100 χρόνια από τη γέννηση του Μανόλη Αναγνωστάκη 

«Το ενοχλητικότερο ήταν πως επέμενε να γράφει την αλήθεια με άλφα κεφαλαίο».  

«Μια μέρα θα γράψω την ιστορία των χρόνων μου 
Ένας κήπος μ’ άδικα κομμένα άγουρα ρόδα 
Μια θάλασσα που ταξιδεύουνε τα πλοία χωρίς προορισμούς 
Πρόσωπα σπαταλημένα την εποχή που κατόρθωσαν ν’ αγγίξουν ελαφρά 
μια συνετά φυλαγμένη πτυχή μας 
Πρόσωπα που ‘ταν για μας η στοργή τους πληγή· αυτά θα σου γράψω». 

(«Το καινούριο τραγούδι», συλλογή «Εποχές») 

Φέτος κλείνουν 100 χρόνια από τη γέννηση του σπουδαίου ποιητή και στοχαστή Μανόλη Αναγνωστάκη, τα λόγια του οποίου συνεχίζουν μέχρι σήμερα να μας εμπνέουν, να μας αφυπνίζουν και να μας συγκινούν. Η ποίησή του -γεμάτη ένταση, μνήμη και πολιτική σκέψη- κατέγραψε με ύφος λιτό και δυνατό τις αγωνίες της γενιάς του, χωρίς ποτέ να στερείται ειλικρίνειας και ανθρωπιάς. 

Ο Μ. Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 10 Μαρτίου 1925. Σπούδασε Ιατρική και εργάστηκε ως ακτινολόγος, αρχικά στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. 

Η ποίηση ήταν πάντα η μεγάλη του αγάπη, έγραφε στίχους και μελετούσε άλλους ποιητές από μαθητής. Το καλοκαίρι του 1940 υπήρξε για τον ίδιο καθοριστική περίοδος, μιας και ήρθε σε επαφή με τη μοντέρνα ποίηση και τους νεότερους ποιητές της περιόδου, όπως τους Σεφέρη, Ρίτσο, Βρεττάκο, Εγγονόπουλο, κ.ά.. Εμφανίστηκε στο λογοτεχνικό προσκήνιο αρκετά νέος, εν μέσω κατοχής. Το ποιητικό του έργο είναι σχετικά μικρό σε όγκο, αλλά σπουδαίο σε περιεχόμενο, με ποιητικές συλλογές όπως οι «Εποχές» (1945-1947), «Τα Ποιήματα» (1941-1971), «Η Συνέχεια» (1954-1962), «Στόχος» (1970). Σταμάτησε συνειδητά να γράφει ποίηση μετά το 1971, σε ηλικία μόλις 46 ετών, επιλογή για την οποία είχε πει αργότερα: «Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δε θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή». 

Το 1986 έλαβε το Α΄ Βραβείο ποίησης και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 

Έγραψε επίσης πεζά κείμενα, ενώ ασχολήθηκε και με τη μελέτη και την κριτική της λογοτεχνίας, την αρθρογραφία σε πολιτικά έντυπα, τα δοκίμια και τις μεταφράσεις. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και έχουν μελοποιηθεί από συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, κ.ά.. Πέθανε στην Αθήνα, σε ηλικία 80 ετών, τα ξημερώματα της Πέμπτης 23 Ιουνίου 2005, αφήνοντας πίσω του μια σημαντική παρακαταθήκη στην ποίηση και τον πολιτικό στοχασμό. 

Η πολιτική δράση τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου 

Ο Μ. Αναγνωστάκης θεωρείται δίκαια από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (γενιά του ‘50), η οποία σμιλεύτηκε μέσα από τα ιστορικά βιώματα και τραύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της κατοχής, του εμφυλίου και των πολιτικών διώξεων που ακολούθησαν. Οι ποιητές αυτής της γενιάς κατέγραψαν χωρίς εξιδανικεύσεις τις ιστορικές συνθήκες της εποχής, με ένα ύφος προσωπικό, άμεσο και ανθρώπινο. 

Το ίδιο έκανε και ο Αναγνωστάκης, η ζωή του οποίου υπήρξε συνυφασμένη με την ιστορία της χώρας, την αντίσταση, τις διώξεις, αλλά και τον πολιτικό προβληματισμό. Γι’ αυτό, για να κατανοήσει κανείς το καλλιτεχνικό του έργο, χρειάζεται πρώτα να στρέψει το βλέμμα στην πολιτική του δράση. 

Το 1943, κι ενώ σπούδαζε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ, που αποτελούσε την κύρια αντιστασιακή οργάνωση των νέων την περίοδο της κατοχής, και στο ΚΚΕ – πιθανότατα την ίδια περίοδο. Συμμετείχε σε κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις και δράσεις αντίστασης κατά των Γερμανών και των συνεργατών τους, αλλά και στον παράνομο φοιτητικό τύπο, γράφοντας κείμενα που εμψύχωναν τη νεολαία και καλούσαν σε αντίσταση.  

Η πολιτική του δράση συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση, μέσα από το φοιτητικό κίνημα, υποστηρίζοντας πάντα το όραμα για κοινωνική αλλαγή. Την περίοδο του Εμφυλίου, όταν οι διώξεις εναντίον των αριστερών κλιμακώνονταν, η δράση και η ιδεολογία του τον έθεσαν στο στόχαστρο του κράτους. Το 1948 συλλαμβάνεται μαζί με άλλα 68 μέλη της ΕΠΟΝ για συνωμοτική δράση και φυλακίζεται στο Γεντί-Κουλέ. Τον Ιανουάριο του 1949 καταδικάζεται σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Τελικά η ποινή δεν εκτελέστηκε, και ο Αναγνωστάκης βγήκε από τη φυλακή με τη γενική αμνηστία της κυβέρνησης Πλαστήρα το 1951. 

Το 1946 (σύμφωνα με τις επικρατέστερες απόψεις) ο Αναγνωστάκης διαγράφεται από το ΚΚΕ, κατηγορούμενος για «ελιτισμό» και «τροτσκισμό». Μετά τον Εμφύλιο, το ΚΚΕ άρχισε να απομακρύνει στελέχη και διανοούμενους που θεωρούσε «αιρετικούς» ή μη πειθαρχημένους, με λίγα λόγια όσους τολμούσαν να ασκήσουν κριτική για τα πρόσφατα πολιτικά του λάθη. Ο Αναγνωστάκης -όντας ένα πολιτικό ον με ανεξάρτητη σκέψη και κριτικό πνεύμα- άνηκε αναπόφευκτα σε αυτούς. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια της δίκης του δεν επικαλέστηκε ποτέ τη διαγραφή του από το ΚΚΕ, αν και κάτι τέτοιο θα μπορούσε πιθανά να οδηγήσει εξαρχής στην αθώωσή του. 

Η ποίηση παράλληλα με την Αντίσταση 

Κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου, ο Αναγνωστάκης υπήρξε όχι μόνο ένας αξιόλογος αγωνιστής, αλλά ξεκίνησε να είναι και ένας παραγωγικός καλλιτέχνης. Η πρώτη του δημοσίευση σε αμιγώς λογοτεχνικό έντυπο έγινε το 1942 δίπλα σε δημοσιεύσεις σημαντικών ποιητών, στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», που εξέδιδαν μέλη του ΕΑΜ και άλλοι προοδευτικοί λογοτέχνες του Πειραιά. Συνέχισε με ποιήματα, κριτικές και μεταφράσεις σε δύο φοιτητικά περιοδικά: το 1945 στον «Φοιτητή» και το 1943-1945 ως αρχισυντάκτης στο «Ξεκίνημα», ένα περιοδικό ενταγμένο στις ευρύτερες δραστηριότητες της ΕΠΟΝ, που κυκλοφορούσε νόμιμα ως έντυπο του Εκπολιτιστικού Ομίλου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 

Παρά τις σκληρές συνθήκες της περιόδου, ο Αναγνωστάκης εκδίδει τις πρώτες του ποιητικές συλλογές. Η πρώτη του συλλογή «Εποχές» εκδόθηκε εκτός εμπορίου το 1945, και περιλάμβανε ποιήματα γραμμένα στην κατοχή, από το 1941 έως το 1944. Η επόμενη συλλογή «Εποχές 2» τυπώνεται από φίλους του στις Σέρρες το 1948 -ενώ είναι φυλακισμένος- σε 100 αντίτυπα επίσης εκτός εμπορίου, με ποιήματα που γράφτηκαν τη διετία 1946-1948. Αυτές οι ποιητικές συλλογές, όπως και η «Εποχές 3» (1954), αντανακλούν την εμπειρία του πολέμου, της αντίστασης και του εμφυλίου, χωρίς να περιορίζονται μόνο σε αυτές τις θεματικές. 

Στους στίχους του αποτυπώνεται η φρίκη του πολέμου, ο θάνατος και η πολιτική βία της εποχής, και ταυτόχρονα η -ακόμα ζωντανή- πίστη του νέου Αναγνωστάκη για τα επαναστατικά οράματα. 

«Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ’ τις άναρθρες κραυγές 
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες 
Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος! 
Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα. 
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!» 

(«Ο Πόλεμος», συλλογή «Εποχές 1») 

Στη συνέχεια, παρότι αρχίζει να διαφαίνεται μια αίσθηση ματαιότητας, ο Αναγνωστάκης εξακολουθεί να εκφράζει την ανάγκη να διατηρηθεί η μνήμη των αγώνων και των θυσιών. 

«Προσπάθησε μ’ όση καρδιά σ’ απομένει, χάραξε τούτες τις δυο γραμμές σταυρωτά 
Ύστερα γέλασε πάλι, δοκίμασε τη νιότη σου ακόμα μιαν Άνοιξη· δεν είναι μάταιο 
 
Προσπάθησε, πάλεψε ακόμα, ένα τόσο μικρό ασήμαντο διάστημα
Σβήσε μια ακατανόητη παρένθεση μην τραυματίζεις την αμέριμνη ζωή σου.» 

(«Ι», συλλογή «Εποχές 2») 

Όσο περνάει ο καιρός, ο Αναγνωστάκης αρχίζει να αναρωτιέται για τη θέση του μέσα στο σκληρό και αβέβαιο περιβάλλον της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ο πολιτικός προβληματισμός και οι υπαρξιακές αγωνίες αρχίζουν να γίνονται πιο ορατά, αν και όχι ακόμα με την ένταση που θα εμφανιστούν στο μεταγενέστερο έργο του. 

«Γράψανε τ’ όνομά του στη σιδερένια πόρτα 
Σ’ ένα τετράγωνο μικρό χαρτί. 
(Άρχιζε μια καινούρια μέρα. Τί να ’ναι τάχα αυτό π’ αρχίζει;) 
Γράψανε τ’ όνομά του σ’ ένα τετράγωνο μικρό χαρτί 
Στη λιτανεία του πρωινού γελούσαν οι τανάλιες του ήλιου 
(Χάθηκαν όλα τώρα πια. Μα τάχα ποιά είν’ η απώλεια και ποιό το κέρδος;)» 

(«Γράψανε τ’ όνομά του», συλλογή «Εποχές 3») 

Από την ελπίδα στη διάψευση 

Όπως ήταν φυσικό, ο Αναγνωστάκης δεν έμεινε ανεπηρέαστος από την απογοήτευση και τη διάψευση των ελπίδων της Αριστεράς μετά τον Εμφύλιο. Η ανάγκη για αντίσταση και μνήμη διαφαίνεται στους στίχους του, αλλά η αίσθηση της ήττας κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος.  

«Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι που γνωρίσαμε 
Αλλότριο πλήθος έρπει τώρα στις λεωφόρους 
Αλλάξαν και των προαστίων οι ονομασίες 
Υψώνονται άσυλα στα γήπεδα και στις πλατείες.» 

(«Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι…», συλλογή «Συνέχεια») 

Μια ολόκληρη γενιά που ενηλικιώθηκε σκεπτόμενη το μέλλον συλλογικά, στρέφεται τώρα σε προβληματισμούς πιο προσωπικούς. Άλλωστε, οι πολιτικές ήττες πάντα εντείνουν τη μοναξιά και την κοινωνική αποξένωση, ζητήματα που απασχόλησαν και τον Αναγνωστάκη. 

«Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές 
Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει 
Αρχίζει μια καινούρια μέρα που κανείς δεν τη βλέπει 
Και δεν την υποψιάζεται ακόμα 
Όμως έχει τρυπώσει μες στις ραφές της καρδιάς 
Στα καφενεία και στα χρηματιστήρια 
Στις βροχερές ώρες, στ’ άδεια πάρκα, στα μουσεία 
Μέσα στα σπουδαστήρια και στα μαγαζιά 
Αλλάζει τη σύνθεση της ατμοσφαίρας» 

(«Όταν αποχαιρέτησα», συλλογή «Συνέχεια 2») 

Οι ήρωες της ποίησής του -όπως και ο ίδιος ο ποιητής- μοιάζουν μοναχικοί και ηττημένοι, παρόλα αυτά μπορεί να διακρίνει κανείς τη ζωντανή φλόγα για διατήρηση της αξιοπρέπειας, της σκέψης και της αντίστασης. 

«Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.  
Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα.  
Έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω. 
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.» 

(«Κι ήθελε ακόμη», συλλογή «Συνέχεια») 

Η περίοδος της χούντας και το τέλος της ποιητικής συγγραφής 

Το 1967 η χούντα διώχνει τον Αναγνωστάκη από το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης – ΑΧΕΠΑ όπου εργαζόταν. Το 1968 στη διάσπαση του ΚΚΕ (με το οποίο οι δεσμοί του είχαν σπάσει καιρό πριν), ο Αναγνωστάκης εντάσσεται στην πτέρυγα του ΚΚΕ Εσωτερικού. 

Κατά τη διάρκεια της επταετίας αναπτύσσει έντονη αντιδικτατορική δράση και συνεχίζει να γράφει για τη λογοτεχνία και την κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Τα τελευταία ποιήματά του γράφτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970, και συμπεριελήφθησαν στην ποιητική συλλογή «Στόχος» που εκδόθηκε το 1970. Το 1971 σταματά να γράφει ποίηση, καθώς πιστεύει ότι οι καιροί δεν απαιτούν πλέον ποιητικό λόγο αλλά πράξεις, και πως η ποίηση είχε χάσει πια την ανατρεπτική της δύναμη. 

«Η ποίηση είναι μια δυνατότητα έκφρασης: θα μείνει κανείς μόνο σ’ αυτή ή θα επιχειρήσει να εκφραστεί και μ’ άλλους τρόπους; Ή θα φτάσει κάποτε σ’ ένα σημείο που δεν θα αισθανθεί την ανάγκη της έκφρασης; Κι αυτό όχι από αδιαφορία ή παραίτηση· εντελώς το αντίθετο: από την οδυνηρή, αν θέλεις, διαπίστωση της φτώχειας των εκφραστικών του δυνατοτήτων. Της φτώχειας δηλαδή των λέξεων να αποδώσουν την ουσία της ζωής (…) Τότε σταματά. Τότε επιλέγει τη σιωπή. Που και η σιωπή, ορισμένες φορές και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι μια έκφραση. Εγώ θα έλεγα πως είναι και μια πράξη.» 

(από τη συνέντευξη στην τηλεοπτική εκπομπή «Παρασκήνιο», 1983) 

Όμως ο Αναγνωστάκης θα συνεχίσει για πολλά χρόνια να εκφράζεται δημόσια και τακτικά, με άλλους τρόπους: 

«Συνεχίζω όμως εντατικά την πνευματική μου προσφορά με δοκίμια, με άρθρα, με ορισμένες μελέτες, με πολιτική δράση – αυτό που εγώ θεωρώ δημόσια παρέμβαση.» 

