Για τις εξελίξεις γύρω από το συνέδριο του ΚΚΕ αρθρογραφούμε εδώ και αρκετό καιρό. Δεν το κάνουμε επειδή μας διακατέχει κάποια αντι-ΚΚΕ εμμονή αλλά επειδή όπως γράφαμε και το Γενάρη «Οι εξελίξεις στο ΚΚΕ δεν αφορούν μόνο το ίδιο αλλά συνολικά το μαζικό κίνημα…»[1].
Αυτό που λείπει σήμερα από το μαζικό κίνημα, με εκκωφαντικό τρόπο, είναι ένας μαζικός φορέας της Αριστεράς που να μπορεί να οδηγήσει το εργατικό – λαϊκό κίνημα καταρχήν σε άμεσες νίκες (ανατροπή της μνημονιακής λιτότητας και της κυβέρνησης) και στη συνέχεια στο δρόμο της ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου, με στόχο το σοσιαλισμό.
Οι εξελίξεις στο ΚΚΕ μπορούν να επηρεάσουν, θετικά ή αρνητικά, τη δημιουργία αυτής της αναγκαίας επαναστατικής Αριστεράς που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.
Οι διαφωνούντες
Τις τελευταίες βδομάδες, ο έντονος προσυνεδριακός διάλογος στο ΚΚΕ έχει εξελιχθεί σε μια σφοδρή σύγκρουση σε ηγετικό επίπεδο. Στελέχη του ΚΚΕ όπως ο Αντώνης Σκυλλάκος (πρώην βουλευτής Λάρισας) ο Παναγιώτης Γεωργιάδης (πρώην μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και πρώην επικεφαλής του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών) και ο Βασίλης Καλαματιανός (πρώην μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ) έκαναν δημόσια κριτική στην ηγεσία. Επιπλέον, πολλοί αγωνιστές της βάσης του ΚΚΕ έχουν δημοσιεύσει άρθρα στο Ριζοσπάστη με τα οποία εκφράζουν τη διαφωνία τους με την ηγεσία[2]. Αυτό που έκανε τη μεγαλύτερη αίσθηση όμως ήταν το άρθρο του Νίκου Μπογιόπουλου (Κυριακής 31/03) επειδή ο Μπογιόπουλος είναι ένα στέλεχος του ΚΚΕ που έχει κερδίσει την εκτίμηση μεγάλου μέρους της βάσης του κόμματος αλλά και πολλών αγωνιστών έξω από αυτό και μέσα στην κοινωνία, σαν αποτέλεσμα της τεκμηριωμένης και μαχητικής δημοσιογραφικής δουλειάς του.
Οι διαφωνίες
Όλες οι κριτικές φωνές ξεκινάνε από το γεγονός ότι όλη την τελευταία περίοδο το ΚΚΕ χάνει συνεχώς δύναμη και επιρροή.
Εντοπίζουν την βασική αιτία γι’ αυτό στην διασπαστική και απομονωτική τακτική του, όχι μόνο σε επίπεδο συνεργασίας με τα υπόλοιπα κόμματα της Αριστεράς και ειδικά το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στο επίπεδο της συμμετοχής του ΚΚΕ στους αγώνες και τα κινήματα που αναπτύχθηκαν τα τρία τελευταία χρόνια. Αναφέρουμε δυο ενδεικτικά παραδείγματα.
Ο Νίκος Μπογιόπουλος γράφει:
«Η Λαϊκή Συμμαχία… (Θέση 67)… είναι ”συμμαχία” μόνο με τον εαυτό μας. Η πολιτική γραμμή των Θέσεων ουσιαστικά εφαρμόζεται εδώ και χρόνια. Έχουμε ήδη δείγματα ότι δεν περπατάει…
»…απουσιάσαμε από το καθήκον να παρέμβουμε στο αυθόρμητο που εκδηλώθηκε… Αφήσαμε άλλους να το κατευθύνουν, να το αξιοποιούν. Από τις πλατείες που τις καταγγείλαμε από την Ισπανία κιόλας, πριν ακόμα εμφανιστούν στην Ελλάδα, μέχρι τις πατάτες. Από τις διαδηλώσεις για το μνημόνιο μέχρι τα διόδια – όταν έρχονταν άλλοι εμείς φεύγαμε».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Παναγιώτης Γεωργιάδης:
«Χάσαμε σημαντικό έδαφος στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, των πολιτικών εξελίξεων, στην οργάνωση των αγώνων, στη συσπείρωση εργατικών δυνάμεων…
»…Η ΚΕ, όμως, δεν βρίσκει το θάρρος να παραδεχτεί ότι η σημερινή θέση του Κόμματος είναι πολύ χειρότερη σε σχέση με το προηγούμενο συνέδριο, σε όλους τους τομείς της δράσης του και της λειτουργίας του και όχι μόνο εκλογικά, ούτε επικεντρώνει στους παράγοντες που μας έφεραν μέχρι εδώ, δεν δίνει εξήγηση γι’ αυτή την κατάσταση».
