Κάθε χρόνο, οι σειρήνες της αεροπορίας ηχούν σε όλη την Κυπριακή Δημοκρατία στις 15 και 20 Ιουλίου για να θυμίσουν τις επετείους του πραξικοπήματος, που ενορχήστρωσε η ελληνική χούντα και της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, αντίστοιχα. Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτές τις δύο καθοριστικές στιγμές της κυπριακής ιστορίας;
1960
Το 1960, οι Βρετανοί αποικιοκράτες παραχώρησαν την «ανεξαρτησία» στην Κυπριακή Δημοκρατία. Επέβαλαν ένα Σύνταγμα που προέβλεπε ένα δικοινοτικό ενιαίο κράτος, με έναν ελληνοκυπριακό πρόεδρο και έναν τουρκοκυπριακό αντιπρόεδρο και μικτό κοινοβούλιο όπως και τοπικές αρχές. Ωστόσο, οι άρχουσες τάξεις και των δύο κοινοτήτων που αναπτύσσονταν κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, είχαν διαφορετικά συμφέροντα. Η ελληνοκυπριακή ελίτ αγωνιζόταν για την «Ένωση» (την ιδέα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα) και ήθελε να έχει τον έλεγχο ολόκληρου του νησιού, ισχυριζόμενη ότι είναι ελληνικό. Από την άλλη πλευρά, η τουρκοκυπριακή ελίτ, που ήταν η μειοψηφία και απειλούνταν από αυτή την ιδέα, αγωνιζόταν για το «Ταξίμ» (τη διαίρεση του νησιού κατά μήκος κοινοτικών γραμμών), έτσι ώστε τουλάχιστον να έχουν τον έλεγχο ενός μέρους του νησιού.
Παρόλο που οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές τους έφεραν κάτω από ένα κοινό δικοινοτικό κράτος, τα συμφέροντά τους συνέχισαν να συγκρούονται.
Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι εργαζόμενοι και λαϊκά στρώματα συμβίωναν ειρηνικά δίπλα-δίπλα, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1930 και τις αρχές της δεκαετίας του 1940, πριν οργανωθούν παραστρατιωτικές δυνάμεις και στις δύο κοινότητες.
Το 1926, το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν το πρώτο πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε στο νησί. Το πρόγραμμά του αναφερόταν στην ανεξαρτησία του νησιού και απευθυνόταν τόσο στους ελληνοκυπρίους όσο και στους τουρκοκυπρίους. Δημιούργησε τα πρώτα συνδικάτα, όπου οι εργαζόμενοι και από τις δύο κοινότητες οργανώνονταν και αγωνίζονταν μαζί.
Ωστόσο, όταν το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα υιοθετήθηκε από την Εκκλησία και τη Δεξιά, το ΑΚΕΛ (η νέα ονομασία του Κομμουνιστικού Κόμματος) το υιοθέτησε επίσης. Τότε ήταν που άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες ρωγμές στις σχέσεις μεταξύ των εργαζομένων των δύο κοινοτήτων.
Οι πρώτες συγκρούσεις και οι παραστρατιωτικοί σχηματισμοί
Πριν από την ανεξαρτησία του 1960, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο οποίος είχε αναγνωριστεί από τους Βρετανούς ως ο ηγέτης της ελληνοκυπριακής κοινότητας, έφερε στην Κύπρο τον Γεώργιο Γρίβα, τον αρχηγό της παραστρατιωτικής οργάνωσης «Χ» από την Ελλάδα. Η «Χ» ήταν αντικομμουνιστική οργάνωση και συνεργάστηκε με τους ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της κατοχής της Ελλάδας. Μετά την ήττα των Ναζί συνεργάστηκε με τους Άγγλους για τη συντριβή του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.
Ο Μακάριος υποτίθεται ότι κάλεσε τον Γρίβα για να οργανώσει τον εθνικό αγώνα κατά των Βρετανών ιμπεριαλιστών στην Κύπρο. Η οργάνωση που ίδρυσε ο Γρίβας ονομαζόταν ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών). Αλλά ενώ η ΕΟΚΑ αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία από τους Βρετανούς, αγωνίζονταν και για την Ένωση.
