι δεν είναι;».
Αναφορά γίνεται επίσης στη μάχη μεταξύ του Στέμματος και της Εκκλησίας για το χρήμα και την εξουσία, στα γεωπολιτικά παιχνίδια μεταξύ των βασικών βασιλείων της Ευρώπης, καθώς και στο κυνήγι των μαγισσών.
Με φόντο όλα αυτά, παρακολουθούμε τον Μπλακάντερ να προσπαθεί να ανελιχθεί με κάθε κόστος, αν και τελικά καταλήγει με τα χειρότερα καθήκοντα στο παλάτι: να βόσκει τα πρόβατα, να ψάχνει διασκεδαστές για τα γλέντια του βασιλιά, ή να φροντίζει τις αποχετεύσεις. Κι όσο κι αν προσπαθεί να φανεί ατρόμητος και σπουδαίος, είναι κατά βάση εξαιρετικά δειλός, σχετικά αφελής και ασήμαντος, και μπαίνει μονίμως σε μπελάδες από τους οποίους γλυτώνει πάντα τελευταία στιγμή.
Η πρώτη σεζόν μπορεί να χαρακτηριστεί ως η λιγότερο «δουλεμένη» και δημοφιλής από τις υπόλοιπες. Σίγουρα όμως έθεσε τα θεμέλια για το ύφος της σειράς, και για κάποιους βασικούς χαρακτήρες που συναντάμε και αργότερα, πιο εξελιγμένους και σίγουρα πολύ πιο αστείους.
2ος Κύκλος: Blackadder II (1986) – τέλη 16ου αιώνα
Στο δεύτερο κύκλο γνωρίζουμε τον απόγονο της Μαύρης Οχιάς, Λόρδο Έντμουντ Μπλακάντερ, ο οποίος είναι μέλος της αυλής της βασίλισσας Ελισάβετ Α’. Εδώ ξεκινά να χτίζεται με μαεστρία το πορτραίτο του πρωταγωνιστή: σίγουρα πιο ευφυής από τον προηγούμενο κύκλο, ο Μπλακάντερ αρχίζει να μας αποκαλύπτει την πανούργα, μακιαβελική και σαρκαστική πλευρά του. Δίπλα του βέβαια ο Μπόλντρικ, πάντα κουτός αλλά αφοσιωμένος στο αφεντικό του, καθώς και ο χαζοβιόλης Λόρδος Πέρσυ, που ζητιανεύει την παρέα και την προσοχή του Μπλακάντερ. Σε αυτόν τον κύκλο, οι ηθοποιοί Τόνι Ρόμπινσον (Μπόλντρικ) και Τιμ Μακίνερνι (Πέρσυ) ξεδιπλώνουν ακόμη περισσότερο το ταλέντο τους, και ξεκινούν να αφήνουν το στίγμα τους στη σειρά.
Και σε αυτή την ιστορική περίοδο, απώτερος σκοπός του Μπλακάντερ είναι ο πλούτος και η ανέλιξή του, αυτή τη φορά στην ανώτατη αριστοκρατία της δυναστείας των Τυδώρ. Όμως, από τη μία πρέπει να υπομείνει τις ιδιοτροπίες και την τρέλα της βασίλισσας Ελισάβετ Α’, την οποία ερμηνεύει μοναδικά η Μιράντα Ρίτσαρντσον. Μπορεί πίσω από την πλάτη της ο Μπλακάντερ να την απεχθάνεται και να την υποτιμά, αλλά δίπλα της γίνεται ο μεγαλύτερος κόλακας για να κερδίσει την εύνοιά της. Από την άλλη ο Μπλακάντερ έχει να αντιμετωπίσει τον άσπονδο εχθρό και μεγάλο ανταγωνιστή του Λόρδο Μέλτσετ, που είναι το δεξί χέρι –και ο πιστότερος γλείφτης– της βασίλισσας. Στο ρόλο του Λόρδου Μέλτσετ εμφανίζεται για πρώτη φορά στη σειρά ο σπουδαίος Βρετανός ηθοποιός Στίβεν Φράι, μία κωμική ιδιοφυΐα που έλαμψε και στους επόμενους κύκλους της σειράς.
