Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το άρθρο αυτό συμπεριλαμβάνεται στον τελευταίο τόμο της Μαρξιστικής Σκέψης, αριθμός 21.
Μπορείτε να προμηθευτείτε τη Μ. Σκέψη από το «Ξεκίνημα» επικοινωνώντας
-
με τα κεντρικά γραφεία στην Αθήνα: www.xekinima. org, ή [email protected] ή τα τηλέφωνα 210 2283018-9
-
με τα γραφεία της Θεσσαλονίκης: 2310540432
Το αίτημα του «πολιτικού εκσυγχρονισμού» αποτελεί στις μέρες μας μιαν από τις πλέον διαδεδομένες κοινοτοπίες: η «επανίδρυση του κράτους», η «πάταξη της διαφθοράς», η «θέσμιση της αξιοκρατίας» κτλ., είναι όλες φράσεις με τις οποίες βομβαρδίζεται καθημερινά η δημόσια σφαίρα. Σπάνια όμως συνειδητοποιούμε ότι το πρόβλημα ταλανίζει την Ελλάδα για δυο σχεδόν αιώνες, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της ως ανεξάρτητου κράτους. Ακόμη πιο σπάνια ασχολούμαστε με τις καταβολές αυτής της παρατεταμένης θεσμικής ανεπάρκειας. Είναι άραγε πρόβλημα προσώπων και περιορισμένων τεχνικών δεξιοτήτων; Τεκμαίρει την αέναη αναπαραγωγή κάποιας «κακής παράδοσης»; Ή μήπως τελικά πιστοποιεί ‒όπως με νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό οίστρο τελευταία προβάλλεται‒ ότι το δημόσιο είναι «εγγενώς αναποτελεσματικό»; Όμως αυτό το είδος των «απαντήσεων» (τις σπάνιες φορές που τίθεται σοβαρά το σχετικό ερώτημα), παγιδεύει τη συζήτηση σε μια ταυτολογική κυκλικότητα: ότι ο θεσμικός εξορθολογισμός προϋποθέτει τον εαυτό του.
Αποτιμώντας την αποτυχία δυο σημαντικών μεταρρυθμιστικών εγχειρημάτων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας ‒ του Χαρίλαου Τρικούπη (Ενότητα ΙΙ) και του Ελευθέριου Βενιζέλου (Ενότητα ΙΙΙ)‒ το κείμενο που ακολουθεί επιχειρεί να εντάξει οργανικά στον προβληματισμό τον κοινωνικοοικονομικό παράγοντα δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη συμπεριφορά των οικονομικών και κοινωνικών ελίτ της χώρας. Υποστηρίζεται πως, συχνά παρά τα φαινόμενα, η περιορισμένη μεταρρυθμιστική διάθεση των οικονομικών ελίτ βρίσκεται στη βάση της παρατεταμένης αποτυχίας της Ελλάδας να επιτύχει θεσμικό εξορθολογισμό. Προς όφελος μιας πιο σφαιρικής προσέγγισης, προτάσσεται ένα συνοπτικό περιδιάβασμα της περιόδου 1840-1880 με δεσπόζον στοιχείο της την εντυπωσιακά πρώιμη υιοθέτηση του κοινοβουλευτισμού (Ενότητα Ι).
Ι. Ο πρώιμος κοινοβουλευτισμός ως παραδοσιακό εργαλείο ελέγχου (1840-1880)
Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται, διότι εκεί υπάρχουσιν άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν· αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία, μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα, να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου. (Εμμανουήλ Ροΐδης, Ασμοδαίος, 8 Ιουνίου 1875)
Ήδη από το ξεκίνημα του πολέμου της ανεξαρτησίας, οι ελληνικές ελίτ είχαν επιδείξει ισχυρή προδιάθεση προς την υιοθέτηση φιλελεύθερων πολιτικών θεσμών, μια στάση «αναμφίβολα υπολογισμένη να προκαλέσει την ευμένεια της πεφωτισμένης ευρωπαϊκής κοινής γνώμης» (Clogg 1979: 58). Όμως αυτό δεν κατάφερε να αποτρέψει το ξέσπασμα αλλεπάλληλων εμφύλιων συγκρούσεων –ανάμεσα σε μεταβαλλόμενους συνασπισμούς οπλαρχηγών, Πελοποννησίων προεστών και νησιωτών προυχόντων– τόσο αιματηρών, που απείλησαν τον ίδιο τον αγώνα της ανεξαρτησίας, ιδιαίτερα μετά την συμπλοκή του 1824 (Σταματόπουλος 1971· Diamandouros 1972). Μέχρι το 1827-28, οι «αντιμαχόμενες δυνάμεις» είχαν πλέον τόσο εξαντληθεί που η πρόσκαιρη αποδοχή εκ μέρους τους της πεφωτισμένης δεσποτείας του Καποδίστρια ήρθε ως φυσιολογικό αποτέλεσμα. Με την άφιξή του στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1828, ο Καποδίστριας ανέστειλε το φιλελεύθερο σύνταγμα της Τροιζήνας (Μάιος 1827) και, με τρόπο άκρως συγκεντρωτικό, επιχείρησε να προωθήσει τη διαδικασία της κρατικής συγκρότησης, περιορίζοντας την ισχύ των τοπικών αρχόντων. Η αντίδραση των τελευταίων υπήρξε ιδιαίτερα έντονη και πήρε τη μορφή υπονομευτικών δράσεων και συνωμοτικών κινήσεων. Σε μια από αυτές, τον Οκτώβριο του 1831, ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε, με τη χώρα να παλινδρομεί σε καθεστώς ουσιαστικής ακυβερνησίας (Woodhouse 1973· Batalden 1979).
Όμως οι διαμάχες ανάμεσα στις τοπικές ελίτ συνεχίστηκαν με ένταση τέτοια που, μέχρι το 1832-33, είχε και πάλι καταστεί σαφές ότι χρειαζόταν ένας νέος εξωτερικός επιδιαιτητής ή, όπως υποστήριξε ο Μηλιός (1988: 205-06), ένας Βοναπάρτης. Το ρόλο κλήθηκε να διαδραματίσει ο νεαρός βασιλιάς Όθωνας του βαυαρικού οίκου Βίτελσμπαχ που επιβλήθηκε στη χώρα από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Το στοιχείο που κυρίως χαρακτήριζε το οθωνικό καθεστώς (μέχρι τον Ιούνιο του 1835, όταν ο Όθωνας ενηλικιώθηκε, ένα καθεστώς Αντιβασιλείας) ήταν η «ντε φάκτο, αν και όχι ντε γιούρε, ξένη κατοχή. Για να προκύψει ένα ομοιογενές κράμα από το ετερογενές ελληνικό έθνος, απαιτούνταν η πίεση της ξένης ξιφολόγχης. Τον νέο βασιλιά συνόδευε μια δύναμη 3.500 μισθοφόρων των οποίων η αποστολή ήταν η βίαιη καταστολή κινημάτων και συμπεριφορών που υποστηρίζονταν από τις παλιές τοπικιστικές δομές» (Prevelakis 1988: 6). Αν και η μέθοδος της «ράβδου» φαίνεται να είχε αποτελέσματα στον περιορισμό των πιο ακραίων εκφάνσεων του τοπικισμού, δημιούργησε ταυτόχρονα και μεγάλες κοινωνικοπολιτικές εντάσεις τις οποίες το απολυταρχικό καθεστώς φάνηκε αδύναμο να διαχειριστεί. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1840, μέσα από διαδρομές που θύμιζαν τις δυσκολίες του Καποδίστρια μια δεκαετία νωρίτερα, ο Όθωνας είχε καταφέρει να στρέψει εναντίον του ολόκληρο σχεδόν τον πληθυσμό, τόσο τις ελίτ όσο και τα φτωχά λαϊκά και αγροτικά στρώματα (Petropulos 1968). Οι διάφορες αντιπολιτευόμενες ομάδες συνασπίστηκαν προσωρινά για να υποστηρίξουν το στρατιωτικό πραξικόπημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1844, το οποίο εγκαθίδρυσε τον κοινοβουλευτισμό.
Η Ελλάδα υιοθέτησε κοινοβουλευτικούς θεσμούς το 1843/44, δώδεκα μόλις χρόνια μετά την ανεξαρτησία της, και συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων ευρωπαϊκών χωρών που θέσπισαν το δικαίωμα στην καθολική ψήφο τον αρσενικό πληθυσμό, το 1864.[1] Όπως και αλλού στη νότια Ευρώπη, όμως, η «πολυαρχική» αυτή πρόσοψη του πολιτικού συστήματος ήταν σε μεγάλο βαθμό απατηλή.[2] Διότι, σε αντίθεση με την κατάσταση που επικρατούσε στη δυτική Ευρώπη (όπου η σταδιακή επέκταση του δικαιώματος στην ψήφο απηχούσε τη θέσμιση πραγματικών μεταρρυθμίσεων που υλοποιούνταν υπό την πίεση ισχυρών εργατικών και άλλων διεκδικητικών κινημάτων), η υιοθέτηση του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα αντανακλούσε κατά κύριο λόγο την προσπάθεια της παραδοσιακής πολιτικής ολιγαρχίας να διατηρήσει τα πελατειακά της δίκτυα που την περίοδο εκείνη απειλούνταν από τις δομές που είχε επιχειρήσει να εγκαθιδρύσει ο Καποδίστριας κατά την πρώτη περίοδο της ανεξαρτησίας, μια δεκαετία νωρίτερα (Τσουκαλάς 1978: 89-90· Διαμαντούρος 1984: 61). Αυτό που στην πραγματικότητα επιχειρούνταν ήταν η πολιτική ακινητοποίηση των αγροτικών μαζών, μέσω της ενίσχυσης της παραδοσιακής πατρωνίας που άνθιζε λόγω της εξακολουθητικής οικονομικής ανασφάλειας των αγροτικών πληθυσμών και της γενικευμένης αίσθησης ότι οι θεσμοί του νέου κράτους δεν ήταν παρά προπέτασμα και εργαλείο για την επιβολή μιας νέας τυραννίας.
Παρά τα τυπικώς πρωτοποριακά χαρακτηριστικά του, το φιλελεύθερο πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε το 1844 (και που, στις βασικές του πρόνοιες, διατηρήθηκε μέχρι το 1909),[3] επιχείρησε όχι να λύσει, αλλά να αμβλύνει τα πιεστικά κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της περιόδου (Διαμαντούρος 1984: 64). Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη ότι χαρακτηριζόταν από όλων των ειδών τα ψεγάδια και τις ανεπάρκειες. Μεγάλος αριθμός βουλευτών επιδίδονταν συστηματικό στον μετασχηματισμόν (ελληνικό ανάλογο του ιταλικού trasformismo, του ισπανικού turno, και του πορτογαλικού rotativismo), πρακτική σύμφωνα με τον οποία, μετά την εκλογή τους, και με αντάλλαγμα υπουργικές ή άλλες εξέχουσες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, οι βουλευτές άλλαζαν κομματική ταυτότητα, και όχι σπάνια πολιτικές απόψεις. Συναφή προβλήματα ήταν: ο διάχυτος νεποτισμός, με τη χαρακτηριστική τάση των υψηλόβαθμων πολιτικών παραγόντων να διορίζουν στις δημόσιες υπηρεσίες πολιτικούς τους φίλους αντί για ειδικευμένο προσωπικό· η χρήση βίας ως μέσο πολιτικού καταναγκασμού, με τη δράση των ληστών στην ύπαιθρο και των κουτσαβάκηδων στα αστικά κέντρα (Καρανικόλας 1973)· και οι συχνές βασιλικές παρεμβάσεις στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Εν κατακλείδι, πίσω από την κατά τα άλλα εντυπωσιακή κοινοβουλευτική επιφάνεια, υπήρχε ένα «ισχυρά ολιγαρχικό πολίτευμα που στην πράξη ακύρωνε τη σημασία της καθολικής ψηφοφορίας και αποδυνάμωνε δραστικά το ρόλο του κοινοβουλίου» (Diamandouros 1983: 49· Petropulos 1968). Ή, όπως έθεσε το ζήτημα ο Malefakis (1992: 13) σχολιάζοντας την πολιτική πραγματικότητα της νότιας Ευρώπης συνολικά, ο φιλελευθερισμός είχε εγκαθιδρυθεί, όμως ήταν «αλλοιωμένος, παραμορφωμένος και στείρος».
