Toυ Δημήτρη Μπελαντή. Αναδημοσίευση από το RProject
O Αλέξης Τσίπρας υπήρξε ένας ισχυρός, δυναμικός και χαρισματικός ηγέτης. Κατάφερε για σημαντικό χρονικό διάστημα να εκφράσει τη βαθιά αμφισημία και βασανιστική αντίφαση, η οποία επί χρόνια διακατέχει και κατατρέχει τον ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μια πλευρά, να εκφράσει ένα φιλολαϊκό και φιλεργατικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, νεοκεϊνσιανού τύπου και να επαγγέλλεται ότι θα καταργήσει τα μνημόνια στη Ελλάδα, από την άλλη πλευρά να διαφυλάξει αυτό που ο ίδιος και η πτέρυγά του πίστευε ως σωστό, δηλαδή την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ και την Ευρωζώνη ως θεμελιακό πλαίσιο άσκησης της αντιμνημονιακής πολιτικής.
Το τελευταίο σημείο, παρά την «ταξική» ρητορεία του, ήταν «τα άγια τοις αγίοις» για το αστικό πολιτικό σύστημα, μια διαχωριστική γραμμή που ο ΣΥΡΙΖΑ, η ηγεσία του και ο πρόεδρός του αποφάσισαν έγκαιρα να μην την υπερβούν. Ήταν, όπως έγραφα το 2013, η πίστη στο ευρώ ένα ταξικό όριο, ένα όριο στην ταξική πάλη της Αριστεράς, ένα κρίσιμο εμπόδιο για οποιαδήποτε πολιτική ανατροπών. Αυτή η γραμμή υπέρ του ευρώ πλαισιώθηκε με πολλή ταξική και διεθνιστική ρητορεία, σαν αυτοί που ήθελαν την έξοδο από το ευρώ να ήταν κάποιοι εθνοαπομονωτιστές, υπέρ της αλβανοποίησης της χώρας, χωρίς σχέδιο, οι οποίοι θα επέφεραν την οικονομική εκτροπή, τη διεθνή απομόνωση και την καταστροφή. Η περίφημη διατύπωση του Συνεδρίου του 2013, σύμφωνα με την οποία θα ακολουθούνταν η γραμμή εντός του ευρώ αλλά σε περίπτωση πιέσεων και εκβιασμών θα ακολουθούνταν κάθε δυνατή οδός και θα λαμβανόταν κάθε αναγκαίο μέτρο, εμπεριείχε την αντίφαση αλλά και όψεις της επίλυσής της.
Η αντίφαση αυτή επαναλήφθηκε εν μέρει και στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Σε αυτή τη διατύπωση περιλαμβανόταν, σαφώς, όπως όλοι/ες είχαμε αντιληφθεί ως σύνεδροι, και η αποχώρηση από την Ευρωζώνη ως Plan B. Αυτό άλλωστε ήθελε να εκφράσει και το σύνθημα των εκλογών του 2012 «καμία θυσία για το ευρώ», το οποίο όχι τυχαία περιλαμβανόταν και αυτό στη συνεδριακή απόφαση του 2013. Άρα, παρά τα όσα τερατώδη σήμερα ακούγονται, σε βαθμό που η αναζήτηση σχεδίου εκτός ευρώ να εμφανίζεται ως ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα και ο Βαρουφάκης – που δεν πιστεύει στην έξοδο από το ευρώ- να κινδυνεύει να παραπεμφθεί ποινικά γιατί είχε ένα εναλλακτικό σχέδιο διαχείρισης, ως όφειλε ως υπουργός Οικονομικών της χώρας, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε και έχει ως συνεδριακή θέση το ενδεχόμενο Plan B. Πρόκειται για μια αλήθεια που σήμερα σχεδόν κανείς δεν βγαίνει να την υπενθυμίσει ως θέση του ΣΥΡΙΖΑ ανοιχτά. Και είναι πολύ κρίμα σήμερα που η φιλοευρώ γραμμή έχει καταρρεύσει, που πρέπει να υπερασπίσουμε την εναλλακτική λύση με σχεδιασμένο και οργανωμένο τρόπο – δυστυχώς για πρώτη φορά.