Στις φαιδρές καταστάσεις που θα μπλέξει ο Μπλακάντερ σε αυτόν τον κύκλο συναντάμε –μεταξύ άλλων– τις μεγάλες διαμάχες της εποχής μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών δογμάτων, τους φανατικούς χριστιανούς, την Ιερά Εξέταση, τις εκτελέσεις των αντιφρονούντων από το Στέμμα, τις συγκρούσεις με άλλα βασίλεια, την διαφθορά και τη φιλαργυρία του Κλήρου. Και βέβαια, για άλλη μια φορά, η σάτιρα της σειράς στοχεύει στην ξιπασιά και την οκνηρία της εξουσίας, και στο απίστευτο χάσμα που τη χωρίζει με την μεγάλη δυστυχία και εξαθλίωση που βιώνουν τα λαϊκά στρώματα.
Ούτε εδώ όμως ο Μπλακάντερ καταφέρνει πολλά. Όσο δουλοπρεπής κι αν είναι με τη βασίλισσα, τις περισσότερες φορές δεν της είναι ιδιαίτερα συμπαθής. Κι όσο κι αν προσπαθεί να πουλήσει τον εαυτό του ως σεβαστό μέλος της αριστοκρατίας, στην πραγματικότητα είναι ένας άφραγκος υποτακτικός του Στέμματος.
Το εμφανώς αναβαθμισμένο σενάριο του δεύτερου κύκλου και οι εξαιρετικά αστείες ερμηνείες όλων των βασικών ηθοποιών, φανερώνουν τις πραγματικές δυνατότητες της σειράς, οι οποίες αξιοποιήθηκαν στο έπακρο στις επόμενες σεζόν.
3ος Κύκλος: Blackadder the Third (1987) – τέλη 18ου / αρχές 19ου αιώνα
Η τρίτη σεζόν της σειράς μας μεταφέρει στα τέλη του 18ου αρχές του 19ου αιώνα, στη λεγόμενη εποχή της Αντιβασιλείας. Εδώ ο Μπλακάντερ, που έχει ξεπέσει ακόμη περισσότερο κοινωνικά σε σχέση με τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους, είναι ο μπάτλερ του πρίγκηπα της Ουαλίας Γεώργιου. Στο ρόλο του πρίγκηπα Τζορτζ απολαμβάνουμε τον εξαιρετικό Χιου Λόρι, ο οποίος μας αποδεικνύει περίτρανα ότι δεν εξελίχθηκε τυχαία σε έναν από τους σπουδαιότερους Άγγλους κωμικούς.
Ο Λόρι ερμηνεύει με μοναδική θεατρικότητα και εκφραστικότητα τον αδαή, ηλίθιο πρίγκηπα, που δεν γνωρίζει την τύφλα του από πολιτική (δε ξέρει καν ποιος είναι ο πρωθυπουργός της χώρας!), ζει μονίμως στη δική του χαρούμενη φούσκα, και το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να καλοπερνά σπαταλώντας δημόσιο χρήμα. Τεμπέλης, νάρκισσος και ακαλλιέργητος, έχει καταφέρει να τον μισεί τόσο ο λαός, όσο και η αριστοκρατία, και είναι η αιτία που ο Μπλακάντερ κερδίζει κάθε χρόνο το βραβείο «του μπάτλερ με το πιο ηλίθιο αφεντικό» στο Χριστουγεννιάτικο πάρτι των μπάτλερ.
Ο Μπλακάντερ βέβαια προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τον πρίγκηπα για να πλουτίσει:
«Οι πλούσιοι στην κορυφή, η πλέμπα στον πάτο, και εγώ στη μέση να βγάζω έναν σκασμό λεφτά και από τους δύο» λέει ο ίδιος.
Άλλοτε ο Μπλακάντερ προσπαθεί απλά να εκδικηθεί ή να γελοιοποιήσει τον Τζορτζ, που τόσο πολύ τον εκνευρίζει με την ανοησία και τα προνόμιά του. Από την παρέα δε θα μπορούσε να λείπει ο Μπόλντρικ, υπηρέτης του παλατιού και «τελευταίος στη μεγάλη αλυσίδα του Θεού», όπως του θυμίζει ο Μπλακάντερ.