Παρόλο που η ΕΟΚΑ είχε την υποστήριξη της πλειοψηφίας του ελληνοκυπριακού πληθυσμού για τον αντιαποικιακό της αγώνα, συμμετείχε επίσης σε πολλές δολοφονίες Ελληνοκυπρίων κομμουνιστών (τους οποίους ονόμαζαν «προδότες») και απλών Τουρκοκυπρίων που είχαν προσληφθεί από τους Βρετανούς στην αστυνομία.
Οι δολοφονίες των Τουρκοκυπρίων πυροδότησαν δικοινοτικές συγκρούσεις. Αυτό οδήγησε στο σχηματισμό της Τουρκικής Οργάνωσης Αντίστασης (ΤΜΤ), η οποία ήταν μια παραστρατιωτική ομάδα υπέρ του Ταξίμ/Διχοτόμηση. Δημιουργήθηκε το 1958 ως οργάνωση για την αντιμετώπιση της ΕΟΚΑ από τον Ραούφ Ντενκτάς (Rauf Denktaş, που αργότερα εκλέχθηκε αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας και πρόεδρος της Τούρκικης Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου – ΤΔΒΚ μέχρι το 2005) και τον Τούρκο στρατιωτικό Ριζά Βουρουσκάν (Rıza Vuruşkan).
Και οι δύο παραστρατιωτικές ομάδες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δημιουργήσουν διχόνοια ανάμεσα στις δύο κοινότητες και να στρέψουν τη μία εναντίον της άλλης. Μετά τη χορήγηση της ανεξαρτησίας, και ανάμεσα στα χρόνια 1963 και 1967, οι συγκρούσεις μεταξύ των κοινοτήτων πήραν χαρακτήρα «εθνικής εκκαθάρισης», ιδιαίτερα από τη μεριά των Ελληνοκυπρίων κι εναντίον των Τουρκοκυπρίων.
Η εισβολή της Τουρκίας το 1974 ολοκλήρωσε το διαχωρισμό ξεριζώνοντας αυτή τη φορά τους Ελληνοκύπριους από το βόρειο τμήμα του νησιού και τους Τουρκοκύπριους που ζούσαν στο νότιο.
Είχε προηγηθεί η επιστροφή του Γρίβας στην Κύπρο το 1971 οπότε και ίδρυσε την ΕΟΚΑ Β, μια παραστρατιωτική φασιστική οργάνωση, με στόχο την Ένωση, κατηγορώντας τον Μακάριο για εγκατάλειψη αυτού του στόχου και για συνεργασία με τους κομμουνιστές.
Η ΕΟΚΑ Β δεν απέκτησε ποτέ λαϊκή υποστήριξη, σε αντίθεση με την πρώτη ΕΟΚΑ, επειδή ο αγώνας της ΕΟΚΑ είχε κατά κύριο λόγο αντιαποικιακό χαρακτήρα, ενώ οι κύριες δράσεις της ΕΟΚΑ Β ήταν οι δολοφονίες υποστηρικτών του Μακαρίου, αριστερών και δημοκρατών που αγωνίζονταν κατά της ελληνικής χούντας οι ανατινάξεις κυβερνητικών κτιρίων, κοκ.
Η Ελληνική Χούντα συμφωνούσε με το αίτημα της Ένωσης και μισούσε την κυβέρνηση του Μακάριου που τον παρομοίαζε με «Κάστρο της Μεσογείου» λόγω της θέσης του στο κίνημα τον Αδεσμεύτων και της μη ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ.
