Η Μέση Ανατολή παραμένει στο κέντρο ενός πολύπλοκου ιστού συγκρούσεων που διαμορφώνεται από τοπικές εξεγέρσεις, περιφερειακές αντιπαλότητες και παγκόσμιες συγκρούσεις για κυριαρχία. Από την άνοδο της Hay’at Tahrir al-Sham (HTS) στη Συρία έως τις φονικές εκστρατείες του Ισραήλ στον Λίβανο και τη Γάζα, ολόκληρη η περιοχή έχει γίνει το επίκεντρο ενός πολύπλευρου και διαρκούς πολέμου. Η αλληλεπίδραση μεταξύ περιφερειακών παραγόντων όπως η Τουρκία, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία, αλλά και η παγκόσμια στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ρωσίας και της Κίνας, αναδεικνύουν τις περίπλοκες γεωπολιτικές διαστάσεις αυτής της σύγκρουσης.
Σε αυτό το άρθρο διερευνούμε τις ιστορικές ρίζες, τους σύγχρονους αγώνες και τα ιδεολογικά υπόγεια ρεύματα που διαμορφώνουν τον ρόλο της Συρίας σε αυτόν τον ευρύτερο πόλεμο. Εξετάζουμε την άνοδο του καθεστώτος Μπάαθ, τον αντίκτυπο της Αραβικής Άνοιξης στη Συρία, τη μετασχηματιστική επιρροή του συριακού εμφυλίου πολέμου και την ανάδυση εναλλακτικών μοντέλων διακυβέρνησης, όπως η Ροζάβα. Το άρθρο καταπιάνεται επίσης με την άνοδο της HTS υπό τον Αμπού Μοχάμαντ αλ Τζουλάνι και τη σημασία της στο πλαίσιο των πολέμων στη Μέση Ανατολή, αλλά και με τους διαρκείς αγώνες για αυτοδιάθεση, ειρήνη και σοσιαλισμό σε μια περιοχή που έχει κατακερματιστεί από δεκαετίες πολέμων.
Της Ετζεχάν Μπάλτα
Η εγκαθίδρυση του καθεστώτος Μπάαθ
Ο τρόπος με τον οποίο ανέβηκε στην εξουσία το καθεστώς του Μπάαθ είναι αξιοσημείωτος. Γεννημένη κατά τη δεκαετία του 1940 από διανοητές όπως ο Michel Aflaq, ο Salah al-Din al-Bitar και ο Zaki al-Arsuzi, η ιδεολογία του Μπάαθ προσέφερε ένα πλαίσιο που συνδύαζε τον αραβικό εθνικισμό με σοσιαλιστική ρητορική. Αυτή η ιδεολογία, με την έμφαση που έδινε στην ισότητα και την ελευθερία, είχε μεγάλη απήχηση στους λαούς της Μέσης Ανατολής την περίοδο μετά την ανεξαρτησία τους. Ωστόσο, η αντίληψη του Μπάαθ για τον σοσιαλισμό ήταν φιλο-σοβιετική, προωθούσε δηλαδή ένα μοντέλο που επικεντρωνόταν σε ένα γραφειοκρατικό κράτος και βασιζόταν στην ισχυρή εξουσία ενός ηγέτη.
Το Κόμμα Μπάαθ, που ιδρύθηκε στη Δαμασκό το 1947, απέκτησε σημαντική υποστήριξη στον στρατό κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Όταν ήρθε στην εξουσία με το πραξικόπημα του 1963, υποσχέθηκε σοσιαλιστικές πολιτικές και μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγροτική γη και οι προσπάθειες εθνικοποίησης έτυχαν καλής υποδοχής στις αγροτικές περιοχές, αλλά ο αυξανόμενος αυταρχισμός στο εσωτερικό του κόμματος αποδυνάμωσε τις διακηρύξεις του.
Το 1970, το «Διορθωτικό Κίνημα» του Χαφέζ αλ Άσαντ, ένα πραξικόπημα στο εσωτερικό του κόμματος, σηματοδότησε μια νέα φάση για το καθεστώς Μπάαθ. Ο Άσαντ εγκαθίδρυσε μια ακραία συγκεντρωτική κυβέρνηση, καταπνίγοντας τις εσωτερικές διαφωνίες στο κόμμα και μετατρέποντας το καθεστώς σε στρατιωτική δικτατορία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η υποστήριξη από τη Σοβιετική Ένωση ενίσχυσε τη δύναμη του καθεστώτος.
Η ρητορική του καθεστώτος Μπάαθ για τον σοσιαλισμό έδινε έμφαση σε θέματα ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, ωστόσο στην πράξη απέκλειε τεράστια τμήματα του πληθυσμού από τις πολιτικές διαδικασίες και κατέστειλε συστηματικά την αντιπολίτευση.
Οι κατασταλτικές πολιτικές του καθεστώτος Μπάαθ, ιδίως κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Χαφέζ αλ Άσαντ και του Μπασάρ αλ Άσαντ, ήταν εκτεταμένες και οδήγησαν σε σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για να εφαρμοστούν αυτές οι πολιτικές, χρησιμοποίησαν τόσο φυσικές, όσο και ψυχολογικές μεθόδους καταστολής.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Χαφέζ αλ Άσαντ, το καθεστώς διεξήγαγε μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση στην πόλη Χάμα ως απάντηση σε μια εξέγερση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας το 1982. Η επιχείρηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) και άλλες πηγές, ο αριθμός των νεκρών ξεπέρασε τις 25.000. Ολόκληρες γειτονιές καταστράφηκαν, ενώ αυτά τα γεγονότα μετατράπηκαν σε σύμβολο των βάναυσων μεθόδων του καθεστώτος κατά της αντιπολίτευσης.
Η αραβική άνοιξη
Η Αραβική Άνοιξη στη Συρία, όπως και σε άλλες χώρες της περιοχής το 2011, ήταν το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού εκτεταμένων κοινωνικοοικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων. Οι διαμαρτυρίες και οι επακόλουθες συγκρούσεις στη Συρία μπορούν να γίνουν καλύτερα κατανοητές μέσα από μια σε βάθος ανάλυση της ιστορικής, οικονομικής, πολιτικής και δημογραφικής δυναμικής της χώρας.
Όταν ο Χαφέζ αλ Άσαντ απεβίωσε το 2000, την εξουσία ανέλαβε ο γιος του Μπασάρ αλ Άσαντ. Ο Μπασάρ υποσχέθηκε κάποιες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ένα πιο φιλελεύθερο περιβάλλον. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις αυτές ήταν εντελώς ανεπαρκείς για να λύσουν συστημικά προβλήματα όπως η διαφθορά και ο νεποτισμός, οδηγώντας την κοινωνία σε μαζική απογοήτευση.
Η οικονομική πολιτική της Συρίας υπέστη επίσης σημαντικές αλλαγές κατά τη δεκαετία του 2000. Η διοίκηση του Μπασάρ αλ Άσαντ υιοθέτησε οικονομικές μεταρρυθμίσεις προσανατολισμένες στην αγορά, μειώνοντας τον ρόλο του κράτους στην οικονομία και ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν έλυσαν βέβαια τα οικονομικά προβλήματα των οικονομικά ασθενών στρωμάτων. Απεναντίας, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές διεύρυναν το χάσμα μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών.
Η αποδυνάμωση του αγροτικού τομέα ανάγκασε τους αγροτικούς πληθυσμούς να μεταναστεύσουν στα αστικά κέντρα. Μεταξύ του 2006 και του 2010, μια σοβαρή ξηρασία κατέστρεψε την αγροτική παραγωγή, εκτοπίζοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους από τις περιοχές τους. Η ξηρασία αυτή επιδείνωσε την ανεργία και τα επίπεδα φτώχειας, ενώ η αδυναμία της κυβέρνησης να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην κρίση διάβρωσε περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο καθεστώς.
Η δημογραφική σύνθεση της Συρίας έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης. Η χώρα περιλαμβάνει διάφορες εθνοτικές ομάδες, όπως Άραβες, Κούρδους, Τουρκμένους και Ασσύριους, μαζί με θρησκευτικές κοινότητες όπως οι σουνίτες, οι αλαουίτες, οι χριστιανοί και οι δρούζοι. Το καθεστώς Άσαντ, στηριζόμενο στη μειονότητα των Αλαουιτών, καλλιέργησε ένα αίσθημα αποκλεισμού στη σουνιτική πλειοψηφία, βαθαίνοντας τη δυσαρέσκεια της για το καθεστώς.
Επιπλέον, η γρήγορη αύξηση του ποσοστού της νεολαίας στο σύνολο του πληθυσμού, συνέβαλε στην αύξηση των ποσοστών ανεργίας. Η έλλειψη ευκαιριών για τους νέους τροφοδότησε περαιτέρω την κοινωνική αναταραχή. Η μορφωμένη, αλλά άνεργη νεολαία, έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς πυλώνες της αντιπολίτευσης στο καθεστώς Άσαντ.
Η κατάσταση στη Συρία δεν έμεινε ανεπηρέαστη από το ευρύτερο κύμα της Αραβικής Άνοιξης στην περιοχή. Οι εξεγέρσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο ενέπνευσαν τον συριακό λαό, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι παρόμοια κινήματα θα μπορούσαν να επιτύχουν και στη δική τους χώρα.
Επίσης, στη συριακή σύγκρουση ενεπλάκησαν περιφερειακές και παγκόσμιες δυνάμεις. Ενώ το Ιράν, η Χεζμπολάχ και η Ρωσία υποστήριξαν το καθεστώς Άσαντ, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Τουρκία και οι χώρες του Κόλπου υποστήριξαν τις ομάδες της αντιπολίτευσης. Οι παρεμβάσεις αυτές μετέτρεψαν τη συριακή κρίση σε μια ευρύτερη διεθνή σύγκρουση.
Το 2011, η σύλληψη και η κακομεταχείριση μιας ομάδας παιδιών στη Νταράα επειδή έγραψαν συνθήματα κατά του καθεστώτος σε έναν τοίχο, πυροδότησε τις πρώτες διαμαρτυρίες. Η σκληρή αντίδραση των δυνάμεων καταστολής κλιμάκωσε την κατάσταση, οδηγώντας σε πανεθνικές διαδηλώσεις. Το κίνημα, που αρχικά επικεντρώθηκε σε αιτήματα για μεταρρυθμίσεις, εξελίχθηκε γρήγορα σε εξέγερση κατά του καθεστώτος.
Το καθεστώς Μπάαθ διατήρησε την εξουσία εφαρμόζοντας άγρια καταστολή που περιλάμβανε μαζικές δολοφονίες, αυθαίρετες συλλήψεις και χρήση χημικών όπλων. Οι ενέργειες αυτές κατάφεραν να παγώσουν την εγχώρια αντιπολίτευση, αλλά και να σοκάρουν τη διεθνή κοινότητα. Η αντοχή του καθεστώτος όμως βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην εξωτερική υποστήριξη. Η εξέγερση στην συνέχεια εκφυλίστηκε σε ένα αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.
Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, οι επιθέσεις κατά αμάχων και οι αυθαίρετες συλλήψεις από τις δυνάμεις της κυβέρνησης εκτόπισαν εκατοντάδες χιλιάδες και οδήγησαν στη φυλάκιση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων. Εκθέσεις του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ αναφέρουν ότι πάνω από 20.000 άνθρωποι πέθαναν από βασανιστήρια στις φυλακές του καθεστώτος Άσαντ. Στις 21 Αυγούστου 2013, μια επίθεση με χημικά όπλα στη Γούτα σκότωσε πάνω από 1.000 ανθρώπους.
Η αντιπολιτευτικοί στρατοί βέβαια διέπραξαν επίσης πολύ μεγάλες αγριότητες.
Από το 2015, η στρατιωτική παρέμβαση της Ρωσίας περιελάμβανε την ανάπτυξη χιλιάδων στρατιωτών, πολεμικών αεροσκαφών και συστημάτων αεράμυνας S-300 στη Συρία. Το Ιράν, με τη σειρά του, έστειλε περίπου 20.000 μαχητές της Χεζμπολάχ και προσωπικό της Φρουράς της Επανάστασης στη σύγκρουση. Αυτή η εξωτερική υποστήριξη ενίσχυσε τη στρατιωτική ικανότητα του καθεστώτος και του επέτρεψε να διατηρήσει και να εντείνει τις κατασταλτικές πολιτικές του.
Η περίοδος του εμφυλίου πολέμου στη Συρία
Ο συριακός εμφύλιος πόλεμος εξελίχθηκε γρήγορα σε μια από τις πιο καταστροφικές συγκρούσεις του 21ου αιώνα. Καθώς η σύγκρουση βάθαινε, η Συρία κατακερματίστηκε μεταξύ διαφόρων φατριών. Στους κύριους δρώντες περιλαμβάνονταν:
- Το καθεστώς Άσαντ: Με την υποστήριξη της Ρωσίας, του Ιράν και της Χεζμπολάχ, το καθεστώς διατήρησε τον έλεγχο σημαντικών αστικών κέντρων.
- Η αντιπολίτευση: Ένα μείγμα αντιπολιτευτικών φατριών, συμπεριλαμβανομένου του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA) και ισλαμιστικών ομάδων, ορισμένες από τις οποίες αργότερα διασπάστηκαν σε εξτρεμιστικές οργανώσεις όπως η Jabhat al-Nusra.
- Οι Κούρδοι: Συγκεντρωμένες στη βόρεια Συρία, κουρδικές ομάδες, με επικεφαλής τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), δημιούργησαν αυτόνομες περιοχές υπό τη σημαία των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF).
- Το ISIS: Αναδυόμενο ως κυρίαρχη δύναμη το 2014, το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Συρίας (ISIS) κατέλαβε μεγάλα εδάφη, εγκαθιδρύοντας στις περιοχές του ένα βάναυσο καθεστώς και τραβώντας το παγκόσμιο ενδιαφέρον στα γεγονότα στην περιοχή.
Αυτός ο κατακερματισμός μετέτρεψε τον πόλεμο σε έναν πολύπλοκο ιστό τοπικών, περιφερειακών και διεθνών συγκρούσεων.
Ο ανθρωπιστικός απολογισμός του εμφυλίου πολέμου ήταν καταστροφικός: σύμφωνα με εκτιμήσεις, πάνω από 500.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από την έναρξη της σύγκρουσης. Πάνω από 13 εκατομμύρια Σύριοι, περισσότεροι από το μισό πληθυσμό της χώρας, έχουν εκτοπιστεί. Περίπου 6,8 εκατομμύρια έγιναν πρόσφυγες, κυρίως σε γειτονικές χώρες όπως η Τουρκία, ο Λίβανος και η Ιορδανία, ενώ 6,5 εκατομμύρια εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας. Ο πόλεμος κατέστρεψε τις υποδομές, μείωσε το ΑΕΠ της Συρίας κατά πάνω από 60% και βύθισε εκατομμύρια ανθρώπους στη φτώχεια. Τόσο το καθεστώς, όσο και άλλες αντιμαχόμενες δυνάμεις, έχουν κατηγορηθεί για εγκλήματα πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης χημικών όπλων, αδιάκριτων βομβαρδισμών και πολιορκιών που οδήγησαν σε λιμοκτονία τους άμαχους πληθυσμούς.
Μια παρένθεση: το μοντέλο της Ροζάβα
Η δημιουργία της αυτοδιοικούμενης περιοχής Ροζάβα κατά τη διάρκεια του συριακού εμφυλίου πολέμου, αποτελεί μια σημαντική πρωτοβουλία με επικεφαλής τον κουρδικό πληθυσμό. Το 2012, καθώς το καθεστώς Άσαντ έχασε τον έλεγχο της βόρειας Συρίας, το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) και η ένοπλη πτέρυγά του, οι Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της περιοχής. Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε απάντηση στην ιστορική καταπίεση που βίωναν οι Κούρδοι και η Ροζάβα αναδείχθηκε σε μοντέλο δημοκρατικής αυτονομίας- στα πλαίσια βέβαια του καπιταλισμού.
Το μοντέλο διακυβέρνησης στη Ροζάβα, που περιγράφεται ως «δημοκρατικός συνομοσπονδισμός», επιδίωξε να καθιερώσει μια αποκεντρωμένη, λαϊκή μορφή διακυβέρνησης, βασισμένη στην άμεση δημοκρατία. Το μοντέλο έδωσε έμφαση σε αρχές όπως τα δικαιώματα των γυναικών, η οικολογική βιωσιμότητα και η ισότητα μεταξύ των εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων. Οι αρχές αυτές επισημοποιήθηκαν στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, που συχνά αναφέρεται ως Σύνταγμα της Ροζάβα, το οποίο επεδίωκε να δημιουργήσει ένα κοινωνικό μοντέλο συμπερίληψης και πλουραλισμού.
Το 2014, το ISIS εξαπέλυσε βίαιη, γενοκτονική επίθεση στην πόλη Σιντζάρ, στοχοποιώντας την κοινότητα των Γιαζίντι. Χιλιάδες Γιαζίντι σκοτώθηκαν, γυναίκες υποδουλώθηκαν και η κοινότητα εκτοπίστηκε. Οι κουρδικές στρατιωτικές δυνάμεις YPG, μαζί με τους Ιρακινούς συμμάχους τους (Πεσμεργκά), απάντησαν σε αυτή την πρόκληση. Οι YPG έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο άνοιγμα ενός ανθρωπιστικού διαδρόμου στο όρος Σιντζάρ, διασώζοντας δεκάδες χιλιάδες Γιαζίντι. Η επιχείρηση αυτή ενίσχυσε σημαντικά τη φήμη των κουρδικών δυνάμεων, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο και αποτέλεσε μια κρίσιμη νίκη κατά του ISIS.
Το μοντέλο δημοκρατικής διακυβέρνησης της Ροζάβα έγινε αντιληπτό με διαφορετικούς τρόπους από τις διαφορετικές περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις. Η Τουρκία, ειδικότερα, θεώρησε το PYD και το YPG ως προεκτάσεις του PKK και είδε την αυτόνομη διοίκηση ως σημαντική απειλή για την ασφάλεια της. Επικαλούμενη ανησυχίες για την ασφάλεια των συνόρων, η Τουρκία ξεκίνησε στρατιωτικές επιχειρήσεις με στόχο τη Ροζάβα, με μεγαλύτερη την «Επιχείρηση Ειρηνική Άνοιξη» το 2019. Οι επιχειρήσεις αυτές αποσκοπούσαν στην αποδυνάμωση της διοικητικής και στρατιωτικής υποδομής της Ροζάβα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την άλλη πλευρά, θεωρούσαν τις YPG ως κρίσιμο εταίρο στον αγώνα κατά του ISIS και παρείχαν στρατιωτική υποστήριξη. Ωστόσο, η απόσυρση των ΗΠΑ από την περιοχή το 2019 άφησε τους Κούρδους εκτεθειμένους, τόσο απέναντι στο καθεστώς Άσαντ, όσο και απέναντι στην Τουρκία, αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά ότι οι ιμπεριαλιστές προσφέρουν υποστήριξη μόνο όταν αυτό υπαγορεύεται από τα δικά τους συμφέροντα. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία και το καθεστώς Άσαντ θεώρησαν την αυτόνομη διακυβέρνηση της Ροζάβα ως πρόκληση για την εξουσία τους και προσπάθησαν να την περιορίσουν. Το μοντέλο της Ροζάβα αποτελούσε απειλή για τις περιφερειακές δυνάμεις, όχι μόνο επειδή διατάρασσε το τοπικό status quo, αλλά και επειδή πρότεινε ένα εναλλακτικό κοινωνικό και κυβερνητικό μοντέλο, αν και ακόμα όχι σε σοσιαλιστική βάση.
Η άνοδος του HTS στην εξουσία και ο ρόλος του Τζουλάνι
Στα μεταγενέστερα στάδια του συριακού εμφυλίου πολέμου, η αποδυνάμωση του καθεστώτος Άσαντ και ο κατακερματισμός των δυνάμεων της αντιπολίτευσης δημιούργησαν κενό εξουσίας στη βορειοδυτική Συρία. Στο πλαίσιο αυτό, η Hay’at Tahrir al-Sham (HTS) αναδείχθηκε σε κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή. Συγκροτήθηκε το 2017 μέσω της συγχώνευσης διαφόρων ισλαμιστικών φατριών και εδραίωσε την εξουσία της υπό την ηγεσία της χαρισματικής μορφής, του Αμπού Μοχάμαντ αλ Τζουλάνι, πρώην μαχητή του ISIS.
Ο HTS βάσισε την εξουσία του στην περιοχή της Ιντλίμπ και μέχρι το 2024 είχε καθιερωθεί ως η de facto κυβερνητική αρχή σε μεγάλο μέρος της. Ο HTS δεν βασίστηκε μόνο στη στρατιωτική του δύναμη, αλλά προσπάθησε επίσης να εγκαθιδρύσει ένα τοπικό σύστημα διακυβέρνησης. Μέσω της δημιουργίας της «Συριακής Κυβέρνησης Σωτηρίας», ο HTS προσπάθησε να παρέχει υπηρεσίες όπως εκπαίδευση, δικαιοσύνη και άλλες βασικές δομές διοίκησης.
Το HTS στήριξε αρχικά τη διακυβέρνησή του στο Ιντλίμπ στον αυστηρό νόμο της Σαρία, ξεκαθαρίζοντας την ιδεολογική του στάση μέσω της αυστηρής επιβολής των θρησκευτικών δικαστηρίων και κανόνων. Με την πάροδο του χρόνου, σε μια προσπάθεια να κερδίσει διεθνή αναγνώριση, ο HTS μαλάκωσε κάπως την προσέγγισή του. Ωστόσο, το σύστημα διακυβέρνησης εξακολουθεί να απέχει πολύ από το να είναι δημοκρατικό (δεν διεξάγονται εκλογές, ούτε υπάρχουν αντιπροσωπευτικές δομές όπως π.χ. κοινοβούλιο). Ο HTS διοικεί συγκεντρωτικά, υπό την εξουσία του Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζουλάνι, ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται κυρίως κεκλεισμένων των θυρών.
Παρά τις προσπάθειες του Τζουλάνι να παρουσιάσει μια πιο μετριοπαθή εικόνα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (διεκδικώντας να παρουσιαστεί σαν μια δύναμη που απομακρύνεται από την ιδέα ενός ισλαμικού κράτους και εστιάζοντας στους θεσμούς), το HTS δεν έχει αποκόψει τους δεσμούς με τις τζιχαντιστικές ρίζες του.
Ο Αμπού Μοχάμαντ αλ Τζουλάνι, ιδρυτής και ηγέτης του HTS, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των στρατιωτικών και πολιτικών στρατηγικών της οργάνωσης. Αρχικά έγινε γνωστός ως ιδρυτής του Μετώπου Νούσρα, του συριακού κλάδου της Αλ Κάιντα, αλλά αργότερα διέκοψε τους δεσμούς του με την Αλ Κάιντα για να παρουσιάσει την HTS ως ανεξάρτητη δύναμη.
Νέοι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή
Ο έλεγχος του HTS σε τμήματα της Συρίας δεν αποτελεί απλώς μια τοπική μετατόπιση ισχύος, αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι του ευρύτερου παζλ της νέας περιόδου πολέμων στη Μέση Ανατολή.
Η άνοδος του HTS υπό την ηγεσία του Τζουλάνι στη βορειοδυτική Συρία δεν είναι απλώς αποτέλεσμα του συριακού εμφυλίου πολέμου, αλλά μέρος μιας ευρύτερης σύγκρουσης. Αυτή η συνεχιζόμενη σύγκρουση εκδηλώνεται με διαφορετικές μορφές σε διάφορες περιοχές όπως η Υεμένη, ο Λίβανος και η Γάζα και συνδέεται στενά με την παγκόσμια γεωπολιτική κατάσταση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του Ισραήλ -ιδιαίτερα οι ενέργειές του στο Λίβανο και τη Γάζα- είχε σημαντικές επιπτώσεις στη δυναμική της συριακής σύγκρουσης.
Το Ισραήλ θεωρεί εδώ και καιρό την παρουσία της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και τη διακυβέρνηση της Χαμάς στη Γάζα ως σημαντικές απειλές για την ασφάλειά του. Από τον πόλεμο του Λιβάνου το 2006, το Ισραήλ έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες επιχειρήσεις με στόχο την αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ και τη μείωση της επιρροής του Ιράν στην περιοχή. Η στρατιωτική υποστήριξη της Χεζμπολάχ προς το καθεστώς Άσαντ κατά τη διάρκεια του συριακού εμφυλίου πολέμου χρησίμευσε περαιτέρω ως δικαιολογία για αυτά τα ισραηλινά πλήγματα. Οι ενέργειες αυτές επηρέασαν έμμεσα την πορεία της σύγκρουσης στη Συρία, βάζοντας στο στόχαστρο έναν από τους βασικούς συμμάχους του καθεστώτος Άσαντ.
Ομοίως, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ κατά της Χαμάς στη Γάζα έχουν ως στόχο να αποδυναμώσουν τη στρατιωτική και πολιτική επιρροή του συνόλου των αντιπάλων του. Αυτές οι καταστροφικές και γενοκτονικές επιχειρήσεις είχαν επίσης έμμεσες επιπτώσεις σε άλλες ισλαμιστικές ομάδες στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του HTS, αναδιαμορφώνοντας την περιφερειακή δυναμική και την ισορροπία δυνάμεων.
Κατά τη διάρκεια του συριακού εμφυλίου πολέμου, το Ισραήλ πραγματοποίησε αεροπορικές επιδρομές με στόχο υποδομές ιδιοκτησίας του Ιράν και της Χεζμπολάχ εντός της Συρίας. Τα πλήγματα αυτά αποσκοπούσαν στη διακοπή των γραμμών ανεφοδιασμού του Ιράν και στον περιορισμό της ικανότητας της Χεζμπολάχ να αποκτήσει προηγμένα όπλα. Ενώ οι επεμβάσεις αυτές επικεντρώνονταν στην αντιμετώπιση της επιρροής του Ιράν, επηρέασαν επίσης την ισορροπία δυνάμεων εντός της Συρίας.
Η άνοδος του HTS στη βορειοδυτική Συρία αποτέλεσε έμμεση πρόκληση για το Ισραήλ. Αν και το Ισραήλ δεν έχει στοχεύσει άμεσα το HTS, η παρουσία του κάνει ακόμη πιο περίπλοκη την εύθραυστη κατάσταση στην περιοχή.
Ο ρόλος του Τραμπ
Ένα από τα πιο καθοριστικά χαρακτηριστικά της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ θα είναι το γεγονός ότι θα αποτελεί έναν απρόβλεπτο παράγοντα, ιδιαίτερα σε σχέση με την εξωτερική πολιτική. Ενώ ο Τραμπ είχε διατυπώσει την πρόθεσή του να εφαρμόσει μια στρατηγική απόσυρσης από τη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας του, η εφαρμογή αυτής της στρατηγικής ήταν ασυνεπής και συχνά αντιφατική. Αυτή η απρόβλεπτη συμπεριφορά μετατρέπει ξανά τον Τραμπ σε παράγοντα αβεβαιότητας στη Μέση Ανατολή.
Ο Τραμπ έχει εκφράσει συχνά την επιθυμία του να μειώσει την εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, τονίζοντας το οικονομικό και ανθρώπινο κόστος των παρατεταμένων συγκρούσεων. Η απόφασή του να αποσύρει τα στρατεύματά του από τη Συρία το 2019 ήταν κεντρικό σημείο αυτής της προσέγγισης, που ωστόσο δημιούργησε ένα κενό εξουσίας που άλλαξε σημαντικά την περιφερειακή δυναμική. Ομάδες όπως το HTS και γειτονικά κράτη όπως η Τουρκία και η Ρωσία προσπάθησαν να επωφεληθούν από αυτό το κενό.
Ωστόσο, οι πράξεις του Τραμπ συχνά έρχονται σε αντίθεση με τη ρητορική του. Ενώ ανακοίνωσε αποχωρήσεις σε ορισμένες περιοχές, ταυτόχρονα αύξησε τη στρατιωτική και οικονομική πίεση στο Ιράν, επέκτεινε τις πωλήσεις όπλων σε περιφερειακούς συμμάχους όπως η Σαουδική Αραβία και ενίσχυσε την υποστήριξη προς το Ισραήλ. Αυτή η διπλή προσέγγιση είναι αντανάκλαση μιας κατάστασης στην οποία οι ΗΠΑ είναι διχασμένες ανάμεσα σε τάσεις απομονωτισμού και της ανάγκης να διατηρήσουν την επιρροή τους σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας. Στην πραγματικότητα, αυτές οι αντιφάσεις αποκαλύπτουν τα πραγματικά διλήμματα του δυτικού ιμπεριαλισμού και ιδιαίτερα της ηγετικής του δύναμης, των ΗΠΑ. Από τη μια μεριά δεν μπορούν να εμπλακούν με πλήρεις δυνάμεις στην σύκρουση για την έλεγχο της περιοχής εξαιτίας της σχετικής τους αποδυνάμωσης, ενώ από την άλλη δεν μπορούν να απεμπλακούν πλήρως, καθώς αυτό θα τις αποδυναμώσει ακόμη περισσότερο.
Συμπεράσματα
Η ταχύτατη παράδοση του καθεστώτος Άσαντ στην HTS (Hayat Tahrir al-Sham) μέσα σε μόλις 12 ημέρες, χωρίς ουσιαστική αντίσταση, αποκαλύπτει τη βαθιά αποσύνθεση αυτού του δικτατορικού καθεστώτος, το οποίο επιβίωσε επί μακρόν χάρη στην καταστολή. Αυτή η γρήγορη κατάρρευση αντανακλά επίσης ευρύτερες γεωπολιτικές δυναμικές: η αυξημένη πίεση στο Ιράν, οι επεμβάσεις του Ισραήλ στον Λίβανο που αποδυναμώνουν τη Χεζμπολάχ και η εστίαση της Ρωσίας στον πόλεμο στην Ουκρανία, μείωσαν σημαντικά την εξωτερική υποστήριξη του Άσαντ, παίζοντας καθοριστικό ρόλο σε αυτό το αποτέλεσμα.
Υπό την ηγεσία του Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζουλάνι, το HTS έχει μετακινηθεί από τον ανταρτοπόλεμο σε μια πιο οργανωμένη στρατιωτική δύναμη, αποκτώντας κάποια εμπειρία στη διακυβέρνηση και τη λειτουργία των θεσμών στα εδάφη που ελέγχει. Ωστόσο, το μέλλον της Συρίας παραμένει αβέβαιο και η πιθανότητα να προκύψουν νέες συγκρούσεις είναι μεγάλη. Παρά τις δηλώσεις του Τζουλάνι σε συνέντευξή του στο CNN ότι έχει απομακρυνθεί από την ιδέα ενός ισλαμικού κράτους και επικεντρώνεται πλέον στις προσπάθειες λειτουργίας των θεσμών στη Συρία, δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να προβλέψει ότι η Συρία δεν πρόκειται να μετατραπεί σε ένα «δημοκρατικό» κράτος στην περιοχή. Η σημερινή του εξουσία κυριαρχείται από τζιχαντιστικές ομάδες των οποίων οι προτεραιότητες διαμορφώνονται από θρησκευτικά στοιχεία και από την ένοπλη διεκδίκηση της εξουσίας, χωρίς καμία δέσμευση σε δημοκρατικές αρχές. Ως εκ τούτου, η περαιτέρω σύγκρουση και η κλιμάκωση της αστάθειας στα συριακά εδάφη τους επόμενους μήνες είναι αναπόφευκτες.
Η κατάρρευση μιας δικτατορίας που ευθύνεται για πάνω από 500.000 θανάτους και τον εκτοπισμό εκατομμυρίων ανθρώπων, είναι ενδεικτική της ευθραυστότητας τέτοιων καθεστώτων, αλλά δεν προσφέρει καμία εγγύηση προόδου ή δικαιοσύνης για τον συριακό λαό. Η άνοδος ισλαμιστικών δυνάμεων ή άλλων αντιδραστικών δυνάμεων δεν μπορεί να οδηγήσει σε ουσιαστική απελευθέρωση ή σταθερότητα. Ο αγώνας μας πρέπει να επικεντρωθεί στον τερματισμό των πολέμων στη Μέση Ανατολή και στην απελευθέρωση από τα ιμπεριαλιστικά μπλοκ που καθορίζουν το μέλλον της περιοχής με βάση τα δικά τους κέρδη. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι εφικτό στον καπιταλισμό. Είναι επίσης σημαντικό να αποκαλύπτουμε όλες τις τοπικές δυνάμεις που παίζουν ρόλο στην περιοχή και να τις περιγράφουμε όπως πραγματικά είναι: καταπιεστές των λαών, που μάχονται μόνο για τα δικά τους συμφέροντα.
Καμία από τις δυνάμεις που εμπλέκονται σήμερα στα παιχνίδια εξουσίας στη Μέση Ανατολή δεν εκπροσωπεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης ή των καταπιεσμένων λαών. Η κατάσταση στην περιοχή διαμορφώνεται από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που καθοδηγούνται από αντικρουόμενα διεθνή συμφέροντα και τον ανταγωνισμό μεταξύ των περιφερειακών δυνάμεων. Αντιδραστικά κινήματα, χωρίς δημοκρατικά ή προοδευτικά προγράμματα, συνεχίζουν να υπονομεύουν τον αγώνα των λαών για αυτοδιάθεση. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αύξηση των συγκρούσεων και η επιδείνωση της αστάθειας στην περιοχή φαίνεται αναπόφευκτη. Δεν αποκλείεται οι δυνάμεις αυτές να καταλήξουν κάποια στιγμή στη διάλυση των υφιστάμενων κρατών, γεγονός που θα έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στις γειτονικές χώρες. Πραγματική αλλαγή για τους λαούς της περιοχής, μπορεί να επιτευχθεί μόνο υπό την ηγεσία ενός επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης.
Η κρίση στη Συρία αποτελεί αντανάκλαση των βαθιών αντιφάσεων του παγκόσμιου καπιταλισμού. Το καπιταλιστικό σύστημα, καθοδηγούμενο από την ανισόμερη ανάπτυξη και τον ανταγωνισμό για τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, παράγει διαρκώς συγκρούσεις και πολέμους. Η αστάθεια στη Μέση Ανατολή είναι άμεσο αποτέλεσμα αυτής της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης για ενεργειακούς πόρους και στρατηγική κυριαρχία. Ωστόσο, τα εθνικά ζητήματα ή οι περιφερειακές αντιθέσεις δεν μπορούν να βρουν μόνιμες λύσεις χωρίς μια διεθνή προοπτική. Η τελική νίκη των εθνικών δημοκρατικών αγώνων είναι δυνατή μόνο μέσω της οργάνωσης της εργατικής τάξης σε διεθνή κλίμακα, υπερβαίνοντας τα όρια που επιβάλλει ο καπιταλισμός. Σήμερα, η αδυναμία των οργανωμένων ταξικών αγώνων και η απουσία ενός διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος είναι τα σημαντικότερα εμπόδια που κρατάνε τους λαούς της περιοχής μακριά από τη διεκδίκηση του πεπρωμένου τους.