ΑΝΕΣΤΗΣ ΤΑΡΠΑΓΚΟΣ
Θεσσαλονίκη – Νοέμβριος 2013
Οι όροι υλοποίησης της αστικής οικονομικής πολιτικής
Η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που έχει αναδειχθεί στην διεθνή και ελληνική οικονομία εδώ και μια πενταετία συνεχίζει να αναπαράγεται με ακάθεκτους ρυθμούς, χωρίς ορατό ορίζοντα διεξόδου από αυτήν. Η μαζική ανεργία που έχει προκαλέσει συνεχίζει να βαδίζει σε μια ανιούσα τροχιά, έχοντας τετραπλασιαστεί έναντι των προ της κρίσης ποσοστών, και απειλώντας να αγκαλιάσει το ένα – τρίτο του συνολικού εργατικού δυναμικού. Και ταυτόχρονα η οικονομική ύφεση προσεγγίζει πλέον αθροιστικά ποσοστά για την περίοδο 2008 – 13 που ξεπερνούν το 20% της συνολικής μείωσης του ΑΕΠ της χώρας. Ο παραπαίων ελληνικός καπιταλισμός κατορθώνει και στηρίζεται στα πόδια του, και εξασφαλίζει κερδοφόρα αποτελέσματα στο 48% του συνόλου του ελληνικού εταιρικού τομέα (22.500 καπιταλιστικές επιχειρήσεις), χάρις στις «ενέσεις κορτιζόνης» που του δίνει το αστικό κράτος και οι συντηρητικές κυβερνήσεις με την συνεχή μνημονιακή πολιτική, που έχουν καταστήσει την εργατική δύναμη «φθηνή – πειθήνια – ευέλικτη». Εντούτοις το υπόλοιπο 52% της καπιταλιστικής οικονομίας συνεχίζει να είναι βυθισμένο στην αδυναμία επαρκούς υπεραξίωσης των κεφαλαίων του, και άρα παραγωγής ζημιογόνων αποτελεσμάτων, πράγμα που οδηγεί εκατοντάδες εργοστάσια και επιχειρήσεις σε εκκαθάριση, κύματα απολύσεων και καταστροφή παγίων επενδυμένων κεφαλαίων.
Η πολιτική των συνεχών μνημονίων, όσο και η μετακύλιση του κόστους αποπληρωμής του δημοσίου χρέους και των τοκοχρεολυσίων, καθώς και της διάσωσης των ελληνικών τραπεζών με «χρηματοδοτικές ενέσεις» των αστικών κυβερνήσεων, στους ώμους του εργαζόμενου λαού, επιδεινώνουν τα μέγιστα τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της κρίσης υπερσυσσώρευσης, εντούτοις ταυτόχρονα αποσκοπούν στην επίτευξη της εξόδου από την κρίση προς όφελος των κερδοφόρων καπιταλιστικών τομέων και σε βάρος της εργατικής τάξης. Και αν ακόμη επιτευχθούν θετικοί ρυθμοί οικονομικής ανάκαμψης, πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο, αυτή θα εδράζεται στο έδαφος μιας καθολικής κοινωνικής ερήμωσης, σταθερής υπερμεγέθους ανεργίας, εξαιρετικά χαμηλών μισθών και πλήρους απορρύθμισης των εργασιακών δικαιωμάτων.
Αδιέξοδα των οικονομικών προσανατολισμών στον ΣΥΡΙΖΑ
Αν έτσι συγκροτείται και ξεδιπλώνεται η αστική οικονομική πολιτική μέσα στην καρδιά της καπιταλιστικής κρίσης, στον αντίποδα τοποθετείται η απαίτηση ανάδειξης και υλοποίησης μιας αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής που χρειάζεται να διασφαλίζει ταυτόχρονα : Αφενός μια ισχυρή οικονομική ανάταξη, που είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την δημιουργία κοινωνικού πλεονάσματος, απαραίτητου για την τροφοδότηση της κοινωνικής πολιτικής, την προώθηση προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων, την απορρόφηση μεγάλων τμημάτων του άνεργου πληθυσμού κλπ. – Από την άλλη πλευρά, η εξασφάλιση όρων κοινωνικής δικαιοσύνης για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, της νεολαίας, των συνταξιούχων κ.ά., πράγμα που μεταφράζεται στην κατεπείγουσα αναγκαιότητα όχι απλά της διακήρυξης «κατάργησης των μνημονίων», αλλά άμεσης ακύρωσης όλων των εφαρμοστικών νόμων της τελευταίας τριετίας που υλοποιούν νομικά και υλικά την μνημονιακή πολιτική.
