«Ξαναχτύπησε» η Σώτη Τριανταφύλλου που στο νέο άρθρο της με τίτλο «It’s the security, stupid!» στην «AthensVoice», μας «εξηγεί» τις αιτίες της ενίσχυσης της ακροδεξιάς.
Το νέο της άρθρο με επιδερμικές και ανυπόστατες θεωρίες, που προσβάλλουν την ελληνική -και όχι μόνο- κοινωνία και την συνείδηση της, μας αποκαλύπτει για μία ακόμα φορά το συγκαλυμμένο μίσος της αρθρογράφου για τους ανθρώπους της εργατικής τάξης, τους μετανάστες, τους φτωχούς.
Είστε κομπλεξικοί επαρχιώτες…
Ξεκινώντας το άρθρο, η Σώτη αναφέρει πως η άκρα δεξιά ανεβαίνει σε μία σειρά από χώρες, αλλά όχι στην Ελλάδα όπου: «Οι Έλληνες είναι ακροδεξιοί μέσα τους αλλά ψηφίζουν αριστερά». Μετά την τραγελαφική αυτή τοποθέτηση, η κυρία Τριανταφύλλου καταφέρνει να γίνει ακόμη πιο εξοργιστική.
Η πρώτη «αιτία» για την άνοδο της ακροδεξιάς είναι ο… «επαρχιωτισμός» και το «κόμπλεξ» όσων δε ζουν σε αστικά κέντρα:
«όσο μακρύτερα ζουν οι πληθυσμοί από το κέντρο ― τη μεγαλούπολη, την πρωτεύουσα ή τη μητρόπολη ― τόσο πιο επιρρεπείς είναι στα μικροαστικά κινήματα που συνδυάζουν εθνικισμό και επαρχιωτισμό· που εκδηλώνουν δυσαρέσκεια για τις ελίτ και για τον τρόπο ζωής του άστεως».
Κοινώς, η κυρία της υψηλής κοινωνίας, της πρωτεύουσας, της εκλεπτυσμένης ζωής και της κουλτούρας, αποδίδει την άνοδο της ακροδεξιάς στους «κομπλεξικούς», τους «χωριάτες», αυτούς που φθονούν τον τρόπο ζωής της πόλης! Το θράσος και η προκλητικότητά της δεν έχουν όρια! Το σύστημα που υπηρετεί πιστά, αυτό που ευθύνεται για τη φτωχοποίηση και τη δυστυχία που βιώνουν αμέτρητοι άνθρωποι, αυτό που έχει χτίσει τις βάσεις πάνω στις οποίες πατάει η ακροδεξιά, την έχει μάθει να κατηγορεί τα θύματά του με απίστευτο κυνισμό!
…και σας λείπει η γκλαμουριά!
Η δεύτερη αιτία είναι οικονομική. Αλλά προσοχή! Η Σώτη δεν εννοεί αυτές τις «παρωχημένες» ιδέες περί ταξικών ανισοτήτων και οικονομικών χασμάτων. Εννοεί τη «χλίδα», τη «γκλαμουριά» που γεύονται οι κάτοικοι κάποιων περιοχών-προφανώς ανεξάρτητα από το σε ποια τάξη ανήκουν. Το θέμα δηλαδή, δεν είναι ταξικό, αλλά χωροταξικό:
«Με την ωρίμανση του συστήματος της ελεύθερης ή ημι-ελεύθερης αγοράς έχει δημιουργηθεί μια τεράστια glamourzone στην οποία οι περισσότεροι πολίτες δεν μπορούν να συμμετέχουν. Δεν πρόκειται ακριβώς για την πλουτοκρατία και τη συγκέντρωση πλούτου του 1% όπως στις ΗΠΑ: πρόκειται όμως για καταναλωτικές και τουριστικές εστίες μεγάλης αίγλης που προκαλούν το αίσθημα του αποκλεισμού».
Με βάση τη μέχρι στιγμής «ανάλυση» της Σώτης, οι αιτίες της ανόδου της ακροδεξιάς είναι η ζήλεια των «κακομοίρηδων» που έχουν αποκλειστεί από την αίγλη που γεύονται οι ολίγοι. Μάλιστα, αυτοί οι «ολίγοι» δεν είναι το πιο πλούσιο κομμάτι του πληθυσμού, αλλά κάποιοι «τυχεροί» που με ένα μαγικό, μεταφυσικό τρόπο γεύονται μία λαχταριστή ζωή και μας προκαλούν κόμπλεξ.Κι έτσι, εμείς γινόμαστε… ακροδεξιοί!
Οι δύο πρώτες αιτίες, σύμφωνα πάντα με την Σώτη, αποτελούν ίσως τον πιο «απολιτίκ» τρόπο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει σοβαρά πολιτικά ζητήματα, όπως η άνοδος της ακροδεξιάς, αλλά είναι παράλληλα το καλύτερο πρελούδιο ώστε να μας οδηγήσει στην ουσία: στην αιτία νούμερο τρία.
Η ανάγκη για ασφάλεια…
Η τρίτη αιτία κατά τη Σώτη, είναι η διεκδίκηση της ασφάλειας. Τι θέλει να πει η αρθρογράφος; Αναφέροντας τα παραδείγματα της Βραζιλίας και της Γαλλίας, «εξηγεί» ότι οι άνθρωποι στρέφονται στην άκρα δεξιά επειδή έχουν απογοητευτεί
«από την τσαπατσουλιά, την εθελοτυφλία και τη χαλαρότητα της αριστεράς (…)Ο Τζαΐρ Μπολσονάρου εξελέγη, εν πολλοίς, επειδή στη Βραζιλία σημειώνονται 62.000 φόνοι ετησίως. Η Μαρίν Λεπέν γνωρίζει σταθερή επιτυχία επειδή, εκτός του ότι κολακεύει τη γαλλική επαρχία(με εκφράσεις όπως «ο λαός», «οι φτωχοί» κτλ), κατανοεί τον αντίκτυπο του εξισλαμισμού ο οποίος αποτελεί μορφή εκφοβισμού και βίας».
Ούτε κουβέντα βέβαια για τη φτώχεια, τη γκετοποίηση, την ακραία ανισότητα που δημιουργούν την εγκληματικότητα, τόσο στις δύο χώρες που αναφέρει, όσο και στο σύνολο των χωρών του πλανήτη.
…και το ξέπλυμα της καταστολής
Όλα αυτά, για να καταλήξει τελικά στις δύο τελευταίες παραγράφους να μας «εξηγεί» πώς οι κοινωνίες στρέφονται στην άκρα δεξιά επειδή… τους λείπουν οι ακροδεξιές πολιτικές! Παράλληλα ξεπλένει την καταστολή, την αυθαιρεσία, τις πρακτικές της αστυνομίας, αντιστρέφοντας πλήρως την εικόνα της πραγματικότητας:
«συχνά οι αστυνομικοί βρίσκονται άσχημα μπλεγμένοι για υπερβάλλοντα ζήλο, αν και συνήθως δεν δείχνουν καθόλου ζήλο εφόσον τους λείπουν τα μέσα και τα κίνητρα»
Αναπόφευκτα το μυαλό μας πηγαίνει στην περίπτωση του Ζακ Κωστόπουλου και σε άλλες λαμπρές στιγμές της ελληνικής αστυνομίας. Αυτό που καταλαβαίνουμε από τα παραπάνω, είναι ότι η κοινωνία στρέφεται προς την ακροδεξιά, επειδή η αστυνομία δεν εφαρμόζει αρκετή καταστολή! Δεν έχει «κίνητρα» για να χτυπάει περισσότερο!
Η «μεταφυσική» ανασφάλεια
Αναφέρει επίσης ότι:
«Οι πολίτες φοβούνται για τη σωματική τους ακεραιότητα και για τις περιουσίες τους: φοβούνται τους μπαχαλάκηδες, τους ακροαριστερούς, το κοινωνικό περιθώριο (παράτυπους μετανάστες, ναρκομανείς κτλ). Δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει· η ανασφάλεια είναι αληθινή εφόσον την αισθάνονται».
Ναι, η ανασφάλεια είναι αληθινή, αν και γιγαντωμένη από τις ακούραστες προσπάθειες αρθρογράφων και δημοσιογράφων του πνεύματος της Σώτης. Σε κανένα σημείο του άρθρου της όμως, δε φαίνεται να αναρωτιέται ποιος και με ποιο τρόπο δημιουργεί την ανασφάλεια, καταδικάζοντας ανθρώπους σε «κοινωνικά περιθώρια». Σε κανένα σημείο δεν μπαίνει στον κόπο να αναφερθεί στις αιτίες της μετανάστευσης, της εγκληματικότητας, της εξάρτησης, κλπ. Και βέβαια πουθενά δεν προσπαθεί να εξηγήσει πόσο τρομακτική μπορεί να είναι η ίδια η άκρα δεξιά και οι απόψεις που πρεσβεύει. Αντίθετα, αφού κατηγορήσει τους «κομπλεξικούς επαρχιώτες» και την «ανασφάλεια», στην ουσία περιγράφει μια αναπόφευκτη κατάσταση, η οποία μπορεί να λυθεί μόνο με ακροδεξιές πολιτικές!
Τελικά, μήπως η Σώτη είναι ακροδεξιά;
Τι προτείνει τελικά;
«Προληπτική δράση, κατασταλτική δράση, απόδοση ευθυνών, παραδειγματικές ποινές, επανένταξη. Η καθυστέρηση αυτής της μεταρρύθμισης στοιχίζει πολύ ακριβά: οι πολίτες γίνονται όλο και πιο συντηρητικοί, βασανίζονται από όλο και περισσότερους φόβους και εκδηλώνουν όλο και πιο επιθετικά αισθήματα μισανθρωπισμού».
Προτείνει δηλαδή να εφαρμοστούν στις κοινωνίες συντηρητικές πολιτικές, έτσι ώστε να μη συντηρητικοποιηθούν περισσότερο!
Και ακριβώς επειδή η Σώτη αποφεύγει εντελώς να αναφέρει τις αιτίες που στέλνουν ανθρώπους στο «κοινωνικό περιθώριο», καταλήγει να προτείνει σαν λύση την αύξηση της καταστολής και τις παραδειγματικές ποινές, που το μοναδικό αποτέλεσμα που μπορούν να φέρουν είναι η σκληρότερη τιμωρία των ανθρώπων που θα την βιώσουν, χωρίς όμως ποτέ να αλλάξουν την κατάσταση.
Αν η αστυνομία «την πέσει» στα στέκια των τοξικοεξαρτημένων, οι χρήστες δε θα σταματήσουν να είναι χρήστες. Θα αλλάξουν στέκια, όπως έχουμε δει πολλές φορές να συμβαίνει. Η αστυνόμευση και η ύπαρξη στρατού στα σύνορα, δεν σταματάει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες να προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα. Τους το κάνει πιο δύσκολο, περισσότεροι χάνουν τη ζωή τους στην προσπάθεια, αλλά εξακολουθούν να προσπαθούν. Τα άθλια στρατόπεδα κράτησης μεταναστών επίσης δε σταματάν τη μετανάστευση. Εξαθλιώνουν ανθρώπους, αλλά τη μετανάστευση δεν τη σταματούν. Η ύπαρξη της αστυνομίας στις πορείες, η χρήση χημικών, οι συλλήψεις και το ξύλο δεν αλλάζουν ούτε τις συνθήκες που προκαλούν τα κινήματα, ούτε σταματούν τις κινητοποιήσεις. Αντιθέτως, πολλές φορές τα αναζωπυρώνουν. Η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου από αστυνομικό, σχεδόν δέκα χρόνια πριν δεν τρόμαξε τη νεολαία, την έβγαλε μαζικά και οργισμένα στους δρόμους.
Αν λοιπόν αναζητούμε «ασφάλεια», αυτό που τελικά αναζητούμε είναι έναν κόσμο που να μην χρειαζόμαστε μεθόδους διαφυγής από αυτόν. Για να μην υπάρχουν τοξικοεξαρτημένοι, πρέπει να χτίσουμε έναν κόσμο που η πραγματικότητά μας δε θα μας αναγκάζει να αναζητούμε τρόπους να μην την αντικρίζουμε. Αν δε θέλουμε «παράτυπους» μετανάστες, πρέπει να παλέψουμε για έναν κόσμο που οι χώρες υποδοχής θα έχουν τις κατάλληλες υποδομές ώστε να μην εξαθλιώνουν ντόπιους και μετανάστες. Έναν κόσμο στην τελική που δε θα αναγκάζει ανθρώπους να εγκαταλείπουν τις χώρες τους. Έναν κόσμο όπου δε θα υπάρχουν κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, δε θα υπάρχουν λίγοι, «γκλαμουράτοι» που θα ζουν σε βάρος των πολλών και θα χρησιμοποιούν την αστυνομική καταστολή για να υπερασπιστούν τα κεκτημένα τους.
Πάντως, αν χρειάζεται κάπου να συμφωνήσουμε μαζί της, είναι ότι όντως κάποιες φορές χρειάζεται η απόδοση ευθυνών και οι παραδειγματικές ποινές. Όπως για παράδειγμα τότε που κατηγορήθηκε για παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου για άρθρο της στο οποίο ανέφερε:
«Θα επιμείνω: όπως έλεγε ο Μάρκο Πόλο, “φανατικός μουσουλμάνος είναι αυτός που σου κόβει το κεφάλι, ενώ μετριοπαθής είναι εκείνος που σε κρατάει για να σου κόψουν το κεφάλι”».
Δικάστηκε και αθωώθηκε.