Tου Δημήτρη Πανταζόπουλου
Τα αποτελέσματα του 1ου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών είναι αν μη τι άλλο άκρως διδακτικά για την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη τον καιρό της κρίσης.
Το πιο σημαντικό συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι ότι η οικονομική κρίση επηρεάζει το πολιτικό σκηνικό σε όλη την Ευρώπη, είτε πρόκειται για την Ελλάδα με τα «χίλια προβλήματα» είτε για μία από τις ατμομηχανές του ευρωπαϊκού καπιταλισμού όπως είναι η Γαλλία. Γενικά μιλώντας τα ζητήματα που ανέδειξαν οι γαλλικές εκλογές δε διαφέρουν πολύ από αυτά που κυριαρχούν και στην ελληνική προεκλογική περίοδο.
Ήττα Σαρκοζί
Το πρώτο σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι η ήττα του Νικολά Σαρκοζί. Μπορεί να μην πρόκειται για πανωλεθρία με την έννοια ότι βρέθηκε μόλις μιάμιση περίπου ποσοστιαία μονάδα πίσω από τον Ολάντ αλλά στην ουσία πρόκειται για μια σημαντική καταδίκη της σκληρής λιτότητας που εφάρμοσε η κυβέρνηση του για 5 χρόνια και που υποσχότανε για τα επόμενα 5 στη γαλλική κοινωνία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Σαρκοζί είναι ο πρώτος εν ενεργεία Γάλλος πρόεδρος που έρχεται 2ος στον πρώτο γύρο των εκλογών, ενώ το σύνολο σχεδόν του ευρωπαϊκού τύπου θεωρεί σίγουρη την ήττα του στο 2ο γύρο.
Ολάντ: το μη χείρον…
Η γερμανική έκδοση των Financial Times σχολιάζοντας την ήττα Σαρκοζί αναφέρει σε χθεσινό (23/4) της άρθρο:
«Τι μεγάλη αποτυχία για έναν απερχόμενο αρχηγό κράτους να έχει αυτό το άσχημο αποτέλεσμα απέναντι σε έναν αντίπαλο όπως ο Φρανσουά Ολάντ, του οποίου η προεκλογική εκστρατεία αποτελείτο από υπεκφυγές και ποτέ δεν κατάφερε πραγματικά να ενθουσιάσει τους οπαδούς του»
Πρόκειται για ένα αρκετά «πετυχημένο» σχόλιο αφού είναι σαφές ότι σε μεγάλο βαθμό η γαλλική κοινωνία δεν ψήφισε για να υποστηρίξει τον Ολάντ και το πρόγραμμα των Γάλλων σοσιαλδημοκρατών αλλά για να τιμωρήσει το Σαρκοζί και τη βάρβαρη πολιτική του.
Παρά τις κορώνες του ενάντια στην «γερμανικής έμπνευσης πολιτική της ΕΕ» και τις τράπεζες και τις κάποιες «φιλολαϊκές» προτάσεις του Ολάντ το πρόγραμμα της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας δεν ξεφεύγει στον πυρήνα του από τη ευρωπαϊκή πεπατημένη των κομμάτων του κεφαλαίου. Ο Ολάντ δεν αμφισβητεί το ρόλο της ΕΕ, δεν αγγίζει επί της ουσίας την παντοκρατορία των τραπεζών παρά μιλά αφηρημένα για ένα κάποιο έλεγχο, ενώ δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι ο νούμερο ένα σύμμαχός του θα είναι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία η οποία εφάρμοσε τα προηγούμενα χρόνια το μεγαλύτερο πρόγραμμα λιτότητας και «εσωτερικής υποτίμησης» ενάντια στα δικαιώματα της γερμανικής εργατικής τάξης (νόμος Ηartz 4 και Ατζέντα 2010 της κυβέρνησης Σρέντερ).
Η «έκπληξη» της ακροδεξιάς
Σε όλο τον ευρωπαϊκό τύπο η αρθρογραφία σχετικά με τα αποτελέσματα των εκλογών στη Γαλλία το 18% (17,9% για την ακρίβεια) του Εθνικού Μετώπου (FN) χαρακτηρίζεται ως «έκπληξη».
Είναι αλήθεια ότι με βάση τις δημοσκοπήσεις της τελευταίας περιόδου το FN εμφανιζότανε να έχει πτωτική πορεία ενώ σε πολλές από αυτές την 3η θέση καταλάμβανε ο υποψήφιος του Μετώπου της Αριστεράς, Μελανσόν (Jean Luc Mélenchon). Από τη άλλη όμως η γαλλική ακροδεξιά βρίσκεται σε σταθερά υψηλά ποσοστά εδώ και μια δεκαετία, από το 2002 όταν ο Λεπέν πέρασε στο 2ο γύρο των εκλογών. Σήμερα η κόρη του Λεπέν πέτυχε το στόχο της να ξεπεράσει το 16,2% που έβαλε τον πατέρα της στο 2ο γύρο το 2002 και να θεωρεί το κόμμα της «ρυθμιστή της πολιτικής σκηνής». Η αλήθεια όμως είναι ότι τα ψηλά ποσοστά της ακροδεξιάς δεν είναι καθόλου έκπληξη αλλά λογική συνέπεια της πολιτικής ατζέντας του Σαρκοζί.
Η πολιτική του Σαρκοζί δυνάμωσε την ακροδεξιά
Η διακυβέρνηση Σαρκοζί βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στον αυταρχισμό και την καταστολή από τη μια και σε μια προσπάθεια να βρεθούν αποδιοπομπαίοι τράγοι για τα «δεινά της χώρας» από την άλλη (πχ σκληρή καταστολή στα προάστια και διωγμός των Ρομά).
Αυτή τη λογική συνέχισε ο Σαρκοζί και σε όλη την προεκλογική του εκστρατεία. Όλα του τα συνθήματα είχαν μια γερή δόση από ρατσισμό, «νόμο και τάξη» και «εθνική ασφάλεια». Με λίγα λόγια η ρητορική του Σαρκοζί έβαλε στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης το πρόγραμμα του FN. Έτσι όταν η «επίσημη δεξιά» προσπαθεί να γίνει και «λίγο ακροδεξιά» είναι σίγουρό ότι ένα κομμάτι της κοινωνίας θα επιλέξει τους «αυθεντικούς».
Άνοδος της Αριστεράς
Από τις εκλογές όμως βγήκε ενισχυμένη και η Αριστερά στο πρόσωπο του Jean Luc Mélenchon. Ο υποψήφιος του Μετώπου της Αριστεράς (ΜτΑ) μπορεί να μην κατάφερε να ξεπεράσει το FN και να πετύχει το 15% και πλέον που του έδιναν κάποιες δημοσκοπήσεις αλλά το 11,1% που συγκέντρωσε αποτελεί μία σημαντική επιτυχία.
Πρόκειται για ένα ποσοστό αρκετά υψηλότερο από αυτά που συγκέντρωνε στις τελευταίες εκλογές το ΚΚΓ (που συμμετέχει στο ΜτΑ). Ενώ είναι κατά πολύ υψηλότερο από το συνολικό ποσοστό των αριστερών δυνάμεων στις εκλογές του 2007 (8,66% αν αθροίσουμε τα ποσοστά του ΚΚΓ, της LCR, της LO και του Ζοζέ Μποβέ). Στα συν της εκστρατείας του Jean Luc Mélenchon πρέπει να προσθέσουμε το γεγονός ότι είχε κεντρικό στόχο την εκστρατεία ενάντια στην ακροδεξιά προσπαθώντας μάλιστα να απαντήσει στο FN από ταξική σκοπιά.
Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία ενός νέου πόλου, ενός νέου μαζικού κόμματος της ριζοσπαστικής / αντικαπιταλιστικής αριστεράς την επόμενη περίοδο.
Λάθος η στήριξη Ολάντ
Την ίδια στιγμή η απόφαση του Jean Luc Mélenchon και του ΜτΑ για στήριξη στον Ολάντ στο 2ο γύρο αποτελεί λάθος. Καταρχήν το γεγονός ότι διάφορα στελέχη του ΜτΑ είχαν από νωρίς δηλώσει ότι στο 2ο γύρο θα στηρίξουν τον Ολάντ αδυνάτιζε το σύνθημα του ίδιου του Jean Luc Mélenchon ότι στόχος είναι να περάσει στο 2ο γύρο και η εξουσία. Από την άλλη η γαλλική κοινωνία ακριβώς επειδή έχει την πικρή εμπειρία των κυβερνήσεων της κεντροαριστεράς δεν ψάχνει για μια αριστερά δεκανίκι της σοσιαλδημοκρατίας αλλά για μια νέα αριστερά, ριζοσπαστική και με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Εν ολίγοις το ΜτΑ έχασε σημαντικό κομμάτι όσων κέρδισε από το ριζοσπαστικό του λόγο και πρόγραμμα (παρά τις σημαντικές του αδυναμίες) με τη στήριξη του στον Ολάντ πριν από το 1ο γύρο.
Μπορεί η διακυβέρνηση Σαρκοζύ να είναι από τις πιο μισητές για τους εργαζόμενους στη Γαλλία αλλά μια κυβέρνηση Ολάντ ή της κεντροαριστεράς δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση την απάντηση σε αυτό. Όποιες ψευδαισθήσεις κι αν υπάρχουν σε στρώματα των Γάλλων εργαζόμένων ότι ο Ολάντ θα «αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή της κεντροαριστεράς» σύντομα θα διαψευσθούν.
Λίγα λόγια για την αντικαπιταλιστική αριστερά
Στις εκλογές αυτές η αντικαπιταλιστική αριστερά (ΝΡΑ και LO) σε καμία περίπτωση δεν κατάφερε να βάλει το στίγμα της και αυτό αποτελεί σημαντικό πισωγύρισμα για τις δυνάμεις που μια προηγούμενη περίοδο είχαν εδραιωθεί στο πολιτικό σκηνικό τόσο με την παρουσία τους στους αγώνες όσο και με σημαντικές εκλογικές επιτυχίες.
Ειδικά για το ΝΡΑ το ποσοστό του 1,15% που συγκέντρωσε ο Philippe Poutou έρχεται σαν επιστέγασμα των λανθασμένων πολιτικών επιλογών της ηγεσίας του. Το ΝΡΑ υποτίθεται ότι θα κατέβαινε ανεξάρτητα στις εκλογές για να βάλει ένα αντικαπιταλιστικό στίγμα στις εκλογές και επειδή το ΜτΑ άφηνε να εννοηθεί αρχικά ενώ αργότερα δήλωνε ξεκάθαρα ότι θα στηρίξει τον Ολάντ στο 2ο γύρο. Δυστυχώς απέτυχε και στα δύο. Σημαντικότερο πρόβλημα απ’ όλα, το γεγονός ότι το πρόγραμμα του παρέμεινε βασικά εντελώς «φλού».
Η ηγεσία του ΝΡΑ συνεχίζει απτόητη το δρόμο που έχει χαράξει απογοητεύοντας συνεχώς όσους με τη δημιουργία του ΝΡΑ προσδοκούσαν στη δημιουργία μιας νέας μαζικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς στη Γαλλία.
Από την άλλη αν το ΝΡΑ συνεργαζότανε με το ΜτΑ αυτό θα οδηγούσε σε καλύτερο αποτέλεσμα της αριστεράς ενώ ταυτόχρονα θα έβαζε τις βάσεις για μία αριστερή αντιπολίτευση στο εσωτερικό του ΜτΑ που θα αντιμαχόταν την ενδεχόμενη συμμετοχή σε μια κεντροαριστερή κυβέρνηση.
Πάλη για μια νέα Αριστερά
Στη Γαλλία όπως και σε όλη την Ευρώπη η κρίση οξύνει τις ταξικές αντιθέσεις και ξεχωρίζει με σαφήνεια τα στρατόπεδα μέσα στην κοινωνία. Σε αυτή τη μάχη οι τράπεζες και οι βιομήχανοι είναι καλά οργανωμένοι και με πλήρες σχέδιο, με τους θεσμούς και τα κόμματα τους. Οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν είναι! Κι έχουν ανάγκη να χτίσουν τις δικές τους οργανώσεις!
Από τις γαλλικές εκλογές βγαίνει σαφώς η ανάγκη για τη δημιουργία μιας νέας αριστεράς με αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και επαναστατικά χαρακτηριστικά σε όλη την Ευρώπη.