Το πραξικόπημα της 15ης Ιούλη του 1974, οργανώθηκε από την ελληνική χούντα μέσω των στρατιωτικών δυνάμεων που έλεγχε στην Κύπρο. Η Ελλάδα, ως εγγυήτρια δύναμη, βάσει της συμφωνίας του 1960 για την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, είχε μόνιμη στρατιωτική δύναμη εγκατεστημένη στο νησί (αποκαλούμενη ΕΛΔΥΚ). Ο ελληνικός στρατός έλεγχε επίσης σε πολύ μεγάλο βαθμό την Εθνική Φρουρά της Κύπρου, η οποία ήταν ελληνοκυπριακή και στελεχωνόταν από Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι έκαναν συστηματική προπαγάνδα κατά της κυβέρνησης Μακαρίου και της Αριστεράς και υπέρ της «Εθνικής Κυβέρνησης» της Ελλάδας, δηλαδή της Χούντας.
Το πραξικόπημα της 15ης Ιούλη έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία τόσο νομικά, ως μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και στρατιωτικά να εισβάλει στην Κύπρο και να προωθήσει τους στόχους της.
Έτσι, στο όνομα της Ένωσης έχουμε τη μεγαλύτερη καταστροφή στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Οι φασίστες/εθνικιστές στην προσπάθειά τους να αποτινάξουν τις ευθύνες τους για την εισβολή, κατηγορούν τον Μακάριο ότι αυτός την υποκίνησε, καλώντας τις εγγυήτριες δυνάμεις να αποκαταστήσουν τη συνταγματική τάξη στην Κύπρο, ενώ βρισκόταν στην εξορία μετά την ανατροπή του από το πραξικόπημα.
Τα εγκλήματα των φασιστών δεν σταμάτησαν εκεί. Ακόμη και ενώ ο τουρκικός στρατός προελαύνει στο νησί, οι Ελληνοκύπριοι φασίστες επιτίθενται σε τουρκοκυπριακά χωριά και σκοτώνουν γυναίκες και παιδιά.
Τα εγκλήματα των φασιστών δεν τιμωρήθηκαν ποτέ
Οι άρχουσες τάξεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο προσπάθησαν να μαζέψουν τα κομμάτια τους μετά την ήττα που υπέστησαν. Στην Κύπρο, ο Μακάριος, μετά την επιστροφή του, πρόσφερε «κλαδί ελιάς» στους πραξικοπηματίες, ενώ στην Ελλάδα, ο Καραμανλής αποκάλεσε τους πραξικοπηματίες απλά αδαείς. Με αυτόν τον τρόπο έθεσαν τις βάσεις για την υποβάθμιση του ρόλου του πραξικοπήματος στην τραγωδία του 1974.
Η ηγεσία του ΑΚΕΛ στο όνομα της «λύσης» του κυπριακού ζητήματος, στήριξε τον Μακάριο, τη λεγόμενη προοδευτική αστική τάξη και υποτάχθηκε στην «εθνική ενότητα». Με τον τρόπο αυτό απέτυχε να αποτρέψει το πραξικόπημα παρότι είχε τις δυνάμεις όντας το πιο μαζικό κόμμα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Η ηγεσία του ΑΚΕΛ εξακολουθεί να προωθεί τη θεωρία του «δίδυμου εγκλήματος», μια θέση που υποστηρίζει ότι το πραξικόπημα και η εισβολή ήταν μέρος ενός καλοστημένου σχεδίου των ιμπεριαλιστών για διχοτόμηση της Κύπρου. Με αυτή τη θέση προσπαθεί να ρίξει την ευθύνη για όλα στον ιμπεριαλισμό και να διαγράψει τις ευθύνες της δικής του πολιτικής.
Εκτός από τον ιμπεριαλισμό στην Κύπρο, τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας συγκρούονταν. Αλλά και οι ελληνοκυπριακές και οι τουρκοκυπριακές άρχουσες τάξεις έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης. Ο Μακάριος, στον οποίο το ΑΚΕΛ έδωσε στήριξη χωρίς κριτική (τον ονόμασε «ένα και μοναδικό»), αντιπροσώπευε το κομμάτι της ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης, τα συμφέροντα της οποίας διέφεραν από εκείνα της ελληνικής, αλλά εξακολουθούσαν να είναι ανταγωνιστικά έναντι της τουρκοκυπριακής. Ο Μακάριος προώθησε τον ελληνοκυπριακό εθνικισμό. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ, παρά το γεγονός ότι είναι το μόνο κόμμα που γενικά προωθεί μια κουλτούρα συνύπαρξης μεταξύ των δύο κοινοτήτων, έχει επίσης επηρεαστεί από εθνικιστικές πολιτικές.