Σε αυτόν τον κύκλο επεισοδίων το χιούμορ της σειράς γίνεται ακόμη πιο οξυδερκές και πολιτικό. Λαμπρό παράδειγμα το πρώτο κιόλας επεισόδιο, το οποίο περιλαμβάνει οξεία σάτιρα προς την κυβέρνηση και το παλάτι, με νοθευμένες εκλογές, δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων και εξαγορά των δημοσιογράφων από την εξουσία. Οι χιουμοριστικές ατάκες και τα αιχμηρά πολιτικά σχόλια δεν αφήνουν το θεατή να πάρει ανάσα:
«-Εμείς στο κόμμα μας θα παλέψουμε σε αυτήν την εκστρατεία με θέματα, όχι προσωπικότητες.
»-Και γιατί αυτό;
»-Γιατί ο υποψήφιος μας δεν έχει προσωπικότητα».
Η θεματική αυτού του κύκλου καταπιάνεται επίσης με την Παρισινή Κομμούνα, το βιομηχανικό προλεταριάτο που αρχίζει να αναδύεται και να οργανώνεται εκείνη την περίοδο, καθώς και με τον ματαιόδοξο καλλιτεχνικό και –τάχα μου– πνευματικό κόσμο, που δεν κάνει τίποτε άλλο πέρα από το να διασκεδάζει την αριστοκρατία και να γλείφει το θρόνο. Ούτε εδώ λείπει η αναφορά στην πείνα, τις άθλιες συνθήκες και τις στερήσεις που βιώνει μαζικά ο λαός, καθώς και ο σαρκασμός για την παντελή άγνοια της εξουσίας σε σχέση με όλα αυτά:
«Λοιπόν, για πες μου για αυτές τις “καταπιεσμένες μάζες”, γιατί τέλος πάντων είναι τόσο εξοργισμένες;», ρωτάει κάποια στιγμή ο Τζορτζ με γνήσια αφέλεια.
Πέρα όμως από το πανέξυπνο χιούμορ, ο κύκλος αυτός μας προσφέρει ατόφια, ξεκαρδιστική κωμωδία. Από τις ατάκες του πάντα αγαπημένου Μπόλντρικ και τον απολαυστικό σαρκασμό του Μπλακάντερ, μέχρι τις απίστευτα αστείες εκφράσεις του Τζορτζ, ακόμα κι όταν δεν μιλάει καν. Ευτυχώς για εμάς, η φοβερή αυτή δυναμική μεταξύ των τριών χαρακτήρων και ηθοποιών δεν έληξε με το τέλος του τρίτου κύκλου. Αντιθέτως, χρησιμοποιήθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τους δημιουργούς της σειράς, για να μας δώσει τον αριστουργηματικό τέταρτο και τελευταίο κύκλο της «Μαύρης Οχιάς».
4ος Κύκλος: Blackadder Goes Forth (1989) – Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το πραγματικό διαμάντι της σειράς είναι ο τελευταίος κύκλος, που διαδραματίζεται στο Δυτικό Μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εδώ το καυστικό χιούμορ απογειώνεται, και ο πρωταγωνιστής μας είναι πιο κυνικός και μηδενιστής από ποτέ. Ο λοχαγός Έντμουντ Μπλακάντερ έχει κολλήσει 3 χρόνια σε ένα χαράκωμα της εμπόλεμης ζώνης. Κάνει συνέχεια τα αδύνατα δυνατά για να ξεφύγει από τον πόλεμο, μιας και τον θεωρεί τελείως ανώφελο και παρανοϊκό, και δεν είναι διατεθειμένος να θυσιάσει απολύτως τίποτα γι’ αυτόν και τη Βρετανία.
