Το επίσημο αφήγημα της ελληνικής άρχουσας τάξης από την πρώτη στιγμή της διαμάχης της με την τουρκική, είναι ότι οι Έλληνες είναι οι καλοί και οι Τούρκοι οι κακοί, πως η ελληνική πλευρά έχει πάντα δίκιο, σε όλες τις μεγάλες συγκρούσεις φταίνε οι «βάρβαροι» Τούρκοι, κλπ. Από την πλευρά των Μαρξιστών, όσων μιλάμε στο όνομα των συμφερόντων της εργατικής τάξης σε όλες τις χώρες που βρίσκονται στο κέντρο μιας εθνικής διαμάχης, οφείλουμε να είμαστε αντικειμενικοί και να παρουσιάζουμε τις ευθύνες των αρχουσών τάξεων όλων των πλευρών.
Παραποίηση της ιστορίας
Το τελευταίο παράδειγμα παραποίησης της ιστορίας του κυπριακού, είναι η πρόσφατη εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου με αφορμή τα 50 χρόνια από την εισβολή της Τουρκίας το 1974. Η εγκύκλιος αυτή παρουσιάζει τη βαρβαρότητα της εισβολής, τις δολοφονίες, κλπ, αλλά δεν λέει λέξη για το γεγονός ότι πριν την εισβολή υπήρξε πραξικόπημα.
Η πραγματικότητα είναι ότι το πραξικόπημα που προηγήθηκε έδωσε στην Τουρκία το δικαίωμα να εισβάλει στην Κύπρο «νόμιμα» και «συνταγματικά». Στις 15 Ιουλίου του 1974 η ελληνική Χούντα και η ακροδεξιά, εθνικιστική οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄ που αποτελούσε τον πολιτικό της εκπρόσωπο στην Κύπρο, ανέτρεψαν την εκλεγμένη κυβέρνηση του Μακάριου (αρχιεπίσκοπος και ταυτόχρονα πρόεδρος της Κύπρου) και πέντε μέρες μετά πραγματοποιήθηκε η τουρκική εισβολή.
Το 1960 υπογράφηκε η ανεξαρτησία της Κύπρου μετά από τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959. Η Κύπρος σταματούσε να αποτελεί αποικία της Βρετανίας και γινόταν ανεξάρτητο κράτος. Στο Σύνταγμα της χώρας προβλέπονταν τρεις εγγυήτριες δυνάμεις: η Ελλάδα, η Βρετανία και η Τουρκία. Με το πραξικόπημα, η ελληνική πλευρά παραβίασε το Σύνταγμα και η Τουρκία χρησιμοποίησε αυτή την παραβίαση προκειμένου να παρέμβει (με βάση τα συνταγματικά της δικαιώματα) στην Κύπρο. Βέβαια η Τουρκία δεν πραγματοποίησε την εισβολή για να αποκαταστήσει την συνταγματική τάξη, αλλά χρησιμοποίησε αυτό το επιχείρημα προκειμένου να πάρει (μέσα από την β’ φάση της τουρκικής εισβολής τον Αύγουστο) το 40% των κυπριακών εδαφών, το οποίο βρίσκεται από τότε σε κατοχή.
Από την αρμονική συμβίωση στην εθνικιστική διαμάχη
Αυτή η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από την ιστορία που προβάλλει η ελληνοκυπριακή και ελληνική πλευρά, όπως και η τουρκοκυπριακή και τουρκική άρχουσα τάξη βέβαια.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στην Κύπρο ζούσαν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι σε αναλογία 80% – 20% (και αρκετές ακόμη μικρότερες κοινότητες, όπως Μαρωνίτες, Αρμένιοι, κοκ). Οι πληθυσμοί αυτοί ήταν μικτοί, ζούσαν δηλαδή σε κοινά χωριά και οι σχέσεις τους ήταν αρμονικές, χωρίς εθνικιστικές συγκρούσεις.
