Την Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου ψηφίστηκε το φορολογικό νομοσχέδιο-έκτρωμα από το σύνολο των 158 βουλευτών της ΝΔ, ενώ καταψηφίστηκε από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Ο πόλεμος ενάντια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχει ξεκινήσει εδώ και τουλάχιστον 10 έτη, αρχικά με την κατάργηση του αφορολογήτου που είχε οριστεί έως το ποσό των 12.000 ευρώ και την επιβολή ΦΠΑ. Στη συνέχεια με τον νόμο Κατρούγκαλου οι ασφαλιστικές εισφορές συνδέθηκαν με το εισόδημα ενώ, το 2020 με τροποποίηση της κυβέρνησης της ΝΔ με υπουργό τον Χατζηδάκη, οι ασφαλιστικές εισφορές αποσυνδέθηκαν από το εισόδημα, το οποίο συνεπάγεται ότι είτε κάποιος ελεύθερος επαγγελματίας έχει μηνιαίο εισόδημα 5.000 είτε 500 ευρώ καταβάλλει ακριβώς τις ίδιες ασφαλιστικές εισφορές.
Και φτάνουμε στον σημερινό νόμο με τον οποίο αποσυνδέεται το εισόδημα από τη φορολογία μέσω της επιβολής τεκμηρίου, ήτοι μέσω της φορολόγησης για μη αποκτηθέν εισόδημα, δηλαδή δεν θα φορολογείται βάσει του πραγματικού εισοδήματος αλλά βάσει τεκμαρτού εισοδήματος που καθορίζει η κυβέρνηση, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω.
Φορολογώντας ανύπαρκτα εισοδήματα
Το ελάχιστο τεκμήριο διαμορφώνεται στα 10.900 ευρώ, το οποίο υπολογίζεται βάσει του ετήσιου ποσού του κατώτατου μισθού των μισθωτών. Ως προς τη βάση υπολογισμού υφίστανται δύο βασικά προβλήματα, αφενός ότι στους μισθωτούς σε αντίθεση με τους ελεύθερους επαγγελματίες, καταβάλλονται 14 μισθοί ετησίως και όχι 12, αφετέρου ότι το ανωτέρω ποσό είναι το καθαρό εισόδημα που λαμβάνουν οι μισθωτοί, σε αντίθεση με τους ελεύθερους επαγγελματίες όπου είναι το μικτό εισόδημα καθώς πρέπει να αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές και τα λοιπά έξοδα της επιχείρησης.
Όσον αφορά ειδικά τον δικηγορικό κλάδο, στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να υπολογιστεί ούτε βάσει 12 μισθών καθώς τόσο κατά τη θερινή περίοδο, δηλαδή από τις 15 Ιουνίου και έως τις 15 Σεπτεμβρίου, όσο και κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα τα Δικαστήρια δεν λειτουργούν και εκδικάζονται μόνο κατεπείγουσες υποθέσεις. Αλλά και συνολικά, για τους ελεύθερους επαγγελματίες, υπάρχουν περίοδοι που έχουν πολύ λιγότερη δουλειά και άρα πολύ λιγότερα εισοδήματα.
Φορολόγηση ανεξαρτήτως κερδοφορίας
Το πρώτο έτος της έναρξης δραστηριότητας δεν υφίσταται τεκμήριο, το δεύτερο έτος επιβάλλεται το 1/3 του τεκμηρίου, το τρίτο έτος επιβάλλονται τα 2/3 του τεκμηρίου και τη δεύτερη τριετία ξεκινά η ισχύς του ελάχιστου τεκμηρίου. Στη συνέχεια αυξάνεται κατά 10% για τα 3 έτη που έπονται της δεύτερης τριετίας και στη συνέχεια αυξάνεται επιπλέον 10% για τα 3 έτη που έπονται τις τρίτης τριετίας και ακόμη ένα 10% για τα έτη μετά την τέταρτη τριετία.