Όμως στο βαθμό που το σύστημα επετύγχανε την ντε φάκτο θέσμιση κάθετων πελατειακών δικτύων αποτρέποντας παράλληλα την δημιουργία οριζόντιων ταξικών συσσωματώσεων, ήταν ιδανικό για την προώθηση των ταξικών συμφερόντων των ελίτ που αναζητούσαν εναγώνια τρόπους συμπλήρωσης και ενίσχυσης της ιδεολογίας του Αλυτρωτισμού. Αν το πολιτικό σύστημα βρισκόταν εξακολουθητικά ανίκανο να ανταποκριθεί στα αιτήματα των εξαθλιωμένων αγροτών και των νέων στρωμάτων των μεροκαματιάρηδων των πόλεων ως κοινωνικών τάξεων, οι βασικοί του δρώντες (οι τοπικοί πολιτευτές) μπορούσαν εντούτοις να ισχυρίζονται ότι το σύστημα παρείχε «διαύλους επικοινωνίας» για την ικανοποίηση ιδιαίτερων ατομικών αιτημάτων. Παρότι αυτό προφανώς δεν αναβάθμιζε τις κυριαρχούμενες τάξεις, έδινε ωστόσο στο σύστημα μιαν επίφαση «ανταποκρισιμότητας» [responsiveness], εξίσου απαραίτητη για τη σταθεροποίηση και αναπαραγωγή του όσο και η φενάκη του Αλυτρωτισμού. Ο μηχανισμός αυτός εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την τρομακτική ‒σχεδόν οργανική‒ ανθεκτικότητα των πελατειακών πρακτικών απέναντι στις διαρκείς κριτικές που συστηματικά τους εξαπολύονταν.[4] Όσο αυστηρή και αν ήταν η κριτική που ασκούσαν δημοσιολογούντες σχολιαστές, διανοούμενοι και ‒όχι σπάνια‒ οι ίδιοι οι πολιτικοί που ενέχονταν σε δίκτυα πατρωνίας, στο βαθμό που το σύστημα επιτελούσε μια συγκεκριμένη λειτουργία και εξυπηρετούσε συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα, η αναπαραγωγή του δεν ήταν παρά αναμενόμενη.
Πρέπει κατά συνέπεια να τονιστεί εδώ ότι, σε αντίθεση με την άποψη ότι το πελατειακό πολιτικό σύστημα αντανακλούσε έναν αντικειμενικό διαμελισμό ή διάχυση των τάξεων σε δίκτυα πατρωνίας-πελατείας (που πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ή υπονοούν),[5] αυτό αποτελούσε ενσυνείδητο ταξικό εγχείρημα των κυρίαρχων τάξεων με στόχο την «κάθετη και εξαρτημένη» ένταξη των κυριαρχούμενων στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα (Μουζέλης 1978· Mouzelis 1986). Το επιχείρημα αναλύει και ο Mavrogordatos (1983: 8, 9) στη θεωρητική αποτίμηση των πελατειακών σχέσεων που επιχειρεί, σύμφωνα με την οποία, για τον ισχυρότερο εταίρο της σχέσης,
η εγκαθίδρυση δεσμών πάτρωνα-πελάτη…μπορεί να αντιπροσωπεύει έναν πιο οικονομικό και μακροπρόθεσμα πιο αποτελεσματικό τρόπο διατήρησης του πολιτικού ελέγχου και της οικονομικής εκμετάλλευσης· …ένα πολιτισμικά επικυρωμένο υπόδειγμα διαπροσωπικών σχέσεων που, συγκαλύπτοντας τις καθαρές ταξικές σχέσεις, απομακρύνει ή τουλάχιστον αναβάλλει το ενδεχόμενο ταξικής σύγκρουσης.
Συναφώς, και στο βαθμό που οι πελατειακές σχέσεις απέκρυπταν αλλά ασφαλώς δεν ακύρωναν την ταξική κυριαρχία, πρέπει κανείς να αποφύγει τη συνήθη λειτουργιστική παγίδα του να τις σκέπτεται ως ένα αεροστεγές και πανίσχυρο σύστημα (Τσουκαλάς 1978).
Συνάγεται ότι, αν και εντυπωσιακά ανθεκτικό, το πελατειακό σύστημα δεν ήταν σε καμία περίπτωση απαλλαγμένο από σοβαρές εσωτερικές αντιφάσεις. Κατά κύριο λόγο, είχαν να κάνουν με τη μεγάλη αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και την παραλυτική ακινησία του κρατικού μηχανισμού στο σύνολό του. Σύμφωνα με την επιγραμματική διατύπωση του Διαμαντούρου (1984: 59), το κράτος ήταν «ταυτόχρονα αδύναμο και υδροκεφαλικό». Αν λοιπόν η αδυναμία των ελληνικών ελίτ να εγκαθιδρύσουν μια παραγωγική οικονομία αναγόρευε τις πελατειακές σχέσεις ως το βέλτιστο «σύστημα αντιπροσώπευσης», αυτό δεν τις καθιστούσε και σύστημα επαρκές ή, πολύ περισσότερο, ικανοποιητικά θεσμοθετημένο. Συναφώς, η πελατειακή «πολιτειακή σταθερότητα» ήταν διάστικτη με στοιχεία συγκυριακής αβεβαιότητας στο πλαίσιο μιας εξακολουθητικά ασταθούς πολιτικής ισορροπίας. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι πολιτικές κρίσεις, συχνά με τη μορφή των κρίσεων αντιπροσώπευσης, βρίσκονταν διαρκώς στην ημερήσια διάταξη.
Ο αγώνας επιβίωσης των αγροτικών μαζών άφηνε μικρά περιθώρια έξω από την υποταγή που ενέχονταν στην πελατειακή συναλλαγή «ψήφος για την προσωπική εξυπηρέτηση ατομικών μικρο-αιτημάτων». Όμως από την άλλη, οι αγρότες (και, σταδιακά, οι εργαζόμενοι των πόλεων) ασφαλώς αντιλαμβάνονταν ότι οι περισσότερες «συμφωνίες» που σύναπταν με τους πολιτικούς τους πάτρωνες δεν ήταν προς το συμφέρον τους. Η πραγματικότητα αυτή μας βοηθά να εξηγήσουμε την περιοδική, αν και χαρακτηριστικά ασυνεχή και ανοργάνωτη, ετοιμότητά τους να εφορμούν ξαφνικά στο κέντρο της πολιτικής ζωής, ιδιαίτερα σε περιόδους αλυτρωτικών κρίσεων ή σοβαρών οικονομικών αδιεξόδων. Αυτός ο «ριζοσπαστικός» ‒ή και «μαζικός»‒ πραιτοριανισμός, αντανακλούσε γλαφυρά την πλημμελή θέσμιση του πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του κύριου εμπνευστή του Ιωάννη Κωλέττη, το 1847.[6]
Σε μια τέτοια περίσταση έντονης οικονομικής ανησυχίας και αλυτρωτικής αποτυχίας, αμέσως μετά την ταπεινωτική κατάληψη της Αθήνας και του Πειραιά από αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα την περίοδο 1854-57, το σύστημα μπήκε σε παρατεταμένη κρίση με κύρια γνωρίσματα το ξέσπασμα λαϊκών και φοιτητικών κινητοποιήσεων (π.χ., τα Σκιαδικά της 10ης και 11ης Μαΐου 1859)· πράξεις ατομικής τρομοκρατίας (π.χ.. η απόπειρα εναντίον της βασίλισσας Αμαλίας στις 6 Σεπτεμβρίου 1861, που προκάλεσε κύμα τρομοκρατίας από τους Βίτελσμπαχ και την κυβέρνηση Α. Μιαούλη)· και την ενεργοποίηση του στρατού (π.χ., η αντιδυναστική στάση της φρουράς του Ναυπλίου το Φεβρουάριου του 1862, γνωστή ως Ναυπλιακά, που πυροδότησε μια δίμηνη εξέγερση και εμφύλια διαμάχη). Η τελευταία αυτή κρίση δεν έμελλε να κοπάσει πριν την εκθρόνιση του Όθωνα (μετά ένα νέο στρατιωτικό πραξικόπημα, τον Οκτώβριο του 1862) και την αντικατάστασή του από τον Δανό πρίγκηπα Γεώργιο του οίκου Holstein-Sindenborg-Glücksburg· την ψήφιση του εξαιρετικά φιλελεύθερου συντάγματος του 1864 (όχι χωρίς σημαντικές ενδο-πολιτειακές διαμάχες ανάμεσα στην κυβέρνηση Βούλγαρη και την αποκαλούμενη «ορεινή» αντιπολίτευση το Φεβρουάριο και τον Ιούλιο του 1863 ‒Φεβρουαριανά, Ιουλιανά)· και τη διάλυση της πρώτης γενιάς των προσωποπαγών κομμάτων (Βουρνάς 1974: 384-437· Petropulos 1968: 10-16· Economopoulou 1984· Δαφνής 1961). Παρότι οι εξαιρετικά έντονες αντιπαραθέσεις των δεκαετιών 1850 και 1860 φάνηκε εν μέρει να ξεπερνιούνται με την έναρξη της δεκαετίας του 1870, αυτό σε καμία περίπτωση δεν αντανακλούσε κάποια ποιοτική αλλαγή ούτε στις «μετασχηματιστικές» συμπεριφορές των πολιτευτών ούτε στην εν γένει αυταρχική στάση των κυβερνήσεων και του θρόνου. Ως αποτέλεσμα, το γενικό πολιτικό περιβάλλον παρέμενε συγκρουσιακό,[7] ενώ η παρατεταμένη κυβερνητική αστάθεια (μεταξύ 1870 και 1875 έγιναν τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις και σχηματίστηκαν εννέα συνολικά κυβερνήσεις), επιτείνοντας τη διοικητική ακινησία, διέψευσε κάθε προσδοκία εύρωστης πολιτικής θέσμισης.
ΙΙ. Η θεσμική επινοητικότητα του Τρικούπη και ο ανέφικτος στόχος της υπέρβασης των πελατειακών σχέσεων (1880-1909)
Οι ελπίδες για θεσμικό εκσυγχρονισμό αναπτερώθηκαν με την έλευση του Χαρίλαου Τρικούπη στην πολιτική κονίστρα, ο οποίος αφού επέτυχε να αποσπάσει από το θρόνο την αρχή της δεδηλωμένης τον Αύγουστο του 1875 (σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς υποχρεωνόταν να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος που κατείχε την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο), ίδρυσε κόμμα με τη χαρακτηριστική ονομασία Νέον Κόμμα και, από τον Ιανουάριο του 1882, ξεκίνησε το εκσυγχρονιστικό του εγχείρημα ως μεταρρυθμιστής πρωθυπουργός με καθαρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.[8] Η εκσυγχρονιστική επιδίωξη του Τρικούπη δεν χαρακτηριζόταν μόνο από τον έντονο οικονομικό της οίστρο, αλλά και από μια έντονη πολιτικο-θεσμική διάσταση. Αυτή περιλάμβανε την προσπάθεια να υποσκάψει τις νομικο-διοικητικές βάσεις του πελατειακού συστήματος, μέσω της αλλαγής του ρόλου που καλούνταν να διαδραματίσουν οι βουλευτές στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος. Το εγχείρημα επιχειρήθηκε μέσω μέτρων που περιόριζαν την προσωπική εξάρτηση τόσο των δημόσιων υπαλλήλων από τους βουλευτές όσο και των βουλευτών από τους ατομικούς ψηφοφόρους. Το 1882, λ.χ., εισήγαγε μια μορφή μονιμότητας για τους κρατικούς υπαλλήλους (συνδυαστικά με τη θέσπιση ελάχιστων εκπαιδευτικών προαπαιτούμενων για την κάλυψη μιας θέσης στο δημόσιο), και το 1886 αύξησε το μέγεθος των εκλογικών περιφερειών από την επαρχία στο νομό, μειώνοντας συνακόλουθα και τον αριθμό των βουλευτών από 245 σε 150. Το δεύτερο μέτρο έκανε την άμεση πατρωνία και πιο δαπανηρή και λιγότερο πολιτικά προσοδοφόρα ενώ, μέσω της αύξησης του μεγέθους των διοικητικών μονάδων, ο Τρικούπης επιχείρησε να κάνει την μεν αποκέντρωση πιο εφικτή την δε διαφθορά πιο δύσκολη και ασύμφορη (Τσουκαλάς 1978: 105-07).
Οργισμένοι από τις μεταρρυθμιστικές αυτές προσπάθειες, πλείστοι όσοι πολιτικοί παράγοντες του «βουλευτοκρατικού» κατεστημένου στράφηκαν στον Εθνικόν Κόμμα του άσπονδου αντιπάλου του Τρικούπη, Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Ο τελευταίος δήλωσε ωμά την έντονη αντίθεσή του σε «ό,τι υποστήριζε ο Τρικούπης», ακυρώνοντας ‒οποτεδήποτε βρισκόταν αυτός στην εξουσία (1885-87, 1890-92, 1895-97)‒ τα περισσότερα από τα τρικουπικά μέτρα. Μέχρι το τέλος του αιώνα, ελάχιστο μέρος από την αρχική μεταρρυθμιστική προσπάθεια είχε μείνει αλώβητο (Clogg 1979: 90-92). Όπως όμως έχει εύστοχα παρατηρήσει και ο Τσουκαλάς (1978: 110), η πραγματική αιτία για την τελική αποτυχία των τρικουπικών μεταρρυθμίσεων δε βρίσκονταν τόσο στη διληγιαννική αντίδραση όσο στη μη ενεργό τους στήριξη (αν όχι στην ευθεία τους υπονόμευση) από τις ελίτ:
Τα παραδοσιακά κυρίαρχα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που συγκεντρώνονταν γύρω από την κρατική μηχανή, και οι νέες κατηγορίες των σταφιδέμπορων και των χρηματιστών δεν χρειάζονταν ούτε «αδιάφθορη» και σύγχρονη κρατική μηχανή ούτε αυστηρό και δομημένο κράτος δικαίου. Αντίθετα μάλιστα η «κρατική αστική τάξη», που η πολιτική εμβέλειά της ξεπερνούσε τον ήδη τεράστιο ποσοτικό της ρόλο, δεν μπορούσε παρά να αντιτίθεται σε μία «πολιτική» επί τη βάσει της οποίας η διόγκωση και ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού δεν μπορούσε πια να παραμένει ανεξέλεγκτος αυτοσκοπός.
Παράλληλα με την ανάγκη να αντιμετωπίσει την εν γένει υπονομευτική στάση των ελίτ, όμως, ο Τρικούπης είχε να αντιμετωπίσει και την ίδια την αδυναμία του κοινωνικοοικονομικού συστήματος ως συστήματος. Η επιτυχής υπέρβαση των πελατειακών σχέσεων και πρακτικών και η αντικατάστασή τους με οριζόντιες δομές αντιπροσώπευσης προϋπέθετε την ανάληψη σοβαρών κοινωνικοοικονομικών μεταρρυθμίσεων που θα ενέπνεαν πνεύμα ασφάλειας στα αγροτικά στρώματα αχρηστεύοντας έτσι τους πολιτικούς πάτρωνες. Καθώς όμως τέτοιες μεταρρυθμίσεις δεν εμφανίζονταν, κανείς αστός πολιτικός (ανεξαρτήτως του πόσο διακαής ήταν ο εκσυγχρονιστικός του πόθος) δε θα μπορούσε να πατάξει πλήρως το παραδοσιακό modus operandi της κάθετης ενσωμάτωσης των αγροτικών και λαϊκών στρωμάτων που επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα επετύγχανε τον κατακερματισμό των κυριαρχούμενων τάξεων. Για την ακρίβεια, η αποδυνάμωση του πελατειακού συστήματος απειλούσε να εξαλείψει την όποια ‒μικρή‒ ανταποκρισιμότητα του πολιτικού συστήματος ανοίγοντας παράλληλα τον ασκό του Αιόλου ‒της οριζόντιας πολιτικής οργάνωσης των φτωχών αγροτικών και λαϊκών στρωμάτων.[9]
Ο Τρικούπης δεν ήταν βέβαια λειτουργιστής πολιτικός επιστήμονας, ούτε και κατείχε κάποια εκ των υστέρων επίγνωση των «αναγκών αναπαραγωγής» που είχε το σύστημα. Το γεγονός, επιπλέον, ότι ‒με τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακραία βουλησιοκρατικός‒ πράγματι προσπάθησε να εφαρμόσει μεταρρυθμιστικά μέτρα μας προειδοποιεί για τους κινδύνους μιας ανέξοδα τελεολογικής ανάλυσης. Όμως οι συστημικοί περιορισμοί του επιβάλλονταν μέσα από ένα δρόμο που ήταν ταυτόχρονα απλούστερος και αμεσότερος: την αποτυχία των πολιτευτών του να εκλεγούν στις περιφέρειές τους στο βαθμό που δεν ασκούσαν πατρωνία. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας του θητείας στην εξουσία (1892-1895) απείχε τόσο από την εισαγωγή νέων αντι-πελατειακών μέτρων όσο και από την επαναφορά όσων μεταρρυθμίσεων είχε προηγουμένως καταργήσει ο Δηλιγιάννης (ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1890-1892). Περιορίστηκε έτσι σε μιαν απλώς ιδεολογική επίκληση του «μεταρρυθμιστικού» του μύθου που όμως είχε πλέον απωλέσει τη μεγαλύτερη, αν όχι ολόκληρη, την πρακτική του συνάφεια.[10]
Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1890 και των αρχών του 1900, όταν είχε πλέον καταστεί σαφές ότι το κόστος των μεταρρυθμίσεων ήταν υπέρογκο, το σύστημα παλινδρόμησε στην περιορισμένη θέσμιση των παραδοσιακών πελατειακών σχέσεων.[11] Μόνο που η ‒αφ’ εαυτού της ασταθής‒ παραδοσιακή πολιτική ισορροπία της περιόδου 1840-1880 είχε πλέον και η ίδια καταστεί ανέφικτη. Η δραματική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, με τη σταφιδική κρίση και τη χρεοκοπία του 1893, μεταφραζόταν σε μειωμένη δυνατότητα άσκησης πατρωνίας, σε μια περίοδο μάλιστα κατά την οποία δεκαετίες σταδιακής αστικοποίησης και η τρικουπική ιδεολογική ζύμωση περί της ανάγκης να αντικατασταθούν τα προσωπικά πολιτικά δίκτυα από «κόμματα αρχών» είχαν καταστήσει τους κάθετους ελέγχους ταυτοχρόνως λιγότερο εφικτούς και πιο αναποτελεσματικούς. Στο πλαίσιο αυτό, το αλυτρωτικό φιάσκο του 1897 λειτούργησε ως καταλύτης που, για μιαν ακόμη φορά, οδήγησε σε έντονη πολιτική κρίση που επέτεινε (και εκτράχυνε) την πολιτική αντιπαράθεση, όχι τόσο σε τοπικό όσο σε εθνικό επίπεδο.[12] Η κρίση έμελλε να διαρκέσει μέχρι το ιστορικό πραξικόπημα του Αυγούστου του 1909 στο Γουδί, και την έλευση στην εξουσία του Ελευθέριου Βενιζέλου (τον Οκτώβριο του 1910) με το φιλόδοξο στόχο να τερματίσει τον παλαιοκομματισμό βάζοντας τις βάσεις ενός σύγχρονου πολιτικού συστήματος που οριστικά πλέον θα υπερέβαινε τον πελατειακό κώδικα λειτουργίας.
ΙΙΙ. Τα όρια του βενιζελικού εκσυγχρονισμού: αστική δημοκρατία με ξιφολόγχες (1909-1936)
…[Η]μπορεί κανείς να υπολογίσει ότι το δημοκρατικόν και φιλελεύθερον κράτος θα διέλθη δια της αρνήσεως του εαυτού του, πριν η εξέλιξις της κοινωνίας αγάγη προς την κοινωνική δημοκρατίαν. Διότι είναι φυσικόν η αστική τάξις να αμυνθή της υπεροχής τής θέσεώς της, καταφεύγουσα εν ανάγκη εις την έντασιν της κρατικής επιβολής. (Αλέξανδρος Σβωλος, Η αναθεώρησις του συντάγματος, Αθήνα: Θέμις, 1933)
Η αστική δημοκρατία στην Ελλάδα μοιάζει µε έναν πρόωρα γερασµένο άντρα που έζησε πολύ λίγο και ξεζεί γρήγορα. (Παντελής Πουλιόπουλος, Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα; Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβόστη, 1934)
Αν η βασική και πλέον μακροπρόθεσμη σημασία της ανόδου του βενιζελισμού συνίστατο στην κομβική αναδόμηση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος συνολικά, η άμεση επίδρασή του υπήρξε πολιτική. Περιλάμβανε τον εκλογικό αποδεκατισμό των δυνάμεων του παλαιοκομματισμού (στις δυο αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις του Αυγούστου και του Δεκεμβρίου του 1910), και την επιβλητική ανάδυση μιας νέας ‒«αδιάφθορης‒ γενιάς πολιτευτών.[13] Εμψυχωμένος από την αδιαφιλονίκητη εμπιστοσύνη που επεδείκνυαν στο πρόσωπό του τόσο οι ελίτ όσο και οι λαϊκές μάζες αλλά και το μέγεθος της πρώιμης εκλογικής του επιρροής, ο Βενιζέλος επαγγέλθηκε τίποτα λιγότερο από μιαν ολοκληρωτική πολιτική αναγέννηση (που ωστόσο δεν θα διατάραζε την καθεστωτική συνέχεια).[14] Το εγχείρημα περιλάμβανε την (α) «αναγνώριση» εκ μέρους του της «ανάγκη[ς] διαπαιδαγωγήσεως του Ελληνικού λαού και της χειραφετήσεώς του από του προσωπικού κομματισμού»[15] (δηλαδή την υπέρβαση του πελατειακού συστήματος)· (β) την επιβολή κράτους δικαίου και τη φιλελευθεροποίηση της πολιτικής ζωής (με τη θέσπιση συνταγματικών εγγυήσεων για την προστασία ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και την αυστηρή οριοθέτηση των δικαιοδοσιών της εκτελεστικής εξουσίας·[16] και (γ) την προσπάθεια να επιτευχθεί ο εκτενής «εξορθολογισμός» του κράτους (εγχείρημα που περιλάμβανε τη διεξαγωγή εξετάσεων ως προϋπόθεση για είσοδο στο δημόσιο, την παραχώρηση σημαντικής επαγγελματικής εξασφάλισης για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς και τον περιορισμό των γραφειοκρατικών φύσεως καθυστερήσεων στη νομοθετική λειτουργία) (Αλιβιζάτος 1988· Andreopoulos 1989: 201-02).
