Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών του 2024 γενικά σημαδεύτηκαν από την αποχή και την άνοδο της Ακροδεξιάς. Στη Γαλλία όμως ήρθαν τα πάνω-κάτω, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί ο πρόεδρος Εμμάνουελ Μακρόν να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση (Βουλή) προκηρύσσοντας πρόωρες βουλευτικές εκλογές και μάλιστα το συντομότερο δυνατό. Ο 1ος γύρος θα διεξαχθεί στις 30 Ιουνίου και ο 2ος στις 7 Ιουλίου, για να εκλεγούν οι 577 βουλευτές από τις αντίστοιχες περιφέρειες. (Για το γαλλικό εκλογικό σύστημα βλ. παράρτημα στο τέλος).
Αποτελέσματα Ευρωεκλογών και δημοσκοπήσεις Βουλευτικών
Το κόμμα «Μαζί» του Μακρόν έχασε κατά κράτος από την ακροδεξιά «Εθνική Συσπείρωση» της Λεπέν, η οποία ξεπέρασε το 31% των ψήφων – ποσοστό υπερδιπλάσιο από το 14,6% του Μακρόν.
Η ήττα του Μακρόν αποτελεί μια καθαρή απόρριψη των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας και περικοπών του Μακρόν από τη γαλλική εργατική τάξη και τα φτωχότερα στρώματα, που έδωσαν μεγάλους αγώνες τα τελευταία χρόνια ενάντιά του, με κορυφαία την απεργιακή μάχη ενάντια στο συνταξιοδοτικό το 2023. Από την άλλη πλευρά, αποτυπώνουν μια σταθερή άνοδο της «Ακροδεξιάς με κουστούμι» (ή ταγιέρ) που προσπαθεί να πλασάρει η Λεπέν, γεγονός που δείχνει το πως μπορεί να αξιοποιηθεί από αντιδραστικές/συντηρητικές δυνάμεις το πολιτικό κενό από την κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων του συστήματος.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις για τις βουλευτικές εκλογές δίνουν στην «Εθνική Συσπείρωση» ποσοστά κοντά στο 33-35% ενώ στο «Μαζί» του Μακρόν κοντά στο 20%. Ως απάντηση στην πιθανότητα επικράτησης της Ακροδεξιάς αλλά και απέναντι στο κόμμα του Μακρόν, δυνάμεις που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς (με βασική δύναμη την «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν και το Κομμουνιστικό Κόμμα) μαζί με τους Οικολόγους και το Σοσιαλιστικό Κόμμα ανακοίνωσαν κοινή κάθοδο. Όπως είχαν κάνει και το 2022 με το «NUPES», συγκρότησαν το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο» (ΝΛΜ), αποφασίζοντας να στηρίξουν κοινούς υποψηφίους στις διάφορες εκλογικές περιφέρειες. Το ΝΛΜ παίρνει λίγο κάτω από 30% στις δημοσκοπήσεις, κι ενώ έχει ανοδική πορεία δεν φαίνεται μια τάση για να ξεπεράσει τη Λεπέν. Ωστόσο, λόγω του εκλογικού συστήματος των 2 γύρων, είναι δύσκολο να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει από πουθενά εκτίμηση ότι μπορεί να προκύψει κάποιου είδους κυβέρνηση πλειοψηφίας, γεγονός που αυξάνει την πολιτική και οικονομική αστάθεια και την ανησυχία στα επιτελεία του συστήματος, όχι μόνο στην ίδια τη χώρα, αλλά και στην ΕΕ, καθώς η Γαλλία αποτελεί χώρα του σκληρού της πυρήνα.
Το πρόγραμμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου
Αρκετός κόσμος στη βάση της γαλλικής κοινωνίας είδε με ανακούφιση την εξέλιξη με το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο», καθώς θα έχει στην κάλπη μια αριστερή εναλλακτική απέναντι στην λαίλαπα των πολιτικών του Μακρόν αλλά και στην επικίνδυνη για τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα Ακροδεξιά της Λεπέν. Αυτή η διάθεση είναι που αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις.
Το ΝΛΜ έχει ανακοινώσει ένα κοινό πρόγραμμα, με κάποια από τα βασικά σημεία του οποίου δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς/μία (πηγή 1, πηγή 2):
- Αύξηση του βασικού μισθού από τα 1.400 στα 1.600 ευρώ καθαρά (14%)
- Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ) στους μισθούς – δηλαδή να αυξάνονται κάθε χρόνο ανάλογα με τον πληθωρισμό
- Πλαφόν στις τιμές ενέργειας (ρεύμα, πετρέλαιο, αέριο), τροφίμων και άλλων βασικών αγαθών
- Ανατροπή της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης Μακρόν του 2023 και επαναφορά της σύνταξης στα 60 (όπως ίσχυε μέχρι το 2010)
- Ανατροπή του ρατσιστικού αντι-μεταναστευτικού νόμου Μακρόν
- Μείωση φορολογίας χαμηλών εισοδημάτων
- Επαναφορά του «φόρου αλληλεγγύης» στον πλούτο (που καταργήθηκε το 2017 απ’ τον Μακρόν) και επιπλέον φορολογία στα υπερκέρδη
- Δωρεάν παιδικά γεύματα στα σχολεία και χρηματοδότηση 500.000 θέσεων φροντίδας και απασχόλησης βρεφών και μικρών παιδιών
Το κοινό πρόγραμμα έχει βέβαια και άλλα σημεία που είναι πολύ προβληματικά, όπως η υποστήριξη της αποστολής όπλων στην Ουκρανία (ουσιαστικά η ευθυγράμμιση με την πολιτική του ΝΑΤΟ για το θέμα). Το πιο σημαντικό πρόβλημα του κοινού προγράμματος όμως είναι ότι δεν αναφέρει πουθενά πως θα υλοποιηθούν αυτά τα πολύ σωστά αιτήματα.
Οι αστοί τρομάξανε (;)
«Μη κοστολογημένα δώρα», «Πολύ σημαντικός κίνδυνος», «Μακροχρόνια στασιμότητα (στη γαλλική οικονομία)», «Ολοκληρωτικό παραλήρημα», «Επικίνδυνες προτάσεις»…
Αυτές είναι μερικές από τις φράσεις που προέρχονται από διάφορες δηλώσεις του Μακρόν, του πρωθυπουργού Γκαμπριέλ Ατάλ, του Υπουργού Οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ, την Ένωση Επιχειρηματιών Γαλλίας και συστημικών τηλεοπτικών σχολιαστών, σε σχέση με το πρόγραμμα του ΝΛΜ.
Οι διεθνείς αγορές έχουν σπρώξει τα επιτόκια των γαλλικών κρατικών ομολόγων προς τα πάνω κι έτσι το κόστος δανεισμού της χώρας έχει αυξηθεί στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων χρόνων. Την ίδια στιγμή υπήρξε μεγάλη πτώση στις χρηματιστηριακές αξίες.
Αυτό που συμβαίνει δηλαδή είναι ότι «αγορές» και «θεσμοί» στέλνουν το μήνυμα στον γαλλικό λαό: «ή θα ψηφίσετε αυτόν που θέλουμε (τον Μακρόν) η θα μπει η οικονομία σε κρίση».
Η ουσία είναι ότι εάν μια κυβέρνηση προσπαθούσε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα σαν του ΝΛΜ θα έβρισκε μπροστά της όλο το οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο. Ο μόνος τρόπος που θα είχε μια αριστερή κυβέρνηση να απαντήσει σε κάτι τέτοιο θα ήταν η οργάνωση της κοινωνίας σε επίπεδο βάσης, με κοινές επιτροπές των εργαζομένων και όλων των λαϊκών στρωμάτων, που θα αναλάμβαναν δράση για την επιβολή των αιτημάτων αυτών. Κι αυτή η πάλη θα έπρεπε ασφαλώς να έχει ένα αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα, που να περιλαμβάνει την εθνικοποίηση στρατηγικών επιχειρήσεων κάτω από συνθήκες εργατικού και κοινωνικού ελέγχου σαν τον μόνο τρόπο απάντησης στο σαμποτάζ των καπιταλιστών. Τέτοιου είδους προτάσεις, όμως, απουσιάζουν ολοκληρωτικά από το πρόγραμμα του ΝΛΜ. .
Μπορεί να είναι και το (συστημικό) Σοσιαλιστικό Κόμμα μέρος μιας αριστερής εναλλακτικής;
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στο ΝΛΜ συμμετέχει και το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚ) Γαλλίας. Για τη γαλλική κοινωνία, λόγω ιστορικών παραδόσεων, το ΣΚ θεωρείται κομμάτι της Αριστεράς – κάτι που δεν συμβαίνει πχ με το ΠΑΣΟΚ ή άλλα κόμματα της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας που ήταν κάποτε (πριν πολλές δεκαετίες) όντως αριστερά.
Το ΣΚ έχει κυβερνήσει τις τελευταίες δεκαετίες εφαρμόζοντας πολιτικές λιτότητας, οι οποίες μάλιστα το οδήγησαν πολύ πρόσφατα σε εκλογική συντριβή, όταν στις προεδρικές εκλογές του 2022 η υποψήφιά του πήρε κάτω από 2%. Στις φετινές ευρωεκλογές φαίνεται να «αναστήθηκε» καταλαμβάνοντας την 3η θέση λίγο πίσω απ’ το «Μαζί» του Μακρόν, παίρνοντας 13,8%.
Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται προς την υπόλοιπη Αριστερά, είναι εάν υπάρχει περίπτωση να υπερασπιστούν το πρόγραμμα του ΝΛΜ οι υποψήφιοι βουλευτές του ΣΚ όπως ο πρώην πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ ή ο πρώην υπουργός Υγείας της κυβέρνησης του κόμματος Μακρόν, Ορλιέν Ρουσό, όπου κατά τη θητεία του ως διευθυντής του πρωθυπουργικού γραφείου ήταν που πέρασε το νομοσχέδιο για την αύξηση ορίων συνταξιοδότησης, του οποίου θεωρείται και «εμπνευστής».
Τι μηνύματα μπορεί να εκπέμπει αυτή η συνεργασία με κόμματα και προσωπικότητες που όταν βρέθηκαν σε κυβερνητικές θέσεις εφάρμοσαν διαμετρικά αντίθετες πολιτικές και έχουν βαρύτατες ευθύνες για τις δυσκολίες που βιώνει σήμερα η πλειοψηφία της γαλλικής κοινωνίας; Πως γίνεται να συνυπάρχουν στα ίδια ψηφοδέλτια εργαζόμενοι που έδωσαν σκληρές απεργιακές μάχες ενάντια στο συνταξιοδοτικό και ταυτόχρονα ο εμπνευστής του;
Ποιος δρόμος για την Αριστερά;
Την ίδια στιγμή που για τους Γάλλους εργαζόμενους και νεολαία η ψήφος στο ΝΛΜ αποτελεί τη μόνη επιλογή σε αυτές τις εκλογές, ενάντια τόσο στον Μακρόν όσο και στην Ακροδεξιά Λεπέν, η συμμαχία αυτή έχει μεγάλες αντιφάσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ανάλογη προηγούμενη προσπάθεια του 2022 με το «NUPES» δεν μπόρεσε να κρατηθεί ως συνεργασία, με αποτέλεσμα να συγκροτηθούν ξεχωριστές κοινοβουλευτικές ομάδες και ενώ οι βουλευτές που κατέβηκαν με το «NUPES» ήταν 140, η 2η μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα ήταν της Λεπέν με 89 και αποτέλεσε αυτή την αξιωματική αντιπολίτευση.
Με αυτήν την έννοια, αυτό που φοβάται περισσότερο η γαλλική και ευρωπαϊκή άρχουσα τάξη δεν είναι το ΝΛΜ που απειλεί να τους ανατρέψει και να τους πάρει την εξουσία. Άλλωστε έχουν σχετικά πρόσφατη και την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, το πώς εκλέχτηκε με ένα πρόγραμμα σημαντικών αλλαγών και τελικά κατάφεραν να τον εξαναγκάσουν σε συνθηκολόγηση, οπότε ο «οδικός χάρτης» για αυτήν την προοπτική από την πλευρά τους υπάρχει. Αυτό που φοβούνται είναι η δυναμική που μπορεί να αναπτύξει μια τέτοια προοπτική στις τάξεις των εργαζομένων, της νεολαίας και των κινημάτων. Οι εκατοντάδες χιλιάδες που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις σε όλη τη χώρα ενάντια στην άνοδο της Ακροδεξιάς, μετά τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογές, αποτελούν ένα παράδειγμα.
Πάνω σε αυτό χρειάζεται να «επενδύσει» η Αριστερά και όχι να κοιτάζει προς το «κέντρο» – κι αυτό βέβαια δεν αφορά μόνο τη γαλλική Αριστερά, αλλά ισχύει για κάθε χώρα. Το χτίσιμο ενός ισχυρού μετώπου για να ανατρέψει τις επιθέσεις του συστήματος, δεν μπορεί να έχει συμμάχους αυτούς που το έχουν υπηρετήσει. Χρειάζεται να ενισχυθεί συνδεόμενο με τους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες, να έχει ένα πρόγραμμα που θα περιγράφει τον τρόπο να επιτευχθούν ευρύτερες ανατροπές, που να περιλαμβάνει την εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, των τραπεζών κλπ. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να μπλοκάρει τον βέβαιο οικονομικό πόλεμο του συστήματος, που όπως είδαμε στην Ελλάδα αλλά το δηλώνουν και οι ίδιοι, είναι δεδομένο ότι θα υπάρξει. Από την άλλη, ένας συμβιβασμός της Αριστεράς και η ταύτιση της με πολιτικές δυνάμεις που εφαρμόζουν αντιλαϊκές πολιτικές, θα έχει τελικά καταστροφικά αποτελέσματα ενισχύοντας την Ακροδεξιά.
Για ακόμα μια φορά, λοιπόν, η «μπάλα» βρίσκεται στο γήπεδο της Αριστεράς. Και είναι στα πόδια της να μην βάλει αυτογκόλ.
Παράρτημα – γαλλικό εκλογικό σύστημα
Στη γαλλική Εθνοσυνέλευση οι 577 αντιπρόσωποι εκλέγονται σε μονοεδρικές περιφέρειες, μέσω του πλειοψηφικού συστήματος 2 εκλογικών γύρων. Συνοπτικά, στον 1ο γύρο συμμετέχουν όλοι οι υποψήφιοι και αν κανένας/μια δεν λάβει πάνω απ’ το 50% των ψήφων, πηγαίνουν σε 2ο γύρο όσοι/ες έλαβαν πάνω από το 12,5% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων (συνήθως οι 2 πρώτοι/ες, αλλά μπορεί και παραπάνω).
Συνεπώς, η ανάλυση των αποτελεσμάτων έχει διαφορές σε σχέση πχ με το ελληνικό εκλογικό σύστημα. Έτσι, ένα κόμμα μπορεί στον 1ο γύρο να συγκεντρώσει 10% των ψήφων ή και περισσότερο σε εθνικό επίπεδο, αλλά να μην καταφέρει να εκλέξει τελικά κανέναν Βουλευτή στον 2ο, πράγμα που σημαίνει πώς τα τελικά αποτελέσματα δεν είναι καθόλου αναλογικά σε σχέση με τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος.
Τέλος, το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας είναι η «προεδρική δημοκρατία» όπου ο πρόεδρος εκλέγεται απ’ ευθείας απ’ τον λαό, πράγμα που του δίνει αυξημένες εξουσίες (σε αντίθεση με την Ελλάδα, που κατά βάση είναι «διακοσμητικός»). Στις βουλευτικές εκλογές του 2022 το κόμμα του Μακρόν ήρθε μεν πρώτο αλλά χωρίς αυτοδυναμία, οπότε σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας. Αυτό τον ανάγκασε στο να χρησιμοποιεί το άρθρο 49.3 του Συντάγματος, περνώντας στην ουσία νομοσχέδια χωρίς να ψηφίζονται στη Βουλή (κάτι ανάλογο με τα «προεδρικά διατάγματα»).