1.Η προβληματική ιστορική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ 2012 και 2015: χρονικό ενός προαναγγελθέντος «θανάτου»
Υπάρχουν κάποιοι που λένε, άλλοι καλοπροαίρετα και άλλοι κακοπροαίρετα, μα καλά, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε μνημονιακό κόμμα μέσα σε μια νύχτα, από τη 12η στη 13η Ιουλίου 2015; Αυτό δεν μπορεί να συμβεί και, άρα, αυτό που βλέπετε γύρω σας είναι ένα τρικ, είναι μια κυβέρνηση που πρόσκαιρα θυσιάζει το πρόγραμμά της και το ταξικό της στίγμα για να επιλύσει μια κατάσταση ανάγκης και μετά να επανέλθει δριμύτερη στη ΔΕΘ στο Συνέδριο του ’13 και ακόμη αριστερότερα. Πρέπει να είναι κανείς πολύ «κακοπροαίρετος» και άκομψος για να μην αναγνωρίσει τις τίμιες προσπάθειες και τον καλό τελικό σκοπό της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.
Τυχαίνει ως άνθρωπος να είμαι «κακοπροαίρετος» αυτή τη στιγμή. Κανένα τραύμα δεν σε καθιστά καλοπροαίρετο-εκτός και αν είσαι ολιγοφρενής. Κι αυτό το συναίσθημα το έχω όχι για το λόγο ότι διαφωνούσα έντονα με την πλειοψηφία του κόμματος ως προς την επιλεγόμενη γραμμή το 2013 και ότι για το λόγο αυτό και μόνο δεν ψήφισα τον Αλέξη Τσίπρα ως πρόεδρο του κόμματος, αλλά κυρίως επειδή όλες μου οι επιφυλάξεις και οι φόβοι, εμού και πολλών συντρόφων και συντροφισσών, επιβεβαιώθηκαν υπερβολικά μάλιστα την τελευταία τριετία. Υπενθυμίζω εν τάχει:
– Την «ψύχραιμη» παρακολούθηση της κατάρρευσης της Κύπρου κάτω από την μπότα της Ε.Ε. τον Απρίλιο του 2013 και την κριτική (!!!) στο ΑΚΕΛ γιατί σκέφτηκε να μιλήσει και μάλιστα όχι σε ψηλούς τόνους για την έξοδο (και μάλιστα τη συναινετική) από την Ευρωζώνη. Το πόσο «κοσμοπολιτισμό» συστημικού τύπου φάγαμε σε εκείνη την ΚΕ, φοβάμαι και να το θυμηθώ. Βεβαίως, δεν γνωρίζαμε το replay.
– Την καταψήφιση από το 55% περίπου των συνέδρων του 2013 της βασικής τροπολογίας της Αριστερής Πλατφόρμας για την έξοδο από την Ευρωζώνη ως θετική δυνατότητα για την Αριστερά και τη χώρα. Όσοι/ες ψήφισαν έτσι -και χειροκρότησαν μάλιστα την επικύρωση της επιλογής τους- πρέπει κάτω από τις τωρινές δραματικές συνθήκες να το ξανασκεφτούν. Ακόμη και τώρα, μετά τη συμφορά, αυτό θα είχε κάποιο θετικό αποτέλεσμα.
– Τη συνεχή καταψήφιση σε σωρεία Κεντρικών Επιτροπών όχι μόνο των σκέψεων της Πλατφόρμας για την έξοδο από την Ευρωζώνη αλλά ακόμη και των προτάσεων της Πλατφόρμας για την εθνικοποίηση των τραπεζών και την ανάκτηση των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων, τον έλεγχο του Δημοσίου στις στρατηγικές επιχειρήσεις της χώρας, προτάσεων που κάποιοι εγκαλούσαν ως επιστροφή στον «υπαρκτό σοσιαλισμό». Ακόμη και τον Οκτώβριο του 2014, οι προτάσεις αυτές, επειδή δεν περιέχονταν στο σκληρό πυρήνα του προγράμματος της ΔΕΘ, καταψηφίστηκαν από την ΚΕ. Όταν συνέβη αυτό, πολλοί/ές κυριευθήκαμε από ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα, καθώς κατανοήσαμε ότι κάτι ήταν πολύ «σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας». Όμως, δεν μιλήσαμε αρκετά καθαρά, όσο θα έπρεπε. Θυμίζω, πάντως, το άρθρο μου στην Ίσκρα με τον τίτλο «Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων του – ποιων δηλαδή;».
