Τα παρακάτω κείμενα αποτελούν απομαγνητοφώνηση των εισηγήσεων της Ελένης Μήτσου και της Ιωάννας Κουστολίδου στη συζήτηση με θέμα: «Από την Κλάρα Τσέτκιν, στην Ηλέκτρα Αποστόλου και την Ηρώ Κωσταντοπούλου και από το φεμινιστικό κίνημα του μεσοπολέμου στα καθήκοντα του φεμινιστικού κινήματος σήμερα». Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε στο 32ο κάμπινγκ Antinazizone – YRE στο Γύθειο, τη Δευτέρα 28 Ιουλίου.
Ελένη Μήτσου
Όταν σκεφτόμαστε τον αγώνα ενάντια στον φασισμό, ιδιαίτερα όταν σκεφτόμαστε την ιστορία αυτού του αγώνα από τη δεκαετία του 1920 μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, έχουμε κατά κανόνα την εικόνα ενός αγώνα που δόθηκε βασικά από τους άντρες και ότι οι γυναίκες έπαιζαν έναν ρόλο στην καλύτερη περίπτωση συμπληρωματικό.
Δεν ήταν όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα. Οι γυναίκες και το φεμινιστικό κίνημα της εποχής έπαιξαν κομβικό ρόλο κατ’ αρχήν στην κατανόηση του φασισμού, όταν εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1920 σαν ένα καινούριο φαινόμενο στην πολιτική σκηνή· έπαιξαν ρόλο στον ιδεολογικό αγώνα ενάντια στον φασισμό, όπως επίσης και στην οργανωμένη αντίσταση, τόσο πριν την επικράτηση του φασισμού όσο και μετά, συμμετέχοντας στα αντιστασιακά δίκτυα στις πόλεις, στα ένοπλα αντάρτικα, κοκ.
Ο φασισμός εμφανίζεται τη δεκαετία του 1920 στην Ιταλία, στη Γερμανία και σε άλλες χώρες, πάνω στα ερείπια του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Μέσα σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κρίσης, όχι μόνο για τις χώρες που βρέθηκαν από την πλευρά των ηττημένων, αλλά και για τις χώρες που βρέθηκαν από την πλευρά των νικητών, όπως ήταν η Ιταλία.
Σε αυτές τις συνθήκες δύο πολιτικά ρεύματα αναπτύσσονται με μεγάλη δυναμική. Από τη μια η Αριστερά και από την άλλη ο φασισμός.
Η Κλάρα Τσέτκιν ήταν η πρώτη που παρουσίασε με συστηματικό τρόπο τι είναι ο φασισμός και πως πρέπει να παλέψουμε εναντίον του. Ήταν Γερμανίδα επαναστάτρια, μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (τα ΚΚ τότε δεν έμοιαζαν με το σύγχρονο ΚΚΕ, ήταν κόμματα δημοκρατικά και πραγματικά επαναστατικά). Ήταν επίσης μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η Κομμουνιστική Διεθνής ήταν η Διεθνής Οργάνωση στην οποία ανήκαν τα ΚΚ, τα επαναστατικά κόμματα διεθνώς. Δημιουργήθηκε μετά τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, την πρώτη επανάσταση που έφερε τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα στην εξουσία, άρχισε να χτίζει μια κοινωνία σοσιαλιστική, αλλά δυστυχώς μετατράπηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και μετά σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς.
Η Κλάρα Τσέτκιν για τον φασισμό
Η Τσέτκιν παρουσίασε στην Κομμουνιστική Διεθνή την ανάλυση για τον φασισμό το 1923. Ήταν λίγους μήνες αφότου ο Μουσολίνι ανέβηκε στην εξουσία και 10 χρόνια πριν ανέβη ο Χίτλερ στην εξουσία.

Το 1923 ο Μουσολίνι δεν είχε ακόμα εδραιώσει φασιστική δικτατορία / φασιστικό καθεστώς. Όμως η Κλάρα Τσέτκιν κατάλαβε από την αρχή τη φύση του φασισμού και τον τεράστιο κίνδυνο που αποτελούσε.
Εξηγούσε ότι ο φασισμός δεν είναι ένα ακόμα αυταρχικό καθεστώς, δεν είναι απλά μια ακόμα αστική κυβέρνηση που χρησιμοποιεί άγρια καταστολή. Είναι ένα καινούριο φαινόμενο.
Αυτό δεν ήταν αυτονόητο. Μεγάλα κομμάτια της Αριστεράς ήταν μπερδεμένα σε σχέση με τον φασισμό. Η ρεφορμιστική Αριστερά της εποχής, δηλαδή η Αριστερά που δεν έβλεπε την επανάσταση σαν ένα άμεσο καθήκον, (οι ΣΥΡΙΖΑ θα λέγαμε της εποχής – όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015) σε αντίθεση με την Κλάρα Τσέτκιν, θεωρούσαν ότι ο φασισμός είναι απλά μια πιο έντονη αντίδραση της άρχουσας τάξης. Πίστευαν ότι οι φασίστες πρέπει να αγνοηθούν και ότι «δεν σε πειράζουν αν δεν τους πειράξεις». Η ιστορία απέδειξε πόσο τραγικά λαθεμένη ήταν αυτή η άποψη…
Η Κλάρα Τσέτκιν εξηγούσε λοιπόν από το 1923 ότι:
- Η βάση πάνω στην οποία αναπτύσσεται ο φασισμός είναι η οικονομική κρίση (όχι μόνο στις χώρες που ηττήθηκαν στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και στις χώρες που ήταν με την πλευρά των νικητών όπως η Ιταλία).
Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1920 δεν ήταν δυσβάσταχτη μόνο για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα· δεν ήταν μόνο αυτά τα στρώματα που οδηγήθηκαν μαζικά στην ανεργία και την πείνα. Η κρίση κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης, ένα κομμάτι της αστικής τάξης και ένα σημαντικό κομμάτι των διανοούμενων. Όλοι αυτοί βρέθηκαν ξαφνικά από την ασφάλεια μιας σχετικά άνετης, ή πολύ άνετης ζωής, στην ίδια κατάσταση με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Χωρίς σπίτι, χωρίς δουλειά, χωρίς τίποτα…
- Ο φασισμός εξηγούσε η Τσέτκιν έλκει κατά κύριο λόγο τα κατεστραμμένα μεσαία στρώματα, τους ξεπεσμένους διανοούμενους, που μέσα στην κρίση βρέθηκαν απότομα σε μια άλλη κοινωνική τάξη. Έλκει όμως βέβαια και ένα κομμάτι της εργατικής τάξης.
