Εισήγηση του Στάθη Κουβελάκη, μέλους της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητή στο King’s College του Λονδίνου, στην εκδήλωση που πραγματοποίησε το Kommon.gr στις 23/7. Αναδημοσίευση από την Iskra
Ο κόσμος της Αριστεράς, αλλά και οι ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις που πίστεψαν στην ελπίδα που κόμιζε μια κυβέρνηση Σύριζα, βρίσκονται ακόμη σε μια κατάσταση ενός «μετατραυματικού σοκ» όπως εύστοχα το χαρακτήρισε ο Σεραφείμ Σεφεριάδης[1]. Το σοκ αυτό οφείλεται πρωτίστως στην ήττα ενός συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου στο οποίο θα αναφερθώ στη συνέχεια, αλλά η έκταση αυτής της ήττας, και ο συντριπτικός της χαρακτήρας, αφορά και υπερβαίνει ταυτόχρονα όσους το υπηρέτησαν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Από αυτήν την άποψη, οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι ως μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ τα τρία τελευταία χρόνια έχω κι εγώ ένα μερίδιο της συλλογικής αυτής ευθύνης. Βεβαίως, δεν είμαστε όλοι το ίδιο στον Σύριζα και θα μπορούσα να πω ότι ως μέλος της Αριστερής Πλατφόρμας, και με την παρέμβαση που προσπάθησα να αναπτύξω ειδικότερα τα τελευταία πέντε χρόνια γύρω από κάποια θέματα όπως αυτό του ευρώ, δεν είμαι από αυτούς που εξεπλάγησαν από την αρνητική έκβαση αυτής της μάχης. Θα ήταν όμως πάρα πολύ εύκολο να ισχυριστώ ότι αυτό που έγινε δεν με αφορά. Προφανώς όταν ένα εγχείρημα αυτού του είδους αποτυγχάνει, η η ευθύνη είναι συλλογική. Η πλειοψηφική γραμμή του Σύριζα οδήγησε σε πανωλεθρία, αλλά και η μειοψηφία του δεν μπόρεσε από την πλευρά της να ανατρέψει αυτήν την εξέλιξη αν και δικαιώθηκε απόλυτα στις θέσεις και στις προειδοποιήσεις που είχε απευθύνει.
Παρόλα αυτά, δεν συμμετέχω σε αυτήν την συζήτηση με πρόθεση αυτομαστιγώματος, αφενός γιατί πιστεύω ότι κάτι τέτοιο δεν βοηθάει, αφετέρου διότι και αυτή η στάση ενέχει μια ευκολία, αυτήν της φυγής μπροστά στην πολιτική ουσία του προβλήματος. Οσοι αναλάβαμε κάποιες ευθύνες, ο καθένας με τον τρόπο του, οφείλουμε θαρρώ να προσπαθήσουμε να συμβάλουμε στην συλλογική και αγωνιστική αναζήτηση του τι μπορούμε να κάνουμε μαζί από εδώ και μπρος και όχι να καταθέσουμε τα όπλα.
Θα προσπαθήσω από τη δική μου τη σκοπιά να συμβάλω σε αυτή την κατεύθυνση καταθέτοντας ορισμένες σκέψεις πάνω σε τρία σημεία.
Το πρώτο είναι τι ακριβώς ηττήθηκε μέσα σε αυτή την ήττα.
Το δεύτερο, όσο και αν φανεί παράδοξο, είναι τι δεν ηττήθηκε μέσα σε αυτή την ήττα, τι μένει και μπορεί να είναι χρήσιμο για το μέλλον.
Και το τρίτο βεβαίως είναι τι συγκεκριμένα πράττουμε αυτή τη στιγμή.
Τι ηττήθηκε
Πρώτο λοιπόν σημείο: τι ηττήθηκε. Ποτέ δεν είναι αυτονόητο σε μία ήττα, και μάλιστα μεγάλης, ιστορικής, έκτασης, να ορίσουμε τι ακριβώς είναι αυτό ηττήθηκε μέσα σε αυτήν.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης και των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ακόμα και τώρα δεν υπάρχει συμφωνία στο τι ηττήθηκε με την κατάρρευση αυτών των καθεστώτων. Η αφήγηση που κυριαρχεί σ’αυτό που θα λέγαμε τον «κοινό νου της εποχής μας» δεν είναι η δικιά μας. Ο μέσος άνθρωπος σήμερα πιστεύει ότι αυτό που ηττήθηκε οριστικά μαζί με την ΕΣΣΔ είναι ο κομμουνισμός, ο σοσιαλισμός, η επανάσταση, το όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Όσοι διαφωνούμε με αυτό, και νομίζω όλοι όσοι είμαστε σε αυτή την αίθουσα διαφωνούμε με αυτό, είμαστε μειοψηφία αλλά αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι σφάλουμε. Σημαίνει ωστόσο σίγουρα ότι δεν έχουμε ακόμη βγει από αυτήν την ήττα.