Το 1955 ξεκίνησε ο αγώνας των Κυπρίων ενάντια στην αποικιοκρατία. Παρόμοιους αγώνες με αυτόν των Κυπρίων δίνουν την ίδια περίοδο πάρα πολλοί λαοί που ανήκαν στη βρετανική αυτοκρατορία. Καταρχήν όλη η περιοχή της Μέσης Ανατολής κυριαρχείται από τέτοια κινήματα, αλλά και πολλές άλλες χώρες (η μεγαλύτερη από τις οποίες είναι η Ινδία). Φυσικά οι μαρξιστές της εποχής στηρίζουν τον αγώνα του κυπριακού λαού ενάντια στην αποικιοκρατία ανεπιφύλακτα και με κάθε δυνατό τρόπο. Ωστόσο, στην ηγεσία αυτού του αγώνα βρίσκεται η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) μια αντάρτικη οργάνωση της οποίας στρατιωτικός αρχηγός είναι ο ακροδεξιός Γ. Γρίβας, πρώην επικεφαλής της οργάνωσης «Χ» στον ελληνικό εμφύλιο, του οποίου βασικό έργο ήταν ο πόλεμος κατά του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ την εποχή της κατοχής και στη συνέχεια στον εμφύλιο. Όταν ολοκλήρωσε το έργο του στην Ελλάδα, πήγε να το συνεχίσει στην Κύπρο από όπου καταγόταν.
Ο Γρίβας ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός του αγώνα ενάντια στους Άγγλους, ενώ ο πολιτικός του ηγέτης ήταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Έχουμε δηλαδή ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, επικεφαλής του οποίου βρίσκεται η Εκκλησία και η Ακροδεξιά. Από την πρώτη της κιόλας εξαγγελία η ΕΟΚΑ (τον Απρίλη του 1955) κάνει καθαρό ότι στόχος της δεν είναι η ανεξαρτησία της Κύπρου, αλλά η ένωση με την Ελλάδα. Επιπλέον, αποκλείει από αυτόν τον αγώνα τους κομουνιστές (οι οποίοι στη συνέχεια θα γίνουν στόχος της δολοφονικής δράσης της ΕΟΚΑ) αλλά και τους Τουρκοκύπριους.
Η Τουρκική αντίδραση στην ΕΟΚΑ
Η πρώτη αντίδραση σε αυτές τις εξαγγελίες ήρθε από την Τουρκία. Οι διωγμοί των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβρη του 1955 δεν έπεσαν από τον ουρανό (όπως προσπαθεί να παρουσιάσει η ελληνική προπαγάνδα) αλλά είναι η απάντηση της Τουρκίας σε αυτό που θεωρεί προσπάθεια μετατροπής της Κύπρου σε ελληνικό νησί και έξωσης των τουρκικής καταγωγής κατοίκων του. Η Κύπρος είναι το πιο μεγάλο νησί της Μεσογείου, εξαιρετικά κοντά στην Τουρκία (τα παράλια είναι ορατά με γυμνό οφθαλμό) με μεγάλη στρατιωτική σημασία. Από τη σκοπιά των συμφερόντων της άρχουσας τάξης της, δεν υπήρχε περίπτωση η Τουρκία να αφήσει την Ελλάδα να μετατρέψει την Κύπρο σε ελληνικό νησί χωρίς να κάνει τίποτα.
Η δεύτερη αντίδραση είναι η ανάδυση των εθνικιστικών στοιχείων στον τουρκοκυπριακό πληθυσμό. Οι Τουρκοκύπριοι νιώθουν ότι από τη στιγμή που οι Ελληνοκύπριοι διεκδικούν την ένωση με την Ελλάδα, η ίδια τους η ύπαρξη στην Κύπρο βρίσκεται σε κίνδυνο, επομένως πρέπει να οργανωθούν για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους σαν εθνική μειονότητα στο νησί. Έτσι, η απάντηση των Τουρκοκυπρίων εθνικιστών (φυσικά με την υποστήριξη της Τουρκίας) είναι η δημιουργία μιας αντίστοιχης οργάνωσης με την ΕΟΚΑ, η οποία ονομαζόταν TMT. Πρόκειται για μια ένοπλη, παραστρατιωτική, εξίσου εθνικιστική οργάνωση με την ΕΟΚΑ, που διεκδικεί τη Διχοτόμηση της Κύπρου (το σύνθημα αυτό αρχίζει να κυριαρχεί από το 1956).
Αυτές οι εξελίξεις δεν πτοούν ούτε τον Γρίβα, ούτε τον Μακάριο, αλλά κυρίως δεν δυσαρεστούν καθόλου τους Βρετανούς αποικιοκράτες, που ενισχύουν με πολύ συνειδητό τρόπο τη διαίρεση ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Η πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της έμπειρης διπλωματίας της βρετανικής αυτοκρατορίας που κυριαρχούσε στον πλανήτη επί δύο αιώνες. Οι Βρετανοί ενθαρρύνουν τους Τουρκοκύπριους εθνικιστές και την Τουρκία να παρέμβουν και να διεκδικήσουν «τα δικαιώματά τους» στο νησί.
Μετά την αποχώρηση των Βρετανών
Τελικά οι Βρετανοί αναγκάζονται να φύγουν από την Κύπρο (όπως αναγκάστηκαν να φύγουν από όλες τις αποικίες εκείνη την περίοδο – απέσυραν τα στρατεύματα διατηρώντας ωστόσο την οικονομική και πολιτική εξάρτηση αυτών των χωρών και παραχωρώντας τους μια τυπική ανεξαρτησία).
Το Σύνταγμα του 1960 κατοχυρώνει την Κύπρο σαν μια ανεξάρτητη, αλλά όχι σαν μια ενιαία χώρα. Η Κύπρος αναγνωρίζεται σαν μια χώρα με δύο κοινότητες, που αποτελούν συστατικά μέρη αλλά με ιδιαίτερες εξουσίες μέσα στα πλαίσια του ίδιου κράτους. Έτσι τίθενται οι σπόροι της μελλοντικής διαίρεσης.
Έτσι για παράδειγμα, στη βουλή πρέπει να υπάρχει αναλογική εκπροσώπηση των δύο κοινοτήτων, και το εκλογικό σύστημα είναι προσαρμοσμένο σε αυτόν τον κανόνα. Το ίδιο ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους, τα σώματα ασφαλείας, κλπ. Το νησί θα έχει πρόεδρο Ε/κ και αντιπρόεδρο Τ/κ. Οι εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων έχουν δικαίωμα να ασκήσουν βέτο στις αποφάσεις της άλλης πλευράς.
Ένα τέτοιο μοντέλο δεν μπορεί να είναι λειτουργικό στο πλαίσιο του σκληρού εθνικιστικού ανταγωνισμού που αναπτύσσεται εκείνη την περίοδο ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή πλευρά, αλλά και ανάμεσα στα συμφέροντα των αρχουσών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Έτσι το Σύνταγμα κατέρρευσε το 1963 μέσα από ένοπλες συγκρούσεις και το 1964 η Τουρκία απείλησε με εισβολή στην Κύπρο. Η έντονη αντίδραση της Σοβιετικής Ένωσης που εκείνη την περίοδο είχε φιλική σχέση με τον Μακάριο ήταν καθοριστική στη ματαίωση των τουρκικών σχεδίων εκείνη την περίοδο.
Ακολούθησε μια ταραγμένη περίοδος δέκα χρόνων, με τη δεύτερη εισβολή να γίνεται τελικά το 1974. Στο μεσοδιάστημα συνέβησαν κάποια σημαντικά γεγονότα. Στην ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη αρχίζουν να αναπτύσσονται δύο γραμμές. Η μία γραμμή υποστηρίζει την ανεξαρτησία και η άλλη την ένωση με την Ελλάδα. Με λίγα λόγια, ένα κομμάτι της ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης καταλαβαίνει ότι η ένωση είναι μια επικίνδυνη και μη ρεαλιστική επιδίωξη. Επιχειρεί επομένως μια στροφή στη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας της Κύπρου, προκειμένου να αποκατασταθούν οι σχέσεις με τους Βρετανούς, κλπ. Αυτό το κομμάτι εκπροσωπείται από τον Μακάριο, ο οποίος αντιλαμβανόταν τι συνέβαινε στο διεθνές σκηνικό και ταυτόχρονα προσπαθούσε να κρατήσει μια πολιτική ισορροπίας ανάμεσα στη Δύση και τη Σοβιετική Ένωση.
Η ισορροπία αυτή και οι ανοιχτοί δίαυλοι προς την Σοβιετική Ένωση, οδήγησε τους ελληνοκύπριους εθνικιστές (και την ελληνική Χούντα) σε πραγματικό μίσος για τον Μακάριο, τον οποίο αποκαλούσαν «Κάστρο της Μεσογείου». Αυτός ο χαρακτηρισμός όμως είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα, καθώς ο Μακάριος δεν είχα καμία σχέση με την Αριστερά.
Η Ε/κ άρχουσα τάξη κινείται όλο και πιο ανοιχτά προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας. Το 1967 ο Γρίβας, φανατικός υποστηρικτής της «Ένωσης» (με την Ελλάδα) αποχωρεί από την Κύπρο λόγω του ρόλου του στις σφαγές Τουρκοκυπρίων στην περιοχή της Κοφίνου (μετά από νέες απειλές της Τουρκίας για εισβολή). Ωστόσο, το 1971 η ελληνική δικτατορία (που βρίσκεται στην εξουσία από το 1967) τον στέλνει πίσω στην Κύπρο, όπου δημιουργεί την ΕΟΚΑ Β’. ΗΕΟΚΑ είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την ΕΟΚΑ του 1955. Η τελευταία εκπροσωπούσε τον αντιαποικιακό αγώνα του κυπριακού λαού, ενώ η ΕΟΚΑ Β’ είναι μια ακροδεξιά τρομοκρατική οργάνωση που δολοφονεί κόσμο της Αριστεράς. Η συντριπτική πλειοψηφία της κυπριακής κοινωνίας στηρίζει τον εκλεγμένο πρόεδρο, τον Μακάριο.
Η ΕΟΚΑ Β’ δεν θα μπορούσε μόνη της να κάνει πραξικόπημα ενάντια στον Μακάριο – δεν είχε ούτε τις κοινωνικές ούτε τις στρατιωτικές δυνάμεις για κάτι τέτοιο. Το πραξικόπημα βασίστηκε στις ειδικές δυνάμεις του κυπριακού στρατού, οι οποίες ήταν υπό τη διοίκηση Ελλήνων αξιωματικών της Χούντας, δηλαδή πρακτικά το πραξικόπημα το έκανε η ελληνική δικτατορία, με την ΕΟΚΑ Β’ να παίζει επικουρικό ρόλο.
Την ίδια περίοδο της δράσης της ΕΟΚΑ Β’, στην Κύπρο χτίζονταν άλλες ένοπλες δυνάμεις, από την πλευρά του «δημοκρατικού στρατοπέδου». Υπήρχε για παράδειγμα το «Εφεδρικό», όπως ονομαζόταν η δύναμη των 3.000 καλά εξοπλισμένων ανδρών που ήταν πιστοί μέχρι θανάτου στον Μακάριο. Επιπλέον, στρατιωτικές πολιτοφυλακές ανάπτυσσε και η ΕΔΕΚ (το σοσιαλιστικό κόμμα της Κύπρου που εκείνη την εποχή είχε ένα εξαιρετικά ριζοσπαστικό αριστερό χαρακτήρα). Αυτές οι δυνάμεις είχαν καταφέρει να αποτρέψουν δύο φορές κινήσεις του στρατού που φανέρωναν τις προθέσεις τους να προχωρήσουν σε πραξικόπημα, αλλά απέτυχαν να το αποτρέψουν την τρίτη φορά.
Μετά το πραξικόπημα του 1974, η Τουρκία κατέλαβε το 40% των εδαφών της Κύπρου και από το σημείο αυτό έχουμε το «κυπριακό» με τη μορφή που ξέρουμε σήμερα. Αυτό το οποίο είναι λιγότερο γνωστό, είναι ότι μετά την εισβολή ακολούθησε οργανωμένη, συμφωνημένη ανταλλαγή πληθυσμών. Η Ε/κ πλευρά συγκέντρωσε τους Τ/κ και τους έστειλε στον βορρά και το ίδιο συνέβη από την ανάποδη με όσους Ε/κ δεν έφυγαν κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής. Έτσι προέκυψε η γεωγραφική διαίρεση με αμιγείς (σχεδόν) πληθυσμούς. Σήμερα ελάχιστοι Τ/κ ζουν στη νότια Κύπρο, όπως και ελάχιστοι Ελληνοκύπριοι στον βορρά σε αντίθεση με τα μικρά χωριά που υπήρχαν στο παρελθόν.
Περί της «βαρβαρότητας των Τούρκων»
Το αφήγημα της ελληνικής πλευράς ότι οι Τούρκοι ευθύνονται για μαζικές δολοφονίες αμάχων είναι εντελώς μονόπλευρο. Οι Ελληνοκύπριοι εθνικιστές έκαναν ακριβώς τα ίδια. Ένα από τα κλασικά προπολεμικά (πριν το ’74) παραδείγματα είναι το χωριό Κοφίνου, στο οποίο το 1967 μπήκαν ειδικές δυνάμεις των Ελληνοκυπρίων, υπό τις εντολές του Γρίβα δολοφονώντας όσους αμάχους βρέθηκαν μπροστά τους.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, Ελληνοκύπριοι φασίστες σκότωναν αδιακρίτως όσο περισσότερους Τουρκοκύπριους μπορούσαν. Υπάρχουν μαζικοί τάφοι Τουρκοκύπριων, που προέκυψαν μετά από εκτελέσεις του συνόλου του πληθυσμού ολόκληρων χωριών (αντρών, γυναικών και παιδιών).
Και βέβαια αντίστοιχη βαρβαρότητα επιδείχθηκε από την πλευρά των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής. Οι 1.600 περίπου αγνοούμενοι, στην πραγματικότητα δεν είναι αγνοούμενοι, αλλά νεκροί που έχουν εκτελεστεί μετά τη σύλληψή τους.
Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα… 50 χρόνια
Αν έχει αποδειχθεί κάτι στα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή είναι ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα.
Έχουν γίνει πάρα πολλές προσπάθειες και συζητήσεις για λύση του κυπριακού, άπειρα ψηφίσματα του ΟΗΕ, αλλά δεν έχει υπάρξει ούτε καν συμφωνία που να την προσεγγίζει. Ο λόγος γι αυτό είναι ότι υπάρχει μια πραγματική σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δύο αρχουσών τάξεων που δεν τους επιτρέπει να βρούνε λύση.
Η Ε/κ άρχουσα τάξη είναι πολύ ισχυρή σε σχέση με την τουρκοκυπριακή. Το ελληνοκυπριακό κεφάλαιο περιλαμβάνει πολυεθνικές που έχουν εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο, έχουν πολύ σημαντική παρουσία στη Μέση Ανατολή και φτάνουν μέχρι και την Κίνα. Το εργατικό δυναμικό που εκπροσωπείται από αυτές τις πολυεθνικές είναι πολύ μεγαλύτερο από τον πληθυσμό της Κύπρου. Αυτό το κεφάλαιο θα ήθελε να υπάρξει λύση στο κυπριακό πρόβλημα, δηλαδή να σταματήσει ο διαχωρισμός, να ενοποιηθεί το νησί και να υπάρχει μια ενιαία κυβέρνηση που να το διοικεί. Αυτή την κυβέρνηση βέβαια, το Ε/κ κεφάλαιο θέλει να την ελέγχει προκειμένου να εξυπηρετεί τα συμφέροντά του. Επομένως η λύση που θέλουν, πρέπει να τους επιτρέπει να ελέγχουν την πολιτική εξουσία στην Κύπρο. Αυτό θα σήμαινε ότι το Ε/κ κεφάλαιο θα μπορούσε να ενισχύσει δραματικά την παρουσία του στον βορρά.
Από τη μεριά της, η Τ/κ άρχουσα τάξη είναι πολύ μικρή και αδύναμη για να μπορέσει να σταθεί στον ανταγωνισμό με την ελληνοκυπριακή. Έτσι, μια λύση ενοποίησης που θα επιτρέπει ελευθερία κίνησης κεφαλαίων, ανθρώπων, εμπορευμάτων, κλπ, θα επέτρεπε στο ελληνοκυπριακό κεφάλαιο να εκτοπίσει ολοκληρωτικά το Τ/κ κεφάλαιο. Έτσι το τελευταίο δεν δέχεται μια λύση που θα ενοποιεί το νησί. Θα μπορούσε να δεχτεί μόνο λύση στο πλαίσιο της οποίας το βόρειο κομμάτι του θα ελέγχεται από την Τ/κ άρχουσα τάξη. Αυτό όμως είναι κάτι που δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί η ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη. Πρόκειται δηλαδή για μια πραγματική σύγκρουση συμφερόντων που δεν μπορούν να συμβιβαστούν.
Ποιος μπορεί να το λύσει;
Από τη στιγμή που οι άρχουσες τάξεις, στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα, η ερώτηση που προκύπτει είναι ποιος μπορεί. Εδώ ισχύει η ρήση, «οι λαοί δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν» όταν οι άρχουσες τάξεις σφάζονται. Αυτό είναι απόλυτα ακριβές στην περίπτωση της Κύπρου.
Μόνο με πρωτοβουλίες από τα κάτω, με κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, με επιτροπές βάσης, με κοινές επιτροπές των κατοίκων από τις διάφορες περιοχές, με κοινές δράσεις, διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις μπορεί να επιβληθεί λύση από τα κάτω. Μόνο μέσα από τέτοιες διαδικασίες μπορεί να χτιστεί μια νέα, μαχητική, ριζοσπαστική, στην πραγματικότητα επαναστατική Αριστερά, που να διεκδικήσει την εξουσία και να θέσει τις βάσεις για μια σοσιαλιστικό ομοσπονδία στο νησί που να επιτρέψει στις δύο κοινότητες να ζήσουν αρμονικά και να «μαζέψουν» τους εθνικιστές και των δύο πλευρών που σίγουρα θα προσπαθούν να προκαλέσουν νέες αιματοχυσίες.
Σήμερα μια λύση «σοσιαλιστικής ομοσπονδίας» για την Κύπρο (αλλά και για την Ελλάδα και την Τουρκία) ακούγεται πολύ απομακρυσμένη και καθόλου ρεαλιστική, αλλά δεν ήταν πάντα αυτή η εικόνα. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 70 και του 80, όπως και ενός μέρους της δεκαετίας του 90, αυτή ήταν μια πρόταση που αγκάλιαζε μαζικά στρώματα του πληθυσμού. Για μαζικά κομμάτια του κόσμου ήταν κοινή πεποίθηση ότι μόνο η Αριστερά μπορεί να λύσει το κυπριακό πρόβλημα.
Από τότε μέχρι σήμερα μεσολάβησε η υποχώρηση των σοσιαλιστικών ιδεών με αφετηρία την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990, όπως και η ιδέα ότι η Αριστερά μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, ιδιαίτερα μετά την άνοδο στην εξουσία αριστερών κομμάτων, τόσο στον βορρά όσο και στον νότο, το ΑΚΕΛ στη Νότια Κύπρο και το αντίστοιχο CTP στην βόρεια, χωρίς να καταφέρουν να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα προς την κατεύθυνση της λύσης. Έτσι σήμερα η Αριστερά έχει απαξιωθεί στα μάτια του κόσμου και δεν είναι εύκολο να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να λύσει το πρόβλημα.
Την ίδια στιγμή όμως, έχουν σημειωθεί κάποια σημαντικά γεγονότα. Σήμερα, υπάρχει μια βασική διαφορά από την δεκαετία του 70. Υπάρχει ανοιχτή, ελεύθερη διέλευση από τη μια πλευρά του νησιού στην άλλη. Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα της εξέγερσης των Τουρκοκυπρίων το 2004. Ήταν μια πραγματικά μαζική εξέγερση που υποχρέωσε την κυβέρνηση Ερντογάν, αλλά και την εθνικιστική, ακροδεξιά τουρκοκυπριακή κυβέρνηση της εποχής (του Ντενκτάς) να υποχωρήσουν στην απαίτηση του Τ/κ λαού να ανοίξουν τα σύνορα και να επιτραπεί η επαφή με τον νότο. Το ίδιο κίνημα ανάγκασε την ελληνοκυπριακή πλευρά (όπου επίσης την ίδια περίοδο βρισκόταν στην εξουσία το υπερ-πατριωτικό ΔΗΚΟ) να δεχτεί το άνοιγμα των συνόρων.
Παρά τις δυσκολίες στην επικοινωνία των δύο πλευρών που επιχειρούν να επιβάλουν οι άρχουσες τάξεις και των δύο πλευρών, σήμερα υπάρχει η δυνατότητα μετακίνησης και επαφής από το ένα κομμάτι του νησιού στο άλλο. Αυτό το παράδειγμα δείχνει τη δύναμη του κινήματος και των τεράστιων αλλαγών και ανατροπών που μπορεί να επιφέρει. Σήμερα ωστόσο δεν υπάρχει ένα τέτοιο κίνημα και μια τέτοια Αριστερά, που να συνδέει τη λύση του εθνικού προβλήματος με την ανάγκη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Αυτή την Αριστερά είναι ανάγκη να χτίσουμε.