Της Κατερίνας Κλείτσα
Η μεγάλη νίκη του κινήματος «15now!» στο Σιάτλ, που ανάγκασε το δημοτικό συμβούλιο στις 2 του Ιούνη να ψηφίσει την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 15 δολάρια την ώρα στον ιδιωτικό τομέα (σχεδόν διπλασιάζοντας τον σε σχέση με ότι ίσχυε μέχρι τότε) εμφανίζει ήδη πολύ σημαντικό αντίκτυπο για τους εργαζόμενους, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και διεθνώς.[1]
Οι εργαζόμενοι αρχίζουν να βλέπουν ότι ένα καλά οργανωμένο, μαχητικό και αποφασιστικό κίνημα μπορεί να κερδίσει τα αιτήματά του. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί ελπίδες και προσδοκίες και θα ενθαρρύνει νέους αγώνες από κομμάτια της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Από την άλλη, οι εργοδότες των μεγάλων αλυσίδων έχουν θορυβηθεί βλέποντας αυτό που θεωρούν κίνδυνο μείωσης των κερδών τους λόγω των αυξήσεων στους μισθούς. Αλλά το ακόμα πιο ανησυχητικό για τους εργοδότες είναι το ενδεχόμενο να «ανοίξει η όρεξη» και άλλων κλάδων εργαζομένων, να αρχίσουν να διεκδικούν ακόμα περισσότερα ή ακόμα και να αμφισβητήσουν την κυριαρχία τους.
Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο «ενοχλητικά» για το πολιτικό κατεστημένο, από το γεγονός ότι μία γυναίκα, μετανάστρια και σοσιαλίστρια, η Κσάμα Σαγουάντ (μέλος της «Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής», αδελφής οργάνωσης του «Ξ») κατάφερε, μπαίνοντας μπροστά στον αγώνα για τα 15 $/ώρα, να εκλεγεί στο δημοτικό συμβούλιο του Σιάτλ τον περασμένο Νοέμβρη[2] και να παίξει ρόλο κλειδί στο χτίσιμο του κινήματος και την πρώτη του μεγάλη νίκη.
Οι εχθροί
Έτσι, ο πόλεμος ενάντια στο κίνημα, ξεκίνησε άμεσα μετά την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Μεγάλα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων πανεθνικής εμβέλειας, προσπάθησαν να αποδείξουν πόσο κακό θα κάνει στην οικονομία η εφαρμογή του μέτρου του κατώτατου μισθού στα 15 δολάρια την ώρα.
Το Forbes, ένα από τα πιο γνωστά παγκόσμια περιοδικά για την οικονομία, τις επιχειρήσεις και τον πλούτο, έγραψε σε άρθρο του ότι το Σιάτλ «αυτοτραυματίζεται» με την ψήφιση του νόμου, αφού όπως αναφέρει
«Η αύξηση αυτή θα καταστρέψει θέσεις εργασίας, ειδικά για τη νεολαία και θα χρεοκοπήσει μικρές επιχειρήσεις που έχουν μικρά περιθώρια κέρδους».[3]
Στο ίδιο μοτίβο, οι New York Times προειδοποιούν ότι
«Το Σιατλ θα αποχαιρετίσει πολλούς από τους ανειδίκευτους εργάτες του, ειδικά αυτούς που δουλεύουν στο λιανικό εμπόριο, την ψυχαγωγία και τον τουρισμό».[4]
Κάποιοι μάλιστα προχωράνε τον πόλεμο ακόμη παραπέρα. Η International Franchise Association (διεθνής ομοσπονδία εταιριών – αλυσίδων με έδρα την Ουάσινγκτον) σκοπεύει να μηνύσει(!!) το δήμο του Σιάτλ για την αύξηση του κατώτατου μισθού![5]
Η μήνυση θα γίνει στη λογική πως ο νόμος παράγει διακρίσεις, αφού ζητά από τους μικροεπιχειρηματίες να πληρώνουν αντίστοιχους μισθούς με τις μεγάλες αλυσίδες! Μάλιστα, η είδηση της μήνυσης συνοδεύτηκε από σχόλια περί «σταυροφορίας ενάντια στα 15 δολάρια την ώρα» από το περιοδικό Forbes. [6]
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι μεγαθήρια της ενημέρωσης και της οικονομίας, αυτοπροβάλλονται ξαφνικά σαν υπερασπιστές των φτωχών για να… απαιτήσουν τη μείωση των μισθών τους και να υπερασπιστούν τελικά την τάξη τους, τους πλούσιους!