Το τι ηττήθηκε αποτελεί κατά συνέπεια ένα επίδικο και δεν έχω την αυταπάτη ότι αυτά τα οποία θα πω στη συνέχεια χαίρουν κάποιας ευρύτερης συναίνεσης, το ακριβώς αντίθετο μάλιστα.
Ας αρχίσω ωστόσο από το λιγότερο αμφισβητήσιμο, κατά τη γνώμη μου, σημείο. Αυτό που ηττήθηκε με πάταγο είναι ένα πολιτικό σχέδιο, αυτό το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ στην πλειοψηφία του, άρα ο ΣΥΡΙΖΑ ως τέτοιος, κόμισε τα τελευταία πέντε χρόνια και το οποίο ακούει στο όνομα «αριστερός ευρωπαϊσμός». Ήταν η αντίληψη ότι τα μνημόνια και η λιτότητα μπορούσαν να ανατραπούν στα πλαίσια συγκεκριμένα της ευρωζώνης και ευρύτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οτι δεν χρειαζόμαστε «εναλλακτικό σχέδιο», διότι εν τέλει θα βρεθεί μια θετική λύση εντός ευρώ, και ότι τα πιστοποιητικά καλής «ευρωπαϊκής διαγωγής» και οι όρκοι πίστης στο ευρώ αποτελούν διαπραγματευτικά χαρτιά.
Νομίζω ότι αποδείχτηκε εξαντλητικά όλους αυτούς μήνες ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Και αποδείχθηκε εξαντλητικά ακριβώς διότι επιχειρήθηκε από ένα πολιτικό υποκείμενο που πίστεψε μέχρι τέλους σε αυτή τη δυνατότητα, που όντως προσπάθησε όσο μπορούσε σ’αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο, και που αρνήθηκε πεισματικά να εξετάσει οποιοδήποτε άλλο.
Για αυτό οι κουβέντες περί «προδοσίας» και περί «προδότη Τσίπρα», παρόλο που ανταποκρίνονται σε ένα κατανοητό αυθόρμητο αίσθημα – προφανώς και αισθάνεται κανείς προδομένος όταν μέσα σε μία εβδομάδα το 62% του ΟΧΙ γίνεται ΝΑΙ – δεν μας βοηθούν στην κατανόηση των όσων συνέβησαν. Αυτό που συμπεραίνω από τα τεκταινόμενα αλλά και από προηγούμενες ιστορικές εμπειρίες, είναι ότι η έννοια της «προδοσίας» δεν μπορεί να εξηγήσει την εξέλιξη των γεγονότων. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν υλοποίησε κάποιο κρυφό σχέδιο που είχε κατά νου του «να τα πουλήσει». Βρέθηκε μπροστά στην απόλυτη χρεοκοπία μιας συγκεκριμένης στρατηγικής και όταν μια πολιτική στρατηγική αποτυγχάνει, σημαίνει ότι απομένουν μόνο οι κακές, οι κάκιστες, επιλογές, ή, μάλλον ότι δεν απομένει παρά μόνο η χείριστη – και αυτό ακριβώς είναι που συνέβη.
Απέτυχε λοιπόν με πάταγο αυτό η προσέγγιση του «αριστερού ευρωπαϊσμού», που αποτέλεσε τον βασικό άξονα αντιπαράθεσης και εντός του ΣΥΡΙΖΑ και στο αριστερό κίνημα, και που αποτελεί αναμφισβήτητα την πλευρά που συμπυκνώνει τις αντιθέσεις της περιόδου και τα όρια του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Σ’αυτό το γενικό περίγραμμα, υπάρχουν ωστόσο και μια σειρά από άλλες πτυχές, που έχουν ένα ειδικό βάρος, και στις οποίες θα ήθελα τώρα να σταθώ λίγο περισσότερο.
Η πρώτη είναι ότι η συγκεκριμένη στρατηγική του «αριστερού ευρωπαϊσμού» επέφερε αυτομάτως μιαλογική παθητικοποίησης και υποβάθμισης της κινηματικής δυναμικής. Η επιλογή της επικέντρωσης γύρω από διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους με στόχο μια κοινά αποδεκτή λύση οδήγησε πολύ σύντομα στην πρώτη μεγάλη αποτυχία, που ήταν η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη. Η συμφωνία αυτή δεν έδεσε μόνο τα χέρια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ανοίγοντας το δρόμο για τη συνθηκολόγηση που επακολούθησε. Το πρώτο και ακόμη πιο άμεσο αποτέλεσμά της ήταν ότι σταμάτησε απότομα την αγωνιστική λογική, το κλίμα αισιοδοξίας και μαχητικότητας που επικρατούσε τις πρώτες εβδομάδες μετά τη μεγάλη νίκη της 25ης Γενάρη.