– Τη συνεχή εξασθένιση της δημοκρατίας στον ΣΥΡΙΖΑ, κύρια με ευθύνη της ηγετικής ομάδας αλλά ορισμένες φορές και με συντρέχουσες ευθύνες των αντιπολιτεύσεων.
– Τη συνεχή συζήτηση για τη διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ προς τα «δεξιά», στην ΚΕ του Φεβρουαρίου 2014 (θυμίζω το περίφημο 13+1 καθώς και τη συζήτηση για τον Βουδούρη στην περιφέρεια Πελοποννήσου) και την ΚΕ του Απριλίου 2014 για τις διπλές εκλογές του 2014, καθώς και την ημιτελή συζήτηση για τις εκλογές στην ΚΕ του Γενάρη 2015, που μετατράπηκε σε ένα αλλοπρόσαλλο σώμα. Η διεύρυνση προς τα «δεξιά» δεν ολοκληρώθηκε τότε ελλείψει αξιόπιστων «συμμάχων». Θα συνέβαινε μετά τις εκλογές με τους ΑΝΕΛ, τον κ. Παυλόπουλο κ.λπ.
– Την συζήτηση για τη «βίαιη ωρίμανση» του ΣΥΡΙΖΑ (αν θυμάμαι καλά, η πατρότητα του όρου ανήκει στον Γιάννη Δραγασάκη), μια συζήτηση η οποία έτεινε να ενοχοποιεί τον «παλαιό», τον «συνιστωσιακό» και τον «ακροαριστερό» ΣΥΡΙΖΑ και πρότεινε όλο και γρηγορότερα να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ένα λειτουργικό κυβερνητικό κόμμα. Μέσα από τη «βίαιη ωρίμανση» ενισχύθηκε η τάση για το αρχηγικό, προσωποκεντρικό κόμμα, τον κλειστό κύκλο στελεχών γύρω από τον πρόεδρο και την παράλυση και τελικά διάλυση των συλλογικών οργάνων του κόμματος. Άρχισε από τότε μια πορεία όπου οι πιο «ανήσυχοι/ες» άρχισαν να παρουσιάζονται σαν «ακραίοι» και δυνάμει διασπαστές.
Από το 2012 ως το 2015, η δεξιά διολίσθηση του ΣΥΡΙΖΑ κλιμακωνόταν συνεχώς. Αλληλοτροφοδοτούνταν και με μια υποχώρηση των κοινωνικών κινημάτων και των αντιστάσεων στο Μνημόνιο αλλά και συνδιαμόρφωνε αυτήν την υποχώρηση. Ήδη, το πρόγραμμα της Συνδιάσκεψης του 2012 και του Συνεδρίου του 2013 ήταν πιο μετριοπαθές από τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 (Αθηναΐδα). Το «καμία θυσία για το ευρώ» υποβαθμιζόταν συνεχώς και χανόταν από τα δημόσια κείμενα. Το «κυβέρνηση της Αριστεράς» έγινε σταδιακά «κυβέρνηση κοινωνικής ή εθνικής σωτηρίας», λες και κάποιος είχε σκεφτεί ότι μπορεί να χρειάζονταν ψήφοι «εθνικής ενότητας» για τα μνημόνια του μέλλοντος.
Στη συνέχεια ήλθε η ΔΕΘ. Δεν έφτανε η κακή και ουσιαστικά ανύπαρκτη κοστολόγησή της, την οποία όλοι και όλες υπερασπιστήκαμε στις εκλογές χάριν του «καλού σκοπού». Η ΔΕΘ είχε ένα δομικότερο πρόβλημα: απέκοπτε ουσιαστικά την κατάργηση των μνημονίων από τη ριζική (πολύ περισσότερο, την μονομερή) διαγραφή του χρέους, υπερασπιζόταν τη δανειακή σύμβαση (πράγμα που θα καταλαβαίναμε τη σημασία του στη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη) ως μη ταυτόσημη με το μνημόνιο και αποσιωπούσε αυτά τα σημεία του προγράμματος, τα οποία άλλωστε καταψηφίσθηκαν από την ΚΕ του Οκτωβρίου 2014 (τράπεζες, ιδιωτικοποιήσεις) . Δεν νομίζω ότι αυτή η μετατόπιση τέσσερις μήνες πριν από τις εκλογές ήταν τυχαία. Η υπεράσπιση της ΔΕΘ, παρά τα όσα θετικά εμπεριείχε, μετατόπισε πολύ δεξιότερα την εσωκομματική γραμμή αντιπαράθεσης και το συνολικό άξονα του κόμματος. Πλέον, θα έπρεπε κάποιος να εγκαλεί από τα «αριστερά» τη μη τήρηση της ΔΕΘ και όχι τη μη τήρηση του συνεδριακού προγράμματος, με αποτέλεσμα το σε κάποιο βαθμό «μεταβατικό πρόγραμμα» του 2013 να μετασχηματισθεί στο μίνιμουμ πρόγραμμα του 2014, τη ΔΕΘ. Το επόμενο βήμα ήταν η στελέχωση της κυβέρνησης με έντονα συστημικά πρόσωπα, η συνέχεια του κατασταλτικού κράτους στο πρόσωπο του υπουργού ΠροΠο, η ανάδυση της άποψης ότι χρειαζόμαστε συστημικούς τεχνοκράτες για να τα βγάλουμε πέρα με την ηγεσία των δανειστών και της τρόικα. Να πω εδώ, βεβαίως, ότι -με την πιθανή εξαίρεση σε κάποιο βαθμό του Βαρουφάκη- οι τεχνοκράτες που μας ήλθαν ήταν πολύ περισσότερο συστημικοί και πολύ λιγότερο τεχνοκράτες στο επίπεδο των ικανοτήτων και δεξιοτήτων. Ακόμη και με μια πολύ συστημική γραμμή, we could have done better. Ας είναι, όμως, πάμε στα πιο ουσιαστικά ζητήματα. Οι δεξιές μετατοπίσεις από το Φλεβάρη και μετά είναι τόσο έντονες, που σχεδόν χάνεται η μπάλα. Αποκρούουμε τις «μονομερείς ενέργειες» (δηλ. τα φιλολαϊκά μέτρα) και νομοθετούμε ως ελλειμματικό κράτος (με την εξαίρεση ίσως των φυλακών Γ’, της ανθρωπιστικής κρίσης και της αποκατάστασης των αδικιών στο Δημόσιο) περιμένοντας την ευλογία της τρόικα. Αποδεχόμαστε τις ιδιωτικοποιήσεις και το ΤΑΙΠΕΔ και φτάνουμε παραλίγο στην επικίνδυνη γελοιότητα της τροπολογίας του άρθρου 24 παρ. 2 στο νόμο για τις δόσεις που παραδίδει όλη τη δημόσια περιουσία στο ΤΑΙΠΕΔ – μετά βίας, και υπό την πίεση των κινημάτων, την αποσύρει η κ. υπουργός. Κατεβάζουμε τις 47 σελίδες plus, που ουσιαστικά μας μετακινούν ήδη στο μνημονιακό στρατόπεδο (ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές συντάξεων κ.λπ.).
Προχωράμε στο δημοψήφισμα με απολύτως αμφίσημη και αμφίθυμη διάθεση και χάριν της απρόβλεπτης κινητοποίησης του λαού αποτυγχάνουμε στο να το χάσουμε. Και μάλιστα αποτυγχάνουμε (μιλάω πάντοτε για τον ηγετικό πυρήνα και όχι για την ευρύτερη στελέχωση του κόμματος και τους αγωνιστές/τριες του) εκκωφαντικά. Η ηγεσία του κόμματος μέσα σε μια μέρα γίνεται από ηγεσία του 61% του νικηφόρου λαού ηγεσία του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος στο συμβούλιο πολιτικών αρχηγών. Μάλιστα, ερμηνεύει μαζί με τους ηττημένους (η λέξη τραγέλαφος ακούγεται εδώ ως πειστική) το νόημα της παράταξης των νικητών, αποδέχεται ως βασική ερμηνεία το «καταψηφίζουμε το τελεσίγραφο μένοντας στο ευρώ». Όμως, υπάρχει και μια άλλη ερμηνεία: αν απορρίπτεις ένα κακό μνημόνιο, γιατί