Ανέστης Ταρπάγκος
Θεσσαλονίκη – Δεκέμβριος 2013
Σ’ ολόκληρη την τελευταία πενταετία η ελληνική περίπτωση αντιπροσωπεύει την πλέον ακραία εκδοχή της εφαρμογής του «δόγματος του σοκ» του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, με αφετηρία τους δύο σύγχρονους πυλώνες της αστικής πολιτικής : Την μέχρι σήμερα ανυπέρβλητη κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και την ανάγκη ξεπεράσματός της προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου και σε βάρος των συμφερόντων του κόσμου της μισθωτής εργασίας. – Την κρίση χρέους με την υπερμεγέθη διόγκωσή του στα ποσοστά του 175% του ΑΕΠ και την μετακύλιση του βάρους εξυπηρέτησης και αποπληρωμής του εξίσου στους ώμους της εργαζόμενης λαϊκής πλειοψηφίας. Σ’ αυτά τα πλαίσια η επίθεση των εθνικών και διεθνικών αστικών δυνάμεων υπήρξε ολομέτωπη σ’ όλα τα επίπεδα : κατακόρυφη μείωση μισθών και συντάξεων, διόγκωση της φορολογικής επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας, ώθηση του ενός τρίτου του εργατικού δυναμικού στη μακροχρόνια ανεργία κλπ.
Αυτή η εφαρμογή του «δόγματος του σοκ» που εφαρμόστηκε αποδείχθηκε ότι είχε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα για τις καθεστωτικές δυνάμεις, σε σχέση με την υιοθέτηση μιας τακτικής κλιμακωμένων στο χρόνο και διαδοχικών αντιλαϊκών μεταλλάξεων, που θα έδινε τη δυνατότητα πιο ενεργού αντίδρασης από την πλευρά των λαϊκών τάξεων. Η νεοφιλελεύθερη αυτή λαίλαπα δεν αφορούσε ζητήματα που τοποθετούνται στην «περιφέρεια» του κοινωνικού ζητήματος, αλλά στόχευαν στην ίδια την καρδιά του, στην ριζική τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων προς όφελος της εργοδοσίας και σε βάρος της εργατικής τάξης. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε αυτό το είδος επέμβασης των αστικών δυνάμεων («δόγμα του σοκ») ορίζει και τον τρόπο αντίδρασης των ίδιων των λαϊκών και αριστερών δυνάμεων, δηλαδή της υιοθέτησης μιας «θεραπείας εξ εφόδου» (όρου δανεισμένου από την ιατρική πρακτική).
Όλα τα κυβερνητικά μέτρα της μνημονιακής πολιτικής που εφαρμόστηκαν στα πλαίσια του «δόγματος του σοκ» αφορούσαν πρωτίστως την ενίσχυση της κερδοφορίας των μισών ιδιωτικών επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας, καθώς και την άμβλυνση και τον μετριασμό των ζημιογόνων αποτελεσμάτων των άλλων μισών, προκειμένου ο «παραπαίων» ελληνικός καπιταλισμός να κατορθώσει να σταθεί στα πόδια του, μετά την έκρηξη της κρίσης του 2008. Αν γίνεται δεκτός αυτός ο ισχυρισμός, τότε, στο μέτρο που ο εταιρικός τομέας της οικονομίας αντιπροσωπεύει την καρδιά της παραγωγικής δραστηριότητας της χώρας (το μέγιστο μερίδιο επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και πωλήσεων προϊόντων), τότε και η πολιτική απάντησης του αριστερού και εργατικού κινήματος δεν μπορεί παρά να ασκήσει την πρακτική της «θεραπείας εξ εφόδου» σ’ αυτό το κεντρικό και καθοριστικό οικονομικό πλαίσιο.
Η αντιμετώπιση του «δόγματος του σοκ» από την αντιμνημονιακή ριζοσπαστική πολιτική δεν μπορεί άρα παρά να επιδιώκει την αντιστροφή αυτής της κατάστασης κοινωνικού ολέθρου, σε μια διπλή κατεύθυνση : Από τη μια πλευρά με την αποκατάσταση των εργατικών δικαιωμάτων, μισθών, ελευθεριών κλπ. στο επίπεδο των επιχειρήσεων του κερδοφόρου τομέα της εταιρικής οικονομίας, καθώς και με την παράλληλη ισχυρή φορολόγηση της κερδοφορίας τους, προκειμένου να συγκεντρώνονται οι αναγκαίοι κοινωνικοί πόροι. – Από την άλλη πλευρά με την όρθωση ασπίδας προστασίας της κοινωνικής παραγωγής και της εργατικής απασχόλησης στον τομέα των ζημιογόνων επιχειρήσεων που εκκαθαρίζονται, δηλαδή την διατήρησή τους σε λειτουργία με όρους κοινωνικής οικονομίας και έτσι σοβαρής μείωσης του τεράστιου ποσοστού της ανεργίας.
Αυτές οι δύο πλευρές μιας ριζοσπαστικής οικονομικής πολιτικής, είναι σε θέση να απαντήσουν στην συνεχιζόμενη κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και εφαρμογής των πολιτικών των μνημονίων, με όρους κοινωνικής άμυνας αλλά και λαϊκής αντεπίθεσης. Άμυνας για την σωτηρία της παραγωγής που η ίδια η καπιταλιστική κρίση επιχειρεί να απαξιώνει και να καταστρέφει, επίθεσης για την εκ νέου κατάκτηση των εργατικών δικαιωμάτων που έχουν καταργηθεί. Σ’ αυτή την περίπτωση θα έχουμε έναν κερδοφόρο οικονομικό τομέα που όμως θα υφίσταται μια ισχυρή φορολόγηση της κερδοφορίας του και την απρόσκοπτη λειτουργία των εργατικών ελευθεριών στο εσωτερικό του, καθώς και έναν κοινωνικοποιημένο οικονομικό τομέα που θα προκύπτει από την θέση σε λειτουργία των εργοστασίων που έχουν εκκαθαριστεί ή οδηγούνται στο κλείσιμο.
Οι όροι για την λειτουργία αυτού του κοινωνικοποιημένου τομέα της παραγωγής αφορούν :
α) Την θέση των παγίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων που η κρίση απαξιώνει σε δημόσια κυριότητα κοινωνικοποιημένης μορφής (διάσταση που απαιτείται απαρέγκλιτα τόσο στην ενδεικτική περίπτωση της ΒΙΟΜΕ, όσο και των όποιων άλλων «αυτοδιαχειριστικών» εγχειρημάτων).
β) Την χρηματοδότησή τους από ένα εθνικό τραπεζικό σύστημα σε μια καθαρά παραγωγική κατεύθυνση, απαλλαγμένη από την όποια τραπεζική τοκογλυφία που επιβαρύνει την κοινωνική παραγωγή.
γ) Την λειτουργία θεσμών ενεργού εργατικού ελέγχου σε όλα τα επίπεδα αυτών των επιχειρήσεων, με την άσκηση της διευθυντικής εξουσίας από αιρετά όργανα των εργαζομένων, του δημοσίου και των χρηστών.
δ) Την διακίνηση των παραγομένων προϊόντων μέσα από συνεταιριστικά εμπορικά δίκτυα, έξω από το πεδίο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού της ελεύθερης αγοράς.