Επιλεκτική κατάργηση των μνημονιακών εφαρμοστικών νόμων;
Οι προγραμματικές εξαγγελίες του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ στην φετινή ΔΕΘ, εν όψει της αναμενόμενης ανάληψης της πολιτικής διακυβέρνησης από την αρχή του 2015, αντιπροσωπεύουν ένα μείγμα αφενός «ευχολογίων» (σ’ ό,τι αφορά το γενικότερο καίριο ζήτημα του δημόσιου χρέους και της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας από ευρωπαϊκές πηγές) και αφετέρου στοιχειωδών μέτρων λείανσης των οξυμένων γωνιών της ακραία νεοφιλελεύθερης πολιτικής των μνημονιακών κυβερνήσεων της τελευταίας τετραετίας. Κυρίως όμως απέχουν από τις μεγάλες τομές που είχαν αναδειχθεί στα πλαίσια της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια αποτελεσματική υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης προς όφελος των λαϊκών εργαζομένων τάξεων, και να ανατάξουν την εκτεταμένη κατάσταση κοινωνικού ολέθρου, με την πλήρη κατάργηση όλων των εφαρμοστικών νόμων των αλλεπάλληλων μνημονίων.
Μια βασική δέσμη μέτρων των προγραμματικών αυτών εξαγγελιών αφορά στην διασφάλιση των κατωτάτων ορίων σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα ανεργίας. Έτσι προβλέπεται η επαναφορά του κατώτατου μισθού της ΕΓΣΣΕ στα 750 ευρώ, και πιθανόν (γιατί είχε ανακοινωθεί προηγούμενα αλλά δεν επιβεβαιώθηκε στην διάρκεια της ομιλίας του Τσίπρα στην ΔΕΘ), του επιδόματος ανεργίας από τα 360 ευρώ στα 460 ευρώ, και του επιπέδου της κατώτατης σύνταξης. Κατ’ αυτό τον τρόπο θεωρείται ότι επέρχεται μια κατάσταση κοινωνικής δικαιοσύνης στα πλέον χαμηλά αμειβόμενα τμήματα του συνολικού εργατικού δυναμικού, ενώ παράλληλα τονώνεται η καταναλωτική ζήτηση η οποία και θα συντελέσει στην αναπτυξιακή ανάταξη της ελληνικής οικονομίας. Αυτά συμπληρώνονται με μέτρα αντιμετώπισης των ακραίων καταστάσεων εξαθλίωσης όπως η χορήγηση κουπονιών διατροφής σε απόρους, η επιδότηση ενοικίου κατοικιών, η κάρτα μετακίνησης με μειωμένη συμμετοχή κλπ.
Στα σίγουρα αυτές οι δύο δέσμες μέτρων συμβάλλουν στην άμβλυνση (ουδόλως προφανώς στην επίλυση) των ακραίων φαινομένων φτώχειας που έχουν αγκαλιάσει ένα μικρό μέρος του λαϊκού πληθυσμού, και μ’ αυτή την έννοια έχουν χαρακτηριστικά μιας ανθρωπιστικής πολιτικής, που εντούτοις μέχρι σήμερα έχει ούτως ή άλλως ασκηθεί από τους εκκλησιαστικούς και αυτοδιοικητικούς θεσμούς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Το κυρίαρχο ζήτημα είναι ότι αυτή η ανθρωπιστική πολιτική, δεν αγκαλιάζει την τεράστια πλειονότητα του εργαζόμενου, άνεργου, συνταξιουχικού και νεολαιίστικου δυναμικού, που έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από την κρίση υπερσυσσώρευσης και τις μνημονιακές πολιτικές, και θα συνεχίσουν να ζουν και να αναπαράγονται με τους όρους των ακραίων περικοπών που έχουν επιφέρει οι αστικές κυβερνήσεις δια μέσου μιας τεράστιας πληθώρας εφαρμοστικών νόμων των μνημονίων, οι οποίοι θα συνεχίζουν να βρίσκονται σε ισχύ και να παράγουν τα καταστρεπτικά τους αποτελέσματα (π.χ. η γενικευμένη μείωση μισθών και συντάξεων κατά 40% στην τελευταία πενταετία κλπ.).
Από το να πληρώσουν οι πλούσιοι στα ευρωπαϊκά προγράμματα
Μέχρι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε θέσει στο επίκεντρο της πολιτικής του την ολοσχερή και άμεση κατάργηση των μνημονιακών εφαρμοστικών νόμων, με αποτέλεσμα την αποκατάσταση των μισθών, των συντάξεων, των παροχών κοινωνικής ασφάλισης κ.ά. Με τέτοιου είδους μέτρα όμως που εξαγγέλλονται αμβλύνεται μεν η εξαθλίωση ενός μικρού μέρους του πληθυσμού, ωστόσο το μέγιστο μέρος του συνεχίζει και παραμένει δέσμιο των ολέθριων επιπτώσεων των μνημονιακών πολιτικών και νόμων. Η ακύρωση αυτού του μνημονιακού νομοθετικού πλέγματος ήταν η θεμελιακή καταστατική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ, ο κυρίαρχος λόγος για τον οποίο τον εμπιστεύτηκαν εκλογικά οι εργαζόμενες λαϊκές δυνάμεις, ενώ οι εξαγγελίες αυτές δεν συγχρονίζονται με τις ίδιες τις ιστορικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντας μια πολυσήμαντη πολιτική ασυνέπεια σοβαρότατων διαστάσεων.
Μάλιστα θεωρείται ότι κατ’ αυτό τον τρόπο αυξάνεται το διαθέσιμο λαϊκό εισόδημα οδηγώντας σε αύξηση της ζήτησης που θα αντακλασθεί προφανώς στο επίπεδο της παραγωγής, και έτσι, σε συνδυασμό και με την δημιουργία μιας σχετικής αναπτυξιακής τράπεζας, θα επιφέρει την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Εντούτοις πρόκειται για μια εξαιρετικά μικρή αύξηση του εισοδήματος των πλέον εξαθλιωμένων στρωμάτων της κοινωνίας, που οι επιπτώσεις της στην συνολική παραγωγική διαδικασία δεν θα είναι παρά ελάχιστες, στα σίγουρα κάτω από το 1% του ΑΕΠ. Από εκεί και πέρα η διεύθυνση της κυρίαρχης καπιταλιστικής οικονομίας εκχωρείται ολοσχερώς στο επιχειρηματικό κεφάλαιο, το οποίο δεν είναι διατεθειμένο, ούτε και μπορεί, να πυροδοτήσει την οικονομική ανάκαμψη. Κι’ αυτό γιατί είναι εκείνο ακριβώς που έχει εκκαθαρίσει εκατοντάδες επιχειρήσεις, απέχει από οποιαδήποτε επενδυτική δραστηριότητα (πλην της αναγκαίας συντήρησης των παραγωγικών εγκαταστάσεων), και έχει επιβάλλει πολιτικά όλα τα μνημονιακά μέτρα εξόντωσης της μισθωτής εργασίας.
Άλλωστε όλα αυτά τα μέτρα προβλέπεται να καλυφθούν είτε από τους ούτως ή άλλως χορηγούμενους ευρωπαϊκούς πόρους των ΕΣΠΑ, οι οποίοι μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν αντίστοιχα από τις προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις, είτε από φορολογικές διευθετήσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο, και μάλιστα των μικρομεσαίων επιχειρηματικών στρωμάτων, που κατ’ αυτό τον τρόπο απαλλάσσονται από ένα μεγάλο μέρος του φορολογικού τους βάρους. Συνεπώς σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για την πολυδιαφημιζόμενη ριζική αναδιανομή εισοδήματος από την αστική τάξη προς τις υποτελείς κοινωνικά τάξεις, για το σύνθημα «να πληρώσουν οι πλούσιοι» : Η πρόσθετη καπιταλιστική κερδοφορία που αποκόμισε το επιχειρηματικό κεφάλαιο του ιδιωτικού τομέα στα πέντε τελευταία χρόνια της λιτότητας, ύψους 60 δισεκατ. ευρώ παραμένει πλήρως στο απυρόβλητο, ουδόλως θίγεται έστω και κατ’ ελάχιστον, προκειμένου να μην διαταραχθεί η περίφημη «συστράτευση» της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τους βιομηχάνους του ΣΕΒ και με τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και εμπόρους.
Προφανώς το ίδιο ισχύει και για την προάσπιση και λειτουργία των μεγάλων κοινωνικών υπηρεσιών (ασφάλισης, υγείας, παιδείας), όπου καταγράφονται διαδικασίες αποψίλωσης και κατάρρευσης, και για τις οποίες είναι περισσότερο από αναγκαία η εξασφάλιση σημαντικών έκτακτων πόρων για την σωτηρία της κοινωνικής ασφάλισης, της πρωτοβάθμιας και νοσοκομειακής περίθαλψης, των εκπαιδευτικών μηχανισμών. Και ακριβώς σ’ αυτό το επίπεδο, προβάλλεται ο ανήκουστος ισχυρισμός της πρόθεσης εκποίησης λιμναζόντων τμημάτων της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, προκειμένου να υποστηριχθεί το απειλούμενο με κατάρρευση ασφαλιστικό σύστημα. Δηλαδή η εφαρμογή ενός καινούριου συστήματος ΤΑΙΠΕΔ, όπου όμως τα φιλέτα από την δημόσια περιουσία αντί να πηγαίνουν στην εκμεταλλευτική δράση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, να ρευστοποιούνται για κοινωνικούς σκοπούς. Μόνον απεναντίας η κοινωνικοποίηση, η δήμευση αυτής της υπέρογκης πρόσθετης καπιταλιστικής κερδοφορίας των 60 δισεκ. ευρώ θα ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσει γενναία την στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης, την αξιοπρεπή λειτουργία των νοσοκομείων, την ριζική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κάθε βαθμίδας.
Οι μοχλοί της κοινωνικής οικονομικής ανάταξης
Αλλά και η οικονομική επανεκκίνηση μ’ αυτά τα δεδομένα της ριζικής απροθυμίας του επιχειρηματικού κεφαλαίου και παραγωγικής όπως και κοινωνικής καταστροφής που έχει προκαλέσει, καθώς και του εξαιρετικά περιορισμένου αντίκτυπου των μέτρων ανθρωπιστικής πολιτικής στην συνολική οικονομική δραστηριότητα, η στασιμότητα θα συνεχίσει να χαρακτηρίζει σαφέστατα την κίνηση της παραγωγικής μηχανής. Οι τομές εκείνες που είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν έναν τέτοιο μείζονα στόχο, και που έχουν αναδειχθεί από ορισμένες πλευρές στα ίδια τα πλαίσια της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, περιλαμβάνουν μεταξύ των άλλων :
Επανακρατικοποίηση όλων των δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν ιδιωτικοποιηθεί (από τον ΟΤΕ και την ΔΕΗ μέχρι την Αγροτική Τράπεζα και τον ΟΛΠ κ.ά.), και ισχυρή αναπτυξιακή τους λειτουργία με δημόσια κυριότητα και γενικευμένη λαϊκή εποπτεία.
Κοινωνικοποίηση όλων των εργοστασίων που έχουν κλείσει από την κρίση υπερσυσσώρευσης, κήρυξή τους ως κοινωνικής ιδιοκτησίας, εγκαθίδρυση δραστικού εργατικού ελέγχου, κίνηση των προϊόντων και υπηρεσιών τους εκτός του πλαισίου της ελεύθερης ανταγωνιστικής αγοράς.
Εθνικοποίηση των τεσσάρων μεγάλων συστημικών τραπεζών εφόσον έχουν χρηματοδοτηθεί για την ανασυγκρότησή τους από την υπερφορολόγηση των εργαζομένων της χώρας, και άσκηση παραγωγικής επενδυτικής πολιτικής.
Εκτεταμένο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων σε όλο το εύρος των αναγκαίων τεχνικών υποδομών κοινής ωφέλειας, επιστημονικών καινοτομιών, ως ένας από τους κινητήριους μοχλούς της οικονομικής μεγέθυνσης.
Ενεργός εργατικός έλεγχος των κερδοφόρων επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας, προκειμένου να εξασφαλίζεται η παραγωγική δραστηριότητα, ο έλεγχος των οικονομικών δεδομένων, η δραστική φορολόγηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας (στον παλαιότερο συντελεστή του 45% έναντι του σημερινού 15%).
Προφανώς πρόκειται για ρηξικέλευθες τομές που διαταράσσουν και θέτουν σε αμφισβήτηση καίριες οικονομικές πλευρές της αστικής ταξικής κυριαρχίας, και που ο ΣΥΡΙΖΑ απέχει από οποιαδήποτε τέτοια παρέμβαση, εφόσον θέτει την αστική τάξη στο απυρόβλητο, απεμπολώντας την όποια διαφημιζόμενη «ταξική του μεροληψία».
Η επιδοματική αντιμετώπιση της ανεργίας με τεχνητούς όρους
Εξαγγέλλεται παράλληλα η απαρχή αντιμετώπισης της μαζικής ανεργίας με την δημιουργία 230 χιλιάδων «θέσεων» εργασίας, προσωρινού χαρακτήρα και διετούς διάρκειας [ 5 δισεκατ. / 24 Χ ( 750 + ασφαλιστικές και φορολογικές εισφορές) = 230 χιλιάδες], με την χρησιμοποίηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, τόσο της προηγούμενης περιόδου όσο και της τρέχουσας. Το μέτρο αυτό είναι σαφώς ενδεικτικό της πολιτικής λογικής που διέπει την φιλοσοφία των άμεσων μέτρων μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Και κατ’ αρχήν δεν αντιπροσωπεύει καμία ρηξικέλευθη καινοτομία, και μάλιστα με ταξικό πρόσημο, το αντίθετο μάλιστα. Έχει εφαρμοσθεί με βάση τις ρυθμίσεις των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων όλα τα προηγούμενα χρόνια στις ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα με μια διπλή στόχευση :
Από τη μια πλευρά προκειμένου να αμβλύνει τις ακραίες συνέπειες της υπερμεγέθους ανεργίας, που χωρίς να επιλύει κατά κανέναν τρόπο το πρόβλημα, λειαίνει τις οξείες γωνίες των συνεπειών της κρίσης υπερσυσσώρευσης, και αποτέλεσε πάγια πρακτική των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Οι «θέσεις» αυτές απασχόλησης έχουν αποκλειστικά προσωρινό χαρακτήρα και καταργούνται με την εξάντληση των κοινοτικών επιδοτήσεων, διατηρώντας το συνολικό επίπεδο ανεργίας στο ίδιο ύψος. Άλλωστε δεν αφορούν παρά ένα πολύ μικρό ποσοστό των ανέργων (περί το 17%) που δίνουν μια «τεχνητή ανάσα» ζωής σε ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες, με όρους όμως πλασματικούς και όχι πραγματικούς. Δεν αντιστοιχούν στην δημιουργία πραγματικών παραγωγικών «θέσεων» εργασίας στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα της οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά αυτή η πολιτική αντιμετώπισης της ανεργίας όχι μόνον δεν έχει αριστερά ταξικά χαρακτηριστικά, αλλά απεναντίας καταλήγει να μετατρέπεται σε ευθεία επιδότηση του επιχειρηματικού κεφαλαίου, εφόσον η εργοδοσία θα χρησιμοποιεί ένα πρόσθετο εργατικό δυναμικό, που αμείβεται από τις κρατικές ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, και έτσι θα νέμεται την δωρεάν για το ίδιο παροχή εργασίας από τους επιδοτούμενους ανέργους. Και προφανέστατα, μετά την λήξη του διετούς χρόνου επιδότησης, όπου η επιχείρηση έχει επιδοτηθεί με δωρεάν για την ίδια παροχή εργασίας, οι επιδοτούμενοι άνεργοι θα απολύονται κανονικότατα, εφόσον η σχετική «θέση» εργασίας είχε τεχνητά και όχι πραγματικά παραγωγικά χαρακτηριστικά.
Στην αντίπερα κυριολεκτικά όχθη τοποθετείται μια ριζοσπαστική λαϊκή πολιτική απαρχής αντιμετώπισης της υπερμεγέθους εργασίας : Εθνικοποίηση όλων των εργοστασίων και επιχειρήσεων που έχουν κλείσει λόγω της κρίσης υπερσυσσώρευσης και της πολιτικής των μνημονίων, μεταβίβαση της κυριότητάς του στο δημόσιο, με ισχυρό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, επαναλειτουργία τους με επαναπρόσληψη όλων των απολυμένων, με κοινωνικά οικονομικά κριτήρια, εκτός του πλαισίου της ελεύθερης ανταγωνιστικής αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση η επιδότηση των 5 δισεκατ. ευρώ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αρχική, επί ένα διάστημα, εξασφάλιση της μισθοδοσίας αυτών των εργαζομένων : Ωστόσο ένα τέτοιο μέτρο είναι απόλυτα απαγορευτικό από του ευρωπαϊκούς κοινοτικούς κανονισμούς, με τους οποίους δεν υπάρχει πρόθεση αντιπαλότητας.
Οι εργατικοί θεσμοί προϊόν του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων
Η παράταση έτσι της ανεργίας του 28% και με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον τα άμεσα μέτρα που προτείνονται (επιδοματική πολιτική με ευρωπαϊκά κονδύλια για προσωρινές θέσεις απασχόλησης χωρίς παραγωγικό αντίκρυσμα και για μικρό μέρος των ανέργων) δεν αντιμετωπίζουν ουσιαστικά το ζήτημα, θα συνεχίσει να έχει παραλυτικές και καταστρεπτικές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα: Στέρηση φορολογικών πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό, συνέχιση της πορείας αποδιάρθρωσης των κοινωνικών ασφαλιστικών ταμείων, και κυρίως εξουδετέρωση των όποιων αλλαγών και αποκαταστάσεων επιχειρηθούν στον πλειοψηφικό τουλάχιστον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας.
Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν πρόκειται να ανακάμψη, και αν ακόμη αποκατασταθούν καταργημένες εργατικές ελευθερίες, γιατί αποψιλώθηκε κυριολεκτικά εξ αιτίας της παραλυτικής επίδρασης του εφεδρικού στρατού των ανέργων στην ενεργό εργατική τάξη. Η λειτουργία του δημοκρατικού και προστατευτικού νομοθετικού πλαισίου του Νόμου 1264 / 82 δεν στάθηκε επαρκής να συγκρατήσει τις οργανωτικές δομές του εργατικού κινήματος σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, λόγω ακριβώς αυτών των δυσμενέστατων ταξικών συσχετισμών σε βάρος της μισθωτής εργασίας και προς όφελος του διευθυντικού δικαιώματος του κεφαλαίου.
Αλλά και η όποια επαναφορά της λειτουργίας των ΣΣΕ καθίσταται ουσιαστικά χωρίς αποτελέσματα, γιατί στις επιχειρήσεις οι εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να αμείβονται με τους μειωμένους μισθούς που έχουν επιβληθεί με τις όποιες προσωπικές συμφωνίες. Η επίκληση των αμοιβών που προβλέπονται από τις Συλλογικές Συμβάσεις δεν αποτελεί παρά τον προφανή λόγο απόλυσης, εφόσον στις πύλες των εργοστασίων συνωστίζονται εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι. Αλλά ούτε και νέες ΣΣΕ θα μπορούν να συναφθούν με αξιόπιστο τρόπο, στο μέτρο που (στον ιδιωτικό τουλάχιστον τομέα), η διαπραγματευτική ικανότητα των εργατικών σωματείων βρίσκεται στο ναδίρ λόγω αποψίλωσης, αποδιοργάνωσης και πίεσης της μαζικής ανεργίας.
Οι καταστροφείς των μνημονίων τροφοδότες της ανάπτυξης;
Τέλος, και στο ίδιο το επίπεδο αντιμετώπισης των δύο κυρίαρχων ζητημάτων της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, της αποπληρωμής του υπέρογκου δημόσιου χρέους και της εξασφάλισης ουσιαστικών όρων μιας ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης, δεν μπορεί μια αριστερή κυβέρνηση να κινείται με ευρωπαϊκά «ευχολόγια», όπως η υποτιθέμενη ευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος καθώς και η χορήγηση ενός ευρωπαϊκού Σχεδίου Μάρσαλ για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Το ζήτημα τοποθετείται σε τρία επίπεδα:
Από τη μια πλευρά, πώς είναι δυνατό να προσδοκά κανείς ότι οι θύτες (ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τραπεζικά ιδρύματα), που ακριβώς έχουν απομυζήσει σημαντικές προσόδους από την τοκογλυφική αξιοποίηση του μηχανισμού του δημόσιου χρέους, θα οδηγηθούν στην υιοθέτηση μιας διαφορετικής στάσης, που θα τους στερήσει το ισχυρό μέσον πίεσης που διαθέτουν. Το γερμανικό χρέος διαγράφηκε σημαντικά το 1953 για εντελώς συγκεκριμένους λόγους (ανάσχεση ανατολικής απειλής, ανάκαμψη του γερμανικού καπιταλισμού κλπ.) που δεν έχουν να κάνουν με την σημερινή ελληνική περίπτωση.
Από την άλλη πλευρά δεν μπορούν να επιβληθούν τέτοιου είδους ρυθμίσεις (διευθέτησης χρέους και αναπτυξιακών χρηματοδοτήσεων) χωρίς να υπάρχουν οι αντίστοιχοι ταξικοί συσχετισμοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τη στιγμή μάλιστα που η ευρωπαϊκή Αριστερά συγκέντρωσε μόλις το 7% της επιρροής στο εκλογικό σώμα στις ευρωεκλογές του Μαίου 2014. Αν εξαιρέσει κανείς τις τρεις νότιο-ευρωπαϊκές χώρες (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία) όπου το αριστερό κίνημα καταγράφει μια ορισμένη δυναμική, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες της Δύσης και της Ανατολής. Τέτοιου είδους στόχοι μπορούν να γίνουν αποδεκτοί μόνον ως μακροπρόθεσμες επιδιώξεις, που δεν μπορούν να αποτελέσουν λύσεις στην σημερινή τραγική περίοδο.
Τέλος, η αντίληψη ότι το ζήτημα του ελληνικού δημόσιου χρέους μπορεί να διευθετηθεί με «σκληρή» διαπραγμάτευση με τα ευρωπαϊκά και ελληνικά χρηματοπιστωτικά και πολιτικά κέντρα, δεν αντέχει στην κριτική, γιατί ακριβώς η «σκληρότητα» της διαπραγμάτευσης σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορεί παρά να είναι συνάρτηση των όπλων που διαθέτει η κάθε πλευρά : Η απαλλαγή από τον βρόγχο του χρέους δεν μπορεί να γίνει παρά με τη μονομερή παύση πληρωμών και την άμεση απειλή μονομερούς διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του, όπως συνέβη σε άλλες περιπτώσεις διεθνώς (Ισημερινός, Αργεντινή). Και αντίστοιχα η πλευρά των ευρωπαϊκών οργάνων θα προχωρήσει σε ισχυρά αντίποινα όπως η άμεση διακοπή των χρηματοδοτικών εισροών του ΕΣΠΑ κλπ. Η θεωρία του «αδύναμου κρίκου» δεν παύει να στοιχειώνει την σημερινή ελληνική πραγματικότητα.