Βεβαίως η υποβάθμιση της κινηματικής δράσης δεν είναι κάτι το οποίο άρχισε στις 25 Γενάρη ή στις 20 Φλεβάρη, ως απόρροια της συγκεκριμένης τακτικής της κυβέρνησης, είναι κάτι που προϋπήρχε στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Ηταν κάτι που συνόδευσε την υποχώρηση των μεγάλων μαζικών κινητοποιήσεων των δύο πρώτων χρόνων της μνημονιακής περιόδου, που έχει τις δικές της αιτίες, «αντικειμενικού» κυρίως αλλά υποκειμενικού χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά η προσαρμογή σε αυτή τη συνθήκη, στην τάση υποχώρησης του μαζικού κινήματος, ήταν μια πολιτική επιλογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Από ένα σημείο και πέρα η ίδια η μετατόπισή της σε ολοένα και πιο «μετριοπαθείς θέσεις», το πέρασμα από το «καμία θυσία για το ευρώ»/«το ευρώ δεν είναι φετίχ», που ακουγόταν ακόμα στις εκλογές του 2012, μέχρι το «δεν πρόκειται να φύγουμε από το ευρώ, θα δεχτούν αυτά τα οποία λέμε και θα ‘ναι μέρα μεσημέρι», επέτεινε και αναπαρήγαγε αυτή την υποχώρηση και την υποβάθμιση της κινηματικής δράσης. Την καθιστούσε προϋπόθεση και εκ των πραγμάτων στόχο της συντελούμενης δεξιόστροφης μετατόπισης. Και εδώ υπάρχει βεβαίως ένα στοιχείο πολιτικής ευθύνης.
Το δεύτερο σημείο της στρατηγικής που ηττήθηκε ήταν η λογική κατευνασμού που επικράτησε στο «εσωτερικό μέτωπο» αφότου ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε κυβερνητικές ευθύνες. Αυτή η λογική έχει με τη σειρά της τρεις όψεις που θα ήθελα να επισημάνω εν συντομία.
Η πρώτη είναι ότι έγινε μια συγκεκριμένη επιλογή συμμαχίας με το παλιό αστικό πολιτικό προσωπικό. Αυτό σηματοδοτεί η εκλογή Παυλόπουλου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, και κατοπινού αρχηγού στην ουσία της καμπάνιας για το ΝΑΙ – καθώς και άλλες εξίσου βαρύνουσες επιλογές, όπως για παράδειγμα η επιλογή του Λ. Ταγματάρχη για τη διοίκηση της ΕΡΤ, μιας θέσης που δεν συνδέεται καν με το θέμα της διαπραγμάτευσης και με την αντιπαράθεση με τους δανειστές.
Δεύτερη όψη του κατευνασμού, πιο βαθιά ακόμη, είναι η λογική μη σύγκρουσης και συνέχειας με τους μηχανισμούς του βαθέος κράτους και του αστικού κρατικού μηχανισμού. Δύο παραδείγματα μόνο εδώ: η τοποθέτηση Καμμένου στον τομέα της Άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής, παρά το αντίβαρο της παρουσίας του σ. Ήσυχου στο υπουργείο Άμυνας, με περιορισμένες όμως δυνατότητες. Ο ρόλος του υπουργού Αμυνας φάνηκε φερ’ειπείν στη συνέχιση της στρατιωτικής συνεργασίας της Ελλάδας με το Ισραήλ – και μιλάμε εδώ για μια απολύτως στρατηγική επιλογή για τα γεωπολιτικά τεκταινόμενα στην περιοχή – αν και θα ήταν λάθος να νομίζουμε ότι ο Καμμένος φέρει μόνος την ευθύνη. Το άλλο παράδειγμα είναι βεβαίως ό,τι συμβολίζει η τοποθέτηση του Πανούση στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης, και τώρα μάλιστα με διευρυμένες αρμοδιότητες. Εδώ έχουμε μια καθαρή επιλογή μη σύγκρουσης και συνέχειας στο επίπεδο των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, με προφανείς επιπτώσεις στον συνολικό πολιτικό και ταξικό συσχετισμό.