- Η Τσέτκιν εξηγεί επίσης ότι ο φασισμός παρουσιάζεται στον κόσμο με ψεύτικες υποσχέσεις και μ’ ένα ψεύτικο πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα που αθετεί από την πρώτη στιγμή που ανεβαίνει στην εξουσία.
Ο Μουσολίνι υποσχέθηκε να θεσπίσει το 8ωρο και τον βασικό μισθό. Ο νόμος που έφερε για το 8ωρο είχε τόσες εξαιρέσεις που ήταν κενό γράμμα. Την ίδια στιγμή οι εργαζόμενοι είδαν τους μισθούς τους να μειώνονται από 20 έως 50%.
Υποσχέθηκε συντάξεις για τους γέρους και τους ανάπηρους και επίδομα ανεργίας για τους ανέργους. Δεν έκανε τίποτε από αυτά.
Υποσχέθηκε οι εργαζόμενοι στα δημόσια εργοστάσια να συμμετέχουν στη διοίκηση τους και να ελέγχουν την παραγωγή. Δεν το έκανε ποτέ. Αντιθέτως ιδιωτικοποίησε πολλά από τα δημόσια εργοστάσια και επιχειρήσεις.
Ο φασισμός επίσης διακήρυττε ότι θα καταργήσει το μόνιμο στρατό, ότι θα περιόριζε τον στρατό στην άμυνα της χώρας και ότι η Ιταλία δεν θα εμπλεκόταν σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους – ξέρουμε όλοι πως πήγε αυτό…
- Ο φασισμός δεν υπόσχεται μόνο ψωμί στους πεινασμένους. Προσφέρει και, με μία έννοια, «όραμα». Προσφέρει ιδεολογία, υπόσχεται έναν νέο κόσμο, σε μια κοινωνία που λόγω του πολέμου και της οικονομικής κρίσης, ζει μέσα στην αβεβαιότητα, την απελπισία, έχει χάσει την πίστη του στους θεσμούς, δεν περιμένει τίποτα…
Έτσι ένα μεγάλο κομμάτι της μεσαίας τάξης, των διανοούμενων, αλλά και ένα κομμάτι των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων εμπνέεται από τα «ιδεώδη» και τα «ιδανικά» που διακηρύττει ο φασισμός. Τα ιδεώδη γύρω από το έθνος, τη φυλή, τις παραδοσιακές αξίες. Πιστεύει πώς αυτά μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη και την ασφάλεια και κινητοποιείται ενεργά υπέρ του φασισμού.
- Ο φασισμός διαφέρει από μια δικτατορία όχι μόνο στο ότι προσφέρει κάποιου είδους «όραμα» και ιδεολογία, στο ότι ταΐζει την ψυχή πέρα από το σώμα. Αλλά και στο ότι καταφέρνει να αναπτύξει κοινωνικές ρίζες και να γίνει κίνημα. Καταφέρνει να έχει ενεργή υποστήριξη κομματιών της κοινωνίας, σε αντίθεση π.χ. με μια στρατιωτική δικτατορία που είναι υπόθεση μια περιορισμένης ομάδας ανθρώπων που ελέγχουν τον στρατό.
- Από τα κομμάτια της κοινωνίας που τα στηρίζουν, τα φασιστικά κόμματα δημιουργούν ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες. Στην Ιταλία ο Μουσολίνι έφτιαξε τους Μελανοχίτωνες (ένοπλες συμμορίες με χαρακτηριστικό γνώρισμα τα μαύρα πουκάμισα που φορούσαν), ο Χίτλερ έφτιαξε τα SA (Ομάδες Κρούσης) που οργάνωναν δολοφονικές επιθέσεις ενάντια στους πολιτικούς τους αντιπάλους, κατά βάση ενάντια στην Αριστερά, στους χώρους εργασίας, στα συνδικάτα, στα πολιτικά γραφεία, κοκ.
Οι φασιστικές παραστρατιωτικές ομάδες σπέρνουν τον τρόμο και παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση του φασισμού. Ψέματα και βία. Όσους ο φασισμός δεν πείθει με τα ψέματα τους καταστέλλει με τη βία.
Στην Ιταλία οι Μελανοχίτωνες ήταν πριν το 1923 γύρω στις 200.000. Μετά την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία έγιναν κομμάτι του κρατικού μηχανισμού, των δυνάμεων καταστολής. Έπαιρναν μισθό για να κάνουν δολοφονικές επιθέσεις και να τρομοκρατούν και έφτασαν τις 500.000.
Στην Ελλάδα των 11 εκατομμυρίων αυτοί οι αριθμοί θα αντιστοιχούσαν σε 50.000-82.000 οπλισμένους φασίστες στον δρόμο! Για να συνειδητοποιήσουμε τι σημαίνουν αυτοί οι αριθμοί ας θυμηθούμε τη δράση της Χρυσής Αυγής με τα μερικές εκατοντάδες μέλη που είχε οργανώσει σε ένοπλες ομάδες κρούσης. Επιθέσεις σε χώρους της Αριστεράς και της Αναρχίας, δολοφονικές επιθέσεις σε μετανάστες και συνδικαλιστές, περιοχές άβατα και οι δολοφονίες του Σαχζάτ Λουκμάν και του Παύλου Φύσσα.
- Η Τσέτκιν εξηγεί επίσης ότι ο φασισμός δεν επιδιώκει απλά να ελέγξει τις δομές του κράτους όπου βρίσκεται στην εξουσία. Δεν κρατάει δηλαδή τον κρατικό μηχανισμό και τους βασικούς θεσμούς όπως είναι, βάζοντας δικούς του ανθρώπους επικεφαλής. Συγχωνεύει το κράτος με το κόμμα, ενσωματώνει όλους τους θεσμούς (σχολεία, δικαιοσύνη, συνδικάτα κοκ) στο κόμμα-κράτος, δημιουργεί ένα φασιστικό κράτος.
- Στη ναζιστική Γερμανία τα παιδιά ξεκινούσαν τη σχολική ημέρα με χαιρετισμό στον Χίτλερ (Heil Hitler) και μάθαιναν πως είναι ο σωτήρας της Γερμανίας. Στην Ελλάδα, όσο και να έχει αυταρχικοποιηθεί η πολιτική ζωή, είμαστε πάρα πολύ μακριά από το να ξεκινάνε στα σχολεία με χαιρετισμό στον Μητσοτάκη, το ίδιο και στις ΗΠΑ, κλπ. Οι αυταρχικές διακυβερνήσεις, η Ακροδεξιά, κοκ, δεν είναι το ίδιο με τον φασισμό.
- Ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ ενσωμάτωσαν τις παραστρατιωτικές τους οργανώσεις, τα «Μαύρα Πουκάμισα» και τα SA (τάγματα εφόδου) στον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό. Έδωσαν στους επαγγελματίες τραμπούκους δολοφόνους θεσμικό ρόλο και κρατική εξουσία.
- Κατάργησαν τα συνδικάτα και δημιούργησαν επαγγελματικές ενώσεις όπου συμμετείχαν υποχρεωτικά εργαζόμενοι και εργοδότες μαζί. Ο φασισμός προσπαθεί να διαφθείρει τη συνείδηση των εργαζομένων, έλεγε η Κλάρα Τσέτκιν. Να διαμορφώσει δηλαδή τη συνείδηση ότι οι ταξικές διαφορές είναι ασήμαντες, πως εργοδότες και εργαζόμενοι μπορούν να έχουν και έχουν τα ίδια συμφέροντα και πως θα το καταλάβουν όταν και οι δυο βάλουν πιο ψηλά από τα δικά τους συμφέροντα το συμφέρον του έθνους. Στην πράξη βέβαια οι επαγγελματικές ενώσεις του Μουσολίνι εξυπηρετούσαν πάντα τα συμφέροντα των εργοδοτών…
Το φεμινιστικό κίνημα του μεσοπολέμου
Η δεκαετία του 1920 είναι ταυτόχρονα μια δεκαετία που οι γυναίκες έχουν μπει στον αγώνα για δικαιώματα και ισότητα. Είναι η περίοδος του πρώτου φεμινιστικού κύματος, όπως λέγεται, που ξεκίνησε γύρω στο 1850 και «έκλεισε τον κύκλο του» το 1930, όταν επικράτησε ο φασισμός.
Το φεμινιστικό κίνημα τότε δεν ήταν ενιαίο, όπως δεν είναι και σήμερα. Οι φεμινίστριες γυναίκες των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων είναι οργανωμένες σε φεμινιστικές οργανώσεις που διεκδικούν βασικά το δικαίωμα στην ψήφο, πρόσβαση στην εκπαίδευση και το δικαίωμα να έχουν ιδιοκτησία. Οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων είναι οργανωμένες στα κόμματα της Αριστεράς και στις γυναικείες οργανώσεις που είχαν δημιουργήσει τα κόμματα της Αριστεράς. Διεκδικούσαν όχι μόνο το δικαίωμα στην ψήφο, πρόσβαση στην εκπαίδευση κ.α., αλλά ισότητα στις αμοιβές ως εργαζόμενες, δωρεάν βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς για τα παιδιά τους, κοινωνικοποίηση της φροντίδας συνολικά για τα παιδιά, τους ηλικιωμένους κ.α. Εξηγούσαν ότι για να είναι η γυναίκα ισότιμη με τον άντρα, να μπορεί να συμμετέχει στην πολιτική, κοινωνική, κλπ ζωή, πρέπει να απαλλαγεί από το βάρος του νοικοκυριού και αυτό το βάρος πρέπει να γίνει ευθύνη του κράτους. Μιλάμε πάντα για τις βασικές τάσεις στο φεμινιστικό κίνημα και όχι για απόλυτες γραμμές.
Ο αγώνας των γυναικών για ισότητα προκαλούσε φυσικά αντιδράσεις στα πιο συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας και ο φασισμός χρησιμοποίησε αυτά τα αντιδραστικά αισθήματα. Μιλούσε για τη «σύγχυση των φύλων» και τη «θηλυκοποίηση» της κοινωνίας – ότι η κοινωνία γινόταν δήθεν «μαλθακή», «ευαίσθητη», «ηθικά ασταθής», λόγω της αυξανόμενης παρουσίας και επιρροής των γυναικών. Η «μαλθακότητα», η «ευαισθησία», η «ηθική αστάθεια» θεωρούνταν βέβαια χαρακτηριστικά των γυναικών. Ο Μουσολίνι και οι Ιταλοί διανοούμενοι του φασισμού διακήρυτταν την ανάγκη «επαναρρενοποίησης» του κράτους και αποκατάστασης της «φυσικής τάξης» μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Πριν την άνοδο του στην εξουσία, ο Μουσολίνι προσπαθώντας να κερδίσει την υποστήριξη των γυναικών και να δώσει την εντύπωση ότι δεν είναι μόνο η Αριστερά που στηρίζει τα δικαιώματα τους, υποσχέθηκε να δώσει το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Δεν το έκανε βέβαια ποτέ.
Αυτό, όπως και τα προηγούμενα παραδείγματα πρέπει να τα κρατήσουμε για το σήμερα, όταν κάνουμε συζητήσεις και εκστρατείες στην κοινωνία για τον φασισμό, αλλά και για την Ακροδεξιά. Ο φασισμός πριν ανέβει στην εξουσία παρουσιάζει ένα πρόγραμμα ψεύτικο, γεμάτο αντιφάσεις – και δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Το πραγματικό του πρόσωπο το δείχνει μετά.
Ο φασισμός στην Ιταλία, ο ναζισμός στην Γερμανία, επιτέθηκαν με λύσσα στο φεμινιστικό κίνημα της εποχής και στα δικαιώματα που είχαν κατακτήσει μέχρι τότε οι γυναίκες.
Στην Γερμανία ο Χίτλερ κήρυξε τις φεμινιστικές οργανώσεις παράνομες. Οι Ναζί δημιούργησαν την NS-Frauenschaft (Εθνικοσοσιαλιστική Γυναικεία Ένωση) και την Deutsches Frauenwerk (Γερμανική Γυναικεία Οργάνωση) μέσω των οποίων προπαγάνδιζαν ότι η θέση των γυναικών είναι στα 3 Κ: Kinder, Küche, Kirche· δηλαδή Παιδιά, Κουζίνα, Εκκλησία.
Μεταξύ άλλων:
- Οι γυναίκες απολύθηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση από τον δημόσιο τομέα και τα δικαστήρια και εκδιώχθηκαν από την πολιτική και τα πανεπιστήμια.
- Στα πανεπιστήμια μπήκε πλαφόν στη συμμετοχή των γυναικών. Μπορούσαν να είναι μόνο το 10% των φοιτητών, καθώς σύμφωνα με τα φασιστικά και τα ναζιστικά ιδεώδη η ανώτερη εκπαίδευση δεν αρμόζει στον «φυσικό ρόλο» της γυναίκας.
- Απαγορεύτηκαν οι αμβλώσεις και η αντισύλληψη, κ.α.
Τα ίδια είχαν γίνει 10 χρόνια νωρίτερα στη φασιστική Ιταλία, όπου επιπλέον προβλεπόταν από τον νόμο τιμωρία για τις γυναίκες «με αντρική συμπεριφορά».
