Στις 8/3 η ιρλανδική κυβέρνηση προχώρησε σε δημοψήφισμα για την αναθεώρηση δύο άρθρων του Συντάγματος. Το ένα άρθρο σχετίζεται με την Οικογένεια και το δεύτερο με τη Φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ατόμων με αναπηρία, κλπ. Σε φραστικό επίπεδο, οι αλλαγές που πρότεινε η κυβέρνηση έδειχναν να έχουν προοδευτικό χαρακτήρα, καθώς αναιρούνταν απαρχαιωμένες διατυπώσεις σχετικά με τον ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια, αναγνωρίζονταν ως οικογένειες σχέσεις που δεν βασίζονταν στον γάμο, κλπ. Την ίδια ώρα όμως, οι διατυπώσεις που πρότεινε η κυβέρνηση επιχειρούσαν να μετατρέψουν τη φροντίδα σε υπόθεση των μελών της οικογένειας, αφαιρώντας ουσιαστικά τις σχετικές υποχρεώσεις του κράτους από το Σύνταγμα.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη συνολική αντικυβερνητική διάθεση σε σημαντικά στρώματα της κοινωνίας, αλλά και με τη συνειδητή προσπάθεια της ακροδεξιάς και της εκκλησίας να επενδύσουν στα αντανακλαστικά των πιο συντηρητικών στρωμάτων, οδήγησαν το κυβερνητικό σχέδιο σε παταγώδη αποτυχία. Διαβάστε παρακάτω διασκευή του σχετικού άρθρου του Κίραν Μαλχόλαντ.
Την Παρασκευή 8 Μαρτίου η ιρλανδική κυβέρνηση υπέστη μια πολύ σοβαρή ήττα, τη μεγαλύτερη που έχει υπάρξει ποτέ για κυβέρνηση στην ιστορία των ιρλανδικών δημοψηφισμάτων. Στα άρθρα του Συντάγματος που σχετίζονταν με την Οικογένεια και τη Φροντίδα και που η κυβέρνηση πρότεινε να αναθεωρηθούν, οι ψηφοφόροι απάντησαν αντίστοιχα 68% Όχι έναντι 32% Ναι, και 74% Όχι έναντι 26% Ναι. Η συμμετοχή ήταν χαμηλή, μόλις στο 44%, ενώ στο τελευταίο δημοψήφισμα του 2018 είχε φτάσει το 64%.
Το μέγεθος της ήττας ήταν ταπεινωτικό για τον κυβερνητικό συνασπισμό (FineGael, FiannaFail και Πράσινοι) αλλά και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης που υποστήριξαν την αναθεώρηση και των δύο άρθρων.
Δεξιά και ακροδεξιά άτομα και ομάδες, καθώς και συντηρητικοί καθολικοί, προσπάθησαν να διεκδικήσουν τα εύσημα για το αποτέλεσμα. Το συνέκριναν με το δημοψήφισμα του 2015 για τον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και το δημοψήφισμα του 2018 για τα δικαιώματα στις αμβλώσεις, τα οποία οδήγησαν σε προοδευτικές αλλαγές, ενώ φάνηκε να σηματοδοτούν τη μετατροπή της Ιρλανδίας σε ένα σύγχρονο κοσμικό, προοδευτικό κράτος. Μετά το τελευταίο δημοψήφισμα, κομμάτια της δεξιάς ισχυρίστηκαν ότι το αποτέλεσμα σηματοδοτεί το τέλος της επέλασης της «woke» ατζέντας. [1]
Αλλά η αλήθεια είναι πολύ πιο σύνθετη, όπως υποστηρίζει ο Χιου Λίνεχαν, συντάκτης των IrishTimes σε σχόλιο του στις 16/3:
«….Είναι δύσκολο να “διαβάσουμε” το αποτέλεσμα. Οι αλλαγές στο Σύνταγμα τελικά ηττήθηκαν από ένα συνονθύλευμα που αποτελούνταν από πολύ διαφορετικές ομάδες, που είναι απίθανο να τις ξαναδούμε να συμφωνούν. Οι φεμινίστριες βρέθηκαν στην ίδια πλευρά με τους ακτιβιστές κατά των αμβλώσεων. Οι συντηρητικοί κάτοικοι της υπαίθρου ψήφισαν με τον ίδιο τρόπο με τους τροτσκιστές των πόλεων».
Προοδευτικές ή αντιδραστικές αλλαγές;
Ωστόσο, δημοσκοπικές έρευνες που έγιναν μετά το δημοψήφισμα δείχνουν ότι υπήρχε σαφής διαφορά στην ψήφο ανάλογα με την ταξική θέση των ψηφοφόρων, αλλά και διαφορά μεταξύ ψηφοφόρων στις πόλεις και την ύπαιθρο. Έδειξαν επίσης ότι οι ψηφοφόροι των δεξιών και των αριστερών κομμάτων ψήφισαν διαφορετικά. Για παράδειγμα, οι αλλαγές στο άρθρο για την Οικογένεια απορρίφθηκαν από το 80% στην αγροτική περιοχή Ντόνεγκαλ, αλλά μόνο από το 61% στο Δουβλίνο. Το «Όχι» ήταν ισχυρότερο στις εργατικές περιοχές του Δουβλίνου από ό,τι στις περιοχές της μεσαίας τάξης σε σχέση και με τα δύο άρθρα.
Η κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση τη συνταγματική αναθεώρηση την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας και το παρουσίασε ως μια ευκαιρία να διευρυνθεί ο ορισμός της οικογένειας από μια σχέση που βασίζεται στον γάμο, με το πιο γενικό «μόνιμες σχέσεις», όπως π.χ. αυτές των ζευγαριών που συμβιώνουν με τα παιδιά τους χωρίς να έχουν παντρευτεί. Η αλλαγή στο άρθρο για τη Φροντίδα που πρότεινε η κυβέρνηση, ήταν η αντικατάσταση της αναφοράς στα «καθήκοντα της μητέρας στο σπίτι» με μια διατύπωση που θα αναγνώριζε τη φροντίδα που παρέχουν συνολικά τα μέλη της οικογένειας.
Την παραμονή της ψηφοφορίας ο πρωθυπουργός Λ. Βαράντκαρ, δήλωσε ότι η καταψήφιση των αλλαγών θα ήταν ένα «βήμα προς τα πίσω» που θα έστελνε λάθος μήνυμα στα ανύπαντρα ζευγάρια και θα διατηρούσε την «πολύ παλιομοδίτικη γλώσσα» του συντάγματος για τις γυναίκες. Ωστόσο, στην πραγματικότητα οι αλλαγές ήταν μόνο στα λόγια. Όταν τελικά πιέστηκε, δεν κατάφερε να δώσει έναν συγκεκριμένο ορισμό στη «μόνιμη σχέση», ενώ σε συνέντευξή του την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής εκστρατείας είπε ότι η φροντίδα των μελών της οικογένειας είναι ευθύνη των οικογενειών και όχι του κράτους.
Αντιδράσεις στις αλλαγές ήρθαν και από τη μεριά των ατόμων με αναπηρία και των φροντιστών. Πολλοί υποστήριξαν ότι η διατύπωση που πρότεινε η κυβέρνηση σε σχέση με τη φροντίδα θα κατοχύρωνε συνταγματικά την ευθύνη για τα ανάπηρα άτομα στην οικογένεια. Θεώρησαν επίσης ότι η διατύπωση ήταν προσβλητική για τα άτομα με αναπηρία, επειδή εμμέσως τα παρουσίαζε ως απλά αντικείμενα φροντίδας και όχι ως ισότιμους φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το αντικυβερνητικό κλίμα και ο ρόλος της ακροδεξιάς
Πολλοί από τους ψηφοφόρους απλά μπερδεύτηκαν πάνω στο θέμα. Η ομάδα «Δικηγόροι για το Όχι», με επικεφαλής τον ΜάικλΜακΝτάουελ, έναν δεξιό γερουσιαστή και πρώην υπουργό Δικαιοσύνης, επωφελήθηκε από αυτή την κατάσταση. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση απέτυχε να δώσει στους ψηφοφόρους πραγματικούς, ουσιαστικούς λόγους για να ψηφίσουν Ναι. Η αναγνώριση των οικογενειών που δεν βασίζονται στον γάμο θα είχε κυρίως συμβολικό χαρακτήρα, καθώς οι αυτές οι οικογένειες έχουν ήδη σε μεγάλο βαθμό παρόμοια δικαιώματα με τις παραδοσιακές.
Η δεξιά και η ακροδεξιά προσπάθησαν να επωφεληθούν από αυτή τη δυσπιστία προς την κυβέρνηση, σπεύδοντας να διασπείρουν μια ανυπόστατη κινδυνολογία -ότι αν οι αλλαγές περνούσαν θα χανόταν το επίδομα παιδιού, το επίδομα φροντίδας, ότι η Ημέρα της Μητέρας θα «ακυρωνόταν», κλπ. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος δείχνουν ότι τα αντιδραστικά αυτά επιχειρήματα είχαν κάποιο αντίκτυπο.
Πρόκληση για την Αριστερά
Το δημοψήφισμα όμως αποτέλεσε και μια μεγάλη πρόκληση για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Αν οι προτεινόμενες αλλαγές περνούσαν, η διατύπωση που έλεγε ότι «η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι» θα αφαιρούνταν από το Σύνταγμα, αλλά οι νέες διατυπώσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα άτομα με αναπηρία σε ακόμη χειρότερη θέση και να πλήξει τις διεκδικήσεις τους απέναντι στο κράτος.
Συνολικά η Αριστερά διχάστηκε πάνω στο θέμα, σε πολλές περιπτώσεις αριστερές οργανώσεις και κόμματα δεν κατάφερναν να πείσουν τα μέλη τους για την πρότασή τους στο δημοψήφισμα, ή αναγκάζονταν να αλλάξουν θέση κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Άλλες επέλεξαν να υπερψηφίσουν την πρόταση για αλλαγή στο ένα άρθρο (για την Οικογένεια) και να καταψηφίσουν στο άλλο (για τη Φροντίδα). Η κοινωνία ωστόσο τελικά αποφάσισε να καταψηφίσει μαζικά τις αλλαγές προκαλώντας ένα πολύ σοβαρό πλήγμα στην κυβέρνηση.
Μετά το δημοψήφισμα ο πρωθυπουργός Λ . Βαράντκαρ παραιτήθηκε και ενώ επίσημα αυτό δεν είχε να κάνει με το αποτέλεσμα, είναι διάχυτη η αίσθηση ότι ήταν τουλάχιστον ένας σημαντικός παράγοντας. Το σημαντικό από εδώ και στο εξής είναι ότι στις εκλογές που θα πραγματοποιηθούν μέσα στον χρόνο, οι αντιδραστικές ιδέες που βρήκαν ευκαιρία να κυκλοφορήσουν μαζικά στον δημόσιο διάλογο, θα εμφανιστούν ξανά και η Αριστερά οφείλει να τις αντιπαλέψει.
Οφείλει επίσης να αγωνίζεται όχι μόνο για τις λέξεις και τις διατυπώσεις στο Σύνταγμα, αλλά για δωρεάν, δημόσια, ποιοτική παιδική φροντίδα, ποιοτική υγειονομική περίθαλψη και πραγματική υποστήριξη για τα άτομα με αναπηρία με ευθύνη του κράτους. Είναι απαραίτητο να διασφαλίσουμε ότι αυτά τα ζητήματα θα αποτελέσουν τον πυρήνα της συζήτησης της προεκλογικής εκστρατείας που έρχεται.