Τρίτη όψη, ο κατευνασμός απέναντι στο κέντρο της οικονομικής εξουσίας, της ολιγαρχίας, και αυτού που λέμε «διαπλοκή». Και εδώ πρέπει να είμαστε πάρα πολύ συγκεκριμένοι. Θα ήταν βεβαίως λάθος να τα ρίχνουμε όλα σε συγκεκριμένα πρόσωπα – πρέπει όμως να είμαστε απόλυτα σαφείς: υπήρξαν καθεστωτικοί θύλακες μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και πριν ακόμη την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας. Δεν είναι τυχαίος ο εξαιρετικά αδιαφανής ρόλος του Γιάννη Δραγασάκη ως του κατεξοχήν ανθρώπου ο οποίος προστάτευσε το τραπεζικό κατεστημένο και ο οποίος στάθηκε πραγματικός κυματοθραύστης απέναντι σε οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής που σχετίζεται με το τραπεζικό σύστημα, ένα σύστημα που είναι σήμερα το νευραλγικό κέντρο, κυριολεκτικά η καρδιά του καθεστώτος και της οικονομικής εξουσίας.
Τρίτο και τελευταίο στοιχείο της αποτυχίας της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ η αντίληψη για το κόμμα και η εξέλιξη του ίδιου του κομματικού σχηματισμού – που συνάδει απολύτως με όλα τα προηγούμενα. Πριν ακόμα αναλάβει την κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ έτεινε να γίνει ένα κόμμα όλο και λιγότερο δημοκρατικό, όχι με την επιφανειακή έννοια του όρου – ότι δεν μπορούσε κανείς να πει την άποψή του – αλλά με την έννοια ότι τα μέλη του καθόριζαν όλο και λιγότερο την διαμόρφωση της πολιτικής και το πού παίρνονταν οι αποφάσεις μέσα στο κόμμα.
Αυτό το οποίο είδαμε να οικοδομείται σταδιακά αλλά συστηματικά μετά τον Ιούνη του 2012 είναι ένας μηχανισμός όλο και περισσότερο αρχηγικός, όλο και περισσότερο συγκεντρωτικός, όλο και περισσότερο αυτονομημένος από τη δράση και τη σκέψη των μελών του. Η διαδικασία πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση. Από εκείνη τη στιγμή το κυβερνητικό επιτελείο και τα νευραλγικά κέντρα λήψης των αποφάσεων αυτονομήθηκαν απολύτως από το κόμμα. Αρκεί να επισημανθεί ότι η Κ.Ε. συγκλήθηκε όλες κι όλες δύο φορές από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την κυβέρνηση. Ετσι ολοκληρώθηκε η απαξίωση του κόμματος, η απαξίωση του κόμματος ως χώρου παραγωγής πολιτικής και η κρατικοποίηση της ίδιας τη μορφή του, που είχε όμως δρομολογηθεί πριν την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.
Τι δεν ηττήθηκε
Στις σκέψεις που ακολουθούν με εμπνέει ένα κείμενο της Ανατολικογερμανίδας κομμουνίστριας συγγραφέως Κρίστα Βολφ, το οποίο το είχε γράψει πριν από την πτώση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αλλά που δημοσιεύτηκε μετά, με τον τίτλο Was bleibt, δηλαδή Τι απομένει, Tι μας μένει. Είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό βιβλίο το οποίο κατά τη γνώμη μου προσπαθεί να πει τα εξής: η πιο σκληρή αυτοκριτική δεν πρέπει να καταλήγει στην κατεδάφιση αυτού που υπήρξε μία πολύ μεγάλη και σημαντική συλλογική προσπάθεια. Δεν είναι όμως μόνο αυτό: η αναζήτηση αυτών των ψυγμάτων αλήθειας που ενυπήρχαν, εν μέσω αντιφάσεων, σ’αυτήν την ανολοκλήτωτη προσπάθεια αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία σε συνθήκες ήττας, γιατί καταδεικνύει ότι ακόμη κι αν διαψεύστηκαν, υπάρχουν πάντα και άλλες δυνατότητες σε ένα μεγάλο εγχείρημα. Η ιστορία δεν είναι ποτέ γραμμένη εκ των προτέρων, πάντα περνάει από διακλαδώσεις όπου κρίνεται η πορεία της εξέλιξης.
Τι δεν ηττήθηκε λοιπόν στον ΣΥΡΙΖΑ, τι θετικό κόμισε με άλλα λόγια η εμπειρία αυτή στο αριστερό και στο λαϊκό κίνημα;
Ως πρώτη προσέγγιση θα έλεγα τα εξής τέσσερα στοιχεία που, υπό όρους, μπορούν κατά τη γνώμη να αποβούν χρήσιμα για τη μελλοντική ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς και την επαναδιατύπωση μιας σύγχρονης αντικαπιταλιστικής στρατηγικής – χωρίς να σημαίνει ότι αρκούν.
Δεν ηττήθηκε κατ’αρχήν η πρόταση της αριστερής κυβέρνησης ως του απαραίτητου και δόκιμου εργαλείου για να προσεγγιστεί σήμερα το ζήτημα της εξουσίας. Να προσεγγιστεί, όχι να λυθεί. Ξέρουμε βέβαια ότι άλλο πράγμα είναι να είσαι κυβέρνηση, άλλο πράγμα είναι να είσαι εξουσία. Το ζήτημα βεβαίως αν μπορούμε να περάσουμε, και πώς, από το ένα στο άλλο. Αν μπορεί δηλαδή η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας μέσω ενός συνδυασμού εκλογικών επιτυχιών και μαζικών αγώνων να χρησιμοποιηθεί ως ένα εφαλτήριο για την ανάπτυξη των αγώνων, των κινητοποιήσεων, να ανοίξει χώρους για την ανατροπή των ταξικών συσχετισμών.
Δεύτερο στοιχείο, το μεταβατικό πρόγραμμα. Εκτιμώ ότι παρά τα όριά του, ειδικότερα σε ότι αφορά την ονομαζόμενη «κοστολόγησή του», το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» ήταν μια ατελή μορφή, αλλά κατά βάση σωστή προσέγγιση ενός τέτοιου προγράμματος. Δεν είναι τυχαίο εξ’άλλου ότι πολύ σύντομα ήρθε σε σύγκρουση με την γραμμή που ακολούθησε η κυβέρνηση σε σημείο που πολύ σύντομα κατέληξε να είναι ένα ταμπού μέσα τα κυβερνητικά επιτελεία, και εν μέρει στο ίδιο το κόμμα.
Η έννοια του μεταβατικού προγράμματος σημαίνει ότι δεν αρκούμαστε σε έναν αφηρημένο, προπαγανδιστικό, αντικαπιταλιστικό λόγο ο οποίος ισχύει για οποιαδήποτε συγκυρία και που απλά επαναλαμβάνει τον στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού και της επαναστατικής ανατροπής. Οι δόκιμες διαχωριστικές γραμμές, αυτές που επιτρέπουν να αντιμετωπιστεί με αποτελεσματικό τρόπο η επίθεση του ταξικού αντιπάλου και να ανατραπεί ο συνολικός συσχετισμός, πρέπει να ορίζονται εκ νέου κάθε φορά, μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία. Και εδώ ο αντιμνημονιακός στόχος ήταν, κατά τη γνώμη μου, πολύ σωστά ο βασικός άξονας αυτού του μεταβατικού προγράμματος – υπό τον όρο βέβαια, που δεν τηρήθηκε, ότι η συνεπής αντιμνημονιακή γραμμή οδηγούσε αναπόφευκτα σε μία συνολική σύγκρουση με την Ευρωζώνη και με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το μεταβατικό πρόγραμμα συνδέεται επίσης, και είναι κάτι που το μαθαίνουμε από την κληρονομιά του τρίτου και του τέταρτου συνέδριου της Κομμουνιστικής Διεθνούς και τις κατοπινές επεξεργασίες του Γκράμσι και του Τολιάτι, συνδέεται οργανικά με τον στόχο του ενιαίου μετώπου, της συσπείρωσης σε ένα ανώτερο, πολιτικό και στρατηγικό, επίπεδο όλων των δυνάμεων του μπλοκ των υποτελών τάξεων. Αυτή η ενωτική ή ενιαιομετωπική προσέγγιση που κόμιζε η ιδέα της «κυβέρνησης της Αριστεράς», έτσι όπως πρωτοδιατυπώθηκε το 2012, ήταν που συνεπήρε το πνεύμα ευρύτερων μαζών και που επέτρεψε στο ΣΥΡΙΖΑ να πραγματοποιήσει τότε τη μεγάλη εκτίναξη της εργατικής και λαϊκής επιρροής του.
Και τούτο διότι ο στόχος της «κυβέρνησης της Αριστεράς» δεν ήταν απλά μια «κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ», και, πολύ περισσότερο, δεν ήταν η κυβέρνης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που τελικά προέκυψε, ήταν ένας τρόπος ανασυγκρότησης του ίδιου του κινήματος και των κοινωνικών του αναφορών και των πολιτικών του συμπυκνώσεων. Οπως ξέρουμε όμως, ο στόχος προσέκρουσε σε δύο εμπόδια που οδήγησαν σε μια εξαιρετικά προβληματική και εγγενώς αντιφατικής υλοποίησή του μετά της 25 Γενάρη, δηλαδή από την μια στην άρνηση όλων των υπόλοιπων δυνάμεων της Αριστεράς, στην αδυναμία τους να ανταποκριθούν στο καίριο επίδικο εκείνης της στιγμής, και αφετέρου στα αδιέξοδα και τα όρια της ίδιας της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, και ειδικότερα στην δεξιόστροφη διολίσθηση μετά τον Ιούνη του 2012.
Η παραπάνω διαπίστωση με οδηγεί στο τέταρτο και τελευταίο σημείο του «τι μένει» από την εμπειρία αυτή,στη σχέση του κοινωνικού με το πολιτικό. Αυτό που είδαμε λοιπόν στη συγκεκριμένη συγκυρία της μνημονιακής πενταετίας, την οποία είχα ονομάσει σε παλαιότερα κείμενά μου «παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο», είναι ότι οι αντιθέσεις που ξεδιπλώνονται κατά τη διάρκεια της ταξικής αναμέτρησης συμπυκνώνονται και καλούνται να λυθούν στο πολιτικό επίπεδο. Από ένα σημείο και πέρα, η επιτυχία, η νίκη, ή επιμέρους έστω νίκη, κρίνεται στο πολιτικό επίπεδο και γίνεται όρος για να μπορέσει το κίνημα να περάσει σε ένα ανώτερο επίπεδο. Αυτό ακριβώς πιστεύω είναι το στοίχημα που παίχτηκε από το 2012 και μετά, με όλες τις αντιφάσεις και τα όριά του, δηλαδή ο συνδυασμός μιας αριστερής κυβέρνησης και ενός κινηματικού κεκτημένου, που φυσικά δεν είναι ποτέ δεδομένο και πρέπει διαρκώς να αναβαπτίζεται μέσα στους αγώνες, έτσι ώστε να ανοίξει μια προοπτική βαθιάς κοινωνικής αλλαγής.
Χρειάζεται νομίζω να επιμείνω σε αυτό το τελευταίο σημείο. Αυτό το οποίο παίχτηκε στην Ελλάδα δεν είναι μία συνηθισμένη εναλλαγή στην εξουσία κομμάτων διαχείρισης του συστήματος. Δεν είναι κάτι σαν την εκλογή του Φρανσουά Ολάντ, ούτε σαν το «κεντροαριστερό εγχείρημα» του Ρομάνο Πρόντι στην Ιταλία, δεν είναι καν η περίπτωση του Φρανσουά Μιτεράν του 1981, που αναλαμβάνει την εξουσία με ένα πρόγραμμα αρκετά ριζοσπαστικό για τα δεδομένα της εποχής.
Το στοίχημα που παίχτηκε στην Ελλάδα ήταν ένα βαθύτερο για αυτό ακριβώς προκάλεσε όχι μόνο μία ελληνική, αλλά μία ευρωπαϊκή και διεθνή κρίση, μια αναμέτρηση πολύ μεγάλων διαστάσεων στην οποία το δικό μας στρατόπεδο αποδείχθηκε εντελώς ανίκανο όχι μόνο να νικήσει, αλλά θα έλεγα να επιδείξει ακόμα και τη στοιχειώδη αυτοάμυνα και καταλήξαμε στη συνθηκολόγηση στην οποία καταλήξαμε.
Και τώρα;
Αυτή τη στιγμή, όπως είπα αρχικά, στην ευρύτερη κοινωνία επικρατεί ακόμη η κατάσταση του μετατραυματικού σοκ. Το δικό μας στρατόπεδο έχει ζαλιστεί από την ανατροπή των δεδομένων που συνετελέσθη σε λίγες μόνο μέρες μετά το βροντερό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος. Όταν βγαίνουμε έξω από τους πολιτικοποιημένους κινηματικά δραστήριους κύκλους βλέπουμε να κυριαρχούν αντιφατικά συναισθήματα, ένα μείγμα απογοήτευσης, οργής, βαθιάς ανησυχίας για το τι έρχεται, αλλά και οριακά ανοχής απέναντι στην επιλογή που έγινε από το κυβερνητικό επιτελείο και τον ίδιο τον Τσίπρα.
Κομβικό σημείο για την υπέρβαση αυτού του κλίματος και για ένα νέο ξεκίνημα είναι η εξής διαπίστωση: το 62% του ΟΧΙ είναι αυτή τη στιγμή πολιτικά ορφανό. Η πολιτική του συγκρότηση και έκφραση είναι το υπ’ αριθμόν ένα, το κεντρικό καθήκον όλων μας στην περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας. Αυτή η πολιτική συγκρότηση δεν μπορεί να νοηθεί ως γραμμική προέκταση κανενός από τους υπάρχοντες σχηματισμούς – ούτε του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ούτε άλλων σχημάτων, ούτε τμημάτων αυτών των σχηματισμών.
Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε με όρους ενός νέου πολιτικού σχεδίου. Ενός νέου πολιτικού σχεδίου που θα είναι ταξικό, δημοκρατικό και αντι-ευρωπαϊστικό και θα έχει σε μια πρώτη φάση μια μετωπική μορφή, ανοιχτή σε πειραματισμούς και νέες οργανωτικές πρακτικές. Μια μετωπική μορφή που θα συνδυάζει κινήσεις από τα πάνω και πρωτοβουλίες από τα κάτω με κινηματική διάσταση, όπως αυτές που ξεπήδησαν κατά τη διάρκεια της μάχης του δημοψηφίσματος αλλά και μετά από αυτήν.
Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να λεχθούν αυτή τη στιγμή περισσότερα για τη συγκεκριμένη μορφή που μπορεί να πάρει αυτό το πολιτικό σχέδιο. Είναι προφανές ότι εξαρτάται σε έναν καθοριστικό βαθμό από την εσωτερική μάχη που δίνουμε αυτή τη στιγμή μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ με τους συντρόφους της Αριστερής Πλατφόρμας και άλλους. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι για να μπορέσει αυτό το σχέδιο να προχωρήσει χρειάζονται πολλά πράγματα. Σε καμία περίπτωση η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, και πιο συγκεκριμένα η Αριστερή Πλατφόρμα που αποτελεί το πιο συγκροτημένο της κομμάτι, δεν μπορεί να διεκδικήσει κάποια αποκλειστικότητα. Ο ρόλος της είναι όμως, όπως γίνεται πλέον ευρύτερα αντιληπτό, από φίλους και εχθρούς, κομβικός. Και αυτό με μία έννοια είναι ίσως από τα πιο σημαντικά κεκτημένα της προηγούμενης περιόδου.
Σε ότι αφορά τους στόχους του, όπως πρόσφατα συνόψισε σε ένα πολύ ωραίο άρθρο της η συντρόφισσα μου από τα χρόνια τα παλιά, του αγώνα για την κομμουνιστική ανανέωση, η Ελένη Πορτάλιου[2], το εγχείρημα περιστρέφεται γύρω από τους εξής δύο βασικούς άξονες:
– την απελευθέρωση της χώρας και του ελληνικού λαού από τα δεσμά της Ευρωζώνης με άμεση επεξεργασία ενός σχεδίου εξόδου από Μνημόνια και ευρώ και τη συνολική σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Ένωση που αν χρειαστεί – καταθέτω εδώ μια προσωπική μου σκέψη – πρέπει να φτάσει μέχρι την αποχώρηση.
– την ανασυγκρότηση και ανοικοδόμηση αυτής της κατεστραμμένης χώρας, της οικονομίας, του κράτους και του κοινωνικού τους ιστού, με πρωταγωνιστές τις εργαζόμενες τάξεις και το λαϊκό μπλοκ του οποίου καλούνται να ηγηθούν.
– Το σχέδιο αυτό είναι βαθιά ταξικό – δεν θα επεκταθώ σ’αυτό το σημείο γιατί όλοι σ’αυτήν αίθουσα καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται. Είναι ταυτόχρονα και εθνικό. Και εδώ χρειάζονται ασφαλώς περισσότερες εξηγήσεις. Ο όρο «εθνικό» αναφέρεται σε δυό διαστάσεις.
Η πρώτη είναι το είναι το «εθνικό-λαϊκό» με την έννοια του Γκράμσι, με την έννοια ότι οι εργαζόμενες τάξεις πρέπει να αναδειχτούν σε διευθυντική δύναμη της κοινωνίας, να γίνουν οι ίδιες έθνος, όπως έλεγαν οι Μαρξ και Ενγκελς για το προλεταριάτο στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, και να το στρέψουν συνολικά σε μία διαφορετική κατεύθυνση.
Η δεύτερη είναι το σχέδιο είναι εθνικό με την έννοια ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει θέμα εθνικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, δηλαδή ύπαρξης της λαϊκής κυριαρχίας και της ίδιας της δημοκρατίας. Με τη νέα μνημονιακής συμφωνία που υπογράφηκε δεν μιλάμε απλά για διαιώνιση της τροϊκανής επικυριαρχίας, αλλά για εμβάθυνση της με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Βρισκόμαστε πλέον σε μία κατάσταση όπου το ελληνικό κράτος και οποιαδήποτε εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση δεν έχει στην ουσία ούτε έναν μοχλό στα χέρια της για να ασκήσει την οποιαδήποτε πολιτική.
Αυτός είναι ίσως ο βαθύτερος στόχος του νέου μνημονίου πέρα από την επιβολή μιας ακόμη δέσμης βάρβαρων αντιλαϊκών μέτρων. Η Γ.Γ. Εσόδων αυτονομείται τελείως και ξεφεύγει από τον έλεγχο της κυβέρνησης και είναι κάτω από τον έλεγχο της τρόικας. Συγκροτείται Δημοσιονομικό Συμβούλιο το οποίο θα μπορεί να κάνει οριζόντιες περικοπές αυτόματα εάν υπάρχει απόκλιση από οποιοδήποτε δημοσιονομικό στόχο και δημιουργείται επίσης κάτω από άμεσο τροϊκανό έλεγχο το διαβόητο Ταμείο ύψους 50 δισ. στο όποίο υπάγονται όλα τα υπό ιδιωτικοποίηση περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού δημοσίου. Ακόμα και η ΕΛ.ΣΤΑΤ, η στατιστική υπηρεσία, μεταμορφώνεται σε «ανεξάρτητη» δήθεν αρχή που θα ελέγχεται κατευθείαν από την τρόικα και θα χρησιμεύει ως μηχανισμός αστυνόμευσης και ελέγχου σε καθημερινή βάση της υλοποίησης των μνημονιακών στόχων από το ελληνικό κράτος.
Στη συνθήκη που διαμορφώνεται η Ελλάδα μετατρέπεται – τολμώ να κάνω την αναλογία – σε ένα είδος μεγάλου Κόσοβου, σε μια χώρα παραδομένη χειροπόδαρα σε νεοαποικιoκρατικά δεσμά, σε ένα ασήμαντο και ρημαγμένο βαλκανικό ημι-προτεκτοράτο. Σε μια τέτοια συγκυρία, η αναφορά στο εθνικό σημαίνει ότι υπάρχει θέμα ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας ως προϋπόθεση για την άσκηση – δεν σας λέω μίας αντικαπιταλιστικής απλά μίας οποιασδήποτε στοιχειωδώς δημοκρατικής και προοδευτικής πολιτικής.
Το σχέδιο αυτό τέλος, και αυτό διόλου δεν αντιτίθεται στα παραπάνω, είναι βαθύτατα διεθνιστικό. Και τούτο όχι μόνο γιατί η υπεράσπιση των ζωτικών ταξικών συμφερόνων των εργαζόμενων και των λαϊκών τάξεων μιας χώρας είναι από τη φύση της διεθνιστική, εφόσον οι εκμεταλευόμενοι διαφορετικών χωρών δεν έχουν τίποτε να μοιράσουν μεταξύ τους. Είναι διεθνιστικό με μια πιο συγκεκριμένη έννοια, διότι μια ρήξη στον αδύναμο κρίκο της ευρωζώνης και της ΕΕ ανοίγει το δρόμο σε άλλες ανατροπές στην Ευρώπη και επιφέρει ένα δυνατό χτύπημα στο αντιδραστικό και βάρβαρα αντιλαϊκό ευρωενωσιακό οικοδόμημα. Για να το πάμε και ένα βήμα παραπέρα, όχι μόνο ο δικός μας διεθνισμός δεν έχει καμμιά σχέση με το ευρώ και την ΕΕ αλλά θα οικοδομηθεί στη βάση της ολόενα ανερχόμενης αντίστασης και απόρριψη αυτών των σχηματισμών από τους λαούς της Ευρώπης. Προϋπόθεση για την πορεία προς μια πραγματικά «άλλη Ευρώπη», που δεν μπορεί παρά να έχει σοσιαλιστική κατεύθυνση, είναι η διάλυση της σημερινής Ευρωζώνης και της ΕΕ μέσα από ένα ντόμινο ανατροπών με σημείο εκκίνησης τους πιο αδύναμους κρίκους.
Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι πήραμε ένα μάθημα σκληρό, με ένα τίμημα βαρύ που πρώτα απ’ όλα καλείται να το πληρώσει ο εργαζόμενος λαός, και η Ελλάδα. Ηταν όμως ένα μάθημα αναγκαίο – εάν μπορέσουμε να αναστοχαστούμε πάνω σε αυτό αλλά ταυτόχρονα και να δράσουμε. Ηταν ένα μάθημα που ενέχει τη δυνατότητα μίας νέας αρχής ή, όπως έλεγε ο ποιητής, μιάς «καινούργιας γέννας».
– Ευχαριστώ τον Παναγιώτη Φραντζή για την πολύτιμη βοήθειά του στην απομαγνητοφώνηση της εισήγησης.