Σήμερα, οι Ελληνοκύπριοι εθνικιστές και φασίστες προσπαθούν ακόμα περισσότερο να σβήσουν τις μνήμες του πραξικοπήματος και να ρίξουν την ευθύνη για την καταστροφή αποκλειστικά στην Τουρκία, προκειμένου να συσπειρώσουν την κοινωνία γύρω από τους αδιέξοδους και καταστροφικούς τους στόχους. Την ίδια στιγμή, με τη λαϊκιστική προπαγάνδα τους, αυξάνονται και συνεχίζουν τα εγκλήματά τους κατά των Τουρκοκυπρίων, των μεταναστών, των προσφύγων και των ΛΟΑΤΚΙ* ατόμων.
Στον βορρά, ο τουρκικός στρατός εξακολουθεί να βρίσκεται στο νησί και η τουρκική κυβέρνηση επιβάλλει την πολιτική της, επηρεάζοντας τις εκλογές και υπογράφοντας πρωτόκολλα νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εξαθλιώνουν τον τουρκοκυπριακό εργαζόμενο λαό.
Το καθήκον της Αριστεράς, είναι να αποκαλύψει τον ρόλο του εθνικισμού και του φασισμού. Όχι μόνο στα λόγια αλλά και στις πράξεις. Όταν το ΑΚΕΛ εξελέγη στην κυβέρνηση την περίοδο 2008-2013, υπήρχε η προσδοκία ότι θα ξεκινούσε τη διαδικασία για καταδίκη, έστω και μόνο πολιτική, των πραξικοπηματιών και των μελών της ΕΟΚΑ Β που έφεραν αυτή την καταστροφή στο νησί. Θα έπρεπε να είχαν εμπλακεί σε έναν αγώνα ενάντια στον φασισμό που σηκώνει ξανά κεφάλι. Το σύνθημα στον εορτασμό της επετείου του πραξικοπήματος θα έπρεπε να είναι «Ποτέ ξανά φασισμός»! Αλλά το ΑΚΕΛ δεν έκανε τίποτα τέτοιο.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε μια νέα δικοινοτική δύναμη της Αριστεράς. Μια Αριστερή δύναμη που θα αγωνίζεται ενάντια στον εθνικισμό και τον φασισμό και στις δύο πλευρές του νησιού, που θα αγωνιστεί για να διασφαλίσει ότι καμία ΕΟΚΑ Β και καμία ΤΜΤ δεν θα επιτραπεί να ματώσει ξανά το νησί. Μια αριστερή δύναμη που δεν θα συμβιβαστεί με τους φασίστες και τους εθνικιστές στο όνομα της «εθνικής ενότητας», αλλά αντίθετα θα τους αποκαλύπτει!
Ένα βασικό αίτημα για όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς σε αυτή τη συγκυρία πρέπει να είναι η τιμωρία των πραξικοπηματιών! Να αποκαλυφθούν και να καταγραφούν τα εθνικιστικά εγκλήματα μίσους και να τιμωρηθούν όλοι οι φασίστες και εθνικιστές και στις δύο πλευρές που ευθύνονται για δολοφονίες απλών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Και τέλος, το μεγαλύτερο καθήκον της Αριστεράς σήμερα είναι να οικοδομήσει ένα κοινό μέτωπο Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εργαζομένων που θα μπορεί να οργανώσει κοινές δράσεις, να συζητήσει και να σχεδιάσει μια βιώσιμη λύση, την οποία οι δύο κοινότητες θα μπορούν να εφαρμόσουν, χωρίς να περιμένουν μεσσίες και ιμπεριαλιστές ηγέτες οι οποίοι δεν πρόκειται ποτέ να δώσουν πραγματική και διαρκή λύση στο πρόβλημα που οι ίδιοι δημιούργησαν.