Μετάφραση άρθρου του σ. Νιχάτ Χαλέπλι από την Τουρκία, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο Internationalist Standpoint.
Το καθεστώς Ερντογάν φαίνεται να συζητά μια νέα στρατιωτική επιχείρηση στη βόρεια Συρία, αν και δεν έχει λάβει ακόμη το πράσινο φως από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Ο Ερντογάν έχει επίσης ξεκαθαρίσει ότι είναι πρόθυμος να χαλαρώσει τις σχέσεις του με το συριακό καθεστώς. Η κυβέρνησή του χρειάζεται μια νίκη και ο χρόνος κυλάει σε βάρος του.
Ο Ερντογάν στριμώχτηκε
Με την οικονομική κρίση, τον πληθωρισμό και την ανεργία από τη μία πλευρά και τα σκάνδαλα διαφθοράς που αποκαλύπτονται καθημερινά από την άλλη, η δυσαρέσκεια για το καθεστώς του Ερντογάν αυξάνεται. Ειδικότερα, επειδή το καθεστώς δεν μπορεί να βρει λύσεις για την κάλυψη των αναγκών της χώρας σε συνάλλαγμα και συνεπώς για την υποτίμηση της τουρκικής λίρας. Δεδομένου ότι απομένουν μόνο εννέα μήνες μέχρι τις εκλογές, πρόκειται για έναν αγώνα δρόμου για τον Ερντογάν, ο οποίος υπό αυτές τις συνθήκες είναι απίθανο να κερδίσει. Ως εκ τούτου, προσπαθεί να βρει τρόπους να ξεπεράσει αυτή την άσχημη κατάσταση. Ένας από αυτούς μπορεί να είναι ένα μεγάλο στρατιωτικό χτύπημα κατά της Ροζάβα στη βόρεια Συρία. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά γι’ αυτόν.
Από τους τελευταίους μήνες του 2021, ο Ερντογάν προσπαθεί να ξεκινήσει μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση στη βόρεια Συρία. Παρόλο που πέρυσι ανέβαλε προσωρινά αυτό το σχέδιο, καθώς οι μεγάλοι ιμπεριαλιστικοί παίκτες στην περιοχή δεν το ενέκριναν, φέτος εξέφρασε και πάλι την πρόθεσή του να το πραγματοποιήσει, σε συνδυασμό με την εν εξελίξει στρατιωτική επιχείρηση κατά του PKK στο βόρειο Ιράκ.
Το καθεστώς Ερντογάν θέλει να δημιουργήσει μια «νεκρή ζώνη» όχι μόνο στη Συρία αλλά και στο Ιράκ, που θα εκτείνεται σε μήκος 30 χιλιομέτρων στο νότιο τμήμα της Τουρκίας, από τα δυτικά μέχρι τα ανατολικά σύνορα με το Ιράν. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι η Ροζάβα, η de facto αυτόνομη περιοχή στη Συρία που ελέγχεται από τις κουρδικές δυνάμεις, θα τεθεί υπό τουρκικό έλεγχο και η αυτόνομη διοικητική δομή εκεί θα ανατραπεί.
Μια τέτοια «επιτυχία» θα έδινε πράγματι τεράστια ώθηση στην προεκλογική εκστρατεία του Ερντογάν, παρά τις υπόλοιπες αρνητικές εξελίξεις στη χώρα. Ο λόγος είναι ότι η αντι-κουρδική εθνικιστική πολιτική του τουρκικού κράτους αποτελεί κοινή θέση όλων των κομμάτων της χώρας, με εξαίρεση το HDP (το φιλοκουρδικό κόμμα, Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών) και τις επαναστατικές σοσιαλιστικές δυνάμεις.
Η δαμόκλειος σπάθη που κρέμεται πάνω από τους Κούρδους
Μετά το ξέσπασμα των διαδηλώσεων κατά της δικτατορίας Άσαντ στη Συρία το 2011, η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να παρέμβει άμεσα και να ασκήσει ισχυρή επιρροή στη συριακή αντιπολίτευση. Παρουσιάστηκε ως προστάτης τους, διοργάνωσε συνέδρια γι’ αυτούς σε πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη και η Αττάλεια κ.λπ. Τόσο το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο όσο και ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός (FSA, πλέον ονομάζεται Συριακός Εθνικός Στρατός) ιδρύθηκαν στην Τουρκία.
Ο Ερντογάν ονειρευόταν ότι σύντομα θα ήταν σε θέση να κάνει την προσευχή της Παρασκευής στο τζαμί Ουμαγιάντ (Umayyad) στη Δαμασκό. Ωστόσο, με την αποτυχία των προσπαθειών ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ, η τουρκική στρατηγική απέτυχε επίσης. Κατά συνέπεια, η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι είναι χώρα του ΝΑΤΟ, ανέπτυξε στενές σχέσεις με τη Ρωσία προκειμένου να έχει ρόλο στον πόλεμο της Συρίας. Αγόρασε ακόμη και το πυραυλικό σύστημα εδάφους-αέρος S400 από τη Ρωσία.
