Δημοσιεύουμε σε τρία μέρη την έκδοση του «Ξ» με τίτλο «Η ιστορία του παλαιστινιακού ζητήματος – Από τον 19ο αιώνα ως τις Συμφωνίες του Όσλο (1993-5)» – σήμερα το β’ μέρος. Εάν θέλετε να προμηθευτείτε τη μπροσούρα μας, ελάτε σ’ επαφή εδώ.
Διαβάστε το α’ μέρος εδω.
Ο δεύτερος αραβοϊσραηλινός πόλεμος – Η κρίση του Σουέζ
Ας δούμε ποια ήταν η επίδραση της νέας παγκόσμιας κατάστασης στην αραβο-ισραηλινή σύγκρουση.
Καταρχάς, η σιωνιστική άρχουσα τάξη του Ισραήλ αποκτά στρατηγική σχέση συμμαχίας με τις ΗΠΑ που θέλουν το Ισραήλ να γίνει ο χωροφύλακας των συμφερόντων τους στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Έτσι το Ισραήλ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, εξοπλίζεται και φτιάχνει έναν πολύ αξιόμαχο στρατό. Το κράτος παίζει κεντρικό ρόλο στην οικονομία, η οποία αναπτύσσεται γρήγορα και δίνονται μεγάλες κοινωνικές παροχές στους Εβραίους. Αυτή κρατική παρέμβαση μάλιστα προβάλλεται ως «σοσιαλιστική» πολιτική από τους Σιωνιστές του κατ’ όνομα «Εργατικού Κόμματος» (Mapai) το οποίο κυβερνά το Ισραήλ ως τα μέσα της δεκαετίας του ‘70.
Επιπλέον, το Ολοκαύτωμα έχει συνταράξει τους Εβραίους σε όλο τον κόσμο και ωθεί ακόμη περισσότερους προς το νεοδημιούργητο κράτος του Ισραήλ που υπόσχεται ένα ασφαλές καταφύγιο για τους Εβραίους όλου του κόσμου. Μεταξύ 1948 και 1951, 600.000 Εβραίοι μεταναστεύουν στο Ισραήλ διπλασιάζοντας τον εβραϊκό πληθυσμό του στα 1,4 εκατομμύρια.
Μετά την νίκη του 1948-49, το σιωνιστικό κράτος ψηφίζει μια σειρά από νόμους με της οποίους οι περιουσίες των Παλαιστίνιων προσφύγων της Νάκμπα περνούν στην ιδιοκτησία του κράτους και των θεσμών του Ισραήλ. Την ίδια περίοδο 400 χωριά που είχαν εγκαταλειφθεί από της Παλαιστίνιους ισοπεδώνονται.
Η σιωνιστική ηγεσία επιτυγχάνει μια πρωτοφανή εθνική ενότητα μέσα στην ισραηλινή κοινωνία. Η φρίκη του Ολοκαυτώματος, το αίσθημα της περικύκλωσης από έναν εχθρικό αραβικό κόσμο, οι μεγάλες κρατικές παροχές που εξασφαλίζουν ένα ψηλό βιοτικό επίπεδο της Εβραίους πολίτες και η απουσία της μαζικού ανεξάρτητου εργατικού-σοσιαλιστικού κόμματος στο Ισραήλ, είναι οι βάσεις πάνω στις οποίες χτίζεται η εθνική ενότητα και η στρατιωτικοποίηση της ισραηλινής κοινωνίας.
Από την άλλη, οι αραβικές χώρες και οι κυβερνήσεις της προσπαθούν να συνέλθουν από την ήττα του 1949. Η αποτυχία των αραβικών καθεστώτων, η απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Παλαιστίνης, o κοινωνικός αναβρασμός της Aποικιακής Eπανάστασης, έχουν ως αποτέλεσμα μια σειρά από στρατιωτικά πραξικοπήματα με αριστερό πρόσημο εναντίον των μοναρχικών καθεστώτων των αραβικών χωρών.
Η Αίγυπτος είναι ένα από τα επίκεντρα των εξελίξεων. Το 1952, το κίνημα των «Ελεύθερων Αξιωματικών» ανατρέπει τον φιλοδυτικό βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ, και ο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, στρατιωτικός που πολέμησε το 1948, αναδεικνύεται σε ηγετική φυσιογνωμία.
Το 1953 η Αίγυπτος ανακηρύσσεται σε Δημοκρατία, και το 1954 ο Νάσερ γίνεται ο πρόεδρος της χώρας. Το πρόγραμμα του Νάσερ είναι κατά βάση ο παναραβικός εθνικισμός, ο οποίος, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, παίρνει μια αριστερόστροφη, αντι-ιμπεριαλιστική κατεύθυνση.
Ο Νάσερ αρχίζει να λαμβάνει εκτεταμένα φιλολαϊκά μέτρα, κρατικοποιεί πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις και τράπεζες και αντιτίθεται στα ισλαμιστικά κινήματα, όπως είναι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Η πολιτική του ανεβάζει σημαντικά το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών και έτσι ο Νάσερ αποκτά τεράστια λαϊκή υποστήριξη.
Για να αντιμετωπίσει την πίεση των ΗΠΑ και του δυτικού ιμπεριαλισμού, ο Νάσερ στρέφεται προς την ΕΣΣΔ και κλείνει μαζί της εξοπλιστικές-στρατιωτικές συμφωνίες. Παράλληλα, η Αίγυπτος γίνεται η πρώτη μη κομμουνιστική χώρα που αναγνωρίζει την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Επίσης, ο Νάσερ προσφέρει βοήθεια στα εθνικιστικά, αντιαποικιακά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα αραβικών χωρών όπως το Μαρόκο, η Τυνησία, η Αλγερία και η Παλαιστίνη. Το 1961, ο Νάσερ παίζει κεντρικό ρόλο στο κίνημα των «Αδεσμεύτων», στο οποίο συμμετέχουν χώρες που δεν ευθυγραμμίζονται ούτε με τις ΗΠΑ ούτε και με την σοβιετική Ρωσία, όπως η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, η Κύπρος του Μακάριου, η Ινδία της Ιντίρα Γκάντι κ.α.
Όμως, ο Νάσερ δεν είναι μαρξιστής, δεν ηγείται ενός εργατικού επαναστατικού κόμματος και ως εκ τούτου δεν προχωρά στην ανατροπή των καπιταλιστικών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων και της εξουσίας του κεφαλαίου και στο χτίσιμο της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού. Η αριστερή του στροφή, και η προσέγγιση με την ΕΣΣΔ, είναι μια εμπειρική κίνηση μέσα στις συγκεκριμένες διεθνείς συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου. Αυτή η πολιτική βέβαια κάνει τον Νάσερ «κόκκινο πανί» για τις ΗΠΑ.
Μετά την ήττα του 1949, οι Παλαιστίνιοι Φενταγίν (αντάρτες) αναπτύσσουν ένοπλη δράση κατά του Ισραήλ, με την υποστήριξη της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Συρίας.
Στις 26 Ιουλίου του 1956, ο Νάσερ προχωρά στην κρατικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ που ως τότε βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Βρετανίας και της Γαλλίας και είχε στρατηγική σημασία για το διεθνές εμπόριο.
Η κρατικοποίηση του Σουέζ, η φιλοσοβιετική πολιτική του Νάσερ και η στήριξη των Παλαιστίνιων Φενταγίν είναι οι αιτίες που η Βρετανία, η Γαλλία και το Ισραήλ αποφασίζουν να αντιδράσουν στρατιωτικά.
Έτσι, στις 29 Οκτώβρη 1956, το Ισραήλ εισβάλλει και καταλαμβάνει τη Λωρίδα της Γάζας που βρισκόταν υπό αιγυπτιακό έλεγχο από τον πόλεμο του 1948. Στις 31 Οκτωβρίου, η Γαλλία και η Βρετανία αποβιβάζουν στρατό στο αιγυπτιακό λιμάνι Πόρτ Σαΐντ με στόχο να πάρουν τον έλεγχο του Σουέζ και να ανατρέψουν τον Νάσερ από την εξουσία.
Η επέμβαση των Βρετανών, των Γάλλων και των Ισραηλινών δεν έχει τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ που φοβούνται τη διατάραξη της απρόσκοπτης τροφοδοσίας πετρελαίου προς τη Δύση αλλά και την αντίδραση της ΕΣΣΔ που απειλεί με στρατιωτική επέμβαση. Κάτω από την πίεση των ΗΠΑ, ανακοινώνεται η κατάπαυση του πυρός στις 7 Νοεμβρίου και στις 22 Δεκεμβρίου ξεκινά η αποχώρηση των στρατευμάτων της Βρετανίας και της Γαλλίας από το Σουέζ και του Ισραήλ από τη χερσόνησο του Σινά και την Λωρίδα της Γάζας.
Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες του Ισραήλ και των συμμάχων του, η κατάληξη του πολέμου καταγράφεται ως μια μερική νίκη του Νάσερ ο οποίος κερδίζει μεγαλύτερη λαϊκή υποστήριξη στις αραβικές μάζες εντός κι εκτός Αιγύπτου. Το ρεύμα του παναραβικού εθνικισμού ενισχύεται.
Η ίδρυση της Φατάχ και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO)
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, μια ολιγομελής ομάδα νέων Παλαιστινίων, που ζουν εξόριστοι στο Κουβέιτ, αποφασίζει να ιδρύσει μια νέα αντιστασιακή οργάνωση με σκοπό την απελευθέρωση της Παλαιστίνης.
Η οργάνωση παίρνει το όνομα Φατάχ (Παλαιστινιακό Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης). Οι Γιασέρ Αραφάτ και Καλίλαλ Βαζίρ (ο λεγόμενος Αμπού Τζιχάντ) είναι δύο από τα ιδρυτικά της μέλη. Η Φατάχ υιοθετεί ως μέθοδο πάλης τον ένοπλο-αντάρτικο αγώνα και έχει σαν πρότυπο τα απελευθερωτικά κινήματα της Αλγερίας, της Κούβας και του Βιετνάμ.
Η Φατάχ έχει εθνικιστική ιδεολογία και πρόγραμμα και στοχεύει στην ένωση όλων των Παλαιστινίων, ανεξάρτητα από ταξικές διαιρέσεις και πολιτικές πεποιθήσεις, με σκοπό την απελευθέρωση της Παλαιστίνης, τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους σε όλη την ιστορική Παλαιστίνη και τη διάλυση του κράτους του Ισραήλ. Βλέπει αυτό τον αγώνα ως καθήκον των Παλαιστινίων και των αραβικών λαών και επιζητά την υποστήριξη των αραβικών καθεστώτων της περιοχής.
Η Φατάχ αποκτά τους πρώτους υποστηρικτές της κυρίως ανάμεσα στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες που ζουν εκτοπισμένοι στα γειτονικά αραβικά κράτη. Χτίζει πυρήνες στη Γάζα, την Ιορδανία, την Αίγυπτο, τη Συρία, το Λίβανο, το Κατάρ, το Κουβέιτ, τη Σαουδική Αραβία κ.α. Το 1962 εξασφαλίζει την υποστήριξη της Αλγερίας και το 1963 την υποστήριξη της Συρίας και δημιουργεί βάσεις εκπαίδευσης Φενταγίν στην Ιορδανία όπου ζουν οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες.
Την 1η Ιανουαρίου 1965, η Φατάχ πραγματοποιεί την πρώτη ένοπλη επιχείρηση εναντίον του Ισραήλ ανατινάζοντας υποδομές ύδρευσης.
Λίγο νωρίτερα, τον Μάη του 1964 συνέρχεται στην Ανατολική Ιερουσαλήμ το πρώτο Εθνικό Παλαιστινιακό Συνέδριο με τη στήριξη των αραβικών κρατών που επιδιώκουν τον έλεγχο του παλαιστινιακού κινήματος, καθώς αντιμετωπίζουν την Παλαιστίνη ως δικό τους έδαφος υπό ισραηλινή κατοχή.
Το πρώτο Εθνικό Παλαιστινιακό Συνέδριο αποφασίζει να ιδρύσει την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ / PLO) ως τον εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού και τον οργανωτή του αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Στη θέση του προέδρου της Εκτελεστικής Επιτροπής της PLO εκλέγεται ο πρώην διπλωμάτης Αχμένταλ Σακουάρι. Το συνέδριο θεωρεί ότι η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ είναι άκυρη και επιδιώκει τη διάλυσή του.
Επίσης, ιδρύεται ο «Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός της Παλαιστίνης» και δημιουργούνται μονάδες στην Αίγυπτο, τη Συρία και το Ιράκ. Στην πράξη οι μονάδες αυτές βρίσκονται υπό τον έλεγχο των αραβικών κρατών όπου εδρεύουν και όχι της PLO. Αρχικά η PLO είναι κυρίως όργανο των αραβικών καθεστώτων και επομένως μια όχι και τόσο ανεξάρτητη παλαιστινιακή οργάνωση, ενώ η Φατάχ κρατά κριτική στάση απέναντί της.
Ο πόλεμος των 6 ημερών και η άνοδος της PLO
Από το 1965 και μετά οι σχέσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και τα γειτονικά αραβικά κράτη επιδεινώνονται ραγδαία. Οι Φενταγίν της Φατάχ εντείνουν τις επιθέσεις τους εναντίον του Ισραήλ, εφορμώντας από τις βάσεις τους στην Ιορδανία και με τη στήριξη της Συρίας.
Τον Νοέμβρη του 1966 η Συρία, όπου κυβερνά ο Χαφέζ αλ Άσαντ και το (αριστερό εθνικιστικό) κόμμα Μπάαθ, υπογράφει συμφωνία κοινής άμυνας με την Αίγυπτο. Τον Απρίλιο του 1967 η Συρία και το Ισραήλ φτάνουν στα πρόθυρα του πολέμου με αψιμαχίες του στρατού και της αεροπορίας. Αμυντική συμφωνία με την Αίγυπτο υπογράφει και η Ιορδανία, του βασιλιά Χουσεΐν, τον Μάιο του 1967. Επίσης, η Ιορδανία επιτρέπει σε στρατιωτικές δυνάμεις του Ιράκ να μπουν στην επικράτειά της στο πλαίσιο της συγκέντρωσης αραβικών στρατιωτικών δυνάμεων και της προετοιμασίας για πόλεμο εναντίον του Ισραήλ.
Απέναντι σε αυτή την προετοιμασία το Ισραήλ δεν περιμένει από τα αραβικά κράτη να επιτεθούν. Στις 5 Ιουνίου 1967 η στρατιωτική αεροπορία του Ισραήλ εξαπολύει αστραπιαία επίθεση εναντίον της Αιγύπτου και καταστρέφει μέσα σε μια ημέρα πάνω από 300 αιγυπτιακά αεροσκάφη τα οποία δεν προλαβαίνουν καν να απογειωθούν. Στη συνέχεια στρέφεται κατά της Ιορδανίας διαλύοντας και την ιορδανική στρατιωτική αεροπορία.
Την ίδια ώρα ο Ισραηλινός στρατός εισβάλλει και καταλαμβάνει τη Λωρίδα της Γάζας και τη χερσόνησο του Σινά από την Αίγυπτο, την Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ από την Ιορδανία και τα υψίπεδα του Γκολάν από τη Συρία.
Η ήττα των αραβικών κρατών μέσα σε 6 ημέρες είναι συντριπτική και ταπεινωτική. Το κράτος του Ισραήλ καταλαμβάνει πλέον το σύνολο των εδαφών της ιστορικής Παλαιστίνης που κατείχαν τα αραβικά κράτη μετά τον πόλεμο του 1948. Τα εδάφη αυτά ονομάστηκαν στη συνέχεια «κατεχόμενα».
Ο πόλεμος των 6 ημερών οδηγεί στην προσφυγιά άλλους 400.000 Παλαιστίνιους, κυρίως της Δυτικής Όχθης, οι οποίοι περνάνε τον Ιορδάνη ποταμό και εγκαθίστανται σε προσφυγικούς καταυλισμούς στην Ιορδανία. Το σιωνιστικό καθεστώς αξιοποιεί την νίκη του για προωθήσει τους εβραϊκούς εποικισμούς στα εδάφη που κατέκτησε με τον πόλεμο.
Η ταπεινωτική ήττα των αραβικών κρατών έχει σημαντική επίπτωση στη συνείδηση των παλαιστινιακών μαζών. Ένα σημαντικό τμήμα των Παλαιστινίων προσφύγων βγάζει το συμπέρασμα ότι πρέπει να βασιστεί στις δικές του δυνάμεις για την απελευθέρωση και χιλιάδες Παλαιστίνιοι εντάσσονται στις διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, με κυριότερη την Φατάχ.
Οι παλαιστινιακές μάζες που ζουν σε άθλιες συνθήκες στους προσφυγικούς καταυλισμούς ριζοσπαστικοποιούνται προς τα αριστερά. Τον Δεκέμβρη του 1967 ιδρύεται το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) που ενώ αρχικά έχει παναραβική ιδεολογία σύντομα στρέφεται προς τις μαοϊκές ιδέες και πρότυπό του είναι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στο Βιετνάμ.
Το αντάρτικο εντείνεται και η παλαιστινιακή αντίσταση δυναμώνει, κάτι που προκαλεί μεγάλη ανησυχία στα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα, τα οποία θέλουν να έχουν τον έλεγχο του παλαιστινιακού κινήματος και την ίδια ώρα φοβούνται για τη δική τους εξουσία.
Σημείο καμπής για τη μαζικοποίηση του αντιστασιακού κινήματος των Φενταγίν είναι η μάχη στο χωριό αλ-Καράμα. Στις 21 Μάρτη του 1968, ισχυρές ισραηλινές δυνάμεις περνάνε τον Ιορδάνη ποταμό και εισβάλλουν στην Ιορδανία με σκοπό να συντρίψουν τη βάση της Φατάχ που βρίσκεται στο χωριό αλ-Καράμα. Η Φατάχ με τη στήριξη μονάδων του ιορδανικού στρατού υπερασπίζεται σθεναρά το χωριό και οι απώλειες των Ισραηλινών είναι μεγάλες.
Ο ηρωισμός των ανταρτών αυξάνει την απήχηση των αντιστασιακών οργανώσεων και πολλοί νέοι Παλαιστίνιοι εντάσσονται στις γραμμές της Φατάχ και άλλων οργανώσεων.
Τον Φλεβάρη του 1969, στο 5ο Εθνικό Παλαιστινιακό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Κάιρο, η Φατάχ κερδίζει την πλειοψηφία της PLO και ο Γιασέρ Αραφάτ εκλέγεται πρόεδρός της. Η PLO μετεξελίσσεται σε «ομπρέλα» όλων των αντιστασιακών οργανώσεων που διεξάγουν αντάρτικο αγώνα και θέτει ως στόχο την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους, με κοσμικό χαρακτήρα που θα εγγυάται τα δημοκρατικά δικαιώματα όλων των πολιτών του ανεξαρτήτως θρησκείας ή γλώσσας.
Ο Μαύρος Σεπτέμβρης του 1970
Μετά την ήττα των Αραβικών κρατών στον πόλεμο του 1967 και την μάχη στο αλ-Καράμα, η PLO αποκτά πολύ μεγάλη υποστήριξη από τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες της Ιορδανίας, οι οποίοι αποτελούν περίπου το μισό του πληθυσμού της χώρας. Οι οπλισμένοι Φενταγίν της PLO ελέγχουν τους προσφυγικούς καταυλισμούς στην πρωτεύουσα Αμμάν και σε άλλες πόλεις, δημιουργώντας μια παράλληλη εξουσία απέναντι στην εξουσία του βασιλιά Χουσεΐν.
Οι ιορδανικές μάζες επηρεάζονται από τη ριζοσπαστικοποίηση των Παλαιστινίων, σε ένα διεθνές περιβάλλον γεμάτο από επαναστατικά κινήματα (με πιο χαρακτηριστικά το Μάη του 68 και το Βιετνάμ) και οι επαναστατικές διαθέσεις τους ανεβαίνουν. Γίνονται έτσι μια σοβαρή απειλή για το αντιδραστικό μοναρχικό καθεστώς του Ιορδανού βασιλιά Χουσεΐν. Κάποιες πτέρυγες της PLO μιλούν πλέον ανοιχτά για την ανάγκη ανατροπής της μοναρχίας και δυο φορές ο βασιλιάς Χουσεΐν γλιτώνει από απόπειρες δολοφονίας.
Η πόλωση κορυφώνεται τον Ιούλιο του 1970, όταν ο Αμπντέλ Νάσερ και ο Χουσεΐν μπαίνουν σε συζητήσεις για διευθέτηση της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης με βάση το σχέδιο που παρουσιάζουν οι ΗΠΑ (σχέδιο Ρότζερς). Ο Γιασέρ Αραφάτ και η PLO απορρίπτουν το σχέδιο Ρότζερς και καταγγέλλουν τον Νάσερ και τον Χουσεΐν.
Ήδη από το 1968 το PFLP, που είναι μέρος της PLO, έχει ξεκινήσει της αεροπειρατείες ισραηλινών και δυτικών αεροσκαφών τα οποία στη συνέχεια οδηγεί σε διάφορα αραβικά κράτη. Αντιδρώντας στο σχέδιο Ρότζερς, και απαιτώντας την απελευθέρωση Παλαιστινίων που βρίσκονται σε ισραηλινές φυλακές, το PFLP πραγματοποιεί μια θεαματική, τριπλή αεροπειρατεία μεταξύ 6 και 9 Σεπτεμβρίου του 1970.
Δυο αμερικανικά και ένα ελβετικό αεροπλάνο καταλαμβάνονται από το PFLP και οδηγούνται στην Ιορδανία. Την 12η Σεπτεμβρίου, το PFLP ανατινάζει τα τρία αεροπλάνα σε ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη αφότου έχει απελευθερώσει τους επιβάτες του. Το σχέδιο του PFLP είναι να μετατρέψει το Αμμάν σε ένα «Αραβικό Ανόι», δηλαδή σε μια εξωτερική βάση ώστε η PLO να κλιμακώσει τον πόλεμο εναντίον του Ισραήλ, στα πρότυπα του Βόρειου Βιετνάμ. Ο Χουσεΐν εμφανίζεται να έχει χάσει τον έλεγχο της χώρας του.
Στις μάζες επικρατεί επαναστατικός αναβρασμός και η PLO φαίνεται πως έχει επαρκή κοινωνική υποστήριξη για να επιχειρήσει να ανατρέψει τον Χουσεΐν και να πάρει την εξουσία στην Ιορδανία. Όμως, η ηγεσία της PLO διστάζει να σπάσει τους δεσμούς της με τις αραβικές άρχουσες τάξεις, που βλέπουν εχθρικά τον παλαιστινιακό ριζοσπαστισμό και την ανεξάρτητη κίνηση των φτωχών λαϊκών μαζών. Η PLO θέλει καλές σχέσεις με τα αραβικά καθεστώτα από τα οποία περιμένει υποστήριξη του εθνικού αγώνα.
Έτσι, απέναντι στην απειλή της ανατροπής, ο Χουσεΐν ανακοινώνει στρατιωτικό νόμο στις 16 Σεπτεμβρίου του 1970 και κατεβάζει τα τανκς στους παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς και τις εργατικές συνοικίες του Αμμάν.
Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ κινητοποιούν στρατιωτικές δυνάμεις υπέρ της Ιορδανίας χωρίς όμως να επέμβουν. Αυτό γέρνει την πλάστιγγα υπέρ του Χουσεΐν.
Οι μάχες στο Αμμάν και αλλού κρατάνε πάνω από 10 ημέρες κατά τις οποίες τα στρατόπεδα της PLO βομβαρδίζονται ακόμη και με βόμβες ναπάλμ και φωσφόρου. Περισσότεροι από 3.000 Παλαιστίνιοι αντάρτες και άμαχοι χάνουν τη ζωή τους στη σφαγή. Στις 27 Σεπτέμβρη, η PLO υπογράφει ανακωχή με τον Χουσεΐν, ενώ την επόμενη ημέρα πεθαίνει ο Νάσερ από καρδιακή προσβολή. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε Παλαιστίνιους Φενταγίν και τον ιορδανικό στρατό συνεχίζονται ως τον Ιούλιο του 1971, όμως η παλαιστινιακή αντίσταση έχει υποστεί μια βαριά και αιματηρή ήττα από το «συμμαχικό» αραβικό καθεστώς. Σαν αποτέλεσμα, η PLO εγκαταλείπει την Ιορδανία και μεταφέρει το αρχηγείο της στον Λίβανο. Την ακολουθούν πολλές χιλιάδες πρόσφυγες Παλαιστίνιοι.
Ο Μαύρος Σεπτέμβρης, όπως έμεινε στην ιστορία η σφαγή της Ιορδανίας, έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εξέλιξη του παλαιστινιακού κινήματος.
Η PLO χάνει τη σταθερή στρατιωτική και κοινωνική βάση που είχε στην Ιορδανία, από όπου μπορούσε να εξαπολύει επιδρομές στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη της Δυτικής Όχθης. Επιπλέον, για πρώτη φορά οι Παλαιστίνιοι Φενταγίν δέχονται βαρύ στρατιωτικό πλήγμα από αραβική χώρα που ως τότε θεωρούταν σύμμαχος του παλαιστινιακού αγώνα. Μετά τα γεγονότα το καθεστώς της Ιορδανίας ανοίγει διαύλους επικοινωνίας με την Δύση και το Ισραήλ.
Για να εκδικηθεί τη σφαγή και για να αυξήσει την πίεση προς τα δυτικά κράτη, η PLO δημιουργεί (όχι φανερά) την οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης», με σκοπό ένοπλα χτυπήματα στο εξωτερικό. Τρομοκρατικές ενέργειες σε πολλές χώρες πραγματοποιούνται στο όνομα του «Μαύρου Σεπτέμβρη». Την ίδια περίοδο αναπτύσσει σχέσεις με ένοπλες οργανώσεις άλλων χωρών όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, η Φράξια Κόκκινος Στρατός στη Γερμανία (Μπάαντερ-Μάινχοφ), ο «Κόκκινος Στρατός» στην Ιαπωνία κα.
Το Σεπτέμβρη του 1972, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου, ο «Μαύρος Σεπτέμβρης» πραγματοποιεί επίθεση εναντίον της αθλητικής αποστολής του Ισραήλ, με σκοπό την απαγωγή Ισραηλινών αθλητών και την ανταλλαγή τους με φυλακισμένους Παλαιστινίους. Η όλη επιχείρηση καταλήγει σε αιματοχυσία και στο τέλος χάνουν τη ζωή τους 11 Ισραηλινοί αθλητές, 3 Παλαιστίνιοι και 3 Γερμανοί αστυνομικοί.
Μετά την εκδίωξη από την Ιορδανία, ο Λίβανος γίνεται η βάση από όπου η PLO συνεχίζει το αντάρτικο κατά του Ισραήλ. Παράλληλα, η PLO διατηρεί σημαντικές δυνάμεις και στη Συρία. Όμως, ο Λίβανος είναι μια χώρα σε εύθραυστη κατάσταση, με μεγάλες εσωτερικές εθνικές και θρησκευτικές αντιθέσεις που αξιοποιούνται από εξωτερικές δυνάμεις για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων.
Η εσωτερική πόλωση, σε συνδυασμό με την παρέμβαση του ιμπεριαλισμού και του Ισραήλ οδηγούν τον Λίβανο σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που κρατά από το 1975 ως το 1990.
Η PLO και οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες που ζουν στην Βηρυτό και στο νότιο τμήμα της χώρας, επηρεάζουν σημαντικά τον συσχετισμό δύναμης, και έτσι γίνονται μέρος του εμφυλίου πολέμου. Εν τω μεταξύ, το 1973 ξεσπά ο τέταρτος αραβο-ισραηλινός πόλεμος, ο λεγόμενος πόλεμος του Γιομ Κιπούρ.
Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ – 1973
Με τον πόλεμο των 6 ημερών, το Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη από την Ιορδανία, τη Λωρίδα της Γάζας και το Σινά από την Αίγυπτο και τα υψήπεδα του Γκολάν από τη Συρία. Μεταξύ 1969 και 1970, ο Νάσερ διεξάγει έναν πόλεμο «φθοράς» με το Ισραήλ στο κανάλι του Σουέζ που αποτελεί το σύνορο των δυο χωρών. Επίσης προετοιμάζεται για έναν νέο πόλεμο, με σκοπό να δώσει απάντηση στην ήττα του ‘67.
Μετά τον θάνατο του Νάσερ, στις 28 Σεπτέμβρη 1970, πρόεδρος της Αιγύπτου γίνεται ο Ανουάρ Σαντάτ. Στη Συρία, στην εξουσία βρίσκεται ο φιλοσοβιετικός δικτάτορας Χαφέζ αλ Άσαντ και το κόμμα Μπαάθ. Και τα δυο καθεστώτα θέλουν να πάρουν πίσω τα εδάφη που έχασαν από τον πόλεμο του 1967 και να ενισχύσουν την θέση τους στον ευρύτερο συσχετισμό δύναμης στη Μέση Ανατολή.
Έτσι, στις 6 Οκτώβρη του 1973, ξεκινούν συντονισμένη επίθεση εναντίον του Ισραήλ, την ημέρα της μεγάλης εβραϊκής θρησκευτικής γιορτής του Γιομ Κιπούρ (Ημέρα της Εξιλέωσης). Παράλληλα με την επίθεση, η Σαουδική Αραβία και οι άλλες πετρελαιοπαραγωγές αραβικές χώρες επιβάλλουν εμπάργκο εξαγωγών πετρελαίου προς τις αμερικανικές εταιρείες και μειώνουν τις εξαγωγές προς την Ευρώπη κατά 5% κάθε μήνα. Η κίνηση αυτή πυροδοτεί την πρώτη διεθνή πετρελαϊκή κρίση.
Τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οι δυο Αραβικοί στρατοί πετυχαίνουν σημαντικές επιτυχίες στο πεδίο της μάχης. Όμως, πολύ γρήγορα το Ισραήλ καταφέρνει να σταματήσει την προέλαση και να μπει την αντεπίθεση καταλαμβάνοντας ακόμη περισσότερα εδάφη από όσα είχε πριν. Η Σοβιετική Ένωση, φοβούμενη ότι θα χάσει τη διώρυγα του Σουέζ, απειλεί με στρατιωτική επέμβαση υπέρ της Αιγύπτου και της Συρίας. Πριν από την έναρξη του πολέμου, στην Αίγυπτο βρίσκονται περίπου 20.000 Σοβιετικοί στρατιώτες.
Οι δυο υπερδυνάμεις τις εποχής φοβούνται ότι ο πόλεμος μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο και να μετατραπεί σε παγκόσμια σύγκρουση, τη στιγμή μάλιστα που το Ισραήλ απειλεί με χρήση των πυρηνικών του όπλων. Απέναντι στον κίνδυνο της πυρηνικής σύγκρουσης, η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ έρχονται σε συμφωνία και σαν αποτέλεσμα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ παίρνει απόφαση για κατάπαυση του πυρός στις 22 Οκτωβρίου. Στις 28 Οκτωβρίου υπογράφεται η τελική εκεχειρία.
Η λήξη του 4ου αραβοϊσραηλινού πολέμου βρίσκει τη Συρία στα προ του πολέμου σύνορα και την Αίγυπτο να παίρνει σταδιακά μέρος των εδαφών που είχε χάσει το ‘67 και το κανάλι του Σουέζ. Το Ισραήλ τυπικά είναι ο νικητής της σύγκρουσης αλλά το γόητρό του έχει πληγεί.
Μετά την ήττα στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ ο πρόεδρος της Αιγύπτου Ανουάρ Σαντάτ ξεκινά μια σταδιακή αλλαγή στρατηγικής και επιδιώκει μια μόνιμη συμφωνία με το Ισραήλ και μια προσέγγιση με τις ΗΠΑ. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους πραγματοποιείται η διάσκεψη της Γενεύης υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Στην διάσκεψη παίρνουν μέρος η Αίγυπτος, η Ιορδανία και το Ισραήλ. Η Συρία αρνείται να συμμετέχει και η PLO δεν είναι προσκεκλημένη.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Σαντάτ, του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπεγκίν και του Αμερικανού προέδρου Κάρτερ καταλήγουν στις συμφωνίες του Κάμπ Ντέιβιντ (στις ΗΠΑ) τον Σεπτέμβριο του 1978.
Η τέταρτη στρατιωτική ήττα των αραβικών κρατών από το Ισραήλ επηρεάζει και τη στρατηγική του Αραφάτ και της πλειοψηφίας της PLO. Η PLO συνεχίζει μεν τον αντάρτικο αγώνα, αλλά αρχίζει παράλληλα να κάνει ανοίγματα προς τη Δύση ευελπιστώντας όλο και περισσότερο στην αναγνώριση από τους διεθνείς οργανισμούς και τις ΗΠΑ.
Τον Ιούνιο του 1974, στο 12ο Εθνικό Παλαιστινιακό Συνέδριο, η πλειοψηφία της PLO υιοθετεί το Πρόγραμμα των «Δέκα Σημείων», το οποίο αφήνει ανοικτή την προοπτική απελευθέρωσης ενός μέρους και όχι ολόκληρης της ιστορικής Παλαιστίνης και, κατά συνέπεια, αναγνωρίζει εμμέσως την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ.
Τον Νοέμβριο του 1974, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγνωρίζει το δικαίωμα των Παλαιστινίων στην αυτοδιάθεση, την ανεξαρτησία και την εθνική κυριαρχία.
Ο ΟΗΕ αναγνωρίζει την PLO ως παρατηρητή στη Γενική Συνέλευση και ως εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού. Στις 13 Νοεμβρίου 1974, ο Αραφάτ βγάζει λόγο στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, κάτι που προβάλλεται από τον ίδιο ως αναγνώριση της PLO από τη «διεθνή κοινότητα». Εκεί, φορώντας την θήκη από το όπλο του, λέει «έχω έρθει εδώ με ένα κλαδί ελιάς και ένα όπλο. Μην αφήσετε το κλαδί ελιάς να μου πέσει από το χέρι».
Αυτή η σταδιακή αλλαγή στρατηγικής και το πρόγραμμα των «Δέκα Σημείων» δεν γίνονται αποδεκτά από το σύνολο της PLO με αποτέλεσμα τη διάσπαση της. Τον Οκτώβριο του 1974 δημιουργείται το Εθνικό Μέτωπο της Απόρριψης (της συμφωνίας των Δέκα Σημείων) στο οποίο συμμετέχει το PFLP και άλλες τάσεις της PLO και υποστηρίζεται από τα καθεστώτα της Συρίας και της Λιβύης. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στο Εθνικό Μέτωπο της Απόρριψης και την πλειοψηφία της PLO υπό τον Αραφάτ παίρνει βίαιο χαρακτήρα, με δολοφονίες στελεχών της PLO που είναι υποστηρικτές του Αραφάτ από το Εθνικό Μέτωπο Απόρριψης.
Ο εμφύλιος του Λιβάνου
Ο Λίβανος ήταν και παραμένει μια πολυεθνική και πολυθρησκευτική χώρα. Μετά την πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές και τα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα αξιοποίησαν και υποδαύλισαν τις εθνικές και θρησκευτικές διαιρέσεις του Λιβάνου για τα δικά τους συμφέροντα. Ο δυτικός ιμπεριαλισμός στήριζε τους Μαρωνίτες Χριστιανούς, από τους οποίους προερχόταν το πιο πλούσιο και ισχυρό τμήμα της άρχουσας τάξης της χώρας, και επεδίωκε να τους δώσει τον έλεγχο του Λιβάνου απέναντι στους Μουσουλμάνους και τους Δρούζους, που κατά πλειοψηφία ήταν φτωχά λαϊκά στρώματα.
Τα γεγονότα του Μαύρου Σεπτέμβρη στην Ιορδανία, όπως προαναφέραμε, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά του αρχηγείου της PLO μαζί με χιλιάδες Φενταγίν και Παλαιστίνιους πρόσφυγες στην Βηρυτό και τον Νότιο Λίβανο. Η δυναμική της εσωτερικής κοινωνικής πόλωσης και των θρησκευτικών/εθνικιστικών διαιρέσεων οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο τον Απρίλιο του 1975. Η PLO ενεπλάκη στον εμφύλιο και πολέμησε στο πλευρό μιας συμμαχίας, κυρίως Μουσουλμάνων και Δρούζων, με αριστερές αναφορές. Από την άλλη πλευρά ήταν η συμμαχία των Μαρωνιτών Καθολικών Χριστιανών, με ηγετική δύναμη το φασιστικό κόμμα των Φαλαγγιτών.
Το Ισραήλ είδε τον εμφύλιο του Λιβάνου ως μια ευκαιρία για να τσακίσει την παλαιστινιακή αντίσταση και την PLO και για αυτό πήρε την πλευρά των Φαλαγγιτών.
Ο πόλεμος ξεκινά στις 13 Απριλίου του 1975, όταν Φαλαγγίτες δολοφονούν 30 Παλαιστινίους που επιβαίνουν σε λεωφορείο έξω από τη Βηρυτό. Τον Μάιο του 1976, ο στρατός της Συρίας εισβάλλει στο Βόρειο Λίβανο και αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει τους Παλαιστίνιους μαχητές της PLO. Είναι η δεύτερη φορά, μετά την Ιορδανία, που αραβικό κράτος συγκρούεται με Παλαιστίνιους αντάρτες της PLO. Τον Αύγουστο του 1976 πέφτει ο προσφυγικός καταυλισμός του Ταλ-αλ-Ζατάρ στη Βηρυτό μετά από επτά μήνες πολιορκίας από τους Φαλαγγίτες. Η απολογισμός είναι πάνω από 2.000 νεκροί Παλαιστίνιοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά.
Εν τω μεταξύ, στο εσωτερικό του Ισραήλ αυξάνονται οι αντιδράσεις των Παλαιστινίων εναντίον της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της γης που ανήκει σε Άραβες πολίτες του Ισραήλ. Η Επιτροπή Υπεράσπισης της Γης των Αράβων που δημιουργείται τον Ιανουάριο του 1976 οργανώνει μαζικές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις. Στις 30 Μαρτίου 1976 προχωρά σε γενική απεργία στην οποία συμμετέχουν Παλαιστίνιοι στη Δυτική Όχθη και το Λίβανο. Το κράτος του Ισραήλ καταστέλλει βίαια τις κινητοποιήσεις αυτές με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 6 άοπλοι Παλαιστίνιοι και να τραυματιστούν πάνω από 100. Από τότε οι Παλαιστίνιοι τιμούν κάθε χρόνο στις 30 Μαρτίου την «Ημέρα της Γης».
Το 1977 κερδίζει τις εκλογές στο Ισραήλ το δεξιό κόμμα Λικούντ, για πρώτη φορά από την ίδρυση του κράτους το 1948. Η κυβέρνηση του Λικούντ, με πρωθυπουργό τον Μεναχέμ Μπεκίν, αρχηγό της σιωνιστικής πολιτοφυλακής Ιργκούν, που έχει διαπράξει εθνοκάθαρση εναντίον των Παλαιστινίων την περίοδο 1943-1948, και Υπουργό Άμυνας τον Αριέλ Σαρόν, είναι ακόμη πιο επιθετική σε σχέση με τις κυβερνήσεις των «Εργατικών». Το Λικούντ προωθεί τους εποικισμούς με σκοπό να κάνει την κατοχή μη αναστρέψιμη. Ο Μπεγκίν βλέπει τον εμφύλιο του Λιβάνου ως μια ευκαιρία για την οριστική συντριβή της παλαιστινιακής αντίστασης και την εκδίωξη της PLΟ από τον Λίβανο, από όπου οι Παλαιστίνιοι Φενταγίν συνεχίζουν να εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ.
Μεταξύ 1975 και 1978 η PLO πραγματοποιεί μια σειρά από επιθέσεις ακόμη και μέσα στο Τελ Αβίβ. Με αφορμή μια από αυτές τις επιχειρήσεις, το Ισραήλ εισβάλλει στον Νότιο Λίβανο τον Μάρτιο του 1978 αλλά σύντομα αποσύρεται και οι Παλαιστίνιοι Φενταγίν κρατάνε τις δυνάμεις τους. Η δύναμή τους υπολογίζεται μεταξύ 15.000-18.000 μαχητές.
Τον Σεπτέμβριο του 1978 υπογράφεται συμφωνία ανάμεσα στην Αίγυπτο και το Ισραήλ στο Κάμπ Ντέιβιντ στις ΗΠΑ, υπό την καθοδήγηση του Αμερικανού προέδρου Κάρτερ. Η Αίγυπτος γίνεται το πρώτο αραβικό κράτος που αναγνωρίζει το κράτος του Ισραήλ και το Ισραήλ επιστρέφει στην Αίγυπτο τη χερσόνησο του Σινά την οποία κατέχει από το 1973. Έτσι έχοντας διασφαλίσει τα νότια σύνορά του το Ισραήλ στρέφεται προς το Λίβανο με σκοπό να εξαλείψει την PLO.
Στις 6 Ιουνίου του 1982, το Ισραήλ προχωρά σε μια πολύ μεγαλύτερη εισβολή στο Λίβανο, την οποία μάλιστα ονομάζει «Ειρήνη για τη Γαλιλαία». Ο Ισραηλινός στρατός φτάνει ως τη Βηρυτό και για περισσότερους από τρεις μήνες προχωρά σε πολιορκία και σε διαρκείς βομβαρδισμούς των προσφυγικών καταυλισμών των Παλαιστινίων. Τις δυο πρώτες εβδομάδες της εισβολής τουλάχιστον 14.000 Παλαιστίνιοι χάνουν τη ζωή τους από τον ισραηλινό στρατό.
Μετά από σκληρές μάχες, η PLO αναγκάζεται να αποχωρήσει, σχεδόν εξολοκλήρου, από το Λίβανο διατηρώντας πολύ μικρές δυνάμεις. Τον Αύγουστο του 1982, περίπου 14.000 μαχητές της PLO επιβιβάζονται σε πλοία και εκκενώνουν τη Βηρυτό, κάτω από την επιτήρηση μιας διεθνούς στρατιωτικής δύναμης Γάλλων, Ιταλών και Αμερικανών. Ο Γιασέρ Αραφάτ φεύγει από τη Βηρυτό και μεταφέρει το αρχηγείο της PLO στην Τυνησία.
Λίγες ημέρες μετά την αποχώρηση των Φενταγίν της PLO από τη Βηρυτό, οι Φαλαγγίτες, με τη βοήθεια του ισραηλινού στρατού και την επίβλεψη μετέπειτα πρωθυπουργού του Ισραήλ, Αριέλ Σαρόν, διαπράττουν μια από τις μεγαλύτερες σφαγές εναντίον του παλαιστινιακού λαού. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1982, οπλισμένοι Φαλαγγίτες εισβάλλουν στην συνοικία της Βηρυτού Σάμπρα και στον προσφυγικό καταυλισμό Σατίλα, που ήταν περικυκλωμένος από τον ισραηλινό στρατό, και σφαγιάζουν περισσότερους από 3.000 άμαχους Παλαιστίνιους, γυναίκες, γέρους και παιδιά.
Ο Αριέλ Σαρόν και οι σιωνιστές θεωρούν ότι με την εκδίωξη της PLO από το Λίβανο έχουν πετύχει μια συντριπτική νίκη επί της παλαιστινιακής αντίστασης. Στην πραγματικότητα όμως θέτουν τις βάσεις για τη δημιουργία ενός νέου αντιπάλου, της Χεζμπολάχ.
Η Χεζμπολάχ είναι μια ισλαμική οργάνωση που έχει τη βάση της στο Νότιο Λίβανο όπου πλειοψηφία είναι Σιίτες, οι οποίοι βιώνουν τις διαρκείς επιθέσεις του Ισραήλ, αλλά και τη φτώχεια και τον αποκλεισμό μέσα στη δική τους χώρα.
Η Χεζμπολάχ χρηματοδοτήθηκε και εξοπλίστηκε από το ισλαμικό καθεστώς του Χομεΐνί, το οποίο εγκαθιδρύθηκε μετά την επανάσταση του 1979 στο Ιράν. Από την πρώτη στιγμή το Ιράν του Χομεϊνί στρέφεται κατά των ΗΠΑ και του Ισραήλ ως χώρες οι οποίες στήριζαν έμπρακτα το δικτατορικό καθεστώς του Σάχη που ανατράπηκε το 1979.
Η Χεζμπολάχ αποκτά μαζική κοινωνική βάση δημιουργώντας αρχικά ένα δίκτυο κοινωνικής προστασίας για τους φτωχούς Λιβανέζους Σιίτες. Από τις αρχές του 1980 η Χεζμπολάχ στρέφεται στον ένοπλο αγώνα και την ατομική τρομοκρατία.
Στα 1982-83 πραγματοποιεί τις πρώτες επιθέσεις αυτοκτονίας (κάτι άγνωστο ως τότε) με αυτοκίνητα γεμάτα εκρηκτικά που πέφτουν πάνω σε κτίρια όπου διαμένουν Αμερικάνοι και Γάλλοι στρατιωτικοί στη Βηρυτό, σκοτώνοντας πάνω από 300 άτομα.
Σήμερα, η Χεζμπολάχ είναι μια πολύ καλά εξοπλισμένη και υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη. Η ίδια ισχυρίζεται ότι έχει 100.000 μαχητές ενώ οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ εκτιμούν ότι έχει περίπου 45.000. Το 2006 αντιμετώπισε τον στρατό του Ισραήλ, που είχε επιχειρήσει εισβολή στο νότιο Λίβανο, και τον ανάγκασε σε υποχώρηση. Εκτός από το Ιράν, υποστηρίζεται και από τον καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ στη Συρία. Ελέγχει το Νότιο Λίβανο και εκτός από στρατιωτική δύναμη κατέχει μέρος της πολιτικής εξουσίας, μετέχοντας στο κοινοβούλιο και την κυβέρνηση.
Μετά την ήττα στη Βηρυτό το 1982, ο Αραφάτ και η πλειοψηφία της ηγεσίας της PLO επιδιώκουν την επαναπροσέγγιση με την μοναρχία της Ιορδανίας και αρχίζουν να συζητούν το σχέδιο που παρουσιάζει η αμερικανική κυβέρνηση Ρίγκαν για την επίλυση του Παλαιστινιακού. Αυτή η στροφή προκαλεί ένα νέο, ακόμη πιο βαθύ, σχίσμα στην ίδια τη Φατάχ. Ο Αμπού Μούσα, υψηλόβαθμό στέλεχος της Φατάχ και οργανωτής της υπεράσπισης της Βηρυτού, απορρίπτει αυτή την τακτική και ιδρύει την Φατάχ-Ιντιφάντα (Φατάχ-εξέγερση) η οποία στηρίζεται και εξοπλίζεται από το καθεστώς της Συρίας.
Η Φατάχ-Ιντιφάντα έρχεται σε ένοπλη σύγκρουση με την Φατάχ του Γιασέρ Αραφάτ τον Μάιο του 1983. Η κυβέρνηση του Άσαντ ανακηρύσσει τον Γιασέρ Αραφάτ ανεπιθύμητο και τον απελαύνει από την Δαμασκό. Παράλληλα, τον Δεκέμβριο του 1983, οι τελευταίοι 4.000 Παλαιστίνιοι Φενταγίν της Φατάχ που είναι πιστοί στον Αραφάτ αναγκάζονται να αποχωρήσουν από το Λίβανο ο οποίος βρίσκεται κατά μεγάλο μέρος υπό συριακή κατοχή.
Το τέλος ενός ιστορικού κύκλου
Η εκδίωξη της PLO και του Αραφάτ από το Λίβανο και τη Συρία σηματοδοτεί μια καμπή για την παλαιστινιακή αντίσταση.
Τριανταπέντε χρόνια πέρασαν από την Νάκμπα. Αυτές τις δεκαετίες, τα αραβικά κράτη ήρθαν σε στρατιωτική σύγκρουση με το Ισραήλ τέσσερις φορές αλλά απέτυχαν να φέρουν την ανεξαρτησία και την ελευθερία στον παλαιστινιακό λαό. Έτσι κάποια από τα καθεστώτα αλλάζουν στρατηγική και επιδιώκουν τη συνεννόηση με το Ισραήλ, εγκαταλείποντας τον παλαιστινιακό λαό.
Όπως προαναφέραμε, ο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ υπογράφει μονομερείς συμφωνίες με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό του Λικούντ, Μπεγκίν, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Οι συμφωνίες προβλέπουν την αυτονομία των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα εδάφη του 1967 και μια μακρά και σταδιακή μετάβαση σε κάποιου είδους κράτος.
Εκτός από την προσέγγιση της Αιγύπτου με το Ισραήλ, η Ιορδανία πρώτα (1970) και η Συρία έπειτα (1983) έρχονται σε στρατιωτική σύγκρουση με την PLO και διαπράττουν σφαγές και διώξεις εναντίον των Παλαιστινίων.
Οι προσδοκίες ετών ότι η απελευθέρωση της Παλαιστίνης και η επιστροφή των προσφύγων θα πραγματοποιηθεί με τη στήριξη των αραβικών καθεστώτων, την εθνική ενότητα όλων των Αράβων, την υποστήριξη της ΕΣΣΔ και τον αντάρτικο αγώνα της PLO έχουν διαψευσθεί.
Παρά τους τέσσερις αραβοϊσραηλινούς πολέμους, παρά τον ηρωικό αγώνα δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων που πήραν τα όπλα, παρά τις αμέτρητες θυσίες και τα θύματα, η εθνική ανεξαρτησία, η αποτίναξη της καταπίεσης και η επιστροφή των προσφύγων δεν επιτεύχθηκαν.
Τα αδιέξοδα αυτά θα οδηγήσουν σύντομα σε έναν νέο δρόμο. Αυτόν της μαζικής εξέγερσης των Παλαιστινίων που ζουν στα κατεχόμενα από το Ισραήλ παλαιστινιακά εδάφη. Τον Δεκέμβριο του 1987 ξεσπά η πρώτη Ιντιφάντα.
Λίγα χρόνια αργότερα (1989) έχουμε την πτώση του τείχους του Βερολίνου που πυροδοτεί τη διαδικασία κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ και την παλινόρθωση του καπιταλισμού σε αυτές τις χώρες (1989-1991). Παρά τον μαζικό ξεσηκωμό της Ιντιφάντα, ο Αραφάτ και η ηγετική ομάδα της PLO γύρω από αυτόν στρέφονται προς τον δυτικό ιμπεριαλισμό, μια διαδικασία που θα οδηγήσει στις συμφωνίες του Όσλο το 1993 και 1995.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα, ιδρύεται και μαζικοποιείται μια νέα πολιτική οργάνωση στην παλαιστινιακή αντίσταση, η Χαμάς.