Στις 25 Νοεμβρίου, οι αρχές της Αργεντινής προέβησαν σε μια ακόμη επιχείρηση ενάντια σε κατάληψη ακτιβιστών από την ιθαγενική φυλή Μαπούτσε, που διεκδικεί την επιστροφή πατρογονικών εδαφών της. Αυτή τη φορά η κατάληψη γινόταν στην περιοχή Villa Mascardi, κοντά στο Σαν Κάρλος ντε Μπαριλότσε. Τα εδάφη αυτά, που περιλαμβάνουν τμήματα μεγάλων λατιφουντίων αλλά και ένα μέρος του Εθνικού Πάρκου Ναουέλ Ουάπι, τελούσαν υπό κατάληψη από τις 11 Νοεμβρίου, από ακτιβιστές της φυλής Lafken Winkul Mapu, που διεκδικεί την περιοχή. Αμέσως μετά την έναρξη της κατάληψης, με τη διαμεσολάβηση των συνδικάτων της περιοχής, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και την κοινότητα των Μαπούτσε, για να βρεθεί κάποια συμβιβαστική λύση. Στις 21 Νοεμβρίου, υπήρξε μια αρχική συμφωνία για ανταλλαγή γαιών. Την επόμενη ημέρα, και ενώ συνεχίζονταν οι συζητήσεις πάνω στις λεπτομέρειες της συμφωνίας, η εισαγγελία του Μπαριλότσε και ο δικαστής Βιλανουεβα, διέταξαν τη βίαιη εκδίωξη των καταληψιών.
Η επίθεση
Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 23 Νοεμβρίου, με την επίθεση 300 πάνοπλων ανδρών των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας, του λιμενικού και της χωροφυλακής σε έναν από τους καταυλισμούς των Ιθαγενών. Στη διάρκεια της επίθεσης, συνελήφθησαν μετά από άγριο ξηλοδαρμό, πέντε γυναίκες και ένας ανήλικος, που αφέθηκαν ελεύθεροι την επόμενη ημέρα. Το κύριο μέρος της επιχείρησης ακολούθησε δύο μέρες μετά, στις 25 του μήνα, με την αστυνομία και το λιμενικό να εκκενώνουν τους καταυλισμούς. Πολλοί από τους διαδηλωτές σκορπίστηκαν στους γύρω λόφους. Ακολούθησε μια ευρείας κλίμακας εκκαθαριστική επιχείρηση από τις δυνάμεις καταστολής. Κάποιες ώρες αργότερα, μια ομάδα διαδηλωτών έπεσε σε ενέδρα ομάδας των ειδικών δυνάμεων του λιμενικού. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, δύο διαδηλωτές τραυματίστηκαν και ένας τρίτος, ο Ραφαέλ Ναουέλ, σκοτώθηκε από σφαίρες πυροβόλου όπλου.
Τα ψέματα της κυβέρνησης
Σύμφωνα με την Υπουργό Δημοσίας Τάξης, Πατρίτσια Μπόυλριτς και άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους, οι λιμενικοί ήταν οπλισμένοι με πιστόλια και αυτόματα τουφέκια, αλλά είχαν σαν πυρομαχικά πλαστικές σφαίρες και σφαίρες μπογιάς. Η κυβέρνηση επίσης ισχυρίζεται, ότι οι δυνάμεις καταστολής βρέθηκαν αντιμέτωπες με διαδηλωτές που έφεραν πυροβόλα όπλα και ότι ο Ναουέλ σκοτώθηκε από διασταυρούμενα πυρά. Δεν υπάρχει βέβαια κανένα βίντεο που να δείχνει τι έγινε από την πλευρά της αστυνομίας, γιατί οι αστυνομικοί στην Αργεντινή δεν είναι υποχρεωμένοι να έχουν κάμερες ενσωματωμένες στην στολή τους. Επιπλέον, οι ηγέτες των Μαπούτσε δηλώνουν κατηγορηματικά ότι δεν έφεραν όπλα, εκτός από μερικές σφεντόνες, ενώ τα τραύματα που φέρει ο Ναουέλ προκλήθηκαν από βλήματα των 9mm, που ταιριάζουν με τα όπλα που φέρουν οι ειδικές δυνάμεις του λιμενικού. Επιπλέον, η κατάθεση ενός μάρτυρα της επίθεσης, δείχνει καθαρά τις διαθέσεις της αστυνομίας:
«…Εμφανίστηκαν από το πουθενά και μας πυροβολούσαν με σκοπό να σκοτώσουν. Σκύψαμε, οι σφαίρες σφύριζαν γύρω μας. Μια γυναίκα τραυματίστηκε στον ώμο, η σφαίρα την διαπέρασε. Κάποια στιγμή ακούσαμε μια κραυγή, ο Ραφαέλ έπεσε κάτω και φώναζε … H σφαίρα είχε μπει από το ισχίο και είχε φτάσει ως την μασχάλη … είχε χλωμιάσει, υπέφερε… Ενώ τον κατεβάζαμε από το λόφο πέθανε. Όταν κατεβήκαμε, συνέχισαν να μας απειλούν. Μας σημάδευαν με τα τουφέκια, η Ομοσπονδιακή Αστυνομία ήταν με το πιστόλι στο χέρι. Εμείς είχαμε τα χέρια ψηλά, παρακαλώντας τους να μας επιτρέψουν να αφήσουμε το νεκρό…»
Κύματα οργής
Οι δολοφονίες αγωνιζόμενων της φυλής Μαπούτσε, δεν είναι κάτι πρωτοφανές για το κράτος της Αργεντινής. Οι δυνάμεις καταστολής έχουν την ελευθερία να καταστέλλουν βίαια κάθε κίνημα, έχοντας την πλήρη υποστήριξη της κυβέρνησης Μάκρι.
Η δολοφονία του δεκαενίαχρονου Ναουέλ, που συμμετείχε από νεαρή ηλικία στους αγώνες του λαού του, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε κύματα οργής. Πρώτοι αντέδρασαν οι εργαζόμενοι στα Εθνικά Πάρκα που βρίσκονται στην περιοχή της Παταγονίας. Σε ανακοίνωσή τους αναφέρουν:
«Δηλώνουμε εμφατικά την καταδίκη των όσων συνέβησαν στην περιοχή της λίμνης Mascardi, κατά την επιχείρηση καταστολής απέναντι στην κοινότητα Lof Lafken Winkul Mapu, και της δολοφονίας του Ραφαέλ Ναουέλ από τις δυνάμεις ασφαλείας».
Τοπικοί ηγέτες ενώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα από δώδεκα επαρχίες καταδίκασαν τη δολοφονία και ζήτησαν την άμεση παύση των επιχειρήσεων καταστολής στην περιοχή, ενώ διοργανώθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις στο Μπουένος Αιρες, το Μπαριλότσε, την Κόρδοβα και άλλες πόλεις. Χαρακτηριστική ήταν και η αντίδραση του Οσβαλντο Μπάγιερ, ιστορικού και βετεράνου ακτιβιστή:
«Κύριε Δικαστή Βιλανουέβα, εσείς είστε που διατάξατε την Ομοσπονδιακή αστυνομία να προχωρήσει σε αυτή την επιχείρηση για να συλλάβει τα μέλη της κοινότητας Μαπούτσε… ενάντια σε οικογένειες, στην πλειοψηφία τους γυναίκες και παιδιά… Έχω ζήσει εκδηλώσεις τεράστιας δειλίας την εποχή του Μίτρε, του Ρόκα, του Βιντέλα, του Υπόλιτο Ιριγκογιέν, στην Επαναστατημένη Παταγονία και τώρα στη δημοκρατία. Και διερωτώμαι… Μα στη Δημοκρατία;»
Το στίγμα, ο ρατσισμός και η περιθωριοποίηση των Μαπούτσε είναι μια από τις χρόνιες πληγές της Αργεντίνικης κοινωνίας. Σήμερα, μαζί με την καταστολή μιας κυβέρνησης που θυμίζει όλο και περισσότερο τα πιο μαύρα χρόνια της ιστορίας της χώρας, σε μια κοινωνία που φτωχοποιείται όλο και πιο ραγδαία, που καταστέλλεται όλο και πιο βίαια, η οργή έχει αρχίσει να ξεχειλίζει.