Σαν σήμερα, πριν 62 χρόνια, στις 27 Φεβρουαρίου του 1953, ξεκινούσαν οι διαπραγματεύσεις της λεγόμενης «Συνδιάσκεψης του Λονδίνου για το χρέος».
Η συνδιάσκεψη είχε ως αποτέλεσμα την διαγραφή του 62,5% του εξωτερικού χρέους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ή Δυτικής Γερμανίας, όπως ονομαζόταν μέχρι την ενοποίηση μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, το 1989).
Κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνδιάσκεψης, εξετάστηκαν τα χρέη που είχαν συσσωρευτεί ήδη από την δεκαετία του ’20, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούσαν τις πολεμικές αποζημιώσεις που υποχρεώθηκε η Γερμανία να καταβάλλει μετά την ήττα της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Συμφωνία των Βερσαλλιών. Επιπρόσθετα, εξετάστηκαν και τα χρέη που συσσωρεύτηκαν από την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945 μέχρι και το 1953, χρονιά της Συνδιάσκεψης.
Οι δυνάμεις των «Συμμάχων» που υπέγραψαν την τελική απόφαση της Συνδιάσκεψης (ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία κ.α.) όχι μόνο μείωσαν το δημόσιο χρέος της Δυτ. Γερμανίας κατά 62,5%, αλλά επίσης δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για να ανασυγκροτηθεί η κατεστραμμένη οικονομία της χώρας το συντομότερο δυνατόν.
Τα χρήματα που θα κατέβαλλε κατ’ έτος η Δυτ. Γερμανία για να ξεπληρώσει τα υπόλοιπα χρέη της δεν θα ξεπερνούσαν το 5% των εσόδων τις από τις εξαγωγές που θα πραγματοποιούσε, ενώ μέρος του χρέους συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε γερμανικά μάρκα, νόμισμα που εκείνη την εποχή είχε μικρή αξία στις διεθνείς συναλλαγές.
Αυτό σήμαινε στην πράξη ότι οι πιστωτές της Δυτ. Γερμανίας (Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία, ΗΠΑ) χρησιμοποιούσαν αυτά χρήματα για να αγοράσουν γερμανικά προϊόντα. Με αυτόν τον τρόπο συνεισέφεραν στην γρήγορη ανάκαμψη των μεγάλων γερμανικών εταιρειών όπως η Thyssen, η Siemens, η IG Farben κ.α., των ίδιων δηλαδή επιχειρήσεων που βοήθησαν τους Ναζί να ξεκινήσουν τον πόλεμο εξαρχής.
Τέλος, οι όποιες μελλοντικές διαμάχες με τους δανειστές, συμφωνήθηκε να κρίνονται στα γερμανικά δικαστήρια.
Φυσικά οι Δυτικοί ιμπεριαλιστές δεν προχώρησαν σε μια τέτοιου είδους συμφωνία για λόγους αλτρουϊσμού, αλλά επειδή ήθελαν την όσο πιο μεγάλη και γρήγορη ανασυγκρότηση της Γερμανίας, ως προπύργιο κατά του Ανατολικού Μπλοκ. Η προέλαση των Σοβιετικών στρατευμάτων και η επέκταση του σοβιετικού καθεστώτος σε μια σειρά νέες χώρες στην κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια προκαλούσε τεράστια ανησυχία στους δυτικούς ιμπεριαλιστές. Ο ψυχρός πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει και οι Δυτικοί καταλάβαιναν ότι αν δεν προχωρούσε γρήγορα η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο χωρών, ο κίνδυνος παραπέρα εξάπλωσης της Σοβιετικής επιρροής ήταν μεγάλος.
Έτσι, ανάλογες κινήσεις μ’ αυτή στη Δ. Γερμανία έγιναν και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τα χρέη της Γαλλίας, του Βελγίου και της Βρετανίας προς τις ΗΠΑ διαγράφηκαν, ενώ 13 δισ. δολάρια (περίπου 100 δισ. δολάρια σημερινή αξία) διοχετεύτηκαν στην ευρωπαϊκή οικονομία, (συμπεριλαμβανομένων 1,5 δισ. δολαρίων που χορηγήθηκαν στην Δυτ. Γερμανία – περίπου 10 δισ. δολάρια σημερινή αξία). Αυτό ήταν το γνωστό σε όλους Σχέδιο Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης.
Αυτή η κίνηση βασίστηκε και σε ένα άλλο παράγοντα πέρα απ’ ότι έχει ήδη αναφερθεί. Κι αυτή ήταν η εκτίμηση της κυβέρνησης Ρούσβελτ πως ήταν καλύτερα να δοθούν επιχορηγήσεις αντί για δάνεια στις ευρωπαϊκές χώρες, διότι διαφορετικά οι ΗΠΑ θα ήταν υποχρεωμένες να εισάγουν τα ευρωπαϊκά προϊόντα (για να συγκεντρώσουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες τα απαραίτητα δολάρια για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους). Αντίθετα, οι επιχορηγήσεις προς τις ευρωπαϊκές οικονομίες κατευθύνθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αγορά μηχανημάτων και εξοπλισμού από αμερικάνικες επιχειρήσεις. Έτσι βοήθησαν στη συνέχιση της δυναμικής ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας, στο μηδενισμό της ανεργίας κλπ, όπως ίσχυε και πριν την έναρξη του πόλεμου. Έτσι, στην πραγματικότητα αυτή ήταν μια απόφαση «προστατευτισμού» της αμερικάνικης οικονομίας – μια απόφαση με οφέλη για όλους τους εμπλεκόμενους την κρίσιμη δεκαετία που ακολούθησε την λήξη του πολέμου.
Ο μεγάλος ωφελημένος από αυτή την διαδικασία ήταν βέβαια η Γερμανία. Σήμερα όμως η γερμανική άρχουσα τάξη δηλώνει πως δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στη διαγραφή των δικών της χρεών και στη μείωση (έστω λίγο) των ελληνικών… Και ούτε να ακούσει θέλει για το «κατοχικό δάνειο» το οποίο ποτέ δεν αποπλήρωσε…