Οι «σύμμαχοι»
Από την άλλη μεριά, οι πιέσεις που άσκησε το κίνημα για 15 δολάρια την ώρα, ανάγκασε ένα κομμάτι του κατεστημένου να υιοθετήσει (έστω και «κουτσουρεμένα») το αίτημα για αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ο δήμαρχος του Σιάτλ ήταν αυτός που έφερε το νόμο στο δημοτικό συμβούλιο, αν και συμπεριέλαβε σε αυτό μια σειρά «παραθυράκια» προς όφελος των επιχειρήσεων. Ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης ήδη μιλάει για αύξηση του κατώτατου μισθού σε πάνω από 10,1 δολάρια την ώρα για την πολιτεία του.
Παράλληλα, μία σειρά από ΜΜΕ διεθνώς μεταδίδουν τα νέα για την ψήφιση του νόμου με θετικό σχολιασμό. Κάποια από αυτά μάλιστα αναφέρουν και αναγνωρίζουν τον ρόλο που έπαιξε η συντρόφισσα Κσάμα στην ψήφισή του, ενώ κάποια άλλα αρκούνται στο να αποδίδουν τα εύσημα στο δήμαρχο του «Δημοκρατικού Κόμματος». Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός πως ΜΜΕ που βρίσκονται στα χέρια καπιταλιστών, αναγκάζονται να μιλήσουν υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων και να αναφερθούν σε μια σοσιαλίστρια εκπρόσωπο της εργατικής τάξης είναι μεγάλης σημασίας.
Ο Observer/Guardian για παράδειγμα αναφέρει:
«Αυτό δε μπορεί να συμβαίνει στις ΗΠΑ. Οι σοσιαλιστές υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι δεν κερδίζουν 93.000 ψήφους. Προτάσεις για αύξηση στον κατώτατο μισθό, που έχουν απορριφθεί ως αντιοικονομικές και καταστροφικές για τις θέσεις εργασίας από τους συντηρητικούς επιχειρηματίες δεν προχωράνε πολύ μακριά. Ωστόσο, μία εκστρατεία δύο χρόνων που στηρίχθηκε από τους χαμηλόμισθους και ειδικά αυτούς που δουλεύουν στα φαστ φουντ, ταρακούνησε το εκλογικό σώμα του Σιατλ».[7]
Οι πρωταγωνιστές
Η εκστρατεία για τα 15 δολάρια την ώρα δεν θα είχε κερδίσει στο Σιάτλ αν δεν είχε αγκαλιαστεί από την ίδια την κοινωνία, που βρήκε σε αυτήν τον πραγματικό εκφραστή των αναγκών της!
Ο σκληρός αγώνας των εργαζομένων, η επίπονη, μακρόχρονη εκστρατεία, αγκαλιάστηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία της πόλης, που βιώνει όλο και περισσότερο τη φτώχεια και την ανισότητα.
Νέα περίοδος
Μετά την πρώτη μεγάλη νίκη στο Σιάτλ, και χτίζοντας πάνω στην ενισχυμένη αυτοπεποίθηση και την πολιτική αφύπνιση που προξένησε σε σημαντικά στρώματα εργαζομένων, οι συνθήκες είναι πολύ πιο ευνοϊκές για να «ριζώσει» το κίνημα σε πολύ περισσότερες πολιτείες των ΗΠΑ. Το ίδιο ισχύει και για τη μόνη εναλλακτική πρόταση απέναντι στα κάθε λογής Forbes και το σύστημα που υπηρετούν – τις ιδέες του σοσιαλισμού.
Είναι σε αυτό το διπλό καθήκον που ρίχνουν όλες τους τις δυνάμεις οι σύντροφοι της «Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής».