Του Βασίλη Θεοφανόπουλου. Αναδημοσίευση από το anasyntaxi.gr
Η συμφωνία που καταλήχθηκε μεταξύ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και των κυβερνήσεων της ευρωζώνης, συνιστά πλήρη υπαναχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Η συμφωνία αυτή, αλλά και οι τοποθετήσεις των εκπροσώπων της κυβέρνησης σημαίνουν συνοπτικά:
– Εγκατάλειψη της θέσης για διαγραφή χρέους -έστω και μερικής- και αποδοχή του χαρακτηρισμού του ελληνικού χρέους ως «βιώσιμου».
– Πλήρη αποδοχή των δεσμεύσεων του μνημονίου κι επομένως οριστική απόσυρση οποιονδήποτε φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων είχε διακηρύξει η κυβέρνηση ότι ετοίμαζε, καθώς κάθε μέτρο με δημοσιονομικό κόστος πρέπει να έχει αντίστοιχα «ισοδύναμα μέτρα».
– Συνέχιση της μνημονιακής κόλασης για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.
Η κυβέρνηση εμφανίστηκε στις διαπραγματεύσεις να εκπροσωπεί το σύνολο του έθνους. Διαπραγματευόταν «για την Ελλάδα», όπως έλεγαν οι εκπρόσωποί της. Και πράγματι το σύνολο του έθνους είχε προσδοκίες από τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Μόνο που η κάθε τάξη είχε διαφορετικές επιδιώξεις. Η αστική τάξη επιδίωκε να αποφύγει μέτρα που θα συρρίκνωναν ακόμα περισσότερο την ενεργό ζήτηση, πλήττοντας την εσωτερική αγορά. Τέτοια ήταν τα μέτρα που περιγράφονταν στο διαβόητο e-mail Χαρδούβελη. Οι έλληνες κεφαλαιοκράτες αποκόμισαν κατά τη διάρκεια της μνημονιακής πενταετίας μια ιστορική νίκη απέναντι στην εργατική τάξη με το σάρωμα των εργατικών κατακτήσεων των προηγούμενων δεκαετιών και αυτήν τη νίκη τους θα επιδιώξουν να τη διατηρήσουν. Αυτή η νίκη τους ήταν το αντιστάθμισμα για τις αβαρίες που τους υπέβαλε ο διεθνής οικονομικός έλεγχος, ο οποίος με τα μέτρα που επέβαλε χτύπησε αλύπητα την εσωτερική αγορά και ενίσχυσε την υφεσιακή πορεία. Σήμερα επιδιώκουν μια «αναπτυξιακή ανάσα» ή όπως το έθεσε ο Τσίπρας λίγο «δημοσιονομικό χώρο». Η «αντιμνημονιακή» τους στάση μέχρι εκεί φτάνει. Επιδιώκουν μια καλύτερη συμφωνία για το χρέος, μικρότερο κόστος εξυπηρέτησής του και πιο ήπια μέτρα, χωρίς όμως να αμφισβητούν την ανάγκη αποπληρωμής του, χωρίς δηλαδή να ζητάνε κάποιου τύπου διαγραφή χρέους στρεφόμενοι ενάντια στην κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία.
Η εργατική τάξη από την άλλη μεριά στρέφεται ενάντια στο σύνολο του μνημονίου. Επιδιώκει την ανατροπή όλων των πλευρών του και προσδοκά αύξηση στο εισόδημά της, νέες θέσεις εργασίας, αυξημένη χρηματοδότηση για την υγεία, την παιδεία και το ασφαλιστικό σύστημα. Οι αντιμνημονιακές της επιδιώξεις πάνε πολύ πιο πέρα από αυτές των κεφαλαιοκρατών. Από την διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης προσδοκούσε κάτι πολύ περισσότερο από το σταμάτημα των μέτρων και από το «δημοσιονομικό χώρο» του Τσίπρα. Η υλοποίηση των προσδοκιών των εργαζόμενων τάξεων συνδέεται άμεσα με τη διαγραφή του χρέους, δηλαδή με την κατά μέτωπο επίθεση στην κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία.
Η κατάληξη της διαπραγμάτευσης ικανοποιεί τις επιδιώξεις των κεφαλαιοκρατών, αλλά όχι αυτές της εργατικής τάξης. Τα μέτρα που θα ενίσχυαν την ύφεση αποτρέπονται προσωρινά και ανοίγει η συζήτηση για μια ηπιότερη ρύθμιση στην αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Ταυτόχρονα, κλείνει ο δρόμος για τις επιδιώξεις των λαϊκών στρωμάτων, αφήνοντας ανεκπλήρωτες τις εργατικές προσδοκίες.
Η ελληνική αστική τάξη είναι ικανοποιημένη από την διαπραγμάτευση, η εργατική τάξη όχι. Η ικανοποίηση των αστών θα εκδηλωθεί με τη στήριξη των ΜΜΕ στην κυβέρνηση. Οι μεγαλοδημοσιογράφοι που στήριξαν τις μνημονιακές κυβερνήσεις από το 2010 μέχρι και σήμερα, θα επιχειρήσουν να πείσουν τα λαϊκά στρώματα ότι η συμφωνία είναι προς όφελός τους.
Το μεγάλο ερώτημα είναι σήμερα η αντίδραση των εργαζόμενων τάξεων σε αυτήν την εξέλιξη. Η αντίδραση αυτή θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από την τοποθέτηση των πολιτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα των δυνάμεων στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Αν οι δυνάμεις της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ αποδεχτούν αυτήν τη συμφωνία σπαταλάνε το πολιτικό τους κεφάλαιο κι εγκλωβίζονται σε μια κατάσταση από την οποία δεν θα μπορούν να ξεφύγουν. Οι δυνάμεις αυτές πρέπει να σταθούν απέναντι σε αυτήν τη συμφωνία με όλους τους δυνατούς τρόπους. Η ώρα της ρήξης είναι τώρα και οποιαδήποτε καθυστέρηση, απλά θα σημαίνει ότι η επόμενη μάχη θα δοθεί με πολύ χειρότερους όρους.