(από το βιβλίο «Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά», βασισμένο σε συνέντευξή του στο δημοσιογράφο Μισέλ Φάις το 1992). 

Εκείνη την περίοδο εκφράζεται κυρίως μέσα από την αρθρογραφία του σε έντυπα της εποχής όπως το «Αντί», η «Συνέχεια» και η «Νέα Εστία». Σε αυτά δημοσίευε άρθρα, κριτικές και παρεμβάσεις που εξέφραζαν την αντίθεσή του στο δικτατορικό καθεστώς, και ασκούσαν κριτική για τη συμβιβαστική στάση πολλών διανοουμένων. 

Μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος παραμένει στον δημόσιο λόγο. Το 1975 αρχίζει η εντατική αρθρογραφία στην εφημερίδα «Η Αυγή», που θα κρατήσει μια 15ετία, ενώ αρθρογραφεί παράλληλα και σε άλλα πολιτικά έντυπα. Μεταξύ άλλων, ασκεί κριτική στη νέα πολιτική πραγματικότητα, σχολιάζοντας τις διαψεύσεις της Μεταπολίτευσης. 

«Φοβάμαι 
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια 
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι 
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– 
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας 
“Δώστε τη χούντα στο λαό”. 
Φοβάμαι τους ανθρώπους 
που με καταλερωμένη τη φωλιά 
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.» 

(«Φοβάμαι», δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή το Νοέμβρη του 1983) 

Το 1983 κυκλοφόρησε ιδιωτικά η συλλογή του «Υ.Γ.» που περιλάμβανε παλαιότερα ποιητικά αποσπάσματα μιας ή δυο φράσεων, με στίχους λιτούς και καυστικούς. Η συλλογή αυτή αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα τελικό αυτοβιογραφικό σχόλιο στο έργο του. Ο ίδιος την είχε χαρακτηρίσει ως την ώριμη πνευματική του συνεισφορά και το απόσταγμα της ποιητικής του εμπειρίας. Το έργο αυτό μπορεί να θεωρηθεί και ένας συμβολικός αποχαιρετισμός όχι μόνο στην ποίηση, αλλά και στη γενιά του, που αγωνίστηκε και προδόθηκε. Ταυτόχρονα αποτελεί και μια απόδειξη ότι ο ίδιος συνεχίζει να στοχάζεται, να στρέφεται ενάντια στη λήθη και την παραίτηση, και ότι -παρά την απογοήτευση- η φωνή της αλήθειας δεν σωπαίνει ποτέ. 

«Τα φτωχόπαιδα που έγιναν αφεντικά.»[6] 

«Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε.» [50] 

«Δυο κατηγορίες πάντα: οι δρώντες και οι θεατές.» [65] 

«Θυμούμαι, άρα υπάρχω.» [66]  

«Γιατί υποχρεωτικά να μιλήσω;» [92] 

«Το ενοχλητικότερο ήταν πως επέμενε να γράφει την αλήθεια με άλφα κεφαλαίο.» [96] 

(συλλογή «Υ.Γ.») 

Ποίηση της ήττας, αλλά και της ιστορικής ευθύνης 

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης θεωρείται κορυφαίος εκπρόσωπος των λεγόμενων «ποιητών της ήττας», όπως χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς η γενιά των ποιητών που έγραψαν μετά τον Εμφύλιο και εξέφρασαν την απογοήτευση και τον υπαρξιακό προβληματισμό της αριστερής διανόησης. Παρόλα αυτά, ο ίδιος δεν συμφωνούσε με αυτόν τον όρο. Διαβάζουμε στο «Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά»: 

«… Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί “ποίησης της ήττας’ και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει» 