Η ηγετική ομάδα απαντά με τον συνήθη τρόπο…
Για την ηγετική ομάδα του ΚΚΕ τα κοινά σημεία κριτικής και διαφωνίας είναι αποτέλεσμα κάποιου ύποπτου και εχθρικού φραξιονισμού. Η αντίδραση της ηγετικής ομάδας (Παπαρήγα, Μαΐλης, Μεντρέκας, Γόντικας, κ.α.) απέναντι στους διαφωνούντες ήταν η προσπάθεια να τους ταυτίσει ούτε λίγο ούτε πολύ με όργανα της άρχουσας τάξης και εχθρούς του κόμματος και του κινήματος.
Σε άρθρο του στο Ριζοσπάστη ο Παναγιώτης Μεντρέκας κατηγορεί όσους ασκούνε κριτική ότι:
«Πατούν σε άθλια ψέματα και αξιοποιούν συκοφαντίες και διαστρεβλώσεις. …Αυτοί οι αρθρογράφοι δεν ενδιαφέρονται να πείσουν τα μέλη του Κόμματος, αλλά να προσφέρουν με τα γραφόμενά τους, όπλα στον ταξικό αντίπαλο για να τα ξαναστρέψει κατά του Κόμματος».
Στην ίδια γραμμή και ο Μάκης Μαΐλης ο οποίος σε άρθρο του με τίτλο «Άρθρα – καρμπόν με ομολογημένα, ανομολόγητα, πλην φανερά…» υποστηρίζει ότι:
«Αποσιωπάται πλήρως το γεγονός ότι η πολιτική του ΚΚΕ έχει επιβεβαιωθεί σε όλα τα ζητήματα… Η κατηγορία προς το ΚΚΕ ότι ακολουθεί σεχταριστική πολιτική, από τη μία είναι για γέλια, ενώ από την άλλη αποκαλύπτει ότι ο στόχος τους είναι να υπάρχει ένα ΚΚΕ που η εμβέλειά του δεν θα βγαίνει από το πλαίσιο της αστικής διαχείρισης… το πρόβλημα που έχουν οι αρθρογράφοι είναι η επιδίωξη για συμμαχία με τμήματα της αστικής τάξης, ιδιαίτερα με τη σοσιαλδημοκρατία…»
Η στρεβλωμένη έκφραση της αντιπαράθεσης
Στην πολεμική που αναπτύσσεται ανάμεσα στις δυο απόψεις μπλέκονται μαζί ζητήματα τακτικής, στρατηγικής αλλά και ιδεολογίας. Κατά τη γνώμη μας με έναν λάθος τρόπο.
Για παράδειγμα η πλειοψηφία όσων διαφωνούν εγκαλεί την ηγετική ομάδα του ΚΚΕ ότι έχει εγκαταλείψει τις αποφάσεις του 15ου συνεδρίου και το στόχο που είχε θέσει τότε το ΚΚΕ, το να χτίσει δηλαδή το «Αντι-ιμπεριαλιστικό, Αντι-μονοπωλιακό, Δημοκρατικό Μέτωπο» (ΑΑΔΜ) και ότι για αυτό το λόγο αρνείται οποιαδήποτε συνεργασία με άλλες αριστερές δυνάμεις και την ενωτική προσέγγιση στα κινήματα.
Κάποιοι από τους διαφωνούντες μάλιστα κατηγορούνε την ηγεσία ως «νεοτροτσκιστική» (Παναγιώτης Γεωργιάδης)! Ο Μπογιόπουλος από την άλλη βλέπει στο ΑΑΔΜ την τακτική που «συνδέει τώρα, σήμερα, την πάλη για το καθημερινό πρόβλημα με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό».
Η ηγετική ομάδα ανταπαντά ότι με την μέχρι σήμερα γραμμή της, αυτό που κάνει είναι να αρνείται να συμπράξει με την αστική τάξη, να μπει σε αστικές κυβερνήσεις και έτσι να προδώσει την επανάσταση και το σοσιαλισμό ενώ κατηγορεί τους διαφωνούντες για δεξιά στροφή και για υιοθέτηση της θεωρίας των «σταδίων» (την παραδοσιακή θεωρία του σταλινισμού)!
Ζητήματα τακτικής
Κατά τη γνώμη μας σωστά σημεία κριτικής των διαφωνούντων εκφράζονται με λάθος ιδεολογικές – ιστορικές «φόρμουλες». Αν τα ζητήματα αυτά δεν ξεκαθαριστούν ιδεολογικά και ιστορικά δεν πρόκειται να προκύψουν τα σωστά συμπεράσματα.
Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι ο «τροτσκισμός» δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το σημερινό σεχταρισμό της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ όπως υποστηρίζει μέρος των διαφωνούντων. Ο Λέον Τρότσκι ήταν αυτός που είχε επεξεργαστεί, μαζί με τον Λένιν, την τακτική του «ενιαίου εργατικού μετώπου» [3]. Δηλαδή την ανάγκη το επαναστατικό/κομμουνιστικό κόμμα να συνεργαστεί με τα άλλα κόμματα των εργαζομένων (τα ρεφορμιστικά δηλαδή που εκείνη την εποχή δεν ήταν άλλα από τα Σοσιαλδημοκρατικά) για τα άμεσα προβλήματά τους. Στόχος της τακτικής αυτής δεν ήταν η υποταγή στα ρεφορμιστικά κόμματα και την αστική τάξη αλλά το να κερδίσουν οι επαναστάτες-κομμουνιστές την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και έτσι να ανοίξει ο δρόμος για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Από την άλλη, ο απομονωτισμός, η άρνηση δηλαδή της συνεργασίας με άλλες δυνάμεις του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, ποτέ δεν ήταν η τακτική του Λένιν ή των Μπολσεβίκων όπως υποστηρίζει η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ.
Μαθήματα από την Ιστορία
Την ίδια ώρα χρειάζεται να γνωρίζουμε ότι όλη η ιστορία του ΚΚΕ και όλων των σταλινικών ΚΚ διεθνώς, από τα τέλη της δεκαετίας του 20 και μετά, ήταν μια ιστορία εναλλαγής του απομονωτισμού (σεχταρισμού ή «αριστερισμού») από τη μια, και συνεργασίας με την άρχουσα τάξη («θεωρία των σταδίων» και των «λαϊκών μετώπων») από την άλλη.
Σύμφωνα με την τελευταία, τη «θεωρία των σταδίων», προτού φτάσει η ώρα για το «σοσιαλιστικό στάδιο», το κομμουνιστικό κίνημα πρέπει να περάσει από ένα προηγούμενο, «ενδιάμεσο» στάδιο το οποίο απαιτεί τη συνεργασία με την αστική τάξη. Έτσι εμφανίστηκε η πολιτική των «Λαϊκών Μετώπων» της δεκαετίας του ’30 – η συνεργασία των «Κομμουνιστών» με τις υποτιθέμενες προοδευτικές αστικές τάξεις.
Προτού όμως καταλήξει στη «θεωρία των σταδίων» και στα «λαϊκά μέτωπα» η Κομμουνιστική Διεθνής που είχε πια σταλινοποιηθεί, πέρασε από τη σεκταριστική της φάση. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και μετά τα ΚΚ διεθνώς[4] διακήρυτταν ότι ο καπιταλισμός βρίσκονταν στο 3ο και τελικό στάδιο της ζωής του (3η περίοδος του καπιταλισμού) και έριχναν το σύνθημα της εξέγερσης χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το αν ήταν ώριμες οι συνθήκες. Με βάση την λογική της «3ης περιόδου», κάθε συνεργασία με άλλα κόμματα του εργατικού κινήματος θεωρούνταν προδοσία. Έτσι το ΚΚ Γερμανίας αρνήθηκε τη συνεργασία με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (το οποίο χαρακτήριζαν «σοσιαλφασιστικό») στις αρχές της δεκαετίας του 30. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διευκολυνθεί η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία το 1933[5].
Μετά την ήττα από τους Ναζί, που αποτελούσε και ήττα ακριβώς αυτής της σεκταριστικής, απομονωτικής, και «αριστερίστικης» πολιτικής του ΚΚ Γερμανίας και του σοβιετικού κέντρου, η ηγεσία της 3ης Διεθνούς έκανε κωλοτούμπα και πήγε στο άλλο άκρο, επιβάλλοντας την τακτική των «λαϊκών μετώπων» στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Αυτή η επίσης χρεοκοπημένη πολιτική οδήγησε με τη σειρά της σε νέες ήττες, παρά την ηρωική πάλη των εργατικών και λαϊκών κινημάτων, όπως αυτή του Ισπανικού εμφύλιου το 36-37, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Ελλάδα, του Αλλιέντε το ’73 στη Χιλή, κοκ.
Η πρόσφατη ελληνική εμπειρία
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα συνεργασίας με κόμματα της άρχουσας τάξης, από την ελληνική εμπειρία, ας μην ξεχνάμε, ήταν η συνεργασία του ΚΚΕ με τη ΝΔ στην κυβέρνηση Τζανετάκη και η συμμετοχή στην Οικουμενική (μαζί με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ) το 1989 στο όνομα, τότε, της κάθαρσης από το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Η πολιτική αυτή χρεοκόπησε οδηγώντας το ΚΚΕ σε διπλή διάσπαση την ίδια περίοδο – έχασε τη νεολαία του η οποία δημιούργησε το ΝΑΡ και ένα μεγάλο τμήμα του έμεινε στον ΣΥΝασπισμό που είχε δημιουργηθεί από τη συνεργασία του ΚΚΕ με την ΕΑΡ του Λεωνίδα Κύρκου. Αυτή η «συντριβή» οδήγησε σε μια νέα αναδίπλωση η οποία κρατάει μέχρι σήμερα: αυτή της ολοκληρωτικής άρνησης οποιοσδήποτε συνεργασίας με οποιονδήποτε!
το ΑΑΔΜ – ένα νέο στάδιο
Έχοντας κάνει αυτή τη σύντομη αναδρομή, ας έρθουμε στο σήμερα. Η ουσία του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου, ΑΑΔΜ, που είχε αποφασίσει το 15ο συνέδριο του ΚΚΕ δεν ήταν άλλη από τη Θεωρία των Σταδίων και των Λαϊκών Μετώπων απλά με διαφορετικά λόγια και περίβλημα[6]. Στο 15ο συνέδριο γίνεται ξεκάθαρο με τον πιο σαφή τρόπο, ότι το καθήκον που προκύπτει δεν είναι η πάλη για τον σοσιαλισμό αλλά για ένα ενδιάμεσο στάδιο, αυτό του ΑΑΔΜ.
Η γεμάτη αντιφάσεις τακτική και πορεία του ΚΚΕ, βέβαια, αντανακλούνταν και στο γεγονός ότι την ίδια στιγμή που καλούσε για τη δημιουργία του ΑΑΔΜ, αρνιόταν τη συνεργασία με άλλες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος και της αριστεράς ακόμα και για τα πιο επιμέρους ζητήματα και σε οποιοδήποτε επίπεδο (συνδικαλιστικό, νεολαία κλπ). Η συμμετοχή στο ΠΑΜΕ άλλων δυνάμεων εκτός του ΚΚΕ (πχ του ΔΗΚΚΙ) ήταν μια μικρή παρένθεση. Η σημερινή τακτική αλλά και ανάλυση της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ επαναφέρει με πιο «ορθόδοξο» τρόπο την αριστερίστικη λογική του απομωνοτισμού (αντίστοιχη της «3ης περιόδου»). Η ηγεσία του ΚΚΕ λέει πως μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση αποτελεί λύση στα προβλήματα της κοινωνίας, κι αυτό είναι σωστό, όμως την ίδια στιγμή δηλώνει πως δεν είναι ώριμες οι συνθήκες ούτε και τα λαϊκά στρώματα για ανατροπή του καπιταλισμού. Το μόνο που μένει τελικά είναι η άρνηση να συνεργαστεί με οποιονδήποτε – αυτό ίσχυε και την εποχή του ΑΑΔΜ αυτό ισχύει και σήμερα.
Για τους πιο πάνω λόγους η απάντηση στον σεχταρισμό της ηγεσίας δεν μπορεί να είναι η θεωρία των σταδίων (και ένα νέο «λαϊκό μέτωπο» κάποιου είδους) που προτείνει το ΑΑΔΜ. Η απάντηση δεν είναι καμία άλλη από το «ενιαίο εργατικό μέτωπο», των Μπολσεβίκων της εποχής του Λένιν και του Τρότσκι. Αυτό, στη σημερινή συγκυρία μεταφράζεται στη συνεργασία για τα κοινά ταξικά καθημερινά προβλήματα, με άλλες δυνάμεις της αριστεράς, ειδικά τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί προς αυτόν «κοιτάνε» σήμερα σημαντικά στρώματα εργαζόμενων και λαϊκών μαζών, την ίδια στιγμή που προβάλλεται με εμφατικό τρόπο η αναγκαιότητα ενός μεταβατικού, σοσιαλιστικού προγράμματος. .
Το «μεταβατικό πρόγραμμα»
Έτσι, στο ερώτημα που θέτει ο Μπογιόπουλος, πώς δηλαδή θα συνδεθεί η «πάλη για το καθημερινό πρόβλημα με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό» η απάντηση δεν μπορεί να είναι η επίκληση του ΑΑΔΜ – κάτι τέτοιο δεν ξεμπλέκει αλλά περιπλέκει αυτό το θέμα.
Αντίθετα αυτό που χρειάζεται είναι ένα πρόγραμμα «μεταβατικών διεκδικήσεων». Δηλαδή ένα πρόγραμμα που να ξεκινά από τη σημερινή συνείδηση των εργαζομένων, να απαντά στα άμεσα προβλήματα που αυτοί έχουν, να καλεί σε ευρύτερες συνεργασίες πάνω σε αυτές τις διεκδικήσεις, αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο ότι η εφαρμογή αυτών των μέτρων οδηγεί στην ανάγκη ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου. Ό,τι έκανε δηλαδή το κόμμα των Μπολσεβίκων, το μακρινό 1917, όταν «έπεισε» στις Ρώσικες μάζες ότι για να πετύχουν ειρήνη και να κερδίσουν τη γη έπρεπε τα Σοβιέτ (συμβούλια εργατών, αγροτών και φαντάρων) να πάρουν την εξουσία από την κυβέρνηση του λαϊκού μετώπου (στην οποία, παρεμπιπτόντως, οι Μπολσεβίκοι είχαν αρνηθεί να συμμετέχουν!).
Σήμερα δεν υπάρχει παγκόσμιος πόλεμος και Τσάρος αλλά υπάρχει η παγκόσμια οικονομική κρίση και η κρίση στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και οι μεταβατικές διεκδικήσεις αφορούν αιτήματα όπως η άρνηση αποπληρωμής του χρέους, η εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας κοκ.
Αν το ΚΚΕ ήθελε να ωθήσει τα πράγματα στην κατεύθυνση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, όπως διατείνεται, θα όφειλε να επιδιώξει τη συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ (κι όχι μόνο, βέβαια) στη βάση των καθημερινών ζητημάτων και προβλημάτων, προτείνοντας, από τη μια μορφές πάλης που να βοηθούν την κοινωνία να έρθει σε σύγκρουση με την κυβέρνηση κι επιδιώκοντας την ανατροπή της, κι από την άλλη, ένα μεταβατικό πρόγραμμα για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό [7].
Στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ αρνιόταν, ακριβώς επειδή είναι ρεφορμιστικό κόμμα, όπως σωστά λέει το ΚΚΕ, τότε ο κερδισμένος δεν θα ήταν άλλος από το ΚΚΕ και το μαζικό κίνημα.
Ερωτήματα και προοπτικές
Είναι σίγουρο ότι πολλοί αγωνιστές της αριστεράς και μεγάλο μέρος του εργατικού – λαϊκού κινήματος παρακολουθεί στενά τις διεργασίες στο ΚΚΕ. Αναπτύσσεται μια ελπίδα ότι κάτι κινείται εκεί και ότι αν τελικά το ΚΚΕ αλλάξει τακτική αυτό θα έχει θετικό αντίκτυπο για το εργατικό – λαϊκό κίνημα.
Όμως όλα δείχνουν πως σοβαρή αλλαγή στην πολιτική και τακτική του ΚΚΕ δεν πρόκειται να προκύψει, καθώς η ηγετική ομάδα φαίνεται πως διατηρεί τον έλεγχο της κατάστασης. Το σίγουρο είναι ότι οι σχέσεις των δύο πλευρών σ’ αυτή την αντιπαράθεση έχουν οριστικά διαρρηχθεί. Μια νέα διάσπαση στο ΚΚΕ εμφανίζεται σαν η πιο πιθανή προοπτική.
Πλήρης εικόνα βέβαια για το τι γίνεται στο εσωτερικό του κόμματος όμως δεν υπάρχει, επομένως υποχρεωτικά πρέπει να περιμένουμε να δούμε τα αποτελέσματα της αντιπαράθεσης στο συνέδριο που ξεκινά σε λίγες μέρες και να κάνουμε νέες εκτιμήσεις στη συνέχεια.
_________________________