Αναδεικνύεται στις σημερινές συνθήκες μια τέτοια οικονομική πολιτική από την πλευρά των κυρίαρχων δυνάμεων που επικρατούν στον ΣΥΡΙΖΑ, μιας τακτικής και στρατηγικής που και την οικονομική ανάκαμψη να μπορεί να εξασφαλίσει, και την ολόπλευρη εφαρμογή των μέτρων κοινωνικής δικαιοσύνης να προάγει, που άλλωστε ίσχυαν εδώ και δεκαετίες στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό ; Από το σύνολο των σημερινών τοποθετήσεων των κέντρων άσκησης αυτής της πολιτικής, διαπιστώνεται ότι η εξασφάλιση αυτών των επιτακτικά αναγκαίων στόχων για την σωτηρία της εργαζόμενης κοινωνίας, μάλλον αποτελούν «όνειρο θερινής νυκτός».
Κατ’ αρχήν βασίζει την οικονομική ανάκαμψη στην καλοπροαίρεση της ελληνικής αστικής τάξης, η οποία θα οδηγηθεί στην πραγματοποίηση αναπτυξιακών επενδύσεων που θα θέσουν σε κίνηση την οικονομική μηχανή της χώρας. Εντούτοις μια τέτοια αντίληψη είναι ανυπόστατη, γιατί ο ελληνικός καπιταλισμός, με την ατελεύτητη κρίση υπερσυσσώρευσης που τον μαστίζει, δεν προχωρεί σε επενδυτικές δραστηριότητες σ’ ολόκληρη την τελευταία πενταετία, παρόλη την εξασφάλιση ευνοϊκότατων όρων εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού από τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Κατά συνέπεια κατά μείζονα λόγο θα παραμείνει αδρανής και στη συνέχεια, ακόμη περισσότερο με μια αριστερή κυβερνητική διαχείριση που θα καταργούσε τους εφαρμοστικούς νόμους των μνημονίων, και θα αποκαθιστούσε έτσι το εισόδημα και τα δικαιώματα της μισθωτής εργασίας, γεγονός που θα επέφερε μείωση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, και ένταση των ζημιογόνων αποτελεσμάτων του πλειοψηφικού τομέα της εταιρικής οικονομίας.
Κατόπιν θεωρεί ότι μια οικονομική ανάκαμψη μπορεί να προέλθει από την εφαρμογή ενός ευρωπαϊκού New Deal, κατά τα αμερικανικά πρότυπα της δεκαετίας του 1930 και 1940. Εντούτοις μια τέτοια αντίληψη είναι εξωπραγματική γιατί ποιες υπερεθνικές ενώσεις, ποιοι διεθνείς οργανισμοί, ποια πολυεθνικά τραπεζικά κεφάλαια, ποιες ισχυρές οικονομικά χώρες θα προχωρούσαν στην παροχή ισχυρών χρηματοδοτικών ενέσεων στην ελληνική οικονομία, χωρίς να διασφαλίζουν πρωτίστως την δική τους υψηλή κερδοφορία, η οποία και θα κατευθύνεται σε αλλότριες τσέπες. Πολύ περισσότερο μάλιστα που τα συγκεκριμένα υπερεθνικά οικονομικά κέντρα (Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), στην υπαρκτή τους πρακτική απομυζούν στην κυριολεξία όλα αυτά τα χρόνια την ελληνική οικονομία και την εργατική τάξη με την συνεχή και αδιάλειπτη πληρωμή των τοκοχρεολυσίων και με μια καθαρή μεταφορά εισοδήματος από την ελληνική οικονομία στις ευρωπαϊκές τράπεζες και στον γερμανικό ιμπεριαλιστικό σχηματισμό;
Τέλος, θέτει σε αμφισβήτηση την άμεση και δραστική προώθηση των ριζοσπαστικών μέτρων κοινωνικής δικαιοσύνης απέναντι στο κοινωνικό ολοκαύτωμα που έχει επιφέρει η καπιταλιστική κρίση και οι πολιτικές των μνημονίων. Με την υιοθέτηση της λογικής του «μικρού καλαθιού» για τις λαϊκές και εργατικές προσδοκίες που έχουν επενδυθεί πολιτικά στον ΣΥΡΙΖΑ, ουσιαστικά αναιρείται η άμεση ακύρωση όλων των εφαρμοστικών νόμων των μνημονίων, δηλαδή : Η κατάργηση των χαρατσιών στις κατοικίες και στο εισόδημα των εργαζομένων, η αποκατάσταση των εργατικών μισθών των ΣΣΕ που ίσχυαν μέχρι πρόσφατα, η επαναφορά των συντάξεων στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από την έναρξη εφαρμογής των συνεχών μνημονίων, η επάνοδος του 13ου και 14ου μισθού που καταργήθηκαν, η αποκατάσταση όλων των εργατικών δικαιωμάτων που έχουν απορρυθμιστεί μέχρις εξαφάνισης κ.ά.
Η πολιτική οικονομία της παραγωγικής κοινωνικοποίησης
Μια αριστερή ριζοσπαστική οικονομική πολιτική δεν μπορεί στη σημερινή συγκυρία παρά να έχει ως κατευθυντήριους άξονες, μεταξύ των άλλων:
α) Ισχυρή φορολόγηση των κερδών των κερδοφόρων επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας και αποκατάσταση της λειτουργία των ΣΣΕ που αφορούν τις αμοιβές και τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων που καταργήθηκαν.
