Του Δημήτρη Πανταζόπουλου
Όλο το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι αποκαλύψεις για παρακολουθήσεις πολιτών αλλά ακόμα και βουλευτών από την ΕΥΠ και την αντιτρομοκρατική. Προφανώς το φαινόμενο δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα αφού την ίδια περίοδο και με αφορμή τις αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν άρχισε να ξετυλίγεται και το διεθνές κουβάρι παρακολουθήσεων και κατασκοπίας από τις αμερικάνικες και άλλες μυστικές υπηρεσίες. Όλα τα παραπάνω φυσικά απασχολούν τον κόσμο του κινήματος και της Αριστεράς που δικαιολογημένα αισθάνεται ότι τόσο η πολιτική του δράση όσο και η προσωπική του ζωή βρίσκεται συνεχώς κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του «μεγάλου αδερφού».
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι κρατικές υπηρεσίες παρακολουθούν πολίτες και πολιτικούς. Άλλωστε η ίδια η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) παραδέχτηκε σε πρόσφατη έκθεση της ότι παρακολουθούνται τα τηλέφωνα 50.000 περίπου κατοίκων της χώρας (1). Ποιοι είναι αυτοί και ποιοι τους παρακολουθούν όμως είναι κάτι στο οποίο δεν είναι εύκολη η απάντηση. Του λόγου το αληθές αποδεικνύεται άλλωστε από τον κυνισμό του ίδιου του υπουργού της δημόσιας τάξης Ν. Δένδια και του κυβερνητικού εκπροσώπου στην φράση του «όποιος έχει στοιχεία για παρακολουθήσεις, να πάει στον εισαγγελέα»! Τα κυβερνητικά στελέχη παραδέχονται εμμέσως πλην σαφώς ότι παρακολουθήσεις γίνονται αλλά ξέρουν πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν τα στοιχεία που το αποδεικνύουν – και τα οποία αυτοί κατέχουν και αποκρύβουν!
Από την άλλη, όλα τα στοιχεία των δημοσιογραφικών ερευνών σε σχέση με τις παρακολουθήσεις από ΕΥΠ και αντιτρομοκρατική φέρνουν στο φως αποκαλύψεις ότι εκτός από τις επίσημες υπηρεσίες ούτε λίγο ούτε πολύ όποιος θέλει μπορεί να παρακολουθεί όποιον θέλει αρκεί να διαθέτει τα χρήματα για να προμηθευτεί τον κατάλληλο εξοπλισμό.
Το ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι αποτελεί σχεδόν κοινό τόπο όλων ότι κυρίως στην ΕΥΠ αλλά και σε άλλες κρατικές υπηρεσίες υπάρχουν ομάδες που δρουν αυτόνομα εξυπηρετώντας είτε οικονομικά είτε πολιτικά συμφέροντα. Η ίδια η κυβέρνηση άλλωστε έμμεσα παραδέχτηκε αυτό το γεγονός αποπέμποντας τον επικεφαλής των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ λόγω της σχέσης του με την ηγεσία της Χρυσής Αυγής. Το γεγονός τέλος ότι δυο από τα περίφημα βαλιτσάκια της ΕΥΠ, όπως έχει γραφτεί σε διάφορα ρεπορτάζ χωρίς να διαψευστεί από την κυβέρνηση, αγνοούνται αποτελεί περαιτέρω επιβεβαίωση της δράσης «αυτόνομων» κέντρων στις κρατικές υπηρεσίες.
Η ερώτηση που δεν απαιτεί καμιά δυσκολία για να απαντηθεί είναι το «γιατί γίνονται οι παρακολουθήσεις». Κάποτε οι μυστικές υπηρεσίες υπήρχαν υποτίθεται για να προστατεύουν το κράτος από τους εξωτερικούς εχθρούς. Η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι ο εχθρός δεν είναι εκτός συνόρων, αλλά εντός.
Το ζήτημα των παρακολουθήσεων εντάσσεται στην πραγματικότητα σε ένα γενικότερο ζήτημα που αφορά την καταστολή, την καταπάτηση στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων και τον περιορισμό των ελευθεριών. Όλοι αυτοί βέβαια οι περιορισμοί αφορούν τα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας, το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι παρακολουθήσεις των κατοίκων της Χαλκιδικής που παλεύουν ενάντια στα μεταλλεία χρυσού στις Σκουριές.
Με αφορμή όλα αυτά, ένα κομμάτι της Αριστεράς σήμερα προσπαθεί να παρουσιάσει την κατάσταση που ζούμε σαν «χούντα» ή «φασισμό». Εδώ πρέπει να πούμε ότι όσο επικίνδυνα και αν είναι τα φαινόμενα που περιγράφουμε, δεν είναι ούτε χούντα ούτε φασισμός.
Θα μπορούσε κάποιος να μας πει πως ασχολούμαστε με λεπτομέρειες. Καθόλου. Γιατί αν αυτό που ζούμε σήμερα είναι χούντα και φασισμός, τότε γιατί να παλέψει κάποιος για να εμποδίσει και αποτρέψει τον πραγματικό φασισμό ή μια νέα στρατιωτική δικτατορία;
Αν σήμερα μπορούμε να μιλούμε και να γράφουμε γι’ αυτά, να καταγγέλλουμε και να αγωνιζόμαστε, να οργανώνουμε πολιτικές εκδηλώσεις, συναυλίες και φεστιβάλ, είτε υπέρ των Σκουριών, είτε ενάντια στους φασίστες, είναι ακριβώς γιατί δεν έχουμε χούντα και φασισμό! Έχει σημασία να μπορούμε να μιλάμε, έχει σημασία να μπορούμε να κινητοποιούμαστε και να οργανωνόμαστε! Έχει σημασία να παλεύουμε για τη διατήρηση αυτών δικαιωμάτων των όποιων δημοκρατικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και να τα αξιοποιούμε για το προχώρημα των αγώνων μας.
Αν έχουμε «χούντα και φασισμό» μέσα στα επόμενα χρόνια αυτό δεν θα αποτελεί τίποτε άλλο από την επισφράγιση συντριπτικών ηττών ενάντια στο εργατικό μαζικό κίνημα και την Αριστερά. Που θα μας βάλει στο γύψο για χρόνια προτού καταφέρουμε να τους ανατρέψουμε και να ξανακερδίσουμε δικαιώματα κι ελευθερίες, με αγώνες και αίμα. Ας αξιοποιήσουμε λοιπόν τις δυνατότητες που έχουμε σήμερα για να εμποδίσουμε μια τέτοια εξέλιξη, ανατρέποντας όλα αυτά και όλους αυτούς που μας καταδυναστεύουν.
_________________