Ο σημαντικότερος παράγοντας πίσω από την προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσία, παρόλο που η Ρωσία είναι ο προστάτης του καθεστώτος Άσαντ, ήταν ότι οι Κούρδοι της Συρίας έχουν γίνει σημαντικός σύμμαχος για τις ΗΠΑ στην περιοχή. Το 2014, η υπεράσπιση του Κομπάνι από τη Ροζάβα κατά του Ισλαμικού Κράτους δημιούργησε μια νέα δυναμική. Έκτοτε, όλοι οι παίκτες στην περιοχή (οι ΗΠΑ, η Ρωσία και το καθεστώς Άσαντ) χρησιμοποιούν την Τουρκία ως «δαμόκλειο σπάθη» που κρέμεται πάνω από τους Κούρδους. Οι ΗΠΑ τους θέλουν ως μια υπαρκτή δύναμη που δεν ελέγχεται από τους αντιπάλους τους, αλλά δεν θέλουν να γίνουν ανεξάρτητοι. Η Ρωσία προσπαθεί να τους ωθήσει προς το καθεστώς Άσαντ. Το καθεστώς Άσαντ, από την άλλη πλευρά, απαιτεί να διαλυθεί η αυτόνομη δομή της Ροζάβα, ιδίως οι αυτόνομες αμυντικές δυνάμεις και οι Κούρδοι να υποταχθούν στην κυριαρχία του με κάποιες μικρές βελτιώσεις του καθεστώτος τους στο εσωτερικό της Συρίας.
Η ταλάντευση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας
Αφού απέτυχε να πάρει το πράσινο φως για την επιχείρηση πέρυσι, ο Ερντογάν σχεδίασε και πάλι μια εισβολή στη Συρία για να εκμεταλλευτεί την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Και εδώ ο Ερντογάν συνέχισε να ακολουθεί μια πολιτική «μπρος-πίσω» μεταξύ του ΝΑΤΟ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Από τη μία πλευρά, πουλάει οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη στην Ουκρανία και δίνει την εντύπωση ότι αυξάνει τη αφοσίωσή του ως μέλος του ΝΑΤΟ. Από την άλλη, βελτιώνει τις σχέσεις του με τη Ρωσία, για παράδειγμα, μη συμμετέχοντας στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και υπογράφοντας νέες εμπορικές συμφωνίες.
Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία έχουν κλείσει τα μάτια στην τουρκική επιθετικότητα στη Συρία, παρόλο που δεν έχουν δώσει στον Ερντογάν το πράσινο φως για μια νέα εισβολή. Εδώ και μήνες, η Τουρκία πραγματοποιεί εντατικές επιθέσεις εναντίον κουρδικών περιοχών στη Συρία (καθώς και στο Ιράκ) με πολεμικά αεροπλάνα, πυροβολικό, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, αλλά και μέσω της υποστήριξης τζιχαντιστικών ομάδων. Πολλοί άμαχοι έχουν ήδη σκοτωθεί σε αυτές τις επιθέσεις. Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσαν οι κουρδικές δυνάμεις, 50 παιδιά σκοτώθηκαν μόνο τον Αύγουστο.
Αλλά ο Ερντογάν, ο οποίος βρίσκεται σε δύσκολη θέση στο εσωτερικό του, χρειάζεται μια μεγάλη επίθεση που θα μπορούσε να του δώσει μια μεγάλη ευκαιρία για μια εκλογική νίκη.
Μια σημαντική παραχώρηση από τον Ερντογάν
Η πολιτική της Τουρκίας στη Συρία είχε από την αρχή τρεις κρίσιμους στόχους: να γίνει μια ακόμα πιο σημαντική τοπική ιμπεριαλιστική δύναμη ανατρέποντας το καθεστώς Άσαντ, να αποτρέψει κάθε είδους κέρδη των Κούρδων και, τέλος, να ενισχύσει τη δύναμή της στο εσωτερικό της χώρας της αναζωπυρώνοντας τον εθνικισμό.
Στα μέσα Αυγούστου, ο Ερντογάν δήλωσε για πρώτη φορά από την έναρξη του συριακού πολέμου ότι ήθελε να βελτιώσει τις σχέσεις του με το συριακό καθεστώς. Υπήρξαν μάλιστα αναφορές ότι ο Ερντογάν και ο Άσαντ θα συναντηθούν, αν και η δέσμευση αυτή αποσύρθηκε αργότερα. Αυτή η νέα κατάσταση είναι μια ακόμη απόδειξη του πόσο μεγάλη πίεση έχει δεχθεί το καθεστώς Ερντογάν. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι ο Ερντογάν έχει εγκαταλείψει την επιθετική ιμπεριαλιστική πολιτική του. Σημαίνει όμως ότι ο Ερντογάν έχει «κολλήσει» στο εσωτερικό και ο χρόνος μετράει εναντίον του.
Αν και ο Ερντογάν απειλεί συνεχώς ότι μπορεί να «έρθει ξαφνικά μια νύχτα», όπως έκανε πρόσφατα αναφερόμενος στην Ελλάδα, μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση φαίνεται απίθανη. Ίσως η Ρωσία δώσει το πράσινο φως για μια περιορισμένη επιχείρηση που θα συνοδεύεται από ανταλλάγματα, αλλά αυτό δεν φαίνεται να είναι αρκετό για να σώσει τον Ερντογάν στο εσωτερικό της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, οι εργαζόμενοι, τα συνδικάτα, η νεολαία, τα κινήματα κ.λπ. στην Τουρκία και σε ολόκληρη την περιοχή πρέπει να αγωνιστούν ενάντια σε κάθε πολεμική απειλή που θα βυθίσει την περιοχή περαιτέρω σε συγκρούσεις.