να αποδέχεσαι ένα χειρότερο; Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία του κόμματος και της κυβέρνησης φέρνει σε τέσσερις ημέρες ένα σχέδιο συμφωνίας προς ψήφιση με τη μέθοδο του κατεπείγοντος (επ’ ευκαιρία, ας υπομνησθεί εδώ ότι οι Βουλές ψηφίζουν νόμους ή κυρώνουν Διεθνείς Συμβάσεις, δεν υποβάλουν διά της ψήφου των βουλευτών Σχέδια Συμβάσεων ή Διεθνών Συμφωνιών). Μετά, η κυβέρνηση και ο πρόεδρος υπογράφουν τη συμφωνία του Eurogroup ως βάση για να πάμε στο Υπερμνημόνιο των 86 δισ. ευρώ και των 12 δισ. ευρώ μέτρων και περνάει δύο πακέτα μνημονιακών μέτρων (το δεύτερο πακέτο μάλιστα στη βάση νομοσχεδίου της Νέας Δημοκρατίας, κατά του οποίου είχε εξεγερθεί με αποχή διαρκείας το Δεκέμβριο σύσσωμο το δικηγορικό σώμα). Και μετά, περιμένουμε το Υπερμνημόνιο και ενδεχομένως και άλλα πακέτα μέτρων «για να μείνουμε στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας» (ως γνωστόν, όσοι διαφωνούν, θέλουν την μετατόπιση της Ελλάδας στις ακτές της Αφρικής) και μάλιστα τη στιγμή όπου παραμένει ενεργό το σχέδιο Σόιμπλε -παρεμπιπτόντως ο Σόιμπλε δεν ανήκει πλέον στην Αριστερή Πλατφόρμα, καθώς διαχώρισε την θέση του- να ταπεινωθούμε, να καταστραφούμε με το Υπερμνημόνιο και μετά να μπούμε σε μια σχέση χαλαρότερης σύνδεσης με την Ευρωζώνη.
Γιατί, όμως, όλα αυτά; Γιατί, τόσες ήττες; Γιατί τόσες υπαναχωρήσεις; Έχουμε «προδότες» και «χαφιέδες» στην ηγεσία του κόμματος, όπως θα αναρωτιόταν κάποιο στέλεχος του παλιού ΚΚΕ το 1950 ή το 1960; Είναι ο Τσίπρας «Σιάντος»; Χρειάζεται εδώ μια προσεκτική προσέγγιση. Είμαι της άποψης ότι η ηγεσία της κυβέρνησης έχει προσπαθήσει εδώ και χρόνια να προσεταιριστεί πολιτικά (και όχι διαπλεκόμενα) εσωτερικά και εξωτερικά κέντρα, πολιτικά και οικονομικά κέντρα καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής ισχύος – από το Τέξας ως το Κόμο και από τον ΣΕΒ ως τη Συνομοσπονδία Εμπορίου, το Brookings και το Levy. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει γιατί η ηγεσία του κόμματος και της κυβέρνησης έχουν ενταχθεί σε κάποια συνωμοσία ή είναι «πράκτορες». Συμβαίνει, γιατί πίστεψαν και ηγήθηκαν μιας λαθεμένης και καταστροφικής πολιτικής στρατηγικής, του σοσιαλφιλελεύθερου και ήδη υποταγμένου στο σύστημα μεταρρυθμισμού. Με δύο αιχμές καταστροφικής στρατηγικής: μια αιχμή προς τον ευρωιμπεριαλισμό αλλά και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, η άποψη δηλαδή ότι σε συνθήκες διεθνοποίησης και καπιταλιστικής συσσωμάτωσης μπορείς σε μια χώρα να εφαρμόσεις ένα προοδευτικό αναδιανεμητικό πρόγραμμα χωρίς να συγκρουστείς με την ιμπεριαλιστική συσσωμάτωση και να διαρρήξεις τη σχέση με αυτήν, και μια αιχμή προς το ντόπιο κεφάλαιο ότι δηλαδή μπορείς να καταργήσεις τα μνημόνια με πολιτικές win-win, όπου και θα ανεβάσεις μισθούς και συντάξεις, και θα κρατήσεις στο ίδιο επίπεδο τα ποσοστά κέρδους, και θα καταργήσεις το ΤΑΙΠΕΔ και θα προσελκύσεις τα αρπακτικά-επενδυτές κ.λπ. κ.λπ. Ιδίως δε με την κλασική εφαρμογή κάθε σχεδίου «ικανοποίησης των πάντων» που οδηγεί στον αστικό κυβερνητισμό, στη λογική ότι με τα ίδια πρόσωπα, τις ίδιες κρατικές και κυβερνητικές δομές, με την ίδια στεγανότητα προς το λαό και τους εργαζόμενους, με την ίδια αστυνομία και τα ίδια κρατικά όργανα, με την ίδια «ανάθεση» που είχε η κοινωνία στον Σαμαρά και τον Βενιζέλο, θα μπορέσεις να κυβερνήσεις «αριστερά».
Ας το πούμε πολύ καθαρά. Χωρίς αντιιμπεριαλιστική ρήξη, χωρίς συγκρούσεις με το κεφάλαιο (και όχι απλώς τις 200 οικογένειες του Λαϊκού Μετώπου), που μπορεί ακόμη να μην είναι πλήρως σοσιαλιστικές ρήξεις αλλά ανοίγουν το δρόμο προς τις σοσιαλιστικές ρήξεις (που ανοίγουν το δρόμο προς το σοσιαλισμό μέσω ενός μεταβατικού αντικαπιταλιστικού και αντιιμπεριαλιστικού προγράμματος), χωρίς ρήξη με την παράδοση του σοσιαλδημοκρατικού κυβερνητισμού, δεν υπάρχει «κυβέρνηση της Αριστεράς». Υπάρχει το «δεύτερη φορά σοσιαλδημοκρατία» και μάλιστα χειρότερα από την πρώτη, καθώς τώρα έχουμε ισχνές και όχι παχιές αγελάδες σε αντίθεση με το 1981.
Στην Ελλάδα δεν κυβερνά η Αριστερά, αν ως Αριστερά εννοούμε είτε ένα σχέδιο σοσιαλιστικής μετάβασης είτε -έστω- ένα σχέδιο φιλολαϊκής αναδιανομής του πλούτου και προστασίας των εργαζομένων και του κοινωνικού κράτους. Η Αριστερά είναι ένα πρόγραμμα, δεν είναι συνάρτηση του «αγαθού και σοφού ηγέτη» που τον εμπιστευόμαστε τυφλά, δεν είναι πολύ περισσότερο συνάρτηση γονιδίων, όποιος είναι δηλαδή κομμουνιστογενής και «δικός μας» κυβερνά κατά τρόπο αριστερό και με καλές προθέσεις, δεν είναι συνάθροιση οικείων μας προσώπων ή οικογενειακή φωτογραφία. Αν το πρόγραμμα εγκαταλειφθεί, δεν έχουμε πια μια κυβέρνηση της Αριστεράς, ούτε καν της «κοινωνικής σωτηρίας» από τη σκοπιά ενός αριστερού ή και προοδευτικού ακόμη πολίτη.
Θα ξαναϋπάρξει μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα στο ορατό μέλλον; Αυτό είναι πολιτικά ανοιχτό, αν και πρέπει να ξαναψάξουμε τη θεωρία μας και το πρόγραμμά μας για να ελέγξουμε τι πήγε στραβά και γιατί αντί να οδηγηθούμε σε μια πολιτική πολέμου θέσεων και αριστερής διακυβέρνησης ως κρίκου ενός μεταβατικού προγράμματος, ξαναπήγαμε άλλη μια φορά στον άγονο μεταρρυθμισμό, έναν μεταρρυθμισμό χωρίς μεταρρυθμίσεις, όπως βασικά συμβαίνει στην εποχή μας, την εποχή του νεοφιλελεύθερου και ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
2. Σημειώσεις για το εναλλακτικό σχέδιο
Το πρόβλημα με το εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από την Ευρωζώνη (και ορθότερα και από την Ε.Ε. με τα υπερμνημόνια και τα Σύμφωνα νεοφιλελεύθερης έμπνευσης) δεν είναι ότι είναι «ποινικό αδίκημα», είναι ότι περιέχει μόνο αδρές γραμμές, περιγράμματα και σημειώσεις. Τόσο η Αριστερή Πλατφόρμα όσο και άλλες δυνάμεις στην Αριστερά έψαυσαν το ζήτημα χωρίς να το απαντήσουν ως τώρα σφαιρικά και με πληρότητα και ιδίως εγκαίρως. Εδώ έγκειται και μια σημαντική απουσία και ευθύνη τους. Σήμερα, όσο και να εκτοξεύονται μύδροι κατά της τεχνοκρατίας και υπέρ των «καθαρά πολιτικών λύσεων» (απορία ψάλτου βηξ;), χρειαζόμαστε φανερά και τα δύο. Δηλαδή, ένα πλήρες, κατά το δυνατόν, τεχνοοικονομικό σχέδιο όσο και μια πλήρη περιληπτική πολιτική συμπύκνωση αυτού του τεχνοοικονομικού σχεδίου, γραμμένη σε μια κατανοητή γλώσσα και κοινοποιήσιμη στην κοινωνία. Έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες από οικονομολόγους της Αριστεράς (Κ. Λαπαβίτσας, Θ. Μαριόλης, Λ. Βατικιώτης κ.ά.), οι οποίες πρέπει τάχιστα να συντεθούν και να κατατεθούν στο δημόσιο διάλογο. Επίσης, υπάρχουν σημαντικά εγχειρήματα απαντήσεων στα προβλήματα της εξόδου από δυνάμεις όπως η ΑΡΑΣ και το ΜΑΡΣ. Τίποτε δεν πρέπει να υποτιμηθεί, αλλά τώρα χρειαζόμαστε μια ικανοποιητικότερη σύνθεση και ει δυνατόν συλλογική. Ζητήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι:
- Το με ποια διοικητικά και κυβερνητικά μέτρα θα προχωρήσει μια προσπάθεια «αριστερής» εξόδου καθώς και με ποιες διαδικασίες του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου.
- Το με ποια οικονομικά εργαλεία θα πάει μια χώρα στην έκδοση εθνικού νομίσματος και με ποια προσωρινά μέτρα θα ρυθμίσει τη διαδικασία μετάβασης και τη ρευστότητα εντός αυτής.
- Το τι θα γίνει με τις υποτιμήσεις και τις ισοτιμίες και πώς θα αποφευχθεί η πορεία προς έναν μη ελέγξιμο πληθωρισμό.
- Το πώς θα απαντηθεί ιδίως ο κίνδυνος υποτίμησης της εργατικής δύναμης στη χώρα, παρά τις όποιες δυσκολίες της πρώτης περιόδου.
- Το πώς θα απαντηθούν ζητήματα όπως η επάρκεια παραγομένων και εισαγομένων αγαθών και ιδίως τροφίμων και φαρμάκων. Ας ειπωθεί καθαρά ότι δεν υπάρχουν εύκολες και αυτονόητες λύσεις προμηθευτών και συμμάχων.
- Το τι θα γίνει με το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο.
- Το πώς θα εξυπηρετηθούν άμεσα οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας.
- Το ζήτημα διεθνών οικονομικών και γεωπολιτικών συμμαχιών.
- Το ζήτημα του ΝΑΤΟ και της ασφάλειας της χώρας.
Ένταξη στο ΝΑΤΟ μιας χώρας εκτός ΕΕ είναι ένα ζήτημα σημαντικό που δεν έχει καν συζητηθεί. Ιδίως δε, το ζήτημα με ποιες ταξικές και κοινωνικές συμμαχίες και με ποιο ακριβές πρόγραμμα θα γίνει η έξοδος. Η αντίληψη ότι μπορεί να λειτουργήσει ένας σχεδόν κανονικός «καπιταλισμός χωρίς καπιταλιστές», κατά τον Λένιν, με τις αστικές μερίδες σχεδόν συνολικά απέναντι και με τους διεθνείς επενδυτές να μην αποδέχονται το κοινωνικό σου πρόγραμμα, είναι εξαιρετικά αμφίβολη. Κρατικοποίηση δε των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων χωρίς ρήξη με το βασικό τμήμα του ελληνικού κεφαλαίου και χωρίς εργατικό και κοινωνικό έλεγχο δεν μπορεί να επισυμβεί. Θα προσέθετα δε ότι αυτήν την έλλειψη εμπιστοσύνης στο λαό και τα κινήματα που χαρακτήρισε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 ως το 2015 δεν έχει νόημα να την επαναλάβει ο νέος ΣΥΡΙΖΑ ή κάποιο νέο μόρφωμα στη θέση του. Πρόγραμμα ρήξης χωρίς ισχυρό ταξικό πρόσημο υπέρ της εργατικής τάξης, των αγροτών και των μικροαστών που έχουν πληγεί, δεν μπορεί ούτε να ολοκληρωθεί ούτε να επιτύχει.