Ο Αναγνωστάκης πράγματι κατέγραψε -όπως τόσοι άλλοι- τον προσωπικό, αλλά και συλλογικό πόνο μιας ζωής γεμάτης αγώνες που δεν δικαιώθηκαν. Όμως, θα ήταν άδικο να περιοριστούμε απλά στο χαρακτηρισμό «ποιητής της ήττας», κάτι τέτοιο υποτιμά το βάθος του έργου και της σκέψης του. Η ποίησή του δεν αρκέστηκε στη ματαιότητα και τη νοσταλγία του παρελθόντος, αλλά συνέχισε να κουβαλά τον κριτικό στοχασμό, την αγωνία των καιρών, την ευθύνη της μνήμης και την ανάγκη να συνεχιστεί ο αγώνας με νέους όρους. Στην τελευταία ποιητική του συλλογή το 1970, τον βλέπουμε να απευθύνεται στις νεότερες γενιές, με ένα μήνυμα ελπίδας αλλά και καθήκοντος για τη συνέχιση της μάχης και την υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας. 

«Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια 
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί 
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο 
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια 
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ 
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι, 
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω 
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας. 
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.» 

(«Στο παιδί μου», συλλογή «Στόχος») 

Αυτός είναι ακόμη ένας λόγος που η ποίησή του παραμένει σπουδαία. Την ίδια στιγμή που τη χρησιμοποιεί λυτρωτικά για να δώσει φωνή στην πικρία, εξακολουθεί να διατηρεί έναν αγωνιστικό παλμό, με μια ψύχραιμη ματιά που στρέφεται όχι μόνο στους νικητές, αλλά και στους ηττημένους. 

«Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα 
Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό 
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά 
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοι γλιτώσαν;) 
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα 
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας 
Γύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία 
Και στη μέση μια εκκλησιά 
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία 
Του καπετάνιου μας που χάθηκε – ψηλά ψηλά – 
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου 
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά 
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι 
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα. 
Θα ’χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε. 
Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.» 

(«Το Ναυάγιο», συλλογή «Η Συνέχεια 3») 

Η παρακαταθήκη του Μανόλη Αναγνωστάκη 

Έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από τότε που έπαψε ο Αναγνωστάκης να γράφει ποίηση, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι εξακολουθεί να διαβάζεται και να μελετάται ευρέως. Ο λιτός, έντονος και κοφτερός λόγος του – που παραμένει πάντα συγκινητικός, η αμεσότητα, η αφοπλιστική ειλικρίνεια, όλα αυτά ενισχύουν τη δύναμη του μηνύματός του, και λειτουργούν σαν ηλεκτρικό ρεύμα που «τινάζει» τον αναγνώστη και τον ξυπνά από την αδράνεια. Τα γραπτά του επηρέασαν σημαντικά την μεταπολεμική και σύγχρονη ελληνική ποίηση, ανοίγοντας μονοπάτια για μια έκφραση πιο άμεση και ρεαλιστική. Οι στίχοι του αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και για τραγουδοποιούς, ενισχύοντας τους δεσμούς της ποίησης με τη μουσική και πλατιά με την κοινωνία. 

Όμως, η επίδραση του Μανόλη Αναγνωστάκη ξεπερνά τα όρια της λογοτεχνίας και της τέχνης. Το έργο του άνοιξε ένα διάλογο με την ιστορία, και συνιστά ένα πολύτιμο ντοκουμέντο για τις εξελίξεις και το συλλογικό συναίσθημα της εποχής, χωρίς εξιδανικεύσεις της Αριστεράς και των λαθών της. Άλλωστε η ρεαλιστική ανάγνωση της ιστορικής συνθήκης είναι το πρώτο, απαραίτητο βήμα για να προχωρήσει η κοινωνία μπροστά. Οι ανησυχίες του Αναγνωστάκη για τη δημοκρατία, την κοινωνική αδικία και την ευθύνη του ατόμου απέναντι στην ιστορία παραμένουν πάντα επίκαιρες. Γι’ αυτό και το έργο του, ενώ μιλά για το παρελθόν, ποτέ δεν έπαψε να αφορά το παρόν και το μέλλον. 