β) Εφαρμογή των ΣΣΕ και των εργατικών δικαιωμάτων σε όλες τις ζημιογόνες επιχειρήσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. Οι ζημιογόνες εταιρίες, βιομηχανικές, εμπορικές, υπηρεσιών κλπ. που έχουν κλείσει ή οδηγούνται στην εκκαθάριση και στην μαζική απόλυση του προσωπικού τους (από τη Σέλμαν μέχρι το Φωκά και από την ΣΑΤΟ μέχρι την Αλλατίνη κλπ.), τίθενται σε δημόσια ιδιοκτησία, λαϊκό έλεγχο και εργατική διαχείριση, με παραγωγή προϊόντων προσανατολισμένη στην ικανοποίηση των μαζικών λαϊκών αναγκών, έξω από το πλαίσιο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού της αγοράς.
γ) Το σύνολο των δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν αποκρατικοποιηθεί και μεταβιβαστεί σε ιδιώτες, καθώς και αυτές που βρίσκονται σε διαδικασία μερικής ή καθολικής ιδιωτικοποίησης, περιέρχονται στην δημόσια ιδιοκτησία χωρίς αποζημίωση των καπιταλιστών που τις έχουν εξαγοράσει και έχουν προ πολλού αποσβέσει τις επενδύσεις τους, και λειτουργούν ως κοινωνικοποιημένος κοινωφελής τομέας της ελληνικής οικονομίας (ενέργεια, μεταφορές, επικοινωνίες, οδικοί άξονες, λιμενικές πύλες κ.ά.).
δ) Δρομολογείται ευρύτατο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων σε σχέση με το υφιστάμενο αποψιλωμένο, με την διοχέτευση σ’ αυτό των κονδυλίων που πληρώνονται ως ετήσια τοκοχρεολύσια στους ιδιώτες δανειστές, με άμεση παύση πληρωμών των επαχθών και ταξικών χρεών, και με φορείς υλοποίησης κοινωνικές παραγωγικές επιχειρήσεις που στελεχώνονται από τον επαρκή σήμερα και έμπειρο «συλλογικό εργαζόμενο» (τεχνικούς, επιστήμονες, οδηγούς, εργάτες κ.ά.), του οποίου οι κατηγορίες λιμνάζουν στο τέλμα της ανεργίας.
ε) Διαμόρφωση ενός εκτεταμένου εθνικού δικτύου συνεταιριστικών μορφών οργάνωσης όλων των μικροαστικών αυτοαπασχολουμένων στρωμάτων που έχουν οδηγηθεί στην οικονομική καταστροφή, με όρους συλλογικότητας, δημοκρατίας και αποτελεσματικότητας, και καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα της κοινωνικής παραγωγής, μεταποιητικής, υπηρεσιών και εμπορίου.
στ) Συστηματική πιστωτική στήριξη όλων αυτών των κοινωνικοποιημένων παραγωγικών δραστηριοτήτων από ένα τραπεζικό σύστημα πλήρως εθνικοποιημένο, στο μέτρο που οι χρηματοδοτήσεις για την στήριξή του από την χρεοκοπία του έχουν ως πηγή τις δημόσιες χρηματοδοτήσεις.
Μόνον μέσα από αυτές τις κοινωνικοποιημένες μορφές παραγωγικής οργάνωσης, διαχείρισης και κυκλοφορίας είναι δυνατή η οικονομική ανάταξη με την εξασφάλιση της ικανοποίησης των μέτρων κοινωνικής δικαιοσύνης, η απασχόληση του άνεργου εργατικού δυναμικού, η δημιουργία κοινωνικού υπερπροϊόντος – πλεονάσματος, επαρκούς για την κάλυψη των κοινωνικών πολιτικών και την στήριξη των δημόσιων επενδυτικών δράσεων. Προφανέστατα αυτές οι ριζοσπαστικές οικονομικές παρεμβάσεις θα έρθουν σε αγεφύρωτη αντιπαλότητα με την αστική ταξική κυριαρχία στην ελληνική κοινωνία και με τις αντιλαϊκές ρυθμίσεις που έχουν επιβληθεί στην ευρωζώνη και στον ίδιο τον κορμό της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Σ’ αυτή την περίπτωση η κυρίαρχη πολιτική απαίτηση είναι η πρωταρχική διασφάλιση των ζωτικών λαϊκών εργατικών συμφερόντων, της οικονομικής ανάταξης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, σε αντιπαράθεση τόσο με τις επιταγές της αστικής κατάστασης πραγμάτων στην Ελλάδα, όσο και με τις απαιτήσεις των ακραία νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην Ευρώπη. Άλλωστε, σ’ αυτή την περίπτωση η πραγματοποίηση δημοκρατικών λαϊκών δημοψηφισμάτων για να αποφανθεί η εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία για τα μείζονα επίδικα ζητήματα, είναι θεμελιακή πολιτική και λαϊκή απαίτηση.