Άρθρο της Σύνταξης από το νέο τεύχος του «Ξ» (τεύχος 567) που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 27 Γενάρη.
Στα τέλη της περασμένης χρονιάς η κυβέρνηση είχε ανοίξει τη συζήτηση για μια νέα αύξηση του βασικού μισθού από την Άνοιξη του 2023. Στη συνέντευξη τύπου που έδωσε ο Μητσοτάκης τη Δευτέρα 23/1 αυτό επιβεβαιώθηκε, ενώ κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν ότι μετά από διαβουλεύσεις, τον Μάρτη θα υπάρχει συγκεκριμένη πρόταση η οποία θα υλοποιηθεί από την 1η Απρίλη.
Τα σενάρια που κυκλοφορούν μιλούν για αύξηση του κατώτατου μισθού μεταξύ 5-8%, δηλαδή περίπου από 35 έως 55 ευρώ μεικτά.
Αύξηση-«ψίχουλα» που θα φορολογηθεί κιόλας!
Με δεδομένο ότι ο μέσος πληθωρισμός για το 2022 «έκλεισε» στο 9,6%, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι η «αύξηση» που διατυμπανίζει η κυβέρνηση δεν φτάνει καν την επίσημη ακρίβεια. Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία της Eurostat, το φτωχότερο 20% του πληθυσμού πλήττεται από πληθωρισμό της τάξης του 16% (καθώς ξοδεύει το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του σε βασικά είδη, όπως η διατροφή, που οι τιμές τους έχουν εκτοξευτεί).
Συνεπώς, το ποσό της αύξησης που συζητιέται δεν θα καλύψει ούτε τη μισή πραγματική ακρίβεια με την οποία παλεύουν κάθε μήνα τα φτωχότερα εργατικά-λαϊκά στρώματα.
Για ακόμα μια φορά η κυβέρνηση μιλάει για «ψίχουλα» και μάλιστα προεκλογικά. Και σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, ακόμα κι αυτή η ονομαστική αύξηση θα είναι ακόμα μικρότερη, γιατί θα φορολογηθεί κιόλας!
Όπως αναφέρει η Καθημερινή, η επόμενη αύξηση του βασικού μισθού θα ξεπερνάει το σημερινό αφορολόγητο, με αποτέλεσμα να φορολογείται.
Αν διαβάσει κανείς δηλαδή περί «διεύρυνση φορολογικής βάσης», μην αναμένει να δει μεγαλύτερη φορολόγηση των πλουσίων – αυτό που εννοεί η κυβέρνηση είναι να μειωθεί ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το αφορολόγητο όριο…
Όλα για την «ανταγωνιστικότητα»
Την ίδια στιγμή, η ΝΔ κάνει ότι μπορεί έτσι ώστε σε καμία περίπτωση να μην «τρομάξει» το εγχώριο και διεθνές ιδιωτικό κεφάλαιο το οποίο δεν θέλει να ακούει για αυξήσεις μισθών. Όπως δήλωσε ο υπουργός «Εργασίας» Χατζηδάκης:
«…στόχος είναι να επιτευχθεί η χρυσή τομή ανάμεσα σε διαφορετικές ανάγκες, από τη μία πλευρά είναι η ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων και από την άλλη πλευρά η διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.»
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Eurofound (Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας – οργανισμός της ΕΕ), η Ελλάδα είναι μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ο κατώτατος μισθός το 2023 παραμένει χαμηλότερος από τον αντίστοιχο του 2010!
Όταν λοιπόν οι κυβερνώντες μιλούν περί «ανταγωνιστικότητας της οικονομίας», αυτό που εννοούν είναι να υπάρχουν όσο το δυνατόν πιο συμπιεσμένοι μισθοί, ώστε να μπορούν να κερδοφορούν απρόσκοπτα οι μεγαλοεπιχειρηματίες!
Βρίσκουν άλλωστε να πατήσουν πάνω στο χτυπημένο εργατικό κίνημα και στις ξεπουλημένες-γραφειοκρατικές ηγεσίες του. Το ποσοστό οργάνωσης της εργατικής τάξης είναι εξαιρετικά χαμηλό, περίπου το 10% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα είναι οργανωμένο σε σωματεία, ενώ στην Ελλάδα οι συλλογικές συμβάσεις (που εξασφαλίζουν καλύτερες αποδοχές από τον βασικό μισθό) καλύπτουν μόνο το 26% των εργαζομένων.
Να παλέψουμε για πραγματικές αυξήσεις και ΑΤΑ
Οι σημερινές ηγεσίες του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος βρίσκονται μίλια μακριά απ’ το να οργανώσουν μαχητικούς αγώνες με διεκδικητικά αιτήματα, τα οποία να εμπνεύσουν ξανά μαζικά τους εργαζόμενους.
Η ευθύνη για να αλλάξει αυτή η κατάσταση βρίσκεται στις δυνάμεις της ανατρεπτικής Αριστεράς, στα μαχητικά σωματεία και τους πρωτοπόρους αγωνιστές, που χρειάζεται να πάρουν κοινές πρωτοβουλίες σε επίπεδο βάσης.
Οι πραγματικές αυξήσεις μισθών-συντάξεων τουλάχιστον στο ύψος του πληθωρισμού και η επαναφορά της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (ΑΤΑ – δηλαδή της αυτόματης αύξησης των μισθών και ημερομισθίων στο ύψος του πληθωρισμού, μέτρο που κατάργησε η κυβέρνηση του πατέρα Μητσοτάκη το 1990) χρειάζεται να αποτελέσουν κεντρικό διεκδικητικό αίτημα για την επόμενη περίοδο.
Παράλληλα, να παλέψουμε για ευρύτερες διεκδικήσεις όπως το πλαφόν στα είδη πρώτης ανάγκης, κατάργηση ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής, δραστική μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης σε καύσιμα, ρεύμα, θέρμανση και βαριά φορολογία στα κέρδη του κεφαλαίου.