3. Και τώρα, σύντροφε πρόεδρε;
Για να περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη. Ο σ. πρόεδρος εκτιμάει ότι πια υπάρχουν στο κόμμα, μετά την καταψήφιση των δύο πακέτων μέτρων από περίπου 36-39 βουλευτές, όχι τακτικές αλλά στρατηγικές διαφωνίες. Ορθώς το εκτιμάει. Εκτιμάει δε ακόμη ότι αυτές θα επιλυθούν μέσα από μια συνεδριακή διαδικασία, καθώς, θα συμπληρώναμε εμείς, η ΚΕ όχι μόνο είναι ανεπαρκές όργανο αλλά και έχει ουσιαστικά διαλυθεί ως τέτοιο μετά το Μάιο. Σκέφτομαι το πόσο πίσω από την πραγματικότητα ήταν οι εκτιμήσεις μας το Φεβρουάριο, ότι η κυβέρνηση θα ποδηγετούσε και θα ακύρωνε το κόμμα ως αυτοτελή οργανισμό. Η κυβέρνηση έκανε κάτι χειρότερο: παρέλυσε, αν δεν διέλυσε, τις δομές και τη συλλογικότητα του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ. Αντικατέστησε το συλλογικό μόρφωμα, που ήδη δεν λειτουργούσε ικανοποιητικά, από έναν σκληρό κυβερνητικό μηχανισμό, όσους εντάσσονταν σε αυτόν και όσους επέλεγαν με καλές ή κακές προθέσεις να τον υποστηρίξουν.
Και τώρα, σ. πρόεδρε; Θα πάμε μετά από όλα αυτά σε ένα συνέδριο μιας εβδομάδας ή δέκα ημερών και με ποια σύνθεση; Mε το «ανοικτό κόμμα» των δυνάμει κρατικοδίαιτων (του «κοινωνικού ΣΥΡΙΖΑ» κατ’ άλλους), με «ψευδοδημοψηφισματικές» διαδικασίες, ή με την παλιά σύνθεση του κόμματος του 2013; Και τι εξουσίες θα έχει ένα τέτοιο Συνέδριο; Θα μπορεί, άραγε, να ακυρώσει την κυβερνητική πορεία έξι μηνών, να ακυρώσει τα μνημονιακά μέτρα, να αποτρέψει το Υπερμνημόνιο ή να το ακυρώσει αν έχει ήδη υπογραφεί; Θα μπορεί να σημαδέψει και να προκαλέσει μια τεράστια διεθνή στροφή της χώρας; Αν συμβεί αυτό, θα είναι για πρώτη φορά στην ιστορία των δυτικών δημοκρατιών, όπου, από όση ιστορία γνωρίζω, ποτέ κανείς πρωθυπουργός δεν πήγε σε κομματικό συνέδριο που να το έχασε. Και αν υπάρξει ένα συνέδριο που να κάνει αυτήν την απίστευτη ή απίθανη διαδρομή, δεν θα αλλάξει και την ηγεσία του κόμματος; Υπάρχει ηγεσία που να έχει ηττηθεί στρατηγικά και να παραμένει στη θέση της; Και τι νόημα έχει να μετάσχει κανείς σε μια διαδικασία όπου ή δεν θα μπορεί να αλλάξει τα πάντα (όπως χρειάζεται) ή θα προκαλέσει διά της συμμετοχής του έναν τέτοιο σεισμό που το παρόν κόμμα θα δυσκολευτεί πάρα πολύ να τον αντέξει; Δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις αλλά τροφή για προβληματισμό και απάντηση.
Ο σ. πρόεδρος δεν κινδυνεύει να «απολειφθεί», όπως θα έλεγε ο αλεξανδρινός ποιητής. Ούτε καν ως πολιτικό πρόσωπο ή προσωπικότητα. Κινδυνεύει μόνο να «επιβεβαιωθεί» από ένα επικείμενο συνέδριο. Το πραγματικό πρόβλημα που τίθεται, όμως, για έναν σημαντικό ηγέτη, όποιος και να είναι αυτός, είναι αν μπορεί πολιτικά να κολυμπήσει προς τα πίσω στο ίδιο ποτάμι κατανικώντας τη δυνατή ροπή των υδάτων και για πρώτη φορά γράφοντας Ιστορία ή αν θα συνεχίσει όπως πάντοτε μαζί με το ρεύμα ή αν, ακόμη, θα αναζητήσει άλλο ποτάμι για να συνεχίσει την πορεία του. Πιστεύω πώς ξέρω την τελική απάντηση, αλλά επιτρέπω στην Ιστορία να με εκπλήξει.