Το φασιστικό κράτος του Μουσολίνι έβαλε υπό τον έλεγχό του ακόμα και τον θηλασμό. Στη φασιστική Ιταλία δόθηκαν εργοστασιακού τύπου οδηγίες για το πόσο φαγητό πρέπει να τρώει μια γυναίκα ανάλογα με το βάρος, το ύψος της, κλπ, για να παράξει υποτίθεται την ποσότητα του γάλακτος που χρειαζόταν το βρέφος. Τα βρέφη έπρεπε να θηλάζουν σε συγκεκριμένες ώρες, ανεξάρτητα από το αν πεινούσαν ή όχι και έπρεπε να ζυγίζονται πριν και μετά τον θηλασμό για να διαπιστωθεί αν έλαβαν την σωστή ποσότητα γάλακτος.
Και βέβαια στη ναζιστική Γερμανία οι κομμουνίστριες, οι σοσιαλίστριες, οι συνδικαλίστριες (που ήταν ο κορμός του αριστερού φεμινιστικού κινήματος) και όλες οι γυναίκες που είχαν αντιστασιακή δράση στέλνονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η Κλάρα Τσέτκιν και φεμινιστικές οργανώσεις που σχετιζόταν με την επαναστατική Αριστερά (όχι όλες) είχαν καταλάβει από νωρίς τι θα σήμαινε ο φασισμός για τις γυναίκες και την εργατική τάξη συνολικά. Δεν το είχε καταλάβει όμως το σύνολο του φεμινιστικού κινήματος. Τόσο μια σειρά εθνικές, όσο και διεθνείς φεμινιστικές οργανώσεις, αρχικά υποτίμησαν τον φασισμό.
Υπήρξαν ακόμα και φεμινίστριες που προσχώρησαν στον φασισμό. Τα φασιστικά κόμματα είχαν στο πρόγραμμά τους την υποστήριξη της μητρότητας, μεταξύ άλλων με επιδόματα, φοροελαφρύνσεις, κλπ για τη γέννηση παιδιών. Ταυτόχρονα προωθούσαν τη λατρεία και ιδεολογικοποίηση της μητρότητας. Έβαζαν τη γυναίκα στο κέντρο της ιδεολογίας τους ως αυτήν που θα παρήγαγε το «καθαρό έθνος» που οραματίζονταν. Αυτά ήταν ελκυστικά για ένα κομμάτι των γυναικών και του φεμινιστικού κινήματος που, όπως ειπώθηκε, προσχώρησε στον φασισμό.
Όπως ειπώθηκε και πριν, υπήρχαν διεθνείς φεμινιστικές οργανώσεις που δεν αντιπαρατέθηκαν με τον φασισμό και δεν καταδίκασαν την αντιφεμινιστική και μισογύνικη ιδεολογία και πολιτική του. Αρχικά τον υποτίμησαν και στη συνέχεια σώπασαν από τον φόβο.
Άλλες (όπως η International Council of Women και η International Woman Suffrage Alliance) μιλούσαν ενάντια στον μιλιταρισμό και υπέρ της ειρήνης, χωρίς και πάλι να πιάνουν την αντιφεμινιστική ιδεολογία και πολιτική του φασισμού.
Ήταν οι αστικές φεμινιστικές οργανώσεις των γυναικών των πιο πλούσιων και μεσαίων στρωμάτων – αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν γυναίκες από αυτά τα στρώματα που αντιτάχθηκαν στον φασισμό. Μιλάμε για τις κυρίαρχες τάσεις.
Υπήρχαν όμως και οι φεμινίστριες και οι φεμινιστικές οργανώσεις που έδωσαν με συνέπεια τη μάχη σε όλα τα επίπεδα. Ήταν αυτές που ήταν οργανωμένες στην Αριστερά, ή με κορμό την Αριστερά.
Στο ιδεολογικό επίπεδο συνδύασαν τον αντιφασιστικό αγώνα με τη γυναικεία χειραφέτηση. Σε πρακτικό επίπεδο εξέδιδαν προκηρύξεις και φυλλάδια, δημιούργησαν δίκτυα φυγάδευσης και υποστήριξης διωκόμενων από τα φασιστικά καθεστώτα, έκαναν κατασκοπία, σαμποτάζ και συμμετείχαν στον ένοπλο αγώνα κατά κύριο λόγο σε μεικτά τάγματα, αλλά υπήρξαν και κάποια αμιγώς γυναικεία τάγματα.
Η επικράτηση του φασισμού στην Ευρώπη συνέθλιψε το φεμινιστικό κίνημα και τις μέχρι τότε κατακτήσεις των γυναικών. Όμως η συμμετοχή των γυναικών στην αντίσταση έπαιξε καθοριστικό ρόλο όχι μόνο για την τελική ήττα του φασισμού -αυτό δεν πρέπει να το προσπεράσουμε, οι γυναίκες έπαιξαν κομβικό ρόλο στην ήττα του φασισμού- αλλά και για τα δικαιώματα και τη χειραφέτηση των γυναικών.
Οι γυναίκες που είχαν στήσει αντιστασιακά δίκτυα, που είχαν βάλει σε κίνδυνο τη ζωή τους οργανώνοντας σαμποτάζ, που είχαν πάρει μέρος στο ένοπλο αντάρτικο, κοκ, αμφισβήτησαν στην πράξη και με τον πιο δυνατό τρόπο τον παραδοσιακό ρόλο των γυναικών (το να είναι δηλαδή στο σπίτι, με τα παιδιά κλπ) και τις αντιλήψεις για την ευθραυστότητα, αδυναμία, δειλία, κλπ των γυναικών.

Υπήρχαν στρώματα της κοινωνίας που έβλεπαν πια τις γυναίκες με άλλο μάτι. Αλλά το πιο σημαντικό είναι πως οι ίδιες οι γυναίκες που συμμετείχαν στον αντιφασιστικό αγώνα είδαν τον εαυτό τους με άλλο μάτι. Απέκτησαν (πιο οξυμένη) πολιτική συνείδηση, δυνάμωσαν, δεν μπορούσαν να περιοριστούν πια στους παραδοσιακούς ρόλους.
Αυτές οι γυναίκες αποτέλεσαν τη βάση για το επόμενο μεγάλο κύμα διεκδικήσεων των γυναικών, το δεύτερο φεμινιστικό κύμα της δεκαετίας του ‘60.
Μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας, έγραψε και μερικές από τις πιο ηρωικές σελίδες της ανθρωπότητας, γεμάτες αυτοθυσία (από άντρες και γυναίκες), ενώ ήταν ταυτόχρονα και μια καμπή για την χειραφέτηση των γυναικών.