Με τρόπο ταυτόχρονα καινοτόμο και αποφασιστικό, ο Βενιζέλος φαίνεται να οραματίστηκε τη θέσμιση ενός σύγχρονου πολιτικού συστήματος που, βασιζόμενο σε μια «κοινωνική-κορπορατιστική» άρθρωση συμφερόντων (μέσω της λειτουργίας διαταξικών «εθνικών» κομμάτων[17] και οργανώσεων ειδικών συμφερόντων υπό το άγρυπνο διαιτητικό βλέμμα ενός κράτους ευαίσθητου στα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης που απασχολούσαν το νεότευκτο εργατικό κίνημα) σταδιακά θα αντιμετώπιζε τις πιο χτυπητές κοινωνικές αδικίες και θα οικοδομούσε συναινετικό κλίμα στον αντίποδα των σφοδρών αντιπαραθέσεων που ταλάνιζαν τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο ο Βενιζέλος αντιλαμβανόταν το ζήτημα είναι τοποθέτησή του στη συνεδρίαση της 19ης Μαρτίου 1911, «Περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικιών»:
η δύναμις του αστικού καθεστώτος είνε να μη βλέπη παντάπασι τον κίνδυνον, ο οποίος έρχεται κατά τον εικοστόν αιώνα επί τα κάτω, κίνδυνον τον οποίον έν μέσον έχει να προλάβη, να προλαμβάνη τας εκρήξεις δια της εγκαίρου ικανοποιήσεως των δικαίων αξιώσεων των τάξεων εκείνων των εργατών των αποκλήρων της κοινωνίας» (Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασις της 19ης Μαρτίου 1911).
Το ίδιο σκεπτικό αποτυπώνεται γλαφυρά και εννέα χρόνια αργότερα, το1920, σε σημειώσεις που ο Βενιζέλος κατέγραψε για την εκφώνηση μιας προεκλογικής ομιλίας στη Σύρο, όπου και σχολίαζε την αποσκίρτηση του φίλου του εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκου από το Κόμμα Φιλελευθέρων:
Θα είνε εύθετος ο τόπος να ομιλήσω περί του εργατικού ζητήματος. Θα μνημονεύσω ότι δι αυτό απεσπάσθη απ’ εμού ο κ. Εμπειρίκος. Με κατηγόρησεν ότι δια της φιλεργατικής μου πολιτικής αφύπνησα τους εργάτας και έδωκα εις αυτούς τα μέσα της αποτελεσματικής προασπίσεως των συμφερόντων τους… [Όμως] δια της φιλεργατικής μου πολιτικής υπήρξα κοινωνικώς συντηρητικός. Κανένας άλλος τρόπος δεν υπάρχει εξασφαλίζων την διατήρησιν του κοινωνικού καθεστώτος παρά μόνον η μετ’ ειλικρινείας αντιμετώπισις των καθημερινών αναγκών της εργατικής τάξεως και των αξιώσεων αυτής εφ’ όσον ανταποκρινόμεναι εις την κοινωνικήν δικαιοσύνην δεν υπερβαίνουν τα όρια από των οποίων θα εθίγετο η ασφάλεια και προστασία του κεφαλαίου… Εάν το κοινωνικόν καθεστώς πρόκειται να συντηρηθή, τούτο θα συντηρηθή μόνον δια της εφαρμογής φιλεργατικής πολιτικής. Μόνο αποδεδειγμένως φιλεργατική κυβέρνησις είναι δυνατόν να αντιταχθή νικηφόρως κατά των ανατρεπτικών στοιχείων… Ευθύς ως θα έπαυον αι κυβερνητικαί τάξεις να εφαρμόζουν συστηματικώς φιλεργατικήν πολιτικήν η ανάπτυξις της βιομηχανίας και της ναυτιλίας θα απέβαινε σοβαρότατους κινδύνους κατά της κοινωνικής ειρήνης» (Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου, Φάκελος 267, Σημειωματάριο 1920, σ. 5-7).[18]
Όπως όμως συνέβη και με τον Τρικούπη τρεις δεκαετίες νωρίτερα, οι καλές προθέσεις και η επινοητικότητα του Βενιζέλου δεν ήταν δυνατόν να αποφύγουν τους περιορισμούς που επέβαλε η διαχρονική μεταρρυθμιστική ανεπάρκεια του κοινωνικοοικονομικού συστήματος.
Καταρχάς, η ίδια η απροθυμία των οικονομικών ελίτ να υπαχθούν στα μεταρρυθμιστικά κελεύσματα της πρώτης Φιλελεύθερης κυβέρνησης άφηνε ελάχιστο χώρο για να γίνει υπέρβαση της γνώριμης εικόνας του «περιορισμένου αγαθού»,[19] που πάνω της θεμελιωνόταν η πολιτική της πατρωνίας. Με το πέρας των φαντασμαγορικών εξαγγελιών και υποσχέσεων, οι τοπικοί πολιτευτές και, κατ’ επέκταση, το κεντρικό «εθνικό» κόμμα δεν είχαν παρά ελάχιστα να προσφέρουν στους ψηφοφόρους πέρα από τις συνήθεις υποσχέσεις για προσωπικές διευκολύνσεις. Η πραγματικότητα αυτή βοηθά να κατανοήσουμε πώς και γιατί οι πολιτευτές του Κόμματος των Φιλελευθέρων (ΚΦ) ‒επικαλούμενοι ακριβώς τις δυσχερείς κοινωνικοοικονομικές συνθήκες‒ διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό την τοπική τους αυτονομία. Εξηγεί επίσης γιατί το βενιζελικό κόμμα δεν κατάφερε ποτέ να υπερβεί τις δομές μιας κατά βάση πελατειακής οργάνωσης (μη επιτυγχάνοντας, λ.χ., να διεξαγάγει ένα συνέδριο),[20] αν και με ολοένα και πιο ορατά χαρακτηριστικά μιας εκλογικής μηχανής [machine politics] που αντικαθιστούσε την τοπική πατρωνία με μια πιο συγκεντροποιημένη, που εκπορευόταν από το εθνικό κέντρο (Mouzelis 1986: 47, Mavrogordatos 1983: 13).
Εξίσου σημαντικό ήταν το γεγονός ότι, με δεδομένη την ισχνότητα των κοινωνικοοικονομικών μεταρρυθμίσεων, δεν μπορούσε να σημειωθεί πρόοδος ούτε στον τομέα της υπέρβασης της παραδοσιακής συγκρουσιακότητας που χαρακτήριζε παραδοσιακά το πολιτικό σύστημα. Όταν ο πρώτος ενθουσιασμός από την πολιτική αναδόμηση του 1910-11 και τις ελληνικές επιτυχίες στους Βαλκανικούς Πολέμους άρχισαν να κοπάζουν, οι εξελίξεις πήραν μιαν απότομη τροπή επί τα χείρω με το ξέσπασμα του Εθνικού Διχασμού των ετών 1915-17 (την κύρια εστία αυτού του αφιερώματος). Επρόκειτο για σύγκρουση τρομακτικής έντασης ‒μια σχεδόν ανοιχτή εμφύλια σύρραξη‒ η οποία, επιτείνοντας την παραδοσιακή πραιτοριανή πολιτικοποίηση του στρατού, έδωσε στην αντιπαράθεση βενιζελισμού-μοναρχισμού μιαν «υφή βεντέτας» (Clogg 1979: 119) που έμελλε να παραμείνει αμετάβλητη καθ’ όλη τη μεσοπολεμική περίοδο (συμπεριλαμβανομένης και της κυβερνητικής συγκατοίκησης στο πλαίσιο της οικουμενικής κυβέρνησης του 1926-28).
Ως ο ευφυής πραγματιστής που ήταν, ο Βενιζέλος αντιλήφθηκε έγκαιρα την αναγκαία λειτουργία που επιτελούσαν οι ξιφολόγχες στο πολιτικό σύστημα. Εξ ου και η ετοιμότητά του να παρακάμψει τις πρώιμές του εξαγγελίες περί πολιτειακής θέσμισης και να παρέχει υποστήριξη ‒ή και ηγεσία‒ στη δημιουργία φιλελεύθερης πραιτοριανής φρουράς για την προστασία του πολιτικού του εγχειρήματος. Κατά την περίοδο 1917-1920, πλήθος πολιτικών δικαιωμάτων εξαιρέθηκαν, ο διοικητικός εκτοπισμός πολιτικών αντιπάλων και αντιφρονούντων θεσμοθετήθηκε (Νόμος 755/1917) και η χώρα βυθίστηκε σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης.[21] Όπως έθεσε το ζήτημα ο Mavrogordatos (1983: 322, 305),
…Οι «κανόνες του παιχνιδιού» παρέμειναν διαμφισβητούμενοι καθ’ όλη τη μεσοπολεμική περίοδο. Δεν ανέκυψε θέσμιση αμοιβαίων εγγυήσεων που θα παρείχαν ασφάλεια στις δυο πλευρές αποτρέποντας τον εκφυλισμό της αντιπαράθεσης βενιζελισμού-αντιβενιζελισμού σε εμφύλιο πόλεμο…
Ως αποτέλεσμα,
καθένα από τα δυο πολιτικά στρατόπεδα…ήταν συγκροτημένο ως πολιτικο-στρατιωτικό μπλοκ με συνεκτική ύλη τους ιστορικούς δεσμούς και προπαντός την αμοιβαία εξάρτηση πολιτειακής και στρατιωτικής ηγεσίας… Από το 1916 είχε καταστεί σαφές προς όλους ότι, σε τελική ανάλυση, η μόνη εξασφάλιση ήταν η ίδια η στρατιωτική ισχύς… Η πολιτειακή εξάρτηση από το στρατό άνοιξε τον ασκό του Αιόλου του ανεξέλεγκτου πραιτοριανισμού.
Και ο πραιτοριανισμός ήταν πράγματι ανεξέλεγκτος: μεταξύ 1922 και 1935 σημειώθηκαν 35 πραξικοπήματα, απόπειρες πραξικοπημάτων και άλλες «συνωμοτικές κινήσεις» (Βερέμης 1977: 303-09).
Όμως το πολιτικό περιβάλλον ήταν εξίσου έκρυθμο και στον τομέα της σχέσης του καθεστώτος με το εργατικό κίνημα. Η αποτυχία του βενιζελισμού να επιβάλλει την εφαρμογή των υλικών όψεων της φιλεργατικής του νομοθεσίας (κυρίως τους νόμους 3934/1911 «Περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας» και 429/1912 «Περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων») δημιούργησαν συνθήκες όπου οι ‒έστω περιορισμένες‒ θεσμικές πρόνοιες του Νόμου 281/1914 «Περί σωματείων», αντί να οδηγήσουν στην νέο-κορπορατιστική ισορροπία που ο Βενιζέλος οραματιζόταν, μετατράπηκαν σε μπούμερανγκ. Η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος, τη δημιουργία των οποίων, το 1918, ο Βενιζέλος είχε σε πρώτο χρόνο εκλάβει θετικά, γρήγορα διέψευσαν την προσδοκία ότι θα συνεργαζόταν με το κράτος, υιοθέτησαν αρχές της ταξικής πάλης και στάθηκαν αρωγοί στο συγκρουσιακό εργατικό διεκδικητικό κίνημα του μεσοπολέμου (Seferiades 1998). Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δράσεις του βρέθηκαν αντιμέτωπες με απηνή καταστολή, ιδιαίτερα μετά το 1929, όταν ο Βενιζέλος νομοθέτησε το Ιδιώνυμον, νόμο που με τρόπο απροκάλυπτα αντισυνταγματικό ποινικοποιούσε όχι μόνο τις μαχητικές συλλογικές δράσεις αλλά και τις ριζοσπαστικές απόψεις.[22]
Ανεβάζοντας δραματικά το κόστος συμμετοχής στις δράσεις του εργατικού κινήματος, αυτός ο τύπος καταστολής αναμφίβολα ανέκοψε τη δυναμική του. Όμως μεσο-μακροπρόθεσμα συνέτεινε στην επίταση των έκνομων, συγκρουσιακών του προδιαθέσεων, καθιστώντας τη σύννομη θεσμοθέτηση της εργατικής διαμαρτυρίας σχεδόν αδύνατη. Τέθηκε έτσι σε κίνηση ένας φαύλος κύκλος, όπου όσο περισσότερο εμμονικό γινόταν το κράτος με την επιβολή της «κοινωνικής ειρήνης», τόσο αυτή γινόταν και πιο ανέφικτη.
Η πλέον οχληρή επίπτωση της βενιζελικής προσπάθειας αφενός να καταστείλει την κοινωνική ζύμωση γύρω από το εργατικό κίνημα και αφετέρου να αποτρέψει την εκδικητική επιστροφή του μοναρχισμού ήταν η αυξανόμενη τάση του αβασίλευτου καθεστώτος να παρακάμπτει συνταγματικές εγγυήσεις, διολισθαίνοντας σε ολοένα και πιο αυταρχικά μοτίβα διακυβέρνησης. Το πολιτικοθεσμικό σύστημα άρχισε έτσι να σωρεύει ένα δημοκρατικό έλλειμμα ανάλογο του μεταρρυθμιστικού που χαρακτήριζε τη λειτουργία του κοινωνικοοικονομικού. Επρόκειτο για κατάσταση πραγμάτων όπου η διαρκής αλλοίωση του κοινοβουλευτισμού με «στοιχεία δικτατορίας» (Μάξιμος 1975/11928) είχε πλέον αφαιρέσει από τον αστικό κοινοβουλευτισμό όλες τις πρώιμες λαϊκοδημοκρατικές του αναφορές (της περιόδου 1909-1917).[23] Με καθαρά θεσμικούς όρους αυτό γινόταν φανερό τόσο στην εντεινόμενη αδυναμία του αβασίλευτου καθεστώτος να κινηθεί μέσα στο πνεύμα (διότι για το γράμμα ούτε λόγος) του ίδιου του δικού του συνταγματικού πλαισίου, όσο και στην εκπεφρασμένη πρόθεση του Βενιζέλου (μετά το 1928) να αναθεωρήσει το πλαίσιο αυτό προς περισσότερο αυταρχική κατεύθυνση.
Αναφορικά με το πρώτο, ο Αλιβιζάτος (1983: 34) παρατήρησε εύστοχα ένα «βάθεμα του χάσματος ανάμεσα στο ‘τυπικό’ και το ‘πραγματικό’ κράτος», σε γενικές γραμμές ανάλογο της απόκλισης φόρμας και περιεχομένου που χαρακτήριζε και τον κοινοβουλευτισμό του 19ου αιώνα. Στις πιο καίριες εκφάνσεις του, το χάσμα συνίστατο στην ενεργοποίηση μιας σειράς αντισυνταγματικών μέτρων που αύξαιναν τις δικαιοδοσίες της εκτελεστικής εξουσίας σε ζητήματα τόσο κρίσιμα όσο η κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ενώ εξίσου σημαντική ‒αποκαλυπτική του εξακολουθητικού ανορθολογισμού της πολιτικής ζωής‒ ήταν η τάση αμφότερων των κομμάτων να ασκούν gerrymandering («μαγείρεμα» των εκλογικών περιφερειών κατά το συμφέρον τους) οποτεδήποτε βρίσκονταν στην εξουσία (Mavrogordatos 1983: 15-6). Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, είναι σαφές πως με την έλευση της δεκαετίας του ’30 ο Βενιζέλος είχε αποφασίσει να περιλάβει στη συνταγματική αναθεώρηση που προετοίμαζε το περίφημο άρθρο 48, παράγραφος 2 του συντάγματος της Βαϊμάρης (το Diktaturgewalt), το οποίο έδινε στον επικεφαλής του εκτελεστικού την αρμοδιότητα να αναστέλλει άρθρα του συντάγματος. Η πρόθεση ανακοινώθηκε με δραματικό τόνο σε λόγο που εκφώνησε στη Βουλή στις 21 Μαΐου 1932:
…[Ά]νευ μεταρρυθμίσεως του Συντάγματος, είναι αδύνατον να κυβερνηθή πλέον ομαλώς ο τόπος ούτος. Τα λεγόμενα ατομικά δικαιώματα, αι προσωπικαί ελευθερίαι…δεν είναι απόλυτα. Δύνανται και πρέπει να προστατεύονται πάντα εντός των νόμων, υπό ομαλάς περιστάσεις μιας χώρας· αλλ’ όταν η χώρα διατελεί υπό όλως εκτάκτους περιστάσεις, αι ατομικαί ελευθερίαι πρέπει να περιορίζονται εις το προσήκον μέτρον. Το Σύνταγμά μας προβλέπει τας περιστάσεις αυτάς και ορίζει ότι επιτρέπεται τοιούτος περιορισμός…εις περιστάσεις πολέμου ή επιστρατεύσεως γενικής εξ εξωτερικών λόγων. Ευτυχώς, δεν προσέθεσεν εις το πρώτον μέρος το επίθετον εξωτερικός, ώστε ο πόλεμος να είναι βέβαιον ότι ο πόλεμος και εξωτερικώς και εμφύλιος αν είναι να επιτρέπη την αναστολήν των ελευθεριών. Αλλά πρέπει να φθάσωμεν λοιπόν εις την έναρξιν της επαναστάσεως και ειςτον εμφύλιον σπαραγμόν, τον εμφύλιον πόλεμον δια να μπορέσωμεν να αντιμετωπίσωμεν την αναρχίαν;…Κατά τούτο, κύριοι Βουλευταί, το Σύνταγμά μας είναι ατελές. Συνετάχθη δυστυχώς με τας αντιλήψεις της προπολεμικής καταστάσεως, και καμμία πρόνοια δεν ελήφθη δι’ όλην την κατάστασιν η οποία εδημιουργήθη μεταπολεμικώς. Το γερμανικό Σύνταγμα της Βαϊμάρης, το οποίον είναι έν από τα δημοκρατικότερα Συντάγματα προνοεί περί της περιπτώσεως αυτής. Εις το άρθρον 48 ορίζεται ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται, εάν εν τη δημοκρατία διαταραχθή ή απειλείται σοβαρώς η δημοσία ασφαλεια να μη περιμένει να διαταραχθή πρώτα [ή] να λάβη τας προς αποκατάστασιν αυτής αναγκαία μέτρα τη βοηθεία εν ανάγκη και της ενόπλου δυνάμεως. Προς τον σκοπόν αυτό δύναται να αναστείλει προσωρινώς εν όλω ή εν μέρει την ισχύν των εν τοις [συναφοίς] άρθροις…καθιερωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων (Επίσημα Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής, 2η βουλευτική περίοδος, 4η σύνοδος, Συνεδρίασις ΟΖ’, 21η Μαΐου 1932, σ. 1206)
Οι αλλεπάλληλες πραιτοριανές αναταράξεις της αμέσως επόμενης περιόδου, όμως, απέτρεψαν την υλοποίηση αυτών των σχεδίων: το αποτυχημένο πραξικόπημα του στρατηγού Πλαστήρα το Μάρτιο του 1933· η απόπειρα εναντίον της ζωής του Βενιζέλου τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου· το επίσης αποτυχημένο πραξικόπημα του Μαρτίου του 1935 το οποίο οδήγησε σε δίμηνη εμφύλια σύρραξη· η ανατροπή του μετριοπαθούς πρωθυπουργού του Λαϊκού Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη από τον ‒πλέον σκληροπυρηνικά μοναρχικό‒ στρατηγό Κονδύλη τον Οκτώβριο του 1935· το καταφανώς νόθο δημοψήφισμα του Νοεμβρίου του 1935 που επανέφερε τη βασιλεία μέσα σε όργιο αντισυνταγματικών πρακτικών από την πλευρά, αυτή τη φορά, των μοναρχικών. Αν και αυτό σπάνια επισημαίνεται στη βιβλιογραφία, οι εξελίξεις αυτές συντελούνταν στο φόντο σποραδικών εργατικών και αγροτικών εκρήξεων[24] ‒επιπλέον τεκμήριο της βαθιάς κρίσης των πολιτικών θεσμών πολύ πριν ο στρατηγός Μεταξάς βάλει και τυπικά τέλος στον κοινοβουλευτισμό την 4η Αυγούστου 1936.[25] Με την έννοια αυτή, παρότι το αυταρχικό καθεστώς που επιβλήθηκε τη μέρα εκείνη πράγματι συνιστά ρήξη με τους τύποις δημοκρατικούς θεσμούς της μεσοπολεμικής περιόδου, εύλογο είναι να συμπεράνει κανείς ότι αποτελούσε ταυτόχρονα και το απόγειο της αντισυνταγματικής αυθαιρεσίας (ή του συγκαλυμμένου αυταρχισμού) που χαρακτήριζαν τη λειτουργία του κράτους καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο (Αλιβιζάτος 1983: 104-06).
Ιδωμένη η εξέλιξη αυτή από μια διαφορετική ‒πιο γενική‒ σκοπιά, είναι ωστόσο δυνατόν να υποστηριχθεί ότι, όπως και αλλού στη νότια Ευρώπη, η αδυναμία διατήρησης του κοινοβουλευτικού τρόπου κυριαρχίας και η αντικατάστασή του με ανοιχτή δικτατορία αντανακλούσε την αποδυνάμωση των παραδοσιακών μορφών πολιτικού ελέγχου (είτε ήταν αυτοί τα κάθετα πελατειακά δίκτυα είτε η επιλεκτική καταστολή των οριζόντιων ταξικών οργανώσεων) υπό το φως της γενικευμένης κοινωνικοοικονομικής κρίσης και της λαϊκής έκρηξης του Μαΐου-Ιουνίου 1936. Αδυνατώντας να βρουν λύση στο πολιτικό αδιέξοδο που είχε προκύψει μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου,[26] τα δυο κύρια κόμματα, αλλά και όλες οι άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις, «σαν να ήθελαν να επισπεύσουν την έκπτωσή τους» (Αλλιβιζάτος 1983: 103), παρείχαν στον Μεταξά ομόθυμη στήριξη.
Επίλογος
Στόχος του κειμένου αυτού ήταν η ανάδειξη της στενής σχέσης ανάμεσα στη μεταρρυθμιστική ανεπάρκεια του κοινωνικοοικονομικού συστήματος και την εξακολουθητική αποτυχία εγχειρημάτων πολιτικού εξορθολογισμού της πολιτικής ζωής. Όπως και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης, η πρώιμη υιοθέτηση του κοινοβουλευτισμού, ήδη από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, δεν αντανακλούσε παρά μια προσπάθεια θέσμισης παραδοσιακών πελατειακών δικτύων πατρωνίας. Το πολιτικό σύστημα που προέκυψε, παρά έναν βαθμό ασταθούς ισορροπίας που επέτυχε, χαρακτηριζόταν από διάχυτη διαφθορά και ένα πλήθος ανορθολογισμών που απέτρεπαν τη στέρεα πολιτική του θέσμιση.
Υποστηρίχθηκε ότι η κοινωνικοοικονομική μεταρρυθμιστική ένδεια και όχι η έλλειψη πολιτικής βούλησης ή τεχνοκρατικής επινοητικότητας εξηγούν την αποτυχία του Χαρίλαου Τρικούπη να επιτύχει τον πολιτικό εκσυγχρονισμό, και πρέπει επίσης να ληφθεί σοβαρά υπόψη προκειμένου να εξηγηθεί η ανάλογη αποτυχία στο ‒ ασύγκριτα πιο φιλόδοξο και συμπεριληπτικό‒ εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του βενιζελισμού κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Αδυνατώντας να εμπνεύσει ή να προκαλέσει παραγωγικό μεταρρυθμισμό στην αστική τάξη της χώρας, ο Βενιζέλος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τις πρώιμες «αναγεννητικές» προθέσεις του, αναφορικά με τη δημιουργία μαζικών κομμάτων, τον περιορισμό της ανάμειξης του στρατού στην πολιτική ζωή και τη δημιουργία ενός ανοιχτού πολιτικού συστήματος ευαίσθητου στις σωρευμένες κοινωνικές ανάγκες. Ως αποτέλεσμα, το καθεστώς της μεσοπολεμικής αβασίλευτης δημοκρατίας κατέληξε να χαρακτηρίζεται από χτυπητό δημοκρατικό έλλειμμα. Η καταφανής αδυναμία τόσο των κάθετων πελατειακών δικτύων όσο και της κρατικής καταστολής να ελέγξουν τις κοινωνικές ζυμώσεις (και στη συνέχεια την κοινωνική έκρηξη) της περιόδου 1934-36 οδήγησαν σε παρατεταμένη πολιτική κρίση που ο αστικός πολιτικός κόσμος επέλεξε να διαχειριστεί με την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας. Ο προσεκτικά συγκαλυμμένος αυταρχισμός ‒διακριτό γνώρισμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο‒ είχε πλέον αποκτήσει και επίσημη καθεστωτική υπόσταση.
Σημειώσεις
[1] Βλ. Σωτηρέλης (1991). Η τόσο πρώιμη θέσπιση της καθολικής ψηφοφορίας εντυπωσιάζει ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες το δικαίωμα αυτό παραχωρήθηκε πολύ αργότερα: στη Γερμανία το 1871, στην Ελβετία το 1874, στη Βρετανία το 1884, στο Βέλγιο το 1893, στην Ολλανδία το 1896.
[2] Ο όρος «πολυαρχία» (Dahl 1971) αναφέρεται σε πολιτικά συστήματα αυξημένης πολιτικής συμμετοχής (εκτενή πολιτικά δικαιώματα) και ανταγωνιστικότητας (ύπαρξη και λειτουργία αντίπαλων κομμάτων).
[3] Μοντέλο του Συντάγματος του 1844 ήταν το γαλλικό Charte του Ιουλίου του 1830 και το βελγικό Σύνταγμα του 1831 (Σβώλος 1929: 411). Το πλέον κομβικό πρόσωπο πίσω από τη σύνταξή του ήταν ο ηγέτης του «Γαλλικού Κόμματος» Ιωάννης Κωλέττης, προσωπικός φίλος του Γάλλου πρωθυπουργού Guizot, και βαθιά επηρεασμένος από τον Λουδοβίκο Φίλιππο (Diamandouros 1976).
[4] Ο Τύπος της εποχής βρίθει από όλων των ειδών τις καταγγελίες για «βουλευτοκρατία», «πολιτική διαφθορά και ανηθικότητα», «φαυλοκρατία» κτλ. Βλ. Διαμαντούρος (1984: 55-6) και Καρανικόλας (1973: passim).
[5] Βλ., π.χ., Campbell/Sherrard (1968) και Legg (1969).
[6] Σύμφωνα με τον Huntington(1968), «πραιτοριανισμός» επέρχεται όταν οι πολιτικοί θεσμοί αδυνατούν συστηματικά να επεξεργαστούν τα αιτήματα της κοινωνίας. Ανάλογα με το βαθμό πολιτικής συμμετοχής που ενέχει η διατύπωση αυτών των αιτημάτων μπορεί να είναι «ολιγαρχικός» (αιτήματα των ελίτ), «ριζοσπαστικός» (αιτήματα και κινητοποιήσεις κατά βάση μεσαίων στρωμάτων) και «μαζικός» (αιτήματα και κινητοποιήσεις λαϊκών στρωμάτων). Με τους όρους αυτούς είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι, πιθανόν με την εξαίρεση της περιόδου της διακυβέρνησης Καποδίστρια (1828-31), η Ελλάδα ήταν ένα πραιτοριανό σύστημα που, σε σχετικά σύντομο διάστημα μετά την Ανεξαρτησία, βίωνε συνθήκες ώριμης ριζοσπαστικής ή ακόμα και μαζικής υφής. Αυτή η έντονη, αν και ιδιαίτερη (κατά μια έννοια «προ-νεωτερική»), πολιτικοποίηση του πληθυσμού ήταν σε μεγάλο βαθμό απόρροια της μαζικής συμμετοχής στον πόλεμο της ανεξαρτησίας κατά τη δεκαετία του 1820. Η πολιτική ενεργοποίηση των μαζών της υπαίθρου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αρχικά αντιμετωπίστηκε το αγροτικό ζήτημα (δηλαδή με το καθεστώς των Εθνικών Γαιών το οποίο απέτρεψε το σχηματισμό μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας ─Τσουκαλάς 1981: 276· McGrew 1985), ενώ αντίστοιχα αξιοπρόσεκτη υπήρξε η συμμετοχή των αθηναϊκών λαϊκών μαζών στο συνταγματικό κίνημα του 1843 (Βουρνάς 1952, 1974: 294-377· Σκοπετέα 1987) και στην έκρηξη του 1863 που οδήγησε στην εκθρόνιση του Όθωνα. Η σημασία αυτής της πρώιμης λαϊκής συμμετοχής υπογραμμίζεται ─αν και κάπως υπερβολικά─ από τον Μηλιό (1988: 215-22). Ένας άλλος μελετητής που άσκησε κριτική στην τάση να υποβαθμίζεται ο ρόλος του λαϊκού παράγοντα είναι ο Σωτηρέλης (1988, 1991). Δεν πρέπει επίσης να παραλειφθεί αναφορά στον Mavrogordatos (1983), η πρωτοπόρα μελέτη του οποίου προκλήθηκε από την δυσαρέσκειά του «με τις υπάρχουσες ερμηνείες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας», όπου «η επεξήγηση εν τέλει ανάγεται αποκλειστικά στο επίπεδο των ελίτ, με αποτέλεσμα η επίδραση της μαζικής πολιτικής να αγνοείται, να απορρίπτεται ή, σε κάποιες περιπτώσεις, να εξετάζεται πολύ επιφανειακά» (σ. xiii).
[7] Χαρακτηριστικές είναι από την άποψη αυτή οι αλλεπάλληλες αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών και την Αστυνομία κατά το διάστημα μεταξύ του Νοεμβρίου του 1873 και του Φεβρουαρίου του 1874 που είχαν προκληθεί από την απόφαση του πρωθυπουργού Δεληγιώργη να διαλύσει το ένοπλο σώμα Φοιτητική Φάλαγξ (Βουρνάς 1974: 455· Μπαρούτας 1992: 74-5), καθώς επίσης και τα Στηλιτικά ‒συνταγματική κρίση που ξέσπασε τον Ιούνιο του 1874, την επαύριο των αμφίβολης εγκυρότητας εκλογών που είχε διεξαγάγει η κυβέρνηση Βούλγαρη.
[8] Ο Τρικούπης είχε διοριστεί πρωθυπουργός για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1875, την επαύριο της μυθώδους δημοσιογραφικής εκστρατείας υπέρ της δεδηλωμένης, και η κυβέρνησή του διεξήγαγε τον ίδιο μήνα εκλογές (από τις πλέον έντιμες της περιόδου) τις οποίες έχασε από τον Κουμουνδούρο. Είχε επίσης συμμετάσχει στην έκτακτη οικουμενική κυβέρνηση της περιόδου μεταξύ του Μαΐου του 1877 και του Ιανουαρίου του 1878 υπό τον Κανάρη, που είχε σχηματιστεί προκειμένου να εκπονήσει «εθνικά επωφελή» στρατηγική στο πλαίσιο του Ρωσοτουρκικού πολέμου των ετών 1877-78.
[9] Το πρόβλημα επιτείνονταν από το γεγονός ότι το εγχείρημα του Τρικούπη βασιζόταν σε βαριά φορολογία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αντι-μεταρρυθμισμός του Δηλιγιάννη συγκροτούνταν γύρω από το αίτημα «Κάτω οι φόροι!».
[10] Ο Τσουκαλάς (1978: 111) θέτει το ζήτημα ιδιαίτερα γλαφυρά: «Στερημένος από τη μόνη δυνάμει ιδεολογική και ταξική του βάση ─μια «παραγωγική» αστική τάξη που δεν εμφανίζονταν [sic] όμως δυναμικά στο προσκήνιο─, πτοημένος από την αναποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεών του, υπονομευμένος από την αντιδημοτικότητα της πλειοψηφίας των μέτρων που εισηγείται, ο Τρικούπης στηρίζεται από το 1890 και πέρα σχεδόν αποκλειστικά στον ανανεωτικό του ‘μύθο’».
[11] Δε σημαίνει βέβαια αυτό ότι οι τρικουπικές μεταρρυθμίσεις δεν άφησαν κάτι πίσω τους. Όπως υποστήριξε ο Mouzelis (1990: 133), η ίδια η δικομματική άρθρωση του ΄κομματικού συστήματος των δεκαετιών 1870 και 1880 «με το τρικουπικό κόμμα να εισηγείται τον εκσυγχρονισμό πριν τον αλυτρωτισμό και η δηλιγιαννική αντιπολίτευση να δίνει προτεραιότητα στην υλοποίηση των αλυτρωτικών στόχων της Ελλάδας…[οδήγησε] σε ένα βαθμό κομματικής συγκεντροποίησης και στη μεταφορά του πολιτικού προσανατολισμού των ψηφοφόρων από την τοπική περιφέρεια στο εθνικό κέντρο… Συναφώς, οι τοπικοί πολιτευτές δυσχεραίνονταν να μετακινηθούν από το ένα κόμμα στο άλλο στη βάση βραχυπρόθεσμων οπορτουνιστικών υπολογισμών». Την εκτίμηση αυτή απηχεί και η μελέτη του Λυριντζή (1991) για την πολιτική στο νομό Αχαΐας του τέλους του 19ου αιώνα. Για το ίδιο ζήτημα, βλ., επίσης, Diamandouros (1973).
