Βασική αναφορά της φράσης «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», που πρώτη φορά διατύπωσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο δοκίμιό της Η κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας [«Die Krise der Sozialdemokratie»] του 1915, ήταν κάτι που σύγχρονες εκδοχές του είναι οδυνηρά γνωστές σε όλες και όλους τους ευρωπαίους αριστερούς: η συνθηκολόγηση, η υποταγή στο κυρίαρχο σκεπτικό του «δεν υπάρχει εναλλακτική».
Αν στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αυτό ήταν η υπερψήφιση των πολεμικών πιστώσεων με τίμημα την αδήριτη διολίσθηση στον επιθετικό εθνικισμό με τις εκατόμβες των θυμάτων, σήμερα είναι η έμπρακτη αποδοχή της αδιέξοδης λογικής συρρίκνωσης κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων προκειμένου, κάποια στιγμή, να επέλθει «σταθεροποίηση», «νοικοκύρεμα» και «ανάπτυξη» (χωρίς βέβαια να ξεχνούμε και την «Ευρώπη φρούριο» της υπερ-FRONTEX).
Αυτό ακούμε καθημερινά –μια ξαναζεσταμένη έκφανση του αλήστου μνήμης «success story»– κι αυτό θα γίνει σημαία της θεσμικής, κατ’ όνομα «Αριστεράς» των ημερών μας, όταν οι αρνητικοί δείκτες «τσιμπήσουν» κατιτίς το θετικό, όπως πάντα γίνεται μετά από πολεμικές καταστροφές ή την υλοποίηση προγραμμάτων όπως αυτό που σήμερα εφαρμόζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που οι πρακτικές αυτές δεν είναι Αριστερά. Όπως και η Ρόζα Λούξεμπουργκ θα υποστήριζε, «το να κοροϊδευόμαστε γι’ αυτό, να το καλύπτουμε, θα ήταν το πιο ανόητο, το πιο μοιραίο πράγμα» που θα μπορούσε να γίνει.
Προκύπτει, ως εκ τούτου (και εν πρώτοις), ένα ζήτημα σημασιολογικό: τι ακριβώς θα πει «Αριστερά»; Προσαρμοζόμενοι στις συγκυριακές επιταγές, μάθαμε να αποδεχόμαστε ως «αριστερό» ό,τι έτσι αυτοαποκαλείται. Τόσο όμως με όρους σοβαρής πολιτικής, όσο και με όρους σοβαρής πολιτικής επιστήμης, δεν είναι έτσι.
Σε κείμενο του 1904 [«Unionism and Socialism»] ο Αμερικανός σοσιαλιστής Eugene V. Debs όριζε ως Αριστερά ό,τι επεδίωκε «το συλλογικό έλεγχο και τη δημοκρατική διαχείριση των μέσων παραγωγής», συνδυαστικά με την απάλειψη «προσόδων, τόκων και κέρδους»∙ ενώ οι κλασικοί πολιτικοί επιστήμονες Lipset και Rokkan (1967) εξηγούσαν πως η αριστερή διαιρετική τομή επήλθε ως απότοκο της πάλης εργασίας και κεφαλαίου.
Εύλογα επεκτείνοντας, συνάγεται ότι, ενώ ο δεξιός θεωρεί πως η κοινωνική ανάπτυξη επέρχεται ως απόρροια της απορρύθμισης της ιδιωτικής επιχειρηματικής δράσης, αριστερός είναι όποιος θεωρεί πως η πρόοδος είναι συνυφασμένη με την κοινωνική ενδυνάμωση και τον εκδημοκρατισμό: με το να ελέγχουν οι κοινωνίες τους καρπούς του μόχθου τους και να συναποφασίζουν για τη βέλτιστη αξιοποίησή του (αντί, όπως γίνεται σήμερα, να προσδοκούν ιδιωτικές επενδύσεις σε εργασιακές συνθήκες γαλέρας).
Η σύγχρονη ευρωπαϊκή Αριστερά (και στη Ελλάδα έχουμε μια απ’ αυτές στην κυβέρνηση) έχει φευ ξεχάσει –χωρίς να αποκλείεται και πλήρως να αγνοεί– τις αρχές αυτές. Δια μέσου των γραμμών λοιδορεί τις καταστατικές της παραδόσεις ως «ξεπερασμένες», μόνο για να τις επικαλεστεί σε έναν δεύτερο χρόνο ψευδεπίγραφα, ενοχικά, εν τέλει ανεπίγνωστα.
Είναι μια εικόνα που θυμίζει αυτό που ο Μαρξ παρατηρούσε για τους «μικροαστούς επαναστάτες» στη 18η Μπρυμαίρ: ότι βαφτίζουν την ήττα νίκη, αρνούμενοι να βγάλουν το παραμικρό συμπέρασμα, αναδυόμενοι «απ’ τις πιο ντροπιαστικές ήττες όσο αστιγμάτιστοι όσο ήταν και όταν αφελώς έμπαιναν [στις αντίστοιχες μάχες] …».
Μέσα σ’ αυτό το απολύτως θλιβερό πλαίσιο ενσκήπτει και η θεματική «Ευρώπη» –ως συνώνυμο της καθημερινά και πιο αντιδραστικής ΕΕ: μιας απερίφραστης συμμαχίας της χρηματιστικοποιημένης Κυριαρχίας, που εποπτεύει την πλήρη αποκαθήλωση του Κράτους Πρόνοιας και τη σταδιακή θέσμιση του Κράτους εξαίρεσης και επιτήρησης, με αντάλλαγμα την εμπέδωση ενός φιλανθρωπικού αναχρονισμού νεο-βικτωριανού τύπου ως αντίδοτο για τα επερχόμενα κοινωνικά δράματα.
Όπως όμως «Αριστερά» δεν σημαίνει η εξακολουθητική αντιποίηση αρχών και οραμάτων, έτσι και «Ευρώπη» δεν είναι αυτό το Σαϊλοκικό σύμπλεγμα: «Ευρώπη» δεν είναι οι αξιωματούχοι της ΕΕ∙ Ευρώπη είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, οι λαοί που σε εκατοντάδες πόλεις βγήκαν στους δρόμους για να υποστηρίξουν την ελληνική ρήξη (που όμως δεν ήρθε)∙ είναι οι εκατοντάδες χιλιάδες και τα εκατομμύρια που επίμονα ζητούν λόγο για του πού ακριβώς κατευθύνεται ο πλούτος που παράγουν –αυτό ακριβώς που συνέχει και συγκροτεί τους απανταχού της γης αριστερούς.
Προϋπόθεση ύπαρξης για τη σύγχρονη Αριστερά είναι η ανάδειξη αυτών ακριβώς των αρχών: της διαχείρισης και του δημοκρατικού ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας συνδυαστικά με την επέκταση των δικαιωμάτων, εθνικά και διεθνώς –αποτελεί πλέον απτό βίωμα ότι μόνο έτσι θα μπορέσει να διαδραματίσει ρόλο στα καταιγιστικά τεκταινόμενα της εποχής. Σε πείσμα των πολιτικά άνοων (ή και γραφειοκρατικά ιδιοτελών) οι ζυμώσεις προς την κατεύθυνση αυτή –στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και διεθνώς– καλά κρατούν.