Πώς παλεύουμε ενάντια στον φασισμό
Όπως και τις δεκαετίες του 1920, του 1930 και του 1940, έτσι και σήμερα ο αντιφασιστικός και ο φεμινιστικός αγώνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Και οι γυναίκες μπορούν, πρέπει και είναι ισότιμα μέλη σε αυτόν αγώνα. Από την πολιτική ανάλυση μέχρι την περιφρούρηση των αντιφασιστικών συγκεντρώσεων. Δεν νοείται οι γυναίκες το ‘30 και το ’40 να έχουν πάρει μέρος στον ένοπλο αγώνα και σήμερα να συζητάμε αν μπορούν να συμμετέχουν στην περιφρούρηση πορειών και εκδηλώσεων.
Την ίδια στιγμή και οι δυο αγώνες πρέπει να συνδέονται με την ανατροπή του συστήματος που γεννά και αναπαράγει όλες τις καταπιέσεις (των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙΑ, καταπιέσεις στη βάση του χρώματος, της φυλής, κοκ) και που όταν κινδυνεύει η ίδια του η ύπαρξη, γεννά τον φασισμό.
Ο φασισμός γεννήθηκε σε μια εποχή οικονομικής κρίσης, αλλά δεν ήταν μόνο αυτός ο καθοριστικός παράγοντας. Η ρωσική επανάσταση του 1917 είχε δώσει μια τεράστια ώθηση στον εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Στη Γερμανία το ΚΚ τη δεκαετία του 1920 είχε 50.000 μέλη. Μέχρι το 1930 είχε φτάσει τα 300.000. Στην Ιταλία το ΚΚ είχε επίσης 20.000 μέλη το 1920 και ραγδαία ανάπτυξη, αλλά καθώς ο φασισμός ανέβηκε πιο νωρίς στην εξουσία δεν μπόρεσε να φτάσει τους αριθμούς της Γερμανίας. Και βέβαια όλοι καταλαβαίνουμε ότι αν αυτοί ήταν οι αριθμοί των οργανωμένων στα ΚΚ μελών, η απήχηση αυτών των κομμάτων στην κοινωνία μετριούνταν σε εκατομμύρια.
Στη Γερμανία τo KK και η Σοσιαλδημοκρατία είχαν μαζί περισσότερους ψήφους από τον Χίλτερ. Αν στις εκλογές του 1932 είχαν προχωρήσει σε εκλογική συνεργασία, ο Χίτλερ δεν θα κατάφερνε να ανέβει (λίγους μήνες αργότερα και αρχικά μέσω εκλογών) στην εξουσία.
Η αστική τάξη της δεκαετίας του 1920 και του 1930 έτρεμε την άνοδο της Αριστεράς, φοβόταν μια επανάσταση σαν την Ρωσική και έτσι έδωσε τη στήριξη της στον φασισμό – παρότι δεν ήταν πλήρως κάτω από τον έλεγχό της.
Ο φασισμός ήταν όπως εξηγεί η Τσέτκιν, αλλά και άλλοι επαναστάτες όπως ο Τρότσκι, ο μόνος τρόπος που είχε η αστική τάξη για να καταστείλει την εργατική τάξη και την Αριστερά, να διατηρήσει την κυριαρχία της και σε μια περίοδο κρίσης, να χτυπήσει τα δικαιώματα και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων όσο χρειαζόταν για να μπορεί να βγάζει κέρδη.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια περίοδο ανόδου της Ακροδεξιάς και επανεμφάνισης φασιστικών μορφωμάτων με μικρές προς το παρόν ομάδες κρούσης στον δρόμο, στην Ελλάδα και διεθνώς. Η Ακροδεξιά δεν είναι το ίδιο πράγμα με τον φασισμό, όμως είναι πολύ συγγενικά ρεύματα που θρέφει και δυναμώνει το ένα το άλλο. Και είναι σημαντικό να συζητήσουμε το πως παλεύουμε εναντίον τους. Εξάλλου, συζητήσεις όπως τη σημερινή δεν τις κάνουμε για λόγους ιστορικού ενδιαφέροντος –υπάρχει σε κάποιους και αυτό– αλλά για να βγάλουμε συμπεράσματα για το σήμερα.
Στην ομιλία της το 1923 στην Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς η Κλάρα Τσέτκιν έλεγε:
«Η χειρότερη επιλογή που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να επιτρέψουμε στην ιστορική μας κατανόηση του φασισμού να μας οδηγήσει σε αδράνεια, σε αναμονή ή σε αναβολή της ανάγκης να οπλιστούμε και να αγωνιστούμε ενάντια στον φασισμό».
Εξηγούσε ότι πρέπει να απαντήσουμε στον φασισμό κατ’ αρχήν ιδεολογικά. Να κερδίσουμε τα στρώματα στα οποία απευθύνεται ο φασισμός στις ιδέες μας, ή αν δεν το καταφέρουμε αυτό, τουλάχιστον να τα ουδετεροποιήσουμε έτσι ώστε να μην ενισχύσουν το στρατόπεδο του φασισμού. Και για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να τους δώσουμε να καταλάβουν το πραγματικό πρόσωπο του φασισμού, το ψεύτικο πρόγραμμα, την ακραία βία και το γεγονός ότι δεν μπορεί να λύσει κανένα από τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
Εξηγούσε επίσης ότι πρέπει να πάμε στον κόσμο με τις θέσεις μας, με το πρόγραμμά μας, αλλά και με το δικό μας όραμα για την ανατροπή του καπιταλισμού και το χτίσιμο μια κοινωνίας χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση, μιας κοινωνίας σοσιαλιστικής.
Η Τσέτκιν μπήκε, σ’ έναν βαθμό, στη λεπτομέρεια της δουλειάς που πρέπει να γίνει. Ότι πρέπει να αναπτύξουμε ειδικά φυλλάδια, και μπροσούρες κλπ, πρώτα και κύρια για τα εργατικα στρώματα, αλλά επίσης και για τα στρώματα που έλκονται πιο πολύ από τον φασισμό. Ειδικά φυλλάδια και μπροσούρες για κάθε κλάδο – τους μικρομαγαζάτορες, τους δημόσιους υπαλλήλους, τους αγρότες, τους διανοούμενους, κοκ.
Η μάχη όμως δεν περιοριζόταν μόνο στο ιδεολογικό επίπεδο. Τα εργατικά στρώματα και η Αριστερά είχαν να αντιμετωπίσουν τις δολοφονικές επιθέσεις φασιστών. Τόσο η Τσέτκιν το 1923 όσο και ο Τρότσκι τη δεκαετία του 1930, όταν ο φασισμός γιγαντωνόταν στην Γερμανία, εξηγούσαν πως πρέπει να συγκροτηθούν αντιφασιστικές επιτροπές άμυνας.
Σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε γειτονιά, έπρεπε να φτιαχτούν επιτροπές άμυνας γιατί απειλούνταν η σωματική ακεραιότητα και οι ζωές των αριστερών, των αναρχικών και όλων όσων ήταν ενάντια ή αμφισβητούσαν τον φασισμό. Και οι επιτροπές αυτές έλεγαν η Τσέτκιν και ο Τρότσκι, πρέπει να ξεπερνάνε τις κομματικές γραμμές, πρέπει να συμπεριλαμβάνουν το σύνολο της Αριστεράς και ακόμα παραπέρα – στο επίπεδο της άμυνας από τη φασιστική βία οι επιτροπές πρέπει να περιλαμβάνουν όλους/ες όσους/ες είναι ενάντια στον φασισμό, ανεξαρτήτως κομματικής / πολιτικής τοποθέτησης.
Συνεργασία της Αριστεράς χρειάζεται όμως και σε πολιτικό επίπεδο. Η Κλάρα Τσέτκιν το 1923 υπερασπιζόταν τη γραμμή του «ενιαίου εργατικού μετώπου», την οποία είχε επεξεργαστεί η ΚΔ από το 1921. Το ίδιο έκανε και ο Τρότσκι τη δεκαετία του 1930.
Σύμφωνα με την τακτική του «ενιαίου εργατικού μετώπου», η επαναστατική Αριστερά πρέπει να διατηρεί την ανεξαρτησία της, το πολιτικό της πρόγραμμα, την εφημερίδα και τις ανακοινώσεις της, τις δομές της, κοκ, όπως και το δικαίωμα της να ασκεί κριτική απέναντι στην υπόλοιπη Αριστερά. Όμως απέναντι στον φασισμό πρέπει να διαμορφώνεται ένα κοινό μέτωπο με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς, στον δρόμο, συνδικαλιστικά, τοπικά, ακόμα και εκλογικά (με την έννοια των εκλογικών συνεργασιών – όχι των ενιαίων κομμάτων).
Στην Ιταλία η ηγεσία του ΚΚ δεν το καταλάβαινε αυτό στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ο Αμαντέο Μπορντίγκα (γραμματέας του ΚΚΙ) θεωρούσε ότι η επαναστατική Αριστερά δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με τη ρεφορμιστική Αριστερά της εποχής, με τη σοσιαλδημοκρατία. Αυτό έπαιξε ρόλο στο να ανοίξει ο δρόμος για τον φασισμό.
Στην Γερμανία το 1932 το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ήταν δεύτερο σε ψήφους και το ΚΚ τρίτο. Αν έκαναν μια εκλογική συνεργασία – όχι κοινό κόμμα – ο Χίτλερ δεν θα μπορούσε να κερδίσει λίγους μήνες αργότερα τις εκλογές. Και αν συνεργαζόταν «στον δρόμο» θα μπορούσαν να αμυνθούν πολύ πιο αποτελεσματικά απέναντι στις φασιστικές συμμορίες.
Η άνοδος του φασισμού δεν είναι αναπόφευκτη. Ναι, γεννιέται από το σύστημα σε συνθήκες οικονομικής πολιτικής κρίσης, στηρίζεται από το σύστημα όταν αυτό δεν έχει άλλο μέσο για να επιβιώσει. Αν θα καταφέρει όμως να ανέβει στην εξουσία εξαρτάται από εμάς. Από το αν θα ακολουθήσουμε τη σωστή τακτική (το ενιαίο εργατικό μέτωπο) και βέβαια αν θα έχουμε το σωστό πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα που θα συγκρούεται με τις πολιτικές και το σύστημα που γεννά τον φασισμό και θα οδηγεί στην ανατροπή του.
Ιωάννα Κουστολίδου
Καλησπέρα, εγώ θα μιλήσω για το θέμα των γυναικών την περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και της κατοχής.
Οι γυναίκες στην Ελλάδα την περίοδο πριν τον πόλεμο είχαν πολύ λίγες προσωπικές ελευθερίες σε μια κοινωνία βαθιά επηρεασμένη από τις παραδόσεις και την εκκλησία, συνεπώς ο ρόλος των γυναικών περιορίζονταν εκείνη την περίοδο σε αυτόν της μητέρας και νοικοκυράς. Το φεμινιστικό κίνημα, σαν διακριτό κίνημα, δεν ήταν μαζικό όπως σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Οι φεμινιστικές οργανώσεις, στις οποίες συμμετείχαν γυναίκες των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων ήταν μικρές. Διεκδικούσαν όπως και οι αντίστοιχες στην Ευρώπη το δικαίωμα να ψηφίζουν, να σπουδάζουν και να εργάζονται, αλλά δεν ασχολούνταν πραγματικά με τη χειραφέτηση των γυναικών των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, τι σήμαινε δηλαδή χειραφέτηση γι’ αυτά τα στρώματα, ποιες θα έπρεπε να είναι οι διεκδικήσεις τους, κοκ.
Η ισότητα ανδρών και γυναικών υπήρχε ωστόσο στο πρόγραμμα του ΚΚΕ από τη δεκαετία του 1920 και εκεί έμπαινε το αίτημα της καθολικής ψήφου ανδρών και γυναικών (όχι ψήφος μόνο για τις γυναίκες των ανώτερων στρωμάτων), της πρόσβασης στην εκπαίδευση αλλά και των ίσων αμοιβών αντρών και γυναικών κ.α.
Την ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα την ανακόπτει η δικτατορία του Μεταξά, που ενισχύει τα πατριαρχικά και εθνικιστικά πρότυπα για τις γυναίκες – τον ρόλο δηλαδή της μητέρας και νοικοκυράς.
Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος όμως, την ίδια στιγμή που ισοπεδώνει όλες τις ελευθερίες και τα δικαιώματα, βγάζει τις γυναίκες στον αγώνα και αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο για τη χειραφέτησή τους, τόσο κατά τη διάρκεια του αγώνα ενάντια στην κατοχή, όσο και μετά.
Οι πρώτες αντιδράσεις στην κατοχή και την οικονομική εξαθλίωση ξεκίνησαν με τη δημιουργία μορφών αυτό-οργάνωσης από τους αγρότες και τη συγκρότηση μικρών ένοπλων ομάδων ανταρτών. Έπειτα, τον Σεπτέμβρη του 1941 ιδρύθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και με αυτό η αντίσταση άρχισε να οργανώνεται και κεντρικά, σημειώνοντας πρωτοφανή ανάπτυξη. Το Φεβρουάριο του 1942 η κεντρική επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε την ίδρυση ένοπλων ανταρτικών σωμάτων, στα οποία δόθηκε η ονομασία Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ). Οι γυναίκες συμμετέχουν μαζικά στην αντίσταση και πολλές από αυτές εντάσσονται και στα ένοπλα αντάρτικα σώματα.
Η εικόνα που έχουμε από τα βιβλία ιστορίας του σχολείου αλλά και από τα ΜΜΕ για τον ρόλο των γυναικών στην αντίσταση, είναι ότι ήταν δευτερεύουσες, ότι είχαν βοηθητικό ρόλο, έπλεκαν κάλτσες για τους αντάρτες κλπ., και ότι υπήρχαν κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις γυναικών που συμμετείχαν μαζί με τους άντρες στη δράση. Η πραγματικότητα όμως διαφέρει πολύ από αυτή την εικόνα.
Οι γυναίκες αρχικά αντικατέστησαν τους άντρες που έλειπαν στο μέτωπο, το αντάρτικο ή τις φυλακές, κρατώντας ενεργή την παραγωγή: κουβαλώντας δηλαδή πολεμοφόδια και τραυματίες, αναλαμβάνοντας τις αγροτικές δουλειές και τα εργοστάσια.
Τον χειμώνα του 1941-42 οι γυναίκες οργάνωναν τις τράπεζες τροφίμων και τα συσσίτια σε πολλές πόλεις, σώζοντας χιλιάδες ανθρώπους από την λιμοκτονία. Για παράδειγμα στην Ευρυτανία, με πρωτοβουλία της Ναυσικάς Φλέγγα δημιουργείται επιτροπή από επτά γυναίκες οι οποίες ξεκινούν να σιτίζουν παιδιά και ηλικιωμένους ανεβάζοντας θεατρικές παραστάσεις, όπου αντί για χρήματα το εισιτήριο ήταν καλαμπόκι και φασόλια.
Οι γυναίκες δημιούργησαν επίσης παιδικούς σταθμούς οι οποίοι περιέθαλψαν περισσότερα από 12.000 παιδιά στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Στη συνέχεια πολλές γυναίκες εντάχθηκαν στην Εθνική Αλληλεγγύη, η οποία ήταν οργάνωση κοινωνικής πρόνοιας του ΕΑΜ, και στην ΕΠΟΝ. Όταν δημιουργήθηκε η ΕΠΟΝ προσέλκυσε χιλιάδες νέους και νέες. Η ανταπόκριση των νέων γυναικών, αν σκεφτούμε για ποια εποχή μιλάμε, ήταν συγκλονιστική, γιατί οι γυναίκες έφτασαν να αποτελούν το 50% της ΕΠΟΝ. Μια από τις πιο γνωστές ΕΠΟνίτισες ήταν η Ηρώ Κωσταντοπούλου. Μπήκε στην ΕΠΟΝ σε ηλικία 14 ετών και αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο αγωνιστικά στελέχη της. Η πρώτη σύλληψη της από τις δυνάμεις της κατοχής δεν την φόβισε και συνέχισε τη δράση της. Τη δεύτερη φορά την συνέλαβαν τα SS μετά από ένα σαμποτάζ σε τρένο που μετέφερε πυρομαχικά. Ντουφεκίστηκε στην Καισαριανή στα 17 της χρόνια.

Πέρα από την ΕΠΟΝ, αυξήθηκε μέσα στην Κατοχή και η συμμετοχή των γυναικών στον ΕΛΑΣ.
Οι γυναίκες ανέλαβαν νευραλγικούς ρόλους, σχημάτισαν μάχιμες μονάδες όπως της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ή την έφιππη ομάδα γυναικών στον Ζάκρο Τρικάλων.
Η Αντιγόνη Παπαδοπούλου ήταν καπετάνισσα ομάδας γυναικών – ανταρτισσών στη Ρούμελη, η Άννα Μπαλάνου ήταν καπετάνισσα στην Ήπειρο, κ.α.
Οι γυναίκες της Αντίστασης στην πραγματικότητα ήταν παντού: από την περίθαλψη των τραυματιών, τα συσσίτια, τη διανομή τροφίμων, μέχρι και τη μάχη για την προστασία της σοδειάς στα χωριά, τα σαμποτάζ και βέβαια τις διαμαρτυρίες και τις απεργίες στις πόλεις.
Επίσης οι γυναίκες μετέφεραν όπλα και μηνύματα, διέδιδαν τον παράνομο τύπο, επιμελούνταν, τύπωναν και κυκλοφορούσαν γυναικεία περιοδικά όπως Η «Ελεύθερη Νέα» στην Αθήνα, η «Γυναικεία Δράση» στον Πειραιά, η «Ρουμελιώτισσα» και πολλά ακόμη που ωθούσαν τις γυναίκες να συμμετέχουν στον αγώνα ενάντια στον φασισμό και συνδύαζαν τον αντιφασιστικό και εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, με τη γυναικεία χειραφέτηση αλλά και με τον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και το χτίσιμο μιας κοινωνίας σοσιαλιστικής με πραγματική ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση. Σημαντική είναι επίσης η οργάνωση «Μπουμπουλίνα» που συνέστησε και διεύθυνε η Λέλα Καραγιάννη από το 1941 μέχρι και την σύλληψη της το 1944, η οποία συνέλλεγε πληροφορίες και φυγάδευε Βρετανούς και Έλληνες προς τη Μέση Ανατολή.
Η Ηλέκτρα Αποστόλου ήταν επίσης εμβληματική μορφή της αντίστασης. Μπήκε στη νεολαία του ΚΚΕ σε ηλικία 14 ετών και πρωτοστάτησε στην πολιτική δουλειά, ιδιαίτερα στη δουλειά για την πολιτικοποίηση των γυναικών και την ένταξη τους στους αγώνες και τα κινήματα της εποχής. Ήδη πριν από τον πόλεμο είχε φυλακιστεί και εξοριστεί από τη δικτατορία του Μετάξά. Όταν το 1942 δραπετεύει από την Ανάφη όπου ήταν εξόριστη, αναπτύσσει τον παράνομο μηχανισμό: τυπογραφεία, πολυγράφους, γραφομηχανές. Με την ομάδα της αναλαμβάνουν το γράψιμο συνθημάτων σε τοίχους, την αφισοκόλληση, τα τρικάκια, το χωνί (ντουντούκα της εποχής) διακίνηση του παράνομου τύπου στην Αθήνα… Ακόμα, γράφει προκηρύξεις οργανώνει διαδηλώσεις και σαμποτάζ. Ο ρόλος της Ηλέκτρας Αποστόλου ήταν κεντρικός και νευραλγικός. Η Ηλέκτρα συνελήφθη από την ασφάλεια και βασανίστηκε μέχρι θανάτου, χωρίς ποτέ να προδώσει τους συντρόφους της. Στο σώμα της και στα γεννητικά όργανα βρέθηκαν πολλά εγκαύματα και τραύματα από βαρύ ξυλοδαρμό. Οι σύντροφοί της εκδικήθηκαν τον θάνατό της σκοτώνοντας δεκάδες δωσίλογους. Πάνω στο κάθε πτώμα υπήρχε ένας αριθμός και το όνομα της Ηλέκτρας: «Ηλέκτρα 1», «Ηλέκτρα 2», «Ηλέκτρα 3» έτσι ώστε ο εχθρός να ξέρει με πόσους πλήρωσε τον βασανισμό και τη δολοφονία της Ηλέκτρας Αποστόλου.

Η συμμετοχή των γυναικών στην αντίσταση δεν ήταν χωρίς εμπόδια, δεν ήταν πάντα καλοδεχούμενη. Όπως ανέφερα και προηγουμένως, η κοινωνία του 40 ήταν πολύ στενά συνδεδεμένη με την εκκλησία και τις παραδόσεις της εποχής, ήταν μια πολύ έντονα πατριαρχική κοινωνία, συνεπώς υπήρχαν ισχυρές προκαταλήψεις για τον ρόλο των γυναικών και τη συμμετοχή τους στην πολιτική. Υπάρχουν μαρτυρίες γυναικών οι οποίες αναφέρουν τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, ότι έπρεπε να συγκρουστούν με τα ήθη και τις κυρίαρχες αντιλήψεις της εποχής για να συμμετάσχουν στον αγώνα, καθώς για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας η δράση τους αυτή θεωρούνταν ταμπού, αναιρούσε την «αξία» τους ως μελλοντικών συζύγων και αμαύρωνε το όνομα της οικογενείας τους. Για παράδειγμα ειδικά για τα κορίτσια που ήθελαν να πάρουν μέρος στην αντίσταση, υπήρχαν απαγορεύσεις εξόδου από το σπίτι, ενώ υπήρξε και αντίδραση των γονέων για τις μικτές αντάρτικες οργανώσεις.
Υπήρχαν και πάρα πολλές γυναίκες που συνέβαλαν σημαντικά στον αγώνα χωρίς να είναι επίσημα μέλη του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, κοκ. Πολλές γυναίκες συμμετείχαν συστηματικά στις κινητοποιήσεις και τα συλλαλητήρια, έκρυβαν τους διωκόμενους στα σπίτια τους, κλπ.
Ο αγώνας ενάντια στη ναζιστική κατοχή έβγαλε μαζικά τις γυναίκες από το σπίτι και από τους παραδοσιακούς τους ρόλους. Και με αυτό τον τρόπο λειτούργησε ως διαδικασιά χειραφέτησης. Ανέτρεψε τους παραδοσιακούς ρόλους και προχώρησε την ισότητα αντρών και γυναικών τόσο στη συνείδηση των ίδιων των γυναικών όσο και στην κοινωνία – όχι με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό παντού, ωστόσο υπήρχαν πολύ μεγάλα προχωρήματα.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της αντίστασης σημειώθηκαν σημαντικά επιτεύγματα για τα δικαιώματα των γυναικών από την κυβέρνηση του βουνού. Το 1944 για πρώτη φορά οι γυναίκες συμμετείχαν σε εκλογές -αυτές του Εθνικού Συμβουλίου που διοργάνωσε το ΕΑΜ στις ελεύθερες περιοχές- αναδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την αναγνώριση του ρόλου τους και την αντιμετώπιση τους ως ίσες.
Μετά την αποχώρηση των δυνάμεων του Άξονα οι κατακτήσεις των γυναικών για τα δικαιώματά τους εξαφανίστηκαν και οι ίδιες ενθαρρύνθηκαν να αναλάβουν ξανά πιο παραδοσιακούς ρόλους. Οι άντρες και οι γυναίκες του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ χαρακτηρίστηκαν εξτρεμιστές και αποκλείστηκαν από την πολιτική ζωή. Ξέσπασε ένα μεγάλο κύμα διώξεων και βίας εις βάρους των μελών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ: πολλοί και πολλές φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, στάλθηκαν εξορία και εκτελέστηκαν. Οι γυναίκες αγωνίστριες ήταν πλέον αντιμέτωπες με τον βιασμό, ακροτηριασμό και θάνατο από παρακρατικές ομάδες, με τη συγκατάθεση του κράτους. Τα βασανιστήρια και ο εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η βεβήλωση άψυχων σωμάτων, αποτελούν μόνο μερικά από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν πριν και μετά την αποχώρηση των κατακτητών. Αντίστοιχοι μοίρα είχαν δυστυχώς πολλές ακόμη γυναικές και τα παραδείγματα για τα φρικτά βασανιστήρια που βίωσαν είναι εκατοντάδες αμέτρητα.
Η συμμετοχή των γυναικών στην αντίσταση ήταν κομβικής σημασίας σε όλους τους τομείς, από τη στήριξη που προσέφεραν στα χωριά, μέχρι και την ένοπλη δράση τους. Αντίστοιχα σημαντική την ίδια περίοδο ήταν η συμμετοχή των γυναικών και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως στην Γιουγκοσλαβία και τη Σοβιετική Ένωση. Η δράση των γυναικών όρισε ένα νέο πρόσωπο για τη σύγχρονη γυναίκα της εποχής, η οποία πάλευε ενάντια στον φασισμό αλλά και στο κατεστημένο της δεκαετίας του 40 που την ήθελε κλεισμένη στο σπίτι, άβουλη και υποταγμένη στην πατριαρχία. Παρά το σκληρό καθεστώς και το πισωγύρισμα που έγινε και στα δικαιώματα των γυναικών στην Ελλάδα αμέσως μετά την απελευθέρωση, με τη συνθηκολόγηση του ΕΑΜ, κοκ, τα μεγάλα προχωρήματα που είχαν γίνει στη συνείδηση σε σχέση με τον ρόλο και τη θέση των γυναικών δεν μπόρεσαν να παρθούν ολοκληρωτικά πίσω. Σε επόμενες δεκαετίες οι γυναίκες συνέχισαν τον αγώνα. Η περίοδος της αντίστασης και ο ρόλος των γυναικών σε αυτήν πρέπει να λειτουργούν ως έμπνευση για τον αγώνα για τα δικαιώματά μας στο σήμερα, είτε μιλάμε για τον αντιφασιστικό αγώνα, είτε για τον φεμινιστικό, είτε για τον αγώνα της ανατροπής αυτού του συστήματος συνολικά.