[12] Παράδειγμα αποτελούν τα Σανιδικά του Νοεμβρίου του 1902 όταν, τις παραμονές των εκλογών, αθηναϊκές μάζες επιτέθηκαν σε σπίτια προβεβλημένων πολιτικών με σανίδες.
[13] 67% των μελών του κοινοβουλίου που προέκυψε από τις εκλογές του Δεκεμβρίου εκλέγονταν για πρώτη φορά, ενώ ένα επιπλέον 20% είχε πρωτοεκλεγεί στις εκλογές του Αυγούστου. Μόνο ένα ισχνό 13% είχαν προηγούμενη κοινοβουλευτική θητεία. Εξίσου εντυπωσιακό ήταν και το μέγεθος της εκλογικής επικράτησης του Κόμματος των Φιλελευθέρων που ο Βενιζέλος ίδρυσε τον Αύγουστο του 1910: κέρδισε τις 300 από τις 364 έδρες (Stavrianos 1958: 475-76· Campbell/Sherrard1968: 111-12· Mavrogordatos 1983: 68).
[14] Το πιο χαρακτηριστικό επ’ αυτού στοιχείο είναι η αδιαπραγμάτευτη αντίθεση του Βενιζέλου στο λαϊκό αίτημα περί μιας συντακτικής βουλής που θα μπορούσε να θέσει τέλος στη Μοναρχία. Η σύγκληση, αντίθετα, μιας αναθεωρητικής βουλής σήμαινε πως ο Βενιζέλος είχε επιλέξει το δρόμο μιας «ειρηνικής και σταδιακής παρέμβασης» (Andreopoulos 1989: 201). Γι’ αυτήν την όψη του βενιζελισμού, βλ., επίσης, Δερτιλής (1977: 208-09).
[15] «Ολόκληρος ο λόγος του κ. Ελευθ. Βενιζέλου», Εφημερίδα Πατρίς, 6 Σεπτεμβρίου 1910.
[16] Ο μεγαλύτερος αριθμός αυτών των μεταρρυθμίσεων έγινε στο σύνταγμα του 1911, το οποίο περιλάμβανε όχι λιγότερο από 54 τροποποιήσεις του κειμένου του 1864. Το περίφημο άρθρο 17, παρότι «επιβεβαίωνε την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας, περιείχε ωστόσο πρόβλεψη για την απαλλοτρίωση γαιών και ιδιοκτησίας αν το εθνικό συμφέρον το απαιτούσε» (Andreopoulos 1989: 202). Για το πλήρες κείμενο, βλ. Σβώλος (1972: 146-66).
[17] Για μια διεισδυτική ανάλυση της βενιζελικής έννοιας του «εθνικού» ή «γενικού» κόμματος σε αντιδιαστολή τόσο με τα ταξικά κόμματα όσο και τα παραδοσιακά, πολυσυλλεκτικά Volksparteien, βλ. Mavrogordatos 91983: 113-16).
[18] Για τον χαρακτήρα του «βενιζελικού φιλεργατισμού», βλ. Λεονταρίτης (1980), Μουδόπουλος (1987, 1988) και Λιάκος (1993: 163-65, 169).
[19] Τη φράση χρησιμοποιεί ο Mavrogordatos (1983: 10-13, 69), που με τη σειρά του την αντλεί από το δοκίμιο του George Foster ‘Peasant society and the image of the Limited Good’ (στο American Anthropologist, τόμος 67, τχ. 2, Απρίλιος 1965, σ. 293-315), για την περιγραφή των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που ευνοούν την ανάπτυξη πελατειακής πολιτικής. Την ίδια έννοια χρησιμοποιεί και ο Diamandouros (1972) για την ανάλυση της ελληνικής πολιτικής στο πρώιμο 19ου αιώνα, ενώ μια εξίσου χρήσιμη έννοια είναι αυτή του «ανταγωνισμού μηδενικού αθροίσματος» τόσο για ψήφους όσο και πελατειακές εξυπηρετήσεις.
[20] Για μια συνοπτική διερεύνηση των αποτυχημένων προσπαθειών του ΚΦ να θεσμοποιηθεί, βλ. Andreopoulos (1989: 205-07), ο οποίος υποστηρίζει πως η αποτυχία οφείλεται στην έντονη αντίδραση των πλέον προβεβλημένων κομματικών παραγόντων και των πελατειακών τους δικτύων. Αυτό είναι αναμφίβολα σωστό, είναι όμως, ταυτόχρονα, και κυκλικό (ή ταυτολογικό). Το πραγματικά κρίσιμο ερώτημα είναι το από πού αντλούσαν οι τοπικοί πολιτευτές τη δυνατότητα να αποτρέπουν τον εσωτερικό κομματικό εξορθολογισμό; Από την άποψη αυτή η ανάλυση του Mavrogordatos παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Παρότι στην αρχή της μελέτης του (σ. 86) υποστηρίζει ότι «το βασικό εμπόδιο [στη δημιουργία ενός ‘κόμματος μαζών’] ήταν η αντίσταση των πελατειακών στοιχείων», αργότερα (σ. 330) αναγνωρίζει ευφυώς ότι «μπορεί και να συνδέεται με τη μόνιμη αντίφαση στον πυρήνα της βενιζελικής διαταξικής συμμαχίας ‒μεταξύ μιας ολοένα και πιο συντηρητικής επιχειρηματικής αστικής τάξης και μια λαϊκή βάση σε διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης». Δεν παρέλκει πάντως να αναφερθεί εδώ ότι ζήτημα μετεξέλιξης σε κόμμα μαζών δεν τέθηκε ποτέ για το αντίπαλο κόμμα του βενιζελισμού, το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο παρέμεινε ακραιφνώς πελατειακό καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του.
[21] Μετά το 1924, όταν εγκαθιδρύθηκε καθεστώς αβασίλευτης δημοκρατίας (Β’ Ελληνική Δημοκρατία), ο ρόλος του στρατού αναβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο.
[22] Βλ. Κούνδουρος (1978: 74-87)· Αλιβιζάτος (1983: 350-61)· Seferiades (2005). Κρίνοντας τις εξελίξεις εκ των υστέρων, επί τη βάσει της ισχνής εκλογικής επιρροής του ΚΚΕ (και παραβλέποντας τόσο το ρυθμό όσο και τη συγκρουσιακή υφή του διεκδικητικού κινήματος), η ελληνική ιστοριογραφία τείνει να υποτιμά τον «κίνδυνο» που αντιπροσώπευε για το αστικό καθεστώς το εργατικό κίνημα και, ως εκ τούτου, να θεωρεί τον κατασταλτικό ζήλο του κράτους παράδοξο. Αυτό που όμως διαφεύγει από τις προσεγγίσεις αυτές είναι το γεγονός ότι οι αστικές κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου (τόσο οι Φιλελεύθερες όσο και οι Λαϊκές) δεν αντιδρούσαν τόσο απέναντι στην πραγματική εκλογική επιρροή του ΚΚΕ όσο στη δυναμική που ‒εύλογα‒ θεωρούσαν ότι το εργατικό κίνημα στο σύνολό του θα μπορούσε να προσλάβει αν δεν το αντιμετώπιζαν με το στιβαρό τρόπο που το έπραξαν. Αντί λοιπόν να τίθεται το ερώτημα προς τι η καταστολή με δεδομένη τη μικρή εκλογική επιρροή του ΚΚΕ;, θα είχε περισσότερο νόημα να αναλογιστεί κανείς ότι η επιρροή αυτή παρέμενε περιορισμένη ακριβώς λόγω της καταστολής. Εξετάζω εκτενέστερα το ζήτημα αυτό στα Seferiades (1998 και 2005).
[23] Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Μάξιμος (1975/11928: 7), «οι οπαδοί του ‘καθαρού κοινοβουλευτισμού’ ολοένα και λιγοστεύουν… Οι μεγαλύτερες δημοκρατικές εφημερίδες των Αθηνών γεμίζουν τις στήλες τους με απομνημονεύματα και εικόνες του Μουσσολίνι… Ο δημοκρατικός στρατός είναι κι αυτός γιομάτος από υποψήφιους δικτάτορες, που συνεννοούνται και συσκέπτονται συχνά για το πώς θα είναι δυνατόν να ‘σωθεί η Ελλάδα’ με μια καλή Δικτατορία».
[24] Όπως ήταν φυσικό, η κατασταλτική στάση του κράτους και ο άτυπος χαρακτήρας της αγοράς εργασίας επηρέαζαν τη μορφολογία του εργατικού κινήματος τόσο κατά την πρώτη περίοδο της δράσης του (στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα) όσο και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Παρότι μόνο μια μικρή μειοψηφία της εργατικής τάξης συμμετείχε σε συνδικαλιστικές οργανώσεις (ποτέ πάνω από την οροφή του 20%), το εργατικό κίνημα χαρακτηριζόταν από μια εκρηκτική, αν και άνιση, δυναμική η οποία ‒όπως και πριν επισημάνθηκε‒ δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί τους κρατικούς φορείς. Χαρακτηριστική έκφανση αυτής της δυναμικής ήταν ο τρόπος με τον οποίο μικρές συγκρούσεις έτειναν ‒γρήγορα και ξαφνικά‒ να προσλαμβάνουν διαστάσεις χιονοστιβάδας (π.χ. Βόλος 1921, Πειραιάς 1923, Τρίκαλα 1925, Αγρίνιο 1926, Καβάλα 1933, Ηράκλειο 1935, Θεσσαλονίκη 1936). Οι συγκρούσεις αυτές, ωστόσο, σπάνια προσπόριζαν οργανωτικά οφέλη για το θεσμοθετημένο συνδικαλιστικό κίνημα, ή εκλογικά κέρδη για το ΚΚΕ. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου η πλειοψηφία των εργατών ψήφιζαν υπέρ των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων, του Φιλελεύθερου και του Λαϊκού. Αυτό άρχισε να αλλάζει στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν οι πρόσφυγες εργάτες άρχισαν να ξεπερνούν τις αυταπάτες τους στο Βενιζελισμό και το βάθος της οικονομικής κρίσης άρχισε να προκαλεί γενικευμένη αναστάτωση. Η λαϊκή ριζοσπαστικοποίηση ήταν ιδιαίτερα ορατή στον αυξημένο αριθμό των τοπικών-γενικών απεργιών. Ενώ μόλις επτά τέτοιες απεργίες είχαν ξεσπάσει την περίοδο 1919-1933, το 1934 έγιναν οκτώ, το 1935 τέσσερις, και ο αριθμός εκτινάχθηκε σε δεκαεπτά τους πρώτους οκτώ μήνες του 1936 Το καθεστώς Μεταξά, που επιβλήθηκε μετά την ύφεση του κύματος αναταραχής που είχε κορυφωθεί με τη γενική απεργία της 13ης Μαΐου 1936, συνέτριψε το οργανωμένο κίνημα χωρίς, ωστόσο, να εξαφανίσει την οργανωτικά αδιόρατη συγκρουσιακή του δυναμική. Κατά τα χρόνια της Ναζιστικής κατοχής, οι εργάτες έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη συγκρότηση του ΕΑΜ και στην ανάληψη αντικατοχικής δράσης. Εξετάζω τα ζητήματα αυτά λεπτομερώς στο Seferiades (1998).
[25] Επιπλέον ένδειξη της πολιτικής κρίσης, που σπάνια επισημαίνεται στην ιστοριογραφία, είναι ο μεγάλος κερματισμός των δυο «πολιτικών οικογενειών», που αντανακλούσε την αδυναμία των δυο κύριων κομμάτων (του Φιλελεύθερου και του Λαϊκού) να συγκρατήσουν τους ψηφοφόρους τους. Χωρίς να είναι δυνατόν να επιχειρηθεί εδώ μια λεπτομερής αναφορά (για τη ενδο-βενιζελική αντιπολίτευση, βλ. τη διεισδυτική ανάλυση του Χατζηιωσήφ1988), δεν παρέλκει ωστόσο να επισημανθεί ότι καθ’ όλη τη μεσοπολεμική περίοδο σχεδόν το ένα τρίτο της συνολικής επιρροής των δυο πολιτικών οικογενειών ψήφιζε κόμματα άλλα από το Φιλελεύθερο και το Λαϊκό. Τα συναφή στοιχεία παρατίθενται στον παρακάτω Πίνακα.
Ποσοστό ψήφου προς την κομματική οικογένεια εκτός Φιλελεύθερων και Λαϊκών
Κοινοβουλευτικές εκλογές |
Βενιζελισμός |
Αντιβενιζελισμός |
Νοέμβριος 1926 |
32.3 |
51.8 |
Αύγουστος 1928 |
26.1 |
27.5 |
Σεπτέμβριος 1932 |
35.5 |
4.8 |
Μάρτιος 1933 |
28.1 |
17.6 |
Ιούνιος 1935 |
– |
24.9 |
Ιανουάριος 1936 |
15.6 |
53.6 |
Μεσοπολεμικός μέσος όρος |
28.6 |
30.0 |
Πηγή: Mavrogordatos (1983:31-52).
[26] Βλ. Ελεφάντης (1976: 170-71) και Μηλιός (1988: 298-99). Η εκλογή έδωσε 141 έδρες στο βενιζελισμό και 143 στον αντιβενιζελισμό (σε περιστάσεις όμως που αμφότερες οι πολιτικές οικογένειες ήταν εσωτερικά κερματισμένες), ενώ το ΚΚΕ βρέθηκε σε θέση ρυθμιστή με 15 έδρες. Τα δυο κόμματα επιχείρησαν επανειλημμένα να συγκροτήσουν κυβέρνηση συνασπισμού, όμως αυτό δεν κατέστη δυνατόν λόγω εσωτερικών διχογνωμιών. Ο Mavrogordatos (1983: 348-49) απέδωσε γλαφυρά το δίλημμα του βενιζελισμού: «είτε ένα κοινό αστικό μέτωπο με τον αντιβενιζελισμό και το θρόνο, είτε ένα αντιμοναρχικό μέτωπο με την Αριστερά. Οτιδήποτε και αν επιλεγόταν η ιστορική διαταξική συμμαχία κατά πάσα πιθανότητα δεν θα επιβίωνε, και η διάλυσή της θα υπονόμευε περαιτέρω το αστικό καθεστώς. Στην πρώτη περίπτωση…, και αφού η προδοσία του αντιμοναρχικού αγώνα θα είχε πλέον αναπότρεπτα εκκενώσει τη συμμαχία από το τελευταίο εναπομείναν της περιεχόμενο, μια μαζική αποσκίρτηση από το βενιζελισμό προς την Αριστερά δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί. Στη δεύτερη περίπτωση, η αστική τάξη στο σύνολό της θα προσχωρούσε στον αντιβενιζελισμό και το θρόνο, και ο βενιζελισμός θα μεταβαλλόταν σε ένα ριζοσπαστικό λαϊκό κίνημα έχοντας στην ουσία κοινό μαζικό ακροατήριο με τους κομμουνιστές. Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για το τέλος της φιλελεύθερης εκδοχής της αστικής ηγεμονίας».
Βιβλιογραφικές αναφορές
Αλιβιζάτος, Ν. (1983) Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Αθήνα: Θεμέλιο.
Αλιβιζάτος, Ν. (1988) «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο συνταγματικός εκσυγχρονισμός της χώρας» στο Γ. Θ. Μαυρογορδάτος και Χ. Χατζηισωσήφ (επιμ.) Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Andreopoulos G. (1989) ‘Liberalism and the formation of the nation-state’, Journal of Modern Greek Studies (Vol. 7 No. 2, October):193-234.
Batalden S. (1979) ‘John Kapodistrias and the structure of Greek society on the eve of the war of independence: an historiographical essay’, East European Quarterly (13, 3): 297-314.
Βουρνάς, Τ. (1952) To ελληνικό 1848. Αγώνες για κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό στην Ελλάδα κάτω απο την επίδραση των αστικοδημοκρατικών εξεγέρσεων, Αθήνα: χ.ε.
Βουρνάς, Τ. (1974) Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Απο την επανάσταση του 1821 ως το κίνημα του Γουδί, Αθήνα: Τολίδης.
Campbell J./Ph. Sherrard (1969) Modern Greece, New York: Praeger.
Clogg R. (1979) A short history of modern Greece, Cambridge: Cambridge University Press.
Dahl R. (1971) Polyarchy. Participation and opposition, New Haven/London: Yale University Press.
Δαφνής, Γ. (1961) Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα 1821-1961, Αθήνα: Γαλαξίας.
Διαμαντούρος, Ν. (1984) «Η εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα και η λειτουργία του κατά το 19ο αιώνα» στο Δ. Γ. Τσαούσης (επιμ.) Όψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, Αθήνα: Εστία, σ. 55-71.
Diamandouros (1972) Political modernization: social conflict and cultural cleavage in the formation of the modern Greek state 1821-28, Ph.D. thesis, Columbia University.
Diamandouros P.-N. (1973) ‘Political modernization and political clientelism in nineteenth century Greece’, αδημοσίευτο κείμενο.
Diamandouros P.-N. (1976) ‘Politics and society in Greece, 1844-1847’, αδημοσίευτο κείμενο.
Economopoulou, M. (1984) Parties and politics in Greece (1844-1855), Athens: M. Economopoulou.
Ελεφάντης, Α. (1976) Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης: ΚΚΕ και αστισμός στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα: Ολκός.
Huntington Samuel P. (1968) Political order in changing societies, New Haven/London: Yale University Press.
Καρανικόλας, Γ. (1973) Νόθες εκλογές στην Ελλάδα (1844-1936, Αθήνα: Επικαιρότητα .
Κούνδουρος, Ρ. (1978) Η ασφάλεια του καθεστώτος· πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις και τάξεις στην Ελλάδα 1924-74, Αθήνα: Καστανιώτης.
Legg K. (1969) Politics in modern Greece, Stanford: University of California Press.
Λεονταρίτης Γ. (1980) «Το ελληνικό εργατικό κίνημα και το αστικό κράτος» στο Ο. Δημητρακόπουλος και Θ. Βερέμης (επιμ.), Μελετήματα γύρω από το Βενιζέλο και την εποχή του, Αθήνα: Φιλιππότης, σ. 49-84.
Λιάκος, Α. (1993) Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, Αθήνα: Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Λυριντζής, Χ. (1991) Το τέλος των «τζακιών». Κοινωνία και πολιτική στην Αχαΐα 19ου αιώνα, Αθήνα: Θεμέλιο.
Malefakis E. (1992) ‘Southern Europe in the 19th and 20th centuries: an historical overview’, Estudio/Working Paper 35 Instituto Juan March de Estudios e Investigaciones/Centro de Estudios Avanzados en Ciencias Sociales.
Μάξιμος, Σ. (1975/11928) Κοινοβούλιο ή δικτατορία; Αθήνα: Στοχαστής.
Mavrogordatos George Th. (1983) Stillborn republic; social coalitions and party strategies in interwar Greece 1922-1936, Berkeley: University of California Press.
McGrew W. W. (1985) Land and revolution in modern Greece 1800-1881: the transition in the tenure and exploitation of land from the Ottoman rule to independence, The Kent State University Press.
Μηλιός, Γ. (1988) Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Αθήνα: Εξάντας.
Μουδόπουλος, Σ. (1984) «Η συνταγματική προστασία του δικαιώματος για διαπραγματεύσεις», Δίκαιο και Πολιτική (8): 271-285.
Μουδόπουλος, Σ. (1987) Ο νόμος 281/1914 για τα επαγγελματικά σωματεία και η επίδρασή του στην εξέλιξη του συνδικαλιστικού κινήματος, Αθήνα/Κομοτηνή: Σάκκουλας.
Mouzelis N. P. (1978) Modern Greece; Facets of underdevelopment. London: Macmillan.
Mouzelis N. P. (1986) Politics in the semi-periphery; early parliamentarism and late industrialisation in the Balkans and Latin America, London: Macmillan.
Mouzelis N. P. (1990) Post-Marxist alternatives: the construction of social orders London: Macmillan.
Μουζέλης, Ν. (1978) «Ταξική δομή και σύστημα πολιτικής πελατεία: η περίπτωση της Ελλάδας» στο Γ. Κοντογιώργης (επιμ.) Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, Αθήνα, Εξάντας, σ. 115-150.
Μπαρούτας, Κ. (1992) Η κραυγή των Ελλήνων. Πολιτικά συνθήματα, επευφημίες, συλλαλητήρια, εκλογικές συγκεντρώσεις, εκλογική ποίηση, 1821-1989, Αθήνα: Σαββάλας.
Petropulos John A. (1968) Politics and statecraft in the kingdom of Greece 1833-1844, Princeton: Princeton University Press.
Πουλιόπουλος, Π. (1934) Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση; Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβόστη.
Prevelakis, G. (1989) ‘Culture, Politics, and the Urban Crisis: The Case of Modern Athens’, Johns Hopkins University: International Urban Fellows Papers, Occasional Papers.
Σβώλος, Α. (1929) «Πολίτευμα», Λήμμα, στην Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, σ. 410-14.
Σβώλος, Α. (1933) Η αναθεώρησις του συντάγματος, Αθήνα: Θέμις.
Σβώλος, Α. (1972) Τα ελληνικά συντάγματα 1822-1952. Η συνταγματική ιστορία της Ελλάδος, Αθήνα: Στοχαστής.
Seferiades, S. (1998) Working-class movements (1780s-1930s): A European macro-historical analytical framework and a Greek Case Study, PhD thesis, Columbia University.
Seferiades, S. (2005) The Coercive Impulse: Policing Labour in Interwar Greece’, Journal of Contemporary History, (40:1): 55-78.
Σκοπετέα, Ε. (1987) «1848: Ευρωπαϊκή επανάσταση και ελληνικές ιστοριογραφικές αδράνειες», Μνήμων (11):287-310.
Σταματόπουλος, Τ. (1971/73) Ο εσωτερικός αγώνας πριν και κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821, τ. 1, Αθήνα: Κάλβος.
Σωτηρέλης, Γ. (1988) Η νομικοπολιτική διάσταση της καθολικής ψηφοφορίας. Συνταγματικά ζητήματα απο την πρώτη ελληνική κοινοβουλευτική εμπειρία (1864-1909), Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Σωτηρέλης, Γ. (1991) Σύνταγμα και εκλογές στην Ελλάδα 1864-1909. Ιδεολογία και πράξη της καθολικής ψηφοφορίας, Αθήνα: Θεμέλιο.
Τσουκαλάς, Κ. (1978) «Το πρόβλημα της πολιτικής πελατείας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», στο Γ. Κοντογιώργης (επιμ.) Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, Αθήνα: Εξάντας.
Τσουκαλάς, Κ. (1981) Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος· η συγκρότηση του δημοσίου χώρου στην Ελλάδα, Αθήνα: Θεμέλιο.
Woodhouse C. M. (1973) Capodistria: the founder of Greek independence, London: Oxford University Press.