Ταυτόχρονα, ο Αναγνωστάκης κατέβηκε στο ύψος του ανθρώπου και αφουγκράστηκε τους φόβους και τις ελπίδες του. Ακόμη και την ήττα την αποτύπωσε όχι μόνο ως ιστορικό και πολιτικό γεγονός, αλλά και ως μια βαθιά υπαρξιακή αγωνία, την οποία συνέδεσε και με άλλες τις πτυχές της ζωής, όπως τις διαπροσωπικές σχέσεις. Είναι πολύ ενδιαφέρον πως στα ποιήματά του ο έρωτας απέχει από ρομαντικές εξιδανικεύσεις∙ παρουσιάζεται ως μια εμπειρία βαθιά ανθρώπινη, συνδεδεμένη με το ρεαλισμό, την απώλεια, τη ματαίωση ή ακόμη και το πολιτικό φορτίο της ζωής. Μ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύει ότι η ιστορία δεν είναι κάτι μακρινό, που πέρασε και ξεπεράστηκε, αλλά μια βιωματική εμπειρία που διαμορφώνει και σημαδεύει τις ζωές των ανθρώπων. 

Λόγια που αντηχούν στο σήμερα 

Η στάση και το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη μας υπογραμμίζουν τη δύναμη και την ευθύνη που έχουν ο δημόσιος λόγος και η τέχνη: σηκώνουν και αυτά το βάρος της μνήμης και την ευθύνη της αλλαγής. Ο ίδιος, παρά την απογοήτευση, δεν υποχώρησε στις αντιξοότητες. Όταν η ποίηση του φάνηκε φτωχή μπροστά στην εποχή, απομακρύνθηκε, αλλά δεν σίγησε. Σε όλη του τη ζωή με κάθε μέσο, με λέξεις που «καρφώθηκαν σαν πρόκες», αντιστάθηκε στη λήθη, την αποξένωση, την προδοσία των ιδεών, τη σιωπή που βαραίνει την ήττα. 

«Το θέμα είναι τ ώ ρ α  τι λες 
Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε 
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ 
Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας 
Το θέμα είναι τ ώ ρ α  τι λες.» 

(«Στόχος») 

Μα, πάνω απ’ όλα, ο Αναγνωστάκης δεν αφήνει ούτε κι εμάς να σωπάσουμε. Αντιθέτως μας προτρέπει συνεχώς να αναμετρηθούμε -χωρίς αυταπάτες- με τον εαυτό μας, με τους διπλανούς μας, με την ίδια την ιστορία και να πάρουμε θέση, ακόμη κι όταν το σκοτάδι μοιάζει αδιαπέραστο. Και σε μια εποχή σαν τη δική μας, αυτό το μήνυμα φέρει μια σπάνια και πολύτιμη αξία. 

«Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. 
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες. 
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις 
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.» 

(«Ποιητική», συλλογή «Στόχος»)  

Μανόλης Αναγνωστάκης, 9 Μαρτίου 1925 – 23 Ιουνίου 2005 

Παράρτημα: Ο Μανόλης Αναγνωστάκης διαβάζει Αναγνωστάκη 

«Κι ήθελε ακόμη», συλλογή «Συνέχεια»:  

«Αντί να φωνασκώ», συλλογή «Η Συνέχεια 2»: 

«Όταν αποχαιρέτησα», συλλογή «Συνέχεια 2»: 

«Το Ναυάγιο», συλλογή «Η Συνέχεια 3»:  

«Χρώματα περασμένου δειλινού», συλλογή «Εποχές 3»: 

«Η αγάπη είναι ο φόβος», συλλογή «Εποχές 3»: 

«Ποιητική», συλλογή «Στόχος»: 

«Στο παιδί μου», συλλογή «Στόχος»: 

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,273ΥποστηρικτέςΚάντε Like
990ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
434ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα