του Δημήτρη Χατζηκώστα
Λίγες ώρες μετά τη λήξη του τελεσίγραφου του στρατού και εν μέσω των μεγαλύτερων διαδηλώσεων που έχει ζήσει η Αίγυπτος στην ιστορία της, τελικά έπεσε η κυβέρνηση του Αιγύπτιου προέδρου Μόρσι, μετά από στρατιωτική επέμβαση. Νωρίτερα ο στρατός είχε καταλάβει τα κτίρια της κρατικής τηλεόρασης, ενώ η ανακοίνωση της ανατροπής του Μόρσι συνάντησε τους πανηγυρισμούς της αντιπολίτευσης και μεγάλου μέρους των διαδηλωτών.
ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ
Για δεύτερη συνεχή φορά μέσα σε δύο χρόνια, ο αιγυπτιακός λαός βγήκε στους δρόμους, θυμίζοντας σε όλους μας πως ολόκληρος ο πλανήτης είναι ένα καζάνι που βράζει εξ’ αιτίας της αποτυχίας του παγκόσμιου καπιταλισμού – ειδικά την περίοδο της κρίσης του – να εξασφαλίσει στους ανθρώπους ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο και στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα. Ο πρόεδρος Μόρσι και ηγέτης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας δεν πρόλαβε να γιορτάσει τον πρώτο χρόνο της εξουσίας του. Ήδη από τον Απρίλιο μια ομάδα ακτιβιστών που έπαιξε κεντρικό ρόλο στην εξέγερση της πλατείας Ταχρίρ το Γενάρη του 2011 που ανέτρεψε τον προηγούμενο δικτάτορα Μουμπάρακ, δημοσίευσε ηλεκτρονικά ένα κείμενο διαμαρτυρίας και έθεσε το στόχο της συλλογής 15 εκατομμυρίων υπογραφών με αίτημα την παραίτηση του Μόρσι.
Το κίνημα γρήγορα γιγαντώθηκε και έτσι στις 30 Ιούνη πραγματοποιήθηκαν τεράστιες διαδηλώσεις σε όλες τις αιγυπτιακές πόλεις στις οποίες συμμετείχαν 14- 17 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ στις 3 Ιούλη (μέρα που έληγε και το τελεσίγραφο του στρατού) οι διαδηλωτές άγγιξαν τα 33 εκατομμύρια (Πρόκειται για συμμετοχή ρεκόρ που αντιστοιχεί περίπου στο 40% του πληθυσμού της χώρας). Παράλληλα, ο στόχος των 15 εκατομμυρίων υπογραφών γρήγορα ξεπεράστηκε και έτσι μέχρι τα τέλη Ιουνίου είχαν συγκεντρωθεί 22 περίπου εκατομμύρια υπογραφές.
ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ: ΔΟΚΙΜΑΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΑΠΕΤΥΧΕ
Το Κόμμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (ΚΜΑ) από το οποίο προέρχεται ο Μόρσι, συμμετείχε στην εξέγερση του 2011 και προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να καπηλευτεί τα αιτήματά της και να τα κατευθύνει σε δρόμους τέτοιους που να εξυπηρετούν τα συμφέροντα κομματιών της άρχουσας τάξης της χώρας που ένιωθαν παραγκωνισμένα από το καθεστώς Μουμπάρακ. Ο ίδιος ο Μόρσι στις προεκλογικές του ομιλίες λίγο πριν ανέβει στην εξουσία δήλωνε «συνεχιστής της επανάστασης». Πάνω σ’ αυτή τη βάση κατάφερε να κερδίσει τον αντίπαλό του Α. Σαφίκ, ο οποίος στη συνείδηση πλατιών στρωμάτων, αντιπροσώπευε τα υπολείμματα του παλιού καθεστώτος μιας και ήταν υπουργός του Μουμπάρακ.
Γρήγορα όμως οι ελπίδες για τον Μόρσι εξανεμίστηκαν.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας επιβραδύνθηκαν, τα έσοδα από τον τουρισμό μειώθηκαν, η ανεργία παρέμεινε σταθερά σε υψηλά επίπεδα, ενώ η πρόσφατη υποτίμηση της αιγυπτιακής λίρας κατά 20%, οδήγησε στην αύξηση των τιμών βασικών ειδών διατροφής.
Παράλληλα, οι προσδοκίες ότι η ανατροπή του Μουμπάρακ και η εκλογή μιας «δημοκρατικής» κυβέρνησης θα σήμαναν μια νέα «άνοιξη» για τα δημοκρατικά δικαιώματα στη χώρα, έλαβαν τέλος πολύ γρήγορα. Το καθεστώς του Μόρσι συνέχισε την ίδια αυταρχική πολιτική απέναντι σε συνδικαλιστές και απεργούς, ένα νέο πελατειακό κράτος άρχισε να χτίζεται με ανθρώπους του ΚΜΑ, δημοσιογράφοι που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση απολύονταν, ο Μόρσι επεδίωκε διαρκώς να αυξήσει τις εξουσίες του, ενώ ο σιιτικός φονταμενταλισμός του οποίου το ΚΜΑ είναι εκφραστής, έθεσε σε κίνδυνο τα δικαιώματα των γυναικών, των χριστιανών και των σουνιτών μουσουλμάνων.
Πάνω σ’ αυτό το έδαφος, η λαϊκή δυσαρέσκεια εκδηλώθηκε πολύ γρήγορα μη δίνοντας ουσιαστικά ούτε μια μέρα χάριτος στο καθεστώς. Τον τελευταίο χρόνο σημειώθηκαν στη χώρα 9.427 διαμαρτυρίες, εκ των οποίων πάνω από 1.000 απεργίες σε εργασιακούς χώρους.
Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΦΕΡΕΙ ΟΥΤΕ ΕΥΗΜΕΡΙΑ ΟΥΤΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Μετά την επέμβασή του, ο στρατός ανακοίνωσε την αναστολή του Συντάγματος και το σχηματισμό μιας μεταβατικής κυβέρνησης που θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Ο στρατός, που το προηγούμενο διάστημα εμφανιζόταν να πιέζει «διακριτικά» το Μόρσι να παραιτηθεί και να προχωρήσει σε σχηματισμό «κυβέρνησης εθνικής ενότητας» αναγκάστηκε να προχωρήσει στην ανατροπή της κυβέρνησης υπό τον φόβο ανεξέλεγκτων καταστάσεων που μπορούσαν να λάβουν χώρα από τη μαζική κινητοποίηση του λαού.
Ενώ εμφανίζεται ως «σύμμαχος» του κινήματος, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Σίσι, δεν είναι παρά ένας άνθρωπος που ανέδειξε ο Μόρσι: Στρατιωτικός καριέρας, φανατικός μουσουλμάνος, υποστηρικτής των τεστ παρθενίας στις γυναίκες και υπεύθυνος για την καταστροφή του «αγωγού ζωής» Αιγύπτου- Γάζας, που αποτελούσε μια ανάσα επιβίωσης για τους αποκλεισμένους Παλαιστίνιους.
Παράλληλα βέβαια, στην ηγεσία του στρατού επιβιώνουν ακόμα στοιχεία του καθεστώτος Μουμπάρακ που θέλουν να αποτρέψουν την πλήρη περιθωριοποίηση τους, ενώ μέσω του στρατού ασκούν επιρροή και οι ΗΠΑ, που προσπαθούν να διατηρήσουν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή. Τέλος, ο στρατός, ασκώντας ο ίδιος επιχειρηματική δράση, έχει κάθε λόγο να επιδιώκει συνθήκες «σταθερότητας» και καπιταλιστικής ανάπτυξης.
ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΗΡΙΧΤΟΥΝ ΣΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Όπως και να’ χει όμως, ο στρατός έρχεται να βάλει φρένο σε μια επαναστατική διαδικασία που αναδείχθηκε μέσα από τη μαζικότατη κινητοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι ανακάλυψαν τη δύναμη που έχουν να ανατρέψουν δύο καθεστώτα μέσα σε δύο χρόνια.
Αυτή η δύναμη δεν πρέπει να χαριστεί σε μια «κυβέρνηση τεχνοκρατών» όπως ζητούσαν κάποιοι από τους επικεφαλείς των κινητοποιήσεων, θεωρώντας πως μόνο μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να εξασφαλίσει δημοκρατία και οικονομική ανάπτυξη. Για τους «τεχνοκράτες» όλου του κόσμου, οικονομική ανάπτυξη σημαίνει αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου και συμπίεση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι, η νεολαία και τα λαϊκά στρώματα της Αιγύπτου είναι μόνοι που μπορούν, μέσα από την ανεξάρτητη δράση τους, να βγάλουν τη χώρα από τη φτώχεια, την υπανάπτυξη, τη διαφθορά και την καταπίεση. Είναι οι μόνοι που μπορούν να εγγυηθούν ότι οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας θα αξιοποιούνται προς όφελος της κοινωνίας και όχι για τα κέρδη μιας χούφτας καπιταλιστών, είναι οι μόνοι που μπορούν να σχεδιάσουν ένα πρόγραμμα μαζικών κοινωνικών επενδύσεων που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας, είναι οι μόνοι που μέσα από τις συνελεύσεις τους μπορούν να συντάξουν ένα νέο Σύνταγμα το οποίο θα βάζει τέρμα στον αυταρχισμό, θα καθιερώνει την ισότητα ανεξαρτήτως φύλου ή θρησκεύματος και θα βάζει τις βάσεις για μια πραγματικά δημοκρατική και σοσιαλιστική κοινωνία.
Αφού κατάφεραν να ανατρέψουν δυο κυβερνήσεις, η μία απ’ τις οποίες μάλιστα στυγνή δικτατορία, γιατί να μην μπορούν να αναδείξουν και μία δικιά τους, που να εκφράζει τα δικά τους ταξικά συμφέροντα; Αυτό που λείπει, και είναι επιτακτική η ανάγκη να δημιουργηθεί είναι ένα μαζικό εργατικό, αριστερό κόμμα, που με αιτήματα όπως τα παραπάνω, να συσπειρώσει τα πιο προχωρημένα στρώματα του κινήματος και να απευθυνθεί στο σύνολο των εργαζομένων.
Πρόκειται για ένα δύσκολο καθήκον, καθώς η Αριστερά στη χώρα είναι πολυδιασπασμένη και αδύναμη, εξ’ αιτίας και των δικών της τραγικών λαθών και ελλειμμάτων, ενώ την ίδια στιγμή στο κίνημα κυριαρχούν «αντικομματικά» συναισθήματα. Είναι όμως ο μόνος δρόμος, ώστε η τεράστια αυτή δύναμη των αγωνιζόμενων ανθρώπων να μην σπαταληθεί ούτε σε μια νέα δικτατορία του κεφαλαίου (με πολιτικό ή στρατιωτικό μανδύα) ούτε σε μια έξαρση των θρησκευτικών συγκρούσεων.