Του Νίκου Αναστασιάδη
Θεσσαλονίκη, διαμέρισμα στην οδό Φιλίππου.
Δύο ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, αδέρφια ετών 16 και 20, προσπαθούν να επιβιώσουν στον σκληρό βορειοελλαδίτικο χειμώνα.
Το σπίτι που μένουν δεν έχει θέρμανση. Το μόνο που υπάρχει είναι ένα ηλεκτρικό σίδερο.
Αυτό χρησιμοποιούν κάθε βράδυ για να ζεστάνουν τα πόδια τους πριν πέσουν για ύπνο.
Πως επιζούν;
Με σκληρή εργασία. Σε δουλειές του ποδαριού, για ένα κομμάτι ψωμί, μαύρα.
Και από την αλληλεγγύη συγγενών, γνωστών και φίλων. Και αγνώστων κατά καιρούς.
Όμως αντιμετωπίζουν τον ρατσισμό από ένα μέρος της κοινωνίας, και φυσικά από το ελληνικό κράτος που τους θεωρεί ανθρώπους β’ κατηγορίας.
Οι γονείς τους γνώρισαν την προσφυγιά και εγκαταστάθηκαν στον τόπο μας. Αλλά σύντομα αναγκάστηκαν για πολιτικούς λόγους να ξενιτευτούν ξανά, χωρίς να μπορούν να πάρουν τα παιδιά τους μαζί.
Όχι, δεν μιλάμε για την Ελλάδα του 2016, αλλά για την Ελλάδα του 1960.
Τότε και Τώρα
Η ιστορία είναι πραγματική. Τα δύο αδέρφια, ο πατέρας μου Θόδωρας και η θεία μου Σοφία, από οικογένεια προσφύγων του Πόντου.
Οι γονείς τους αναγκαστήκαν το ’45 να εγκαταλείψουν την Ελλάδα ξανά ως πολιτικοί πρόσφυγες για να αποφύγουν το «χαφιεδότσουρμο, αυτούς που αποτελούνε τον εθνικό κορμό».
Αυτά πριν σχεδόν 50 χρόνια. Μόνο δύο γενιές πίσω δηλαδή.
Όταν ήρθαν από την Τασκένδη και το Κάρς θεωρούνταν «αδέσποτοι». Τους πέταξαν να ζήσουν σε παράγκες εκεί που σήμερα είναι η πανεπιστημιούπολη, σε βάλτους που είναι σήμερα η Καλαμαριά, σε δυσπρόσιτα μέρη όπως το Πανόραμα. Ή άλλους, σε μέρη που δεν ήθελε να τα κατοικήσει κανένας μέχρι τότε, όπως στις άγονες στέπες του Κιλκίς.
Το κύμα αυτό τον προσφύγων άλλαξε την εικόνα της Ελλάδας. Οι πρόσφυγες αυτοί αποτέλεσαν τον νέο εργατικό δυναμικό στις μεγάλες πόλεις, ήταν αυτοί που «γυρνούσαν το γρανάζι», και ασφαλώς βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των ιστορικών μαχών του κινήματος.
Τότε και Τώρα
Και μετά ξανά.
Όσοι έμειναν πίσω μετά την επικράτηση των ακροδεξιών συνεργατών των Ναζί, θεωρήθηκαν «καρκίνωμα» στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας που έπρεπε να παταχθούν, να διορθώσουν τα κοινωνικά τους φρονήματα ή να μπουν στο γύψο.
Πρόσφατα, στην σφηκοφωλιά των αντιδραστικών που λέγεται «Καθημερινή», εμφανίστηκε το άρθρο κάποιου Τάκη Θεοδωρόπουλου, που προσπαθεί να μας πείσει ότι η Αθήνα δεν είναι πολυπολιτισμική πόλη, αποκαλεί τους Αφγανούς «αδέσποτους» και γενικά τους πρόσφυγες «άτυπα κύτταρα που φτιάχνουν καρκίνο».
Η αντίδραση δεν είναι μόνο οπισθοδρομική, είναι και παλιακιά. Τα ίδια επιχειρήματα, σχεδόν και οι ίδιες λέξεις. Ναφθαλίνη και φορμόλη βρωμάνε οι ιδέες τους.
Όπως σε κάθε καμπή της ιστορίας ο γερασμένος κόσμος προσπαθεί με νύχια και με δόντια να σταματήσει κάτι νέο από το να γεννηθεί.
Τότε και Τώρα
Έχουμε όμως ένα νέο για σας, εκπρόσωποι του γερασμένου κόσμου που πεθαίνει: η γενιά που μεγαλώνει αυτή τη στιγμή είναι η πιο «αναμεμειγμένη», η πιο μορφωμένη και ταυτόχρονα η γενιά με τα λιγότερα δικαιώματα.
Αυτό το μίγμα είναι που την κάνει αντικειμενικά να είναι στο στόχαστρο του συστήματος- γιατί αποτελεί βόμβα στα θεμέλια του.
Οι μαθητές στα Χανιά έθεσαν το θέμα στη σωστή του βάση: «Ψωμί-Παιδία-Ελευθερία, θέλουμε τους πρόσφυγες σε όλα τα σχολεία».
Τίποτα όμως δεν καίγεται από μόνο του. Κάθε φωτιά χρειάζεται και μια βοήθεια για να ξεκινήσει- όπως μας λένε οι Chumbawamba.
Αυτό είναι το δικό μας χρέος.
Έτσι και αλλιώς, δια πυρός και σιδήρου, ή αλλιώς, με φωτιά και με μαχαίρι, πάντα ο κόσμος προχωρεί.