Μαζί του είναι και ο υπολοχαγός Τζορτζ, ένα πλουσιόπαιδο του Κέιμπριτζ με αστική ανατροφή και υψηλές διασυνδέσεις. Τον χαρακτηρίζει μέχρι τέλους μια ανεγκέφαλη και ανεξήγητη αισιοδοξία, ενώ έχει ενστερνιστεί πλήρως την κυβερνητική προπαγάνδα ενάντια στους εχθρούς «Ούννους Γερμαναράδες» και τον Μπολσεβικισμό. Στο ίδιο χαράκωμα, υπηρέτης του Μπλακάντερ και του Τζορτζ είναι ο φτωχός στρατιώτης Μπόλντρικ, που μεγάλωσε στις εργατικές συνοικίες, έχει κατά καιρούς κάποιες επαναστατικές ιδέες τελείως μπερδεμένες στο μυαλό του, μαγειρεύει απαίσια και είναι τρομοκρατημένος με τη φρίκη του πολέμου.
Κάποιες δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από την εμπόλεμη ζώνη, στο ασφαλές γραφείο του, συναντάμε τον χοντροκομμένο και αγροίκο στρατηγό Μέλτσετ, που τάχα μου διευθύνει σοβαρές πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά κατά βάση ενδιαφέρεται μόνο για την καλοπέραση του ίδιου και της τάξης του. Στο ρόλο αυτό ο Στίβεν Φράι δίνει κυριολεκτικά ένα ρεσιτάλ κωμικής ερμηνείας. Υφιστάμενός του στο γραφείο είναι ο λοχαγός Ντάρλινγκ, ένας κομπλεξικός γραφιάς με βαρετό πόστο, που μονίμως ανταγωνίζεται και υποσκάπτει τον Μπλακάντερ.
Οι σκηνές που εξελίσσονται στο γραφείο του στρατηγού είναι σίγουρα από τις πιο αστείες του τέταρτου κύκλου. Αναδεικνύουν με ευφυές, μαύρο χιούμορ την τρέλα του πολέμου, την στάση των ανώτατων στρωμάτων του στρατού, και την αδιαφορία τους για τα δεκάδες χιλιάδες θύματα στο μέτωπο: ο άχρηστος στρατηγός Μέλτσετ που δεν μπορεί ούτε ένα χάρτη να διαβάσει σωστά, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις με την κωδική ονομασία «Βέβαιος Θάνατος», το «Μεγάλο Μυστικό Σχέδιο» των Βρετανών που δεν είναι άλλο από το να συνεχιστεί η αλόγιστη σφαγή μέχρι τέλους και να σωθούν μόνο οι στρατάρχες.
Συνολικά ο τέταρτος κύκλος της σειράς αποτελεί κατά βάση ένα χιουμοριστικό, αντιπολεμικό μανιφέστο με κοφτερές ατάκες, που στρέφει τα πυρά του εναντίον και της βρετανικής πολιτικής. Λίγοι έχουν σκιαγραφήσει τον παραλογισμό, τη φρίκη και τη ματαιότητα του πολέμου με τον πνευματώδη και σαρκαστικό τρόπο που το έκανε το «Blackadder Goes Forth». Ειδικά το τελευταίο, υπέροχο επεισόδιο του κύκλου, παρουσιάζει τη θλιβερή ιστορική αλήθεια με τέτοιο μοναδικό τρόπο, που καταφέρνει να προκαλέσει δυνατό γέλιο και αυθεντική συγκίνηση ταυτόχρονα.
Μία σπουδαία κωμωδία που αντέχει στο χρόνο
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η «Μαύρη Οχιά» έχει αντέξει στο χρόνο όσο λίγες σειρές, και έχει φανατικούς θαυμαστές εδώ και δεκαετίες. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι κατάφερε να βελτιώνεται συνέχεια, με αποτέλεσμα κάθε κύκλος επεισοδίων να είναι καλύτερος, αρτιότερος και αστειότερος από τον προηγούμενο.
Το «Blackadder» αποτελεί αναμφίβολα μία από τις καλύτερες στιγμές στην ιστορία της τηλεοπτικής κωμωδίας: άφθονο γέλιο, ευφυές χιούμορ, ευφάνταστα λογοπαίγνια, απολαυστικές ερμηνείες, και μια σουρεαλιστική αφήγηση της ιστορίας που ξεκάθαρα συγγενεύει με τους Monty Python. Πέρα από όλα αυτά, η κριτική, καυστική ματιά της σειράς προς την εξουσία κάθε εποχής παραμένει εκπληκτικά επίκαιρη και εύστοχη, σήμερα ίσως περισσότερο από ποτέ.