Ανέστης Ταρπάγκος
Θεσσαλονίκη – Μάιος 2014
Οι θεμελιακές πολιτικές δεσμεύσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς
Σ’ ολόκληρη την τελευταία πενταετία (2008 – 13), η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και οι μνημονιακές πολιτικές που επιβλήθηκαν για το ξεπέρασμά της προς όφελος του επιχειρηματικού κεφαλαίου και σε βάρος των λαϊκών τάξεων, έχουν προκαλέσει τον ολοσχερή κοινωνικό όλεθρο: Κατακόρυφη μείωση των μισθών και των συντάξεων, αφόρητη φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών εισοδημάτων, αποδιάρθρωση του ασφαλιστικού και νοσηλευτικού συστήματος, εκτόξευση της ανεργίας στο ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού, παρατεταμένη ύφεση και συνεχή μείωση του ΑΕΠ, κλείσιμο εκατοντάδων εργοστασίων και επιχειρήσεων κλπ. Οι πολιτικές δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είδαν την επιρροή τους να πολλαπλασιάζεται και να οδηγούνται στην πρώτη θέση των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος, στη βάση δύο θεμελιωδών εξαγγελιών και δεσμεύσεων: Από τη μια πλευρά την ακύρωση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων που υλοποιούν έμπρακτα στην οικονομική και κοινωνική ζωή τις γενικές κατευθύνσεις των μνημονίων. – Από την άλλη την δρομολόγηση μιας οικονομικής ανάκαμψης που να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τόσο την απασχόληση του άνεργου εργατικού δυναμικού, όσο και την ανάταξη της κοινωνικής παραγωγής.
Εντούτοις, από την πλευρά της κυρίαρχης πολιτικής που επικρατεί στον ΣΥΡΙΖΑ, και ενόψει της προοπτικής δημοκρατικής κατάκτησης της πολιτικής διακυβέρνησης, παρατηρείται όλο το τελευταίο διάστημα μια σταδιακή παράκαμψη και περιθωριοποίηση αυτών των θεμελιωδών στόχων, που υπήρξαν άλλωστε επιδιώξεις ενός ευρύτατου εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην προηγούμενη περίοδο, και η ανάδειξη στο επίκεντρο δύο άλλων προτεραιοτήτων, δηλαδή των άμεσων μέτρων προστασίας από την ανθρωπιστική κρίση και την εκφώνηση ενός προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας. Μ’ αυτή την έννοια οι πρωταρχικές πολιτικές δεσμεύσεις του αριστερού ριζοσπαστικού κινήματος τείνουν να οδηγηθούν στην αναίρεσή τους, και να στερήσουν από μια αριστερή λαϊκή διακυβέρνηση την κοινωνική της νομιμοποίηση.
Αντιμετώπιση της εξαθλίωσης και παραγωγική αναδιάρθρωση
Για να συνεννοηθούμε βέβαια ευθύς εξαρχής και να μην παρεξηγηθούμε: Άμεσα μέτρα για την κάλυψη ζωτικών αναγκών των εξαθλιωμένων λαϊκών στρωμάτων (νερό, ρεύμα, θέρμανση, πρόσβαση στο νοσηλευτικό σύστημα, διατροφικά συσσίτια κλπ.) είναι απόλυτα αναγκαία για μια κυβέρνηση της Αριστεράς απέναντι στο εκτεταμένο κοινωνικό ολοκαύτωμα. Όπως επίσης και κυβερνητικές οικονομικές πρωτοβουλίες που ενισχύουν ή επιχειρούν να αναδιαρθρώσουν ορισμένους τομείς της παραγωγής σ’ όλα τα επίπεδα, είναι εξίσου επιβλημένες, μετά την οικονομική καταστροφή που έχει διαμεσολαβήσει. Ωστόσο τέτοιου είδους μέτρα επείγοντος χαρακτήρα, ούτε το ζήτημα της μαζικής ανεργίας αντιμετωπίζουν, που βρίσκεται στην αφετηρία της σημερινής κοινωνικής εξαθλίωσης, ούτε στο πρόβλημα της ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης μπορούν να επιφέρουν δραστικές και αποτελεσματικές διεξόδους.
Σε κάθε περίπτωση γιατί η εφαρμογή αυτών των άμεσων κυβερνητικών μέτρων είναι απαγορευτική για την ταυτόχρονη, άμεση και αδιαμφισβήτητη κατάργηση των μνημονίων, των λεόντειων δανειακών δεσμεύσεων, των εφαρμοστικών νόμων, της δρακόντειας δημοσιονομικής πολιτικής κλπ.; Τείνει δηλαδή να επικρατήσει μια πολιτική αντίληψη του τύπου «ό,τι έγινε, έγινε» και ντεφάκτο αποδοχής των ολέθριων αποτελεσμάτων της πεντάχρονης κρίσης υπερσυσσώρευσης και της τετράχρονης μνημονιακής πολιτικής. Μια τέτοια κατεύθυνση «ρεαλιστικής προσαρμογής» στην διαμορφωμένη οικονομική και κοινωνική κατάσταση δεν προοιωνίζεται ένα ευοίωνο μέλλον για μια αριστερή πολιτική διαχείριση. Ουσιαστικά υιοθετείται η λογική της ένδειας δημόσιων πόρων που έχει προκύψει από την εξοντωτική εξυπηρέτηση του βάρους του δημόσιου χρέους και του συνεχούς δανεισμού του ελληνικού κράτους, προκειμένου να μπορεί να εξυπηρετεί την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων.
Το μόνο μέτρο που προβάλλεται ως άμεσο είναι η αποκατάσταση του βασικού μισθού της ΕΓΣΣΕ (από τα 580 ευρώ στα 750 ευρώ μικτά), που η επιρροή του στην οικονομική δραστηριότητα είναι εξαιρετικά περιορισμένη, και άλλωστε δεν συναντά καμία αντίδραση του ΣΕΒ, ο οποίος απεναντίας αποδέχεται αυτή την αποκατάσταση με τον όρο ταπείνωσης του συνόλου των μισθών των εργαζομένων σ’ αυτό το κατώτατο όριο των αποδοχών του ανειδίκευτου εργάτη. Κανένας άλλος από τους εκατοντάδες εφαρμοστικούς νόμους των μνημονίων, που η Αριστερά και το λαϊκό κίνημα, έχουν κρίνει αντισυνταγματικούς, παράνομους και αντιλαϊκούς δεν προβλέπεται να καταργηθεί, και η όποια ακύρωσή τους παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες. Η αποκατάσταση του 13ου και 14ου μισθού, ιστορική κατάκτηση του εργατικού κινήματος, η επαναφορά της αμοιβής της εργασίας στην καπιταλιστική οικονομία στο ύψος των τελευταίων υπογεγραμμένων ΣΣΕ που έχουν καταργηθεί, η άμεση κατάργηση των «χαρατσιών» στο εισόδημα και στην κατοικία των εργαζομένων, η αποκατάσταση του νομίμου επιπέδου των συντάξεων κλπ. εκφεύγουν πλέον από το πεδίο άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Μ’ άλλες λέξεις η κοινωνική αποψίλωση αμοιβών και δικαιωμάτων της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας προβλέπεται να διατηρηθεί όπως έχει διαμορφωθεί. Αυτό ήδη αντιπροσωπεύει μια καθοριστική αναίρεση του θεμελιακού πολιτικού χαρακτηριστικού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που θα της στερήσει την όποια λαϊκή νομιμοποίηση.
Η ριζοσπαστική στρατηγική της παραγωγικής κοινωνικοποίησης
Κατά συνέπεια η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης θα περιορίζεται σε ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνολικού εργατικού δυναμικού, κάτω του 10%, και άλλωστε δεν θα απαντά ρηξικέλευθα και αποτελεσματικά στην γενεσιουργό αιτία της ανθρωπιστικής κρίσης, δηλαδή στο 1,32 εκατομ. ανέργους. Απεναντίας το 90% του εργατικού δυναμικού της χώρας θα συνεχίσει να παραμένει δέσμιο της εφαρμογής της πληθώρας των εφαρμοστικών νόμων των μνημονίων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το βασανιστικό ερώτημα που στροβιλίζεται στη σκέψη του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ και των εργαζομένων: Με μια κυβέρνηση της Αριστεράς (που έχει αντικατασταθεί από κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας), θα συνεχίσουν τα πληρώνονται τα «χαράτσια» που αφαιμάζουν το ήδη μειωμένο εισόδημα των εργατικών νοικοκυριών;
Και από την άλλη πλευρά, πώς είναι δυνατό να δρομολογηθεί η οποιαδήποτε οικονομική ανάκαμψη, και μάλιστα σε ρυθμούς τέτοιους που να επιτρέπουν την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους (που θα απομείνει μετά την διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του), με αλλαγές και αναδιαρθρώσεις που δίνουν την απόλυτη και πλήρη δικαιοδοσία στην παραγωγή στο επιχειρηματικό κεφάλαιο; Αυτό το οποίο στη διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης έχει οδηγήσει στην εκκαθάριση χιλιάδων παραγωγικών μονάδων και πολλαπλάσιων θέσεων εργασίας; Αυτό το οποίο έχει επιβάλλει μαζί με την τρόικα και το ελληνικό πολιτικό του προσωπικό τις αλλεπάλληλες μνημονιακές ρυθμίσεις κατεδάφισης των εργατικών δικαιωμάτων; Αυτό που αρνείται κατηγορηματικά την ανάπτυξη της οποιασδήποτε επενδυτικής δραστηριότητας, επειδή ακριβώς το ποσοστό κέρδους του εταιρικού τομέα της οικονομίας έχει μειωθεί σημαντικά ακριβώς λόγω της κρίσης υπερσυσσώρευσης;
Η οποιαδήποτε αναδιάρθρωση της κοινωνικής παραγωγής, που δίνει την προτεραιότητα στην ταξική κυριαρχία του επιχειρηματικού κεφαλαίου στον πλειοψηφικό τομέα της ιδιωτικής οικονομίας, δεν μπορεί προφανώς να έχει καμία αναπτυξιακή αποτελεσματικότητα, γιατί όλες οι παράμετροι που την προσδιορίζουν (επενδύσεις, φορολογία, μισθοί κλπ.) εκχωρούνται στην αποκλειστική σφαίρα δικαιοδοσιών της επιχειρηματικής εργοδοσίας. Γι’ αυτό η όποια παραγωγική ανασυγκρότηση δεν μπορεί παρά να επισυμβεί στο έδαφος του μετασχηματισμού των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, με την δραστήρια παρέμβαση των εργατικών συλλογικοτήτων, της αριστερής λαϊκής διακυβέρνησης, των δημοκρατικών παραγωγικών συνεταιρισμών, δηλαδή στο έδαφος της στρατηγικής κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Διαφορετικά οι οποιοδήποτε αναπτυξιακοί προσανατολισμοί που θα εκφέρονται σε κυβερνητικό επίπεδο, δεν θα αποτελούν παρά «αναπτυξιακά ευχολόγια» χωρίς κανένα πρακτικό οικονομικό αντίκρυσμα.
Κατά συνέπεια εκείνο που πρωτίστως απαιτείται για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, συνοδευόμενη από μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης, είναι η εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού μεταβατικού προγράμματος οργανικά συνδεδεμένου με τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Μ’ άλλες λέξεις η άμεση εθνικοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, η κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων που έχουν κλείσει με εργατικό έλεγχο και κυκλοφορία των προϊόντων τους εκτός του ανταγωνιστικού πλαισίου της ελεύθερης αγοράς, η υιοθέτηση μιας μορφής γενικευμένου λαϊκού ελέγχου στο σύνολο των επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας κ.ά. Σ’ αυτό το πλαίσιο δραστικού κοινωνικού μετασχηματισμού, που μπορεί να εξασφαλίσει την αύξηση της παραγωγής προστιθέμενης αξίας και την απορρόφηση της ανεργίας, οι όποιες μορφές παραγωγικής αναδιάρθρωσης δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν παρά δευτερογενείς πλευρές του κυρίαρχου, που είναι η κοινωνικοποίηση της εργοδοτικής εξουσίας, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.