Επομένως ένας ελεύθερος επαγγελματίας 12ετίας θα έχει τεκμήριο περίπου 15.000 ευρώ, το οποίο μάλιστα υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο του εκάστοτε ΚΑΔ (κωδικός αριθμός δραστηριότητας, που πρέπει να τον έχει κάθε ελεύθερος επαγγελματίας), δηλαδή βάσει εισοδήματος τρίτων, καθώς αντί να φορολογείται για το δικό του πραγματικό εισόδημα, φορολογείται με κριτήριο τον μέσο όρο του εισοδήματος του συνόλου των επαγγελματιών του κλάδου του. Στους δικηγόρους για παράδειγμα ο μέσος όρος του ΚΑΔ υπολογίζεται στις 15.100 ευρώ με έναν εντελώς αυθαίρετο υπολογισμό, όπως ισχύει και για τους υπόλοιπους ΚΑΔ φυσικά.
Επίσης καταργείται η έννοια των εσόδων-εξόδων καθώς πλέον με τον νέο νόμο είτε η επιχείρηση είναι ζημιογόνος είτε κερδοφόρα, το τεκμήριο είναι το ίδιο και επομένως ο φόρος που καλείται να καταβάλει ο ελεύθερος επαγγελματίας ακριβώς ο ίδιος.
Μέχρι τώρα, αν τα έξοδα υπερκάλυπταν τα έσοδα ο φόρος ήταν μηδενικός και υπήρχε μόνο το τέλος επιτηδεύματος. Με τον συγκεκριμένο νόμο κάποιος ελεύθερος επαγγελματίας που είχε μηδενικό φόρο και κατέβαλλε μόνο το τέλος επιτηδεύματος, καλείται τώρα να πληρώσει περίπου 2.500 – 3.000 ευρώ, δηλαδή σχεδόν το πενταπλάσιο σε σύγκριση με το περσινό έτος.
Με τον παρόντα νόμο η κυβέρνηση μειώνει φυσικά εντελώς υποκριτικά και προκειμένου να διασκεδάσει τις αντιδράσεις το τέλος επιτηδεύματος κατά 50%, ενώ οι εξαγγελίες τους ήδη από το 2019 ήταν η πλήρης κατάργησή του.
Ταφόπλακα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Γίνεται αντιληπτό ότι ο νέος φορολογικός νόμος αποτελεί ταφόπλακα για την πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Προφανώς ο στόχος της κυβέρνησης δεν είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής, καθώς αν όντως ήθελε να το επιτύχει θα μπορούσε να προβεί στη λήψη διαφορετικών και αποτελεσματικών μέτρων όπως την θεσμοθέτηση του αφορολόγητου, την αύξηση του ορίου απαλλαγής από το ΦΠΑ από τις 10.000 που είναι σήμερα τουλάχιστον στο διπλάσιο, τη μείωση του ΦΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση είναι προφανής η στήριξη της κυβέρνησης στο μεγάλο κεφάλαιο καθώς μειώνει συνεχώς τον φορολογικό συντελεστή των μεγάλων εταιρειών και εφαρμόζει μία σειρά από φοροαπαλλαγές σε αυτές. Όλες οι μεγάλες εταιρείες φορολογούνται ελάχιστα αναλογικά με τα εισοδήματά τους σε σχέση με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους.
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που αποκαλύπτουν ότι αθροιστικά, από το 2008 – 2021 το σύνολο των φόρων ανήλθε σε περίπου 550 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 340 δισ. ήταν έμμεσοι φόροι, ενώ το μεγάλο κεφάλαιο κατέβαλε συνολικά μόλις το 5% των 550 δισεκατομμυρίων, δηλαδή 25 δισ. ευρώ! Τα υπόλοιπα καταβλήθηκαν από μισθωτούς, συνταξιούχους και αυτοαπασχολούμενους.
Θα μπορούσε λοιπόν να αυξήσει με πραγματικά αναλογικό τρόπο τους φορολογικούς συντελεστές, να καταργήσει τις φοροαπαλλαγές των μεγάλων εταιρειών καθώς και να προβεί σε πραγματικούς και εξονυχιστικούς ελέγχους στις μεγάλες εταιρείες, αντί να επιβαρύνει τους εργαζόμενους και τους μικρομεσαίους.
Εφόσον εφάρμοζε τα ανωτέρω δεν θα υπήρχε κανένας λόγος αύξησης των έμμεσων φόρων, μεταφέροντας για ακόμα μία φορά το βάρος στα χαμηλά και μεσαία στρώματα της κοινωνίας που αγωνίζονται καθημερινά για αξιοπρεπείς μισθούς και εισοδήματα.
Είναι προφανές ότι στόχος της κυβέρνησης είναι στην πραγματικότητα η οικονομική εξόντωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ώστε να παραμείνουν μόνο οι μεγάλες εταιρείες, οι οποίες ούτως ή άλλως και πριν τον συγκεκριμένο νόμο είχαν πολύ χαμηλότερη φορολογία από τις ατομικές επιχειρήσεις, στις οποίες μεγάλες εταιρείες θα εργάζεται η πλειοψηφία των πρώην ελεύθερων επαγγελματιών ως μισθωτοί πλέον.
Όσον αφορά τον δικηγορικό κλάδο συγκεκριμένα, εκτός της οικονομικής εξαθλίωσης τίθεται ακόμη και θεσμικό ζήτημα καθώς βασική προϋπόθεση για την ορθή άσκηση της δικηγορίας είναι η ανεξαρτησία των δικηγόρων ώστε να μπορούν χωρίς την οποιαδήποτε δέσμευση να υποστηρίζουν τον εκάστοτε πελάτη. Αυτή η ανεξαρτησία καταργείται με τη μετατροπή των δικηγόρων σε μισθωτούς, οι οποίοι θα βρίσκονται σε μόνιμη σχέση εξάρτησης με τους εργοδότες τους, δηλαδή τις μεγάλες δικηγορικές εταιρείες, οι οποίες έχουν και διαπλεκόμενα συμφέροντα με την κυβέρνηση. Επομένως κλονίζεται ακόμη και η ίδια η Δικαιοσύνη της οποίας οι δικηγόροι είμαστε συλλειτουργοί.
Θα δώσει η κυβέρνηση λεφτά για Υγεία και Παιδεία;
Η κυβέρνηση προσπαθεί να δικαιολογήσει την ακραία φορολόγηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με το σαθρό επιχείρημα ότι τα περίπου 600 εκ. ευρώ που θα συγκεντρωθούν θα δοθούν στον τομέα της Παιδείας και της Υγείας.
Η υποκρισία της κυβέρνησης είναι εξόφθαλμη, καθώς αφενός ήδη επιτίθεται στον δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης (αλλά και συνολικά) και αφετέρου στον τομέα της Υγείας βλέπουμε καθημερινά τις συνθήκες εξαθλίωσης στις οποίες εργάζονται οι νοσοκομειακοί γιατροί και νοσηλευτές. Την ίδια ώρα με το νομοσχέδιο που πρόκειται να συζητηθεί το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα στη Βουλή, η κυβέρνηση προτίθεται να καταργήσει όλες τις υπάρχουσες δομές απεξάρτησης και να δημιουργήσει έναν ενιαίο φορέα με το όνομα Εθνικός Οργανισμός Πρόληψης και Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων, ο οποίος δεν θα είναι καν δημόσιου χαρακτήρα αλλά Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ)
Τέλος σχετικά με τον δικηγορικό κλάδο παρά την ψήφιση του φορολογικού νομοσχεδίου την προηγούμενη εβδομάδα και παρά τη γραμμή για αποκλιμάκωση του αγώνα και περιορισμό του πλαισίου αποχής που έδωσε η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων με Πρόεδρο τον κ. Βερβεσό, Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών στην Θεσσαλονίκη συγκλήθηκε Γενική Συνέλευση, η οποία με ποσοστό 70% ψήφισε στις 11-12-2023:
- Τη συνέχιση της αποχής με αυστηρότερο πλαίσιο έως και τις 05-01-2024 και την κλιμάκωση του αγώνα,
- τον αποκλεισμό του Δικαστικού μεγάρου στις 13-12-2023 από τις 08.00 έως και τις 15.00,
- τη συσπείρωση με τους υπόλοιπους κλάδους, τη συμμετοχή στο συλλαλητήριο μαζικών φορέων για τον προϋπολογισμό την Παρασκευή 15-12-2023,
- καθώς και αποστολή προς τους δικηγόρους- βουλευτές της Θεσσαλονίκης που ψήφισαν το φορολογικό νομοσχέδιο πρόσκλησης για να προσέλθουν στην επόμενη